Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Νικολάι Γκόγκολ: Το ημερολόγιο ενός τρελού [30 Φεβρουαρίου - Ίδιο έτος - Ημερομηνία 25 - Ημ 34 Μα]


Μαδρίτη, 30 Φεβρουαρίου

Επιτελούς, βρίσκομαι στην Ισπανία! Τα πάντα συνέβησαν τόσο γρήγορα ώστε δεν έχω προλάβει ακόμα να συνειδητοποιήσω την κατάσταση. Η ισπανική αντιπροσωπεία έφτασε νωρίς σήμερα το πρωί. Μπήκα στην άμαξά τους. Οφείλω να παραδεχτώ πως με παραξένεψε η ασυνήθιστη βιασύνη τους. Αναπτύξαμε υπερβολική ταχύτητα, με συνέπεια να βρεθούμε μέσα σε μισή ώρα μόλις στα ισπανικά σύνορα. Βέβαια, θα μου πείτε πως όλη η Ευρώπη πλέον έχει γεμίσει με σιδηροδρομικές γραμμές και ατμομηχανές, ενώ και τ’ ατμόπλοια ακόμα κινούνται με μεγαλύτερη ταχύτητα από τις άμαξες.
Παράξενη χώρα η Ισπανία! Μόλις μπήκαμε στην πρώτη αίθουσα, είδα πλήθος κόσμου με ξυρισμένα κεφάλια. Έκρινα αμέσως πως επρόκειτο για ευγενείς ή στρατιώτες. Στο μεταξύ, η συμπεριφορά του καγκελάριου, ο οποίος σημειωτέον με κρατούσε απ’ το χέρι, μου φάνηκε εξαιρετικά παράξενη∙ κάποια στιγμή μ’ έσπρωξε σ’ ένα μικρό δωμάτιο και είπε: «Μείνε εδώ∙ συνέχισε ν’ αποκαλείς τον εαυτό σου ‘βασιλιά Φερδινάνδο’ και θα δεις πώς σου βγάζω την ιδέα απ’ το ξερό σου το κεφάλι». Γνώριζα ασφαλώς πως η εν λόγω απειλή συνιστούσε δοκιμασία κι έτσι επέμεινα στον τίτλο που απέδιδα στον εαυτό μου. Ίσως γι’ αυτό να μου κατάφερε δύο δυνατά χτυπήματα στην πλάτη με το μπαστούνι του ο καγκελάριος∙ λίγο έλειψε να ουρλιάξω από τον πόνο. Συγκρατήθηκα όμως, γιατί θυμήθηκα πως αυτή η συμπεριφορά συνιστούσε μέρος του παραδοσιακού εθιμοτυπικού που ακολουθείτο με ευλάβεια στους κύκλους των ιπποτών, ειδικά όταν κάποιος ήταν έτοιμος να ανέβει στις υψηλότερες βαθμίδες του αξιώματος – και στην Ισπανία τα ήθη και τα έθιμα των ιπποτών τηρούνται αυστηρά μέχρι σήμερα. Μόλις έμεινα μόνος, αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με τις υποθέσεις του κράτους. Ανακάλυψα πως Ισπανία και Κίνα είναι η ίδια και η αυτή χώρα. Από άγνοια και μόνο, κάποιοι ακόμα τις θεωρούν δύο ξεχωριστά βασίλεια. Σας συμβουλεύω όλους να γράψετε τη λέξη «Ισπανία» και θα διαβάσετε «Κίνα» στο χαρτί. Ανησυχώ όμως ιδιαιτέρα εξαιτίας ενός φαινόμενου που θα λάβει χώρα στο εγγύτατο μέλλον. Συγκεκριμένα, αύριο στις 7 η ώρα, η γη θα καθίσει επάνω στο φεγγάρι. Το προέβλεψε και ο διάσημος Άγγλος χημικός, Ουέλινγκτον. Για να είμαι ειλικρινής, συχνά ταραζόμουν όταν σκεφτόμουν πόσο εύθραυστο είναι το φεγγάρι και πόσο εύκολο να συντρίβει. Το φεγγάρι κατασκευάστηκε στο Αμβούργο, μα έχει πολλές ατέλειες. Το έφτιαξε ένας κουτσός ξυλουργός – ένας κατάφωρα ηλίθιος άνθρωπος που δεν είχε ιδέα πώς φτιάχνονται τα φεγγάρια. Χρησιμοποίησε ρετσινωμένο σκοινί και κακής ποιότητος ελαιόλαδο∙ εξ ου και αυτή η έντονη δυσοσμία που απλώνεται σ’ όλη τη γη και αναγκάζει τους κατοίκους του πλανήτη μας να κλείνουν τη μύτη τους. Ιδού γιατί το φεγγάρι είναι τόσο εύθραυστο, με φυσική συνεπεία να μην μπορεί να ζήσει άνθρωπος στην επιφάνειά του, παρά μόνο μύτες. Γι’ αυτό δεν βλέπουμε τις μύτες μας – επειδή όλες βρίσκονται στο φεγγάρι. Μόλις, λοιπόν, αναλογίστηκα πως η γη συνιστά ένα βαρύ ουράνιο σώμα και πως θα λιώσει κυριολεκτικά τις μύτες μας, πως θα τις κάνει σκόνη, αν καθίσει επάνω στο φεγγάρι, πανικοβλήθηκα∙ φόρεσα αμέσως τις μακριές κάλτσες και τα παπούτσια μου κι έσπευσα στο μέγαρο της καγκελαρίας για να δώσω εντολή στα σώματα ασφαλείας να προβούν στις απαραίτητες κινήσεις προκειμένου ν’ αποτραπεί η προσσελήνωση της γης. Οι ευγενείς με τα ξυρισμένα κεφάλια, το πλήθος των οποίων συνάντησα μπαίνοντας στο κτίριο, ήταν ευφυέστατοι άνθρωποι, κι έτσι, μόλις αναφώνησα: «Κύριοι, ας σώσουμε το φεγγάρι∙ η γη θέλει να καθίσει επάνω του!» κινητοποιήθηκαν αμέσως όλοι για να εκτελέσουν την ηγεμονική μου προσταγή.
Πολλοί απ’ αυτούς σκαρφάλωσαν στον τοίχο και προσπάθησαν να κατεβάσουν το φεγγάρι. Την ίδια στιγμή μπήκε στο μέγαρο ο καγκελάριος. Μόλις τον αντίκρισαν οι ευγενείς σκορπίστηκαν στους γύρω χώρους τρέχοντας. Μόνο εγώ έμεινα ασάλευτος στη θέση μου, ως βασιλιάς που ήμουν. Προς μεγάλη μου έκπληξη, όμως, ο καγκελάριος με χτύπησε με το μπαστούνι του και με οδήγησε πίσω στο δωμάτιο μου. Τέτοια εξουσία έχουν τα λαϊκά ήθη κι έθιμα στην Ισπανία!


Ίδιο έτος. Ιανουάριος που ακολούθησε τον Φεβρουάριο.

Δεν θα καταλάβω ποτέ τι είδους χώρα είναι πραγματικά αυτή η Ισπανία. Τα έθιμα του λαού και οι κανόνες της Αυλής είναι εξαιρετικά ασυνήθιστα. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Τίποτα! Σήμερα μου ξύρισαν το κεφάλι, παρόλο που εγώ ούρλιαζα με όλες μου τις δυνάμεις πως δεν ήθελα να γίνω μοναχός. Τι συνέβη μετά, όταν άρχισαν να μου ρίχνουν κρύο νερό στο κεφάλι, ομολογώ πως δεν θυμάμαι. Ποτέ στη ζωή μου δεν δοκίμασα τόσο φριχτά βασανιστήρια. Λίγο έλειψε να τρελαθώ – δυσκολεύτηκαν ιδιαίτερα να με κρατήσουν ακίνητο. Η σημασία της εν λόγω παράξενης συνήθειας μού κρατήθηκε μυστική. Πρόκειται για άκρως ηλίθιο και παράλογο έθιμο. Η ανοησία των βασιλιάδων που δεν φρόντισαν να το καταργήσουν μού είναι ακατανόητη. Κρίνοντας από τις δυσμενείς συνθήκες που αντιμετώπισα, εικάζω πως βρέθηκα στα χέρια της Ιεράς Εξέτασης και πως ο άντρας τον οποίο θεωρούσα ως καγκελάριο του κράτους ήταν τελικά ο Μέγας Ιεροεξεταστής. Ωστόσο ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν ο βασιλιάς της χώρας να περάσει από Ιερά Εξέταση. Πιθανώς η Γαλλία να έχει κάποια ανάμειξη στην υπόθεση και κυρίως ο Πολινιάκ – αυτός ο σκύλος! Έχει ορκιστεί να με παραδώσει στον θάνατο, κι ώσπου να τα καταφέρει δεν θα πάψει να με καταδιώκει. Μα εγώ, φίλε μου, γνωρίζω πολύ καλά πως δεν είσαι τίποτα περισσότερο από ένα υποχείριο των Άγγλων. Δεν λέω – έξυπνος λαός οι Άγγλοι και ανακατεμένοι στα πάντα. Όλος ο κόσμος ξέρει πως κάθε φορά που η Αγγλία μυρίζει μια πρέζα ταμπάκο, η Γαλλία φτερνίζεται.


Ημερομηνία 25

Σήμερα ήρθε ο Μέγας Ιεροεξεταστής στο δωμάτιό μου∙ μόλις άκουσα από μακριά τα βήματά του, κρύφτηκα κάτω από μια καρέκλα. Είδε πως δεν ήμουν μέσα και άρχισε να φωνάζει. Πρώτα είπε: «Ποπρίτσιν!» Δεν απάντησα. Ύστερα είπε: «Αξέντι Ιβάνοφ! Αξιωματούχε! Ευγενή!» Έμεινα σιωπηλός. «Φερδινάνδε Όγδοε, βασιλιά της Ισπανίας!» Ήμουν έτοιμος να βγάλω έξω το κεφάλι μου, μα σκέφτηκα: «Όχι, αδερφέ μου, δεν θα μ’ εξαπατήσεις. Δεν θα ρίξεις πάλι νερό στο κεφάλι μου». Όμως πρόλαβε και με είδε και με ανάγκασε να βγω απ’ την κρυψώνα μου χρησιμοποιώντας το μπαστούνι του. Το καταραμένο! Σε τρελαίνει στον πόνο κυριολεκτικά. Εν τούτοις, η ανακάλυψη μου πως κάθε κόκορας κρύβει μια Ισπανία κάτω απ’ τις φτερούγες του με αποζημίωσε για τον πόνο που υπέμεινα. Ο Μέγας Ιεροεξεταστής αποχώρησε οργισμένος και απείλησε να μου επιβάλει κάποια φοβερή τιμωρία.
Μόνο περιφρόνηση μπόρεσα να αισθανθώ για την ανίσχυρη κακία του∙ κι αυτό, γιατί γνωρίζω πολύ καλά πως ενεργεί σαν μηχανή, σαν όργανο των Άγγλων.


Ημ 34 Μα Πρώην 349 Φεβρουλαρ.

Όχι, δεν έχω άλλη δύναμη ν’ αντέξω. Θεέ μου! Τι θα μου κάνουν; Ρίχνουν κρύο νερό στο κεφάλι μου. Ούτε καν με προσέχουν: δεν με βλέπουν∙ δεν με ακούνε. Γιατί με βασανίζουν; Τι θέλουν από μια εξαθλιωμένη ύπαρξη σαν τη δική μου; Και τι μπορώ να τους δώσω; Δεν έχω τίποτα. Δεν μπορώ να υπομείνω άλλο τα βασανιστήρια στα οποία με υποβάλλουν∙ το κεφάλι μου πονάει και τα πάντα γυρίζουν μπρος τα μάτια μου. Σώστε με! Πάρτε με αποδώ! Δώστε μου τρία άλογα γρήγορα σαν τον άνεμο! Ανέβα πάνω, αμαξά, χτυπήστε κουδουνάκια, καλπάστε άλογά μου και πάρτε με μακριά, όσο πιο μακριά – φτάνει να μην βλέπω τίποτα απ’ αυτόν εδώ τον κόσμο! Αχ, ήδη ο ουρανός γέρνει στέγη από πάνω μου∙ ένα άστρο τρεμοσβήνει πέρα στον ορίζοντα∙ ένα δάσος με μαύρα τα δέντρα του στο φεγγαρόφωτο περνάει από δίπλα μου∙ κυανή ομίχλη γλιστράει κάτω απ’ τα πόδια μου∙ τα σύννεφα αντηχούν από μουσική∙ στη μια πλευρά απλώνεται η θάλασσα – στην άλλη, η Ιταλία. Στο βάθος, διακρίνω τα σπίτια των Ρώσων χωρικών. Εκείνο εκεί δεν είναι το πατρικό μου; Η μητέρα μου δεν είναι αυτή που κάθεται στο παράθυρο; Μητέρα, μητέρα! Σώσε τον δύστυχο γιο σου! Χύσε ένα δάκρυ πάνω στο άμοιρο κεφάλι του. Δες πώς τον βασανίζουν! Σφίξε τον φτωχό ορφανό στην αγκαλιά σου! Δεν βρίσκει γαλήνη πουθενά σ’ αυτόν τον κόσμο. Τον κυνηγάνε παντού – από τόπο σε τόπο. Μητέρα, μητέρα! Λυπήσου το άρρωστο παιδί σου! Αχ! Γνωρίζετε πως ο μπέης του Αλγερίου έχει μια φλύκταινα κάτω απ’ τη μύτη του;

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Νικολάι Γκόγκολ: Το ημερολόγιο ενός τρελού [86 Μαρτωβρίου - Χωρίς ημερομηνία - Δεν θυμάμαι ημερομηνία - Ημερομηνία 1η]


86 Μαρτωβρίου. Μεταξύ μέρας και νύχτας.

Σήμερα ήρθε ο κλητήρας και με κάλεσε –επιτακτικά– να παρουσιαστώ στην υπηρεσία μου. Εδώ και τρεις βδομάδες δεν είχα πατήσει το πόδι μου στο γραφείο. Όμως οι άνθρωποι είναι άδικοι – λογαριάζουν τα πάντα με τις βδομάδες. Πρόκειται για πρακτική που ανακάλυψαν οι Εβραίοι, γιατί ο ραβίνος τους πλενόταν εκείνη τη στιγμή. Συμμορφώθηκα στην απαίτησή του μόνο και μόνο για το αστείο του πράγματος. Ο τμηματάρχης νόμιζε πως θα έσκυβα ταπεινά το κεφάλι μπροστά του και θα ζητούσα συγχώρεση∙ όμως εγώ τον κοίταξα αδιάφορα, ούτε θυμωμένα ούτε μειλίχια, και κάθισα ήσυχα ήσυχα στη θέση μου, λες και δεν τον είδα καν. Έριξα μια ματιά σε όλον αυτόν τον συρφετό γραφιάδων γύρω μου και αναλογίστηκα: «Αν ξέρατε ποιος βρίσκεται ανάμεσά σας! Κύριε των δυνάμεων! Τι σαματά θα κάνατε! Ακόμα κι ο τμηματάρχης θα υποκλινόταν μπροστά στην Εξοχότητά μου, όπως κάνει κάθε φορά που βλέπει τον διευθυντή». Ένας σωρός εγγράφων υψωνόταν στο τραπέζι μπροστά μου∙ έπρεπε να κάνω την περίληψή τους, όμως εγώ δεν κούνησα ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι. Υστέρα από λίγη ώρα δημιουργήθηκε φοβερή αναστάτωση στο γραφείο. Αμέσως κυκλοφόρησε η είδηση πως από στιγμή σε στιγμή θα κατέφτανε ο διευθυντής. Πολλοί από τους υπαλλήλους άρχισαν να συναγωνίζονται μεταξύ τους, στην προσπάθεια που κατέβαλλε καθένας ξεχωριστά ώστε να τραβήξει την προσοχή του ανώτερού του και να κερδίσει –γιατί όχι;– ακόμα και την εύνοιά του. Εγώ, πάλι, δεν κουνήθηκα απ’ τη θέση μου. Μόλις μπήκε στην αίθουσα, οι πάντες έσπευσαν να κουμπώσουν τα σακάκια τους∙ εγώ έμεινα όπως ήμουν. Τι σημαίνει διευθυντής; Να σηκωθώ εγώ μπροστά του; Ποτέ. Τι διευθυντής είναι; Φελλός είναι∙ όχι διευθυντής. Ένας απλός, συνηθισμένος φελλός – τίποτα παραπάνω. Το καταχάρηκα μόλις μου έφεραν ένα έγγραφο να το υπογράψω. Νόμιζαν πως θα έγραφα απλώς το όνομά μου στην άκρη του χαρτιού. Γραφέας τάδε κ.λπ. Λάθος! Στο πάνω μέρος του εγγράφου, εκεί που υπογραφεί συνήθως ο διευθυντής, εγώ υπέγραψα φαρδιά-πλατιά: Φερδινάνδος Η΄. Έπρεπε να βλέπατε τη σιωπή που απλώθηκε στον χώρο. Εγώ όμως έκανα ένα νεύμα με το χέρι μου και είπα: «Κύριοι, δεν χρειάζεται να τηρείτε όλη αυτήν την εθιμοτυπία». Κατόπιν, βγήκα έξω και πήρα τον δρόμο για το σπίτι του διευθυντή. Απουσίαζε από την οικία του. Ο υπηρέτης θέλησε να μου απαγορεύσει την είσοδο, όμως εγώ του μίλησα κατά τέτοιον τρόπο που κυριολεκτικά σάστισε και αναγκάστηκε να με αφήσει να περάσω. Πήγα κατ’ ευθείαν στο μπουντουάρ της Σοφίας. Καθόταν μπροστά από έναν καθρέφτη. Μόλις με αντίκρισε, πετάχτηκε όρθια ξαφνιασμένη κι έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Δεν της ανέφερα πως ήμουν ο βασιλιάς της Ισπανίας, όμως τη διαβεβαίωσα πως, αν με ακολουθούσε, την περίμενε ανείπωτη ευτυχία που ούτε καν τη φανταζόταν, κι ακόμα, πως θα μέναμε μαζί για πάντα παρά τα τεχνάσματα και τις ραδιουργίες των εχθρών μας. Δεν ήθελα να της πω κάτι άλλο και βγήκα από το δωμάτιο. Αχ, πόσο πανούργα πλάσματα είναι τελικά οι γυναίκες! Τώρα γνωρίζω την αληθινή τους φύση. Μέχρι στιγμής κανείς δεν ήξερε ποιον αγαπάει πραγματικά μια γυναικά. Είμαι ο πρώτος που το ανακάλυψε: ε, λοιπόν, τον διάβολο αγαπάει. Μάλιστα∙ και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία περί τούτου. Αυτά που γράφουν οι σοφοί είναι ανοησίες – δηλαδή πως η γυναικά είναι αυτό κι εκείνο και το άλλο. Αγαπάει τον διάβολο. Αυτό είναι όλο και τίποτα παραπάνω. Βλέπεις μια γυναίκα να κάθεται στην πρώτη σειρά στο θεωρείο και να παρακολουθεί με τα φασαμέν της. Νομίζεις πως κοιτάζει εκείνον τον καλοφτιαγμένο, επιβλητικό άντρα με το παράσημο στο στήθος; Ούτε κατά διάνοια! Αυτή κοιτάζει τον διάβολο που στέκεται πίσω απ’ την πλάτη του. Τον διάβολο που κρύφτηκε στο φράκο του και της κάνει δελεαστικά νεύματα με το δάχτυλό του. Και τον παντρεύεται. Μα την αλήθεια! Τον παίρνει γι’ άντρα της. Όλο αυτό το σκυλολόι αξιωματούχων –παιδιά σεβάσμιων οικογενειών– χαμοκυλιέται και περιφέρεται στην Αυλή. Διατείνονται πως είναι πατριώτες και ζητούν ν’ αυξηθεί ο μισθός τους. Για το χρήμα πουλάνε τη μάνα τους, τον πατέρα τους, τον Θεό τον ίδιο, αν χρειαστεί. Κενόδοξοι έμποροι της θρησκείας – γιατί κάτω από τη γλώσσα υπάρχει μια μικρή φλύκταινα μέσα στην οποία λουφάζει ένα σκουλήκι σε μέγεθος κεφαλιού καρφίτσας. Κι όλα αυτά τα κάνει ένας κουρέας στην οδό Μπιζελιών∙ δεν θυμάμαι τ’ όνομά του αυτήν τη στιγμή, μα είναι γνωστό πως συνεργάζεται με μια μαία για να διαδώσουν τον Μωαμεθανισμό σε ολόκληρο τον κόσμο∙ συνέπεια του εν λόγω σχεδίου συνιστά το γεγονός πως ένας μεγάλος αριθμός των κατοίκων της Γαλλίας έχει ασπαστεί την πίστη του Μωάμεθ.


Χωρίς ημερομηνία. Εκείνη η μέρα δεν είχε ημερομηνία.

Βάδιζα ινκόγκνιτο στη λεωφόρο Νέφσκι. Πέρασε με την άμαξά του ο Αυτοκράτορας. Όλος ο κόσμος έβγαλε το καπέλο του – ακόμα κι εγώ. Ωστόσο προσπάθησα να μην αποκαλύψω την ταυτότητά μου: πως ήμουν ο βασιλιάς της Ισπανίας. Θεώρησα ανάρμοστη εκ μέρους μου μια τέτοια κίνηση, καθότι πρώτα έπρεπε να παρουσιαστώ στην Αυλή. Με συγκράτησε επίσης το γεγονός πως δεν φορούσα την ισπανική εθνική φορεσιά. Αν είχα τουλάχιστον έναν μανδύα! Θέλησα ν’ απευθυνθώ γι’ αυτόν τον σκοπό σε έναν ράφτη, όμως η εν λόγω κάστα επαγγελματιών αποτελείται πραγματικά από ηλίθιους. Επιπλέον, παραμελούν τη δουλειά τους, ψευτοανακατεύονται στα πολιτικά και χασομερούν. Γι’ αυτό κι εγώ έφτιαξα έναν μανδύα από την καινούργια επίσημη στολή μου, την οποία είχα φορέσει μόνο δύο φορές. Όμως για να μην μου στήσουν καμιά παγίδα αυτοί οι σκιτζήδες, κλειδαμπάρωσα τις πόρτες στο σπίτι μου για να μην με δει κανείς και τον έφτιαξα μόνος. Εφόσον το κόψιμο έπρεπε να είναι εντελώς διαφορετικό, πήρα ένα ψαλίδι κι έσκισα σε κομμάτια τη στολή μου.


Δεν θυμάμαι ημερομηνία. Ο διάβολος ξέρει μόνο ποιον μηνά έγιναν όλα αυτά.

Τώρα ο μανδύας είναι έτοιμος. Μόλις τον φόρεσα, η Μαύρα έβαλε τις φωνές. Δεν θα παρουσιαστώ ακόμα στην Αυλή∙ η ισπανική αντιπροσωπεία δεν έχει φτάσει μέχρι στιγμής. Δεν αρμόζει να παρουσιαστώ χωρίς συνοδεία. Η εμφάνισή μου θα χάσει σε μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα. Απ’ ώρα σε ώρα περιμένω τα μέλη της αντιπροσωπείας.


Ημερομηνία 1η

Η υπερβολική αργοπορία της άφιξής τους μ’ έχει αφήσει κυριολεκτικά κατάπληκτο. Ποια μπορεί να είναι η αιτία αυτής της καθυστέρησης; Πιθανώς ν’ αναμιγνύεται η Γαλλία σ’ αυτήν την ιστορία. Πάντοτε είναι εχθρικά διακειμένη απέναντί μας. Πήγα στο ταχυδρομείο να ρωτήσω αν είχε φτάσει η ισπανική αντιπροσωπεία. Ο διευθυντής του ταχυδρομείου πρόκειται για άνθρωπο εντελώς ηλίθιο – δεν ξέρει τι του γίνεται. «Όχι», μου αποκρίθηκε, «δεν υπάρχουν Ισπανοί πρεσβευτές εδώ. Αν όμως θέλετε να τους γράψετε επιστολή, θα τη στείλουμε, εφόσον μας καταβάλετε το απαραίτητο αντίτιμο». Να πάρει ο διάβολος! Τι τη θέλω την επιστολή; Πρόκειται καθαρά περί ανοησίας. Επιστολές γράφουν οι φαρμακοποιοί, αφού βουτήξουν πρώτα τη γλώσσα τους στο ξίδι∙ ειδάλλως, το πρόσωπό τους γεμίζει φλύκταινες.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Νικολάι Γκόγκολ: Το ημερολόγιο ενός τρελού [3, 5, 8 Δεκεμβρίου - 2000: 43 Απριλίου]


3 Δεκεμβρίου

Των αδυνάτων αδύνατον! Αυτός ο γάμος δεν θα γίνει. Πρόκειται για άθλια κουτσομπολιά. Τι πάει να πει θαλαμηπόλος; Ένας τιμητικός τίτλος είναι μόνο∙ τίποτα το απτό, δηλαδή, που μπορεί κάποιος να το δει ή να το διαχειριστεί. Επειδή είναι θαλαμηπόλος, δεν σημαίνει ότι έχει και τρίτο μάτι στο μέτωπο. Ούτε πως η μύτη του είναι από χρυσάφι∙ ούτε η δική μου είναι, ούτε κανενός άλλου. Δεν τρώει ούτε βήχει μ’ αυτήν∙ απλώς μυρίζει και φτερνίζεται. Θα ήθελα να κατανοήσω την ουσία αυτού του μυστηρίου: πώς ξεκινούν όλες αυτές οι διακρίσεις; Γιατί εγώ να είμαι αξιωματούχος; Ίσως να είμαι πράγματι κόμης ή στρατηγός κι απλώς να παρουσιάζω διαφορετική εικόνα. Ίσως να μην ξέρω καν ποιος είμαι ή τι. Η ιστορία βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων: πόσες φορές δεν αποδείχθηκε, εντελώς ξαφνικά, πως ένα ανθρωπάκι με κοινή καταγωγή, ένας αστός ή χωριάτης, επρόκειτο τελικά για λόρδο ή βαρόνο; Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως εμφανίζομαι αναπάντεχα κάποια μέρα φορώντας στολή στρατηγού, με επωμίδες και στους δύο ώμους και γαλάζια ταινία σταυρωτά στο στήθος∙ τότε ποια μελωδία θα τραγουδήσει η αγαπημένη μου; Τότε ο πατέρας της –ο διευθυντής μας– τι θα πει; Ω, είναι φιλόδοξος! Μασόνος είναι, το δίχως άλλο! Το κρύβει επιμελώς, μα τον έχω καταλάβει εγώ. Κάθε φορά που δίνει το χέρι του για χειραψία, απλώνει μόνο τα δυο του δάχτυλα. Δεν θα μπορούσε να με αναγορεύσει ο Αυτοκράτορας, αυτήν τη στιγμή κιόλας, σε γενικό διοικητή ή στρατηγό; Θα ήθελα μόνο να μάθω γιατί είμαι αξιωματούχος. Γιατί; Τίποτα άλλο.


5 Δεκεμβρίου

Σήμερα το πρωί διάβασα τις εφημερίδες. Παράξενα πράγματα συμβαίνουν στην Ισπανία. Δεν μπόρεσα να τα καταλάβω κι όλα. Φημολογείται πως χήρεψε ο βασιλικός θρόνος και πως οι ευγενείς δυσκολεύονται στην επιλογή διαδόχου. Ξέσπασαν εξεγέρσεις. Όλα αυτά μου φαίνονται τουλάχιστον παράξενα. Πώς μπορεί να χηρέψει ένας θρόνος; Φημολογείται πως μια δόνα θ’ ανέβει στον θρόνο. Των αδυνάτων αδύνατον! Μονό ένας βασιλιάς μπορεί να κάθεται στον θρόνο. Λέγεται πως δεν υπάρχει βασιλιάς, μα κάτι τέτοιο ακούγεται απίθανο. Δεν γίνεται βασίλειο χωρίς βασιλιά. Βασιλιάς υπάρχει, αλλά κρύβεται κάπου, άγνωστος, για λογούς προσωπικούς ή οικογενειακούς∙ ή μπορεί να τον αναγκάζουν οι γείτονες δυνάμεις, όπως η Γαλλία και άλλες χώρες, να παραμένει άφαντος∙ ή μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι λόγοι.


8 Δεκεμβρίου

Ήμουν σχεδόν αποφασισμένος να πάω στο γραφείο, όμως διάφοροι συλλογισμοί με απέτρεψαν απ’ το να πραγματοποιήσω την αρχική μου πρόθεση. Ακόμα βασανίζουν τη σκέψη μου τα γεγονότα στην Ισπανία. Πώς είναι δυνατόν να καταλάβει το βασιλικό αξίωμα μια γυναίκα; Κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε ποτέ στην Αγγλία. Αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, οι πολιτικές αρχές θα τηρούσαν επικριτική στάση σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο – ο Αυτοκράτορας της Αυστρίας, για παράδειγμα. Για να είμαι ειλικρινής, τα εν λόγω γεγονότα με συντάραξαν και με κλόνισαν τόσο πολύ, ώστε, όλη μέρα, μου ήταν απολύτως αδύνατον να προβώ και στην παραμικρή κίνηση. Η Μαύρα παρατήρησε πως ήμουν πολύ αφηρημένος στο τραπέζι. Η αλήθεια είναι πως απ’ την αφηρημάδα μου έριξα δυο πιάτα στο πάτωμα κι έγιναν χίλια κομμάτια. Μετά το δείπνο, αισθάνθηκα κάποια αδιαθεσία και πήγα έναν περίπατο στα υψώματα. Δεν κατέληξα πουθενά. Έμεινα ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου σχεδόν όλη νύχτα και σκεφτόμουν τα γεγονότα στην Ισπανία.


Έτος 2000: 43 Απριλίου

Σήμερα είναι μια μέρα μεγαλοπρεπούς θριάμβου. Η Ισπανία έχει βασιλιά – βρέθηκε∙ κι είμαι εγώ. Μόλις σήμερα το έμαθα. Σαν να καταύγασε τη σκέψη μου κεραυνός. Δεν μπορώ να καταλάβω από πού κι ως πού φανταζόμουν τόσο καιρό πως ήμουν αξιωματούχος. Πώς μου καρφώθηκε μια τόσο παράλογη ιδέα στο μυαλό! Τυχερός ήμουν που δεν μ’ έκλεισαν στο φρενοκομείο. Τώρα τα πάντα είναι ξεκάθαρα. Πριν –δεν ξέρω γιατί– τα πάντα έμοιαζαν καλυμμένα μ’ ένα πέπλο ομίχλης. Όλα αυτά νομίζω ότι συμβαίνουν επειδή οι άνθρωποι πιστεύουν πως ο εγκέφαλος βρίσκεται μέσα στο κεφάλι. Σε καμία περίπτωση!
Τον ανθρώπινο εγκέφαλο τον φέρνει ο άνεμος από την Κασπία Θάλασσα. Στη Μαύρα ανακοίνωσα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ποιος πραγματικά είμαι. Μόλις άκουσε πως ο βασιλιάς της Ισπανίας –αυτοπροσώπως– στεκόταν μπροστά της, ύψωσε τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι της και λίγο έλειψε να πεθάνει απ’ την τρομάρα της. Η ανόητη! Δεν είχε δει ποτέ στο παρελθόν τον βασιλιά της Ισπανίας. Προσπάθησα να την καθησυχάσω και τη διαβεβαίωσα πως δεν ήμουν θυμωμένος μαζί της επειδή δεν μου καθάριζε καλά τα παπούτσια. Οι γυναίκες είναι ηλίθια όντα∙ είναι ανώφελο να πασχίζεις να κινήσεις το ενδιαφέρον τους για τα μεγάλα, για τα σπουδαία ζητήματα της ζωής. Φοβήθηκε γιατί νόμιζε πως όλοι οι βασιλιάδες της Ισπανίας μοιάζουν με τον Φίλιππο τον Β’. Ασφαλώς της εξήγησα πως ελάχιστες ομοιότητες υπάρχουν ανάμεσα σ’ εμένα κι εκείνον. Δεν πήγα στο γραφείο. Γιατί, στο διάβολο, να πήγαινα; Όχι, φίλοι μου, δεν θα με βρείτε εκεί ποτέ πια! Δεν θ’ αντιγράφω εγώ τ’ αναθεματισμένα έγγραφά σας.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Νικολάι Γκόγκολ: Το ημερολόγιο ενός τρελού [13 Νοεμβρίου]


13 Νοεμβρίου

Για να δούμε! Η επιστολή είναι ευανάγνωστη, ωστόσο στον γραφικό χαρακτήρα υπάρχει κάτι το σκυλίσιο.

Αγαπητή Φιντελ, ακόμη δεν μπορώ να συνηθίσω το κοινότατο όνομα που σου έδωσαν. Λες και δεν μπορούσαν να βρουν ένα πιο κατάλληλο. Φιντέλ, Ρόζα… ονόματα φτηνά, κακόγουστα! Μα ας αφήσω το εν λόγω ζήτημα. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Χαίρομαι ιδιαιτέρα που διατηρούμε αλληλογραφία.

Η επιστολή είναι ολόσωστα γραμμένη. Η στίξη και η ορθογραφία τηρούν τους απαραίτητους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες. Ούτε ο τμηματάρχης μας δεν γράφει τόσο απλά και με σαφήνεια, κι ας έχει φοιτήσει στο πανεπιστήμιο – όπως τουλάχιστον ισχυρίζεται ο ίδιος. Ας συνεχίσουμε την ανάγνωση.

Πιστεύω πως μια από τις πιο εκλεπτυσμένες χαρές που μπορεί να απολαύσει ο άνθρωπος σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο είναι να μοιράζεται τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις εντυπώσεις του.

Χμ… το συγκεκριμένο χωρίο είναι από κάποιο βιβλίο που έχει μεταφραστεί από τα γερμανικά. Δεν θυμάμαι όμως τον τίτλο του.

Μιλάω εκ πείρας, μολονότι δεν έχω δει τον κόσμο πέρα απ’ την εξώπορτα του σπιτιού μας. Μήπως μου λείπουν οι χαρές και οι ανέσεις; Η κυρία μου, την οποία ο πατέρας της φωνάζει Σοφία, είναι τρελά ερωτευμένη μαζί μου.

Α, καλά! Ας μην μιλήσω καλύτερα!

Πολύ συχνά ο πατέρας της με χαϊδεύει. Πίνω τσάι και καφέ με γάλα. Αχ, αγαπητή μου, πρέπει να σου εξομολογηθώ πως δεν βρίσκω καμία ευχαρίστηση σ’ εκείνα τα μεγάλα, γλειμμένα κόκαλα που ροκανίζει με λαχτάρα στην κουζίνα ο Πολκάν. Μόνο τα κόκαλα της νερόκοτας είναι νόστιμα, κι αυτά μόνο όταν δεν τους έχει ρουφήξει κανείς το μεδούλι. Γίνονται πεντανόστιμα ειδικά αν τα συνοδεύσεις με λίγη σάλτσα∙ χωρίς κάπαρη ή άλλα χορταρικά. Δεν υπάρχει όμως χειρότερο πράγμα από την κακή συνήθεια που έχουν οι άνθρωποι να ταΐζουν τους σκύλους με βώλους ψωμιού. Κάθεται κάποιος στο τραπέζι, ζυμώνει έναν βώλο ψωμιού με τα βρώμικα δάχτυλά του, σε φωνάζει κοντά και σου χώνει τον βώλο στο στόμα. Οι καλοί σου τρόποι σ’ εμποδίζουν ν’ αρνηθείς την ευγενική προσφορά του και αναγκαστικά τον τρως. Με αηδία, με αποστροφή –σίγουρα!– μα τον τρως.

Να πάρει ο διάβολος! Τι ανοησίες είναι αυτές! Αυτά βρήκε να γράψει; Ας δούμε αν γράφει τίποτα πιο ενδιαφέρον στη δεύτερη σελίδα.

Θα ήθελα να σ’ ενημερώσω για το τι συμβαίνει εδώ μέσα. Ήδη σου μίλησα για το πιο σημαντικό άτομο στο σπίτι, το οποίο η Σοφία αποκαλεί «Μπαμπά». Πρόκειται για έναν πολύ παράξενο άνθρωπο.

Αχά! Εδώ είμαστε επιτέλους! Το ήξερα∙ τα σκυλιά αντιμετωπίζουν τα πάντα με διεισδυτική, πολιτική σχεδόν, ματιά. Για να δούμε, λοιπόν, τι λέει για τον «Μπαμπά».

…Πολύ παράξενο. Συνήθως είναι σιωπηλός∙ σπάνια μιλάει, όμως την προηγούμενη βδομάδα μονολογούσε διαρκώς: «Θα την πάρω ή όχι;» Στο ένα χέρι κρατούσε μια κόλλα χαρτί∙ το άλλο, το άπλωνε ανοιχτό, λες και επαιτούσε, κι επαναλάμβανε: «Θα την πάρω ή όχι;» Κάποια στιγμή ρώτησε κι εμένα: «Εσύ τι λες, Μέτζη; Εγώ δεν κατάλαβα τι εννοούσε∙ μύρισα τα παπούτσια του κι έφυγα. Μετά από μια βδομάδα, ήρθε στο σπίτι με το πρόσωπό του ν’ αστράφτει από ευτυχία. Το ίδιο πρωί τον επισκέφτηκαν ένα σωρό κύριοι με στολή και τον συνεχάρησαν. Στο τραπέζι, βρισκόταν σ’ εξαιρετική διάθεση – ποτέ μου δεν τον είχα δει πιο χαρούμενο. Έλεγε ανέκδοτα. Μόλις τέλειωσε το γεύμα, τέντωσε τον λαιμό του και είπε: «Για δες, Μέτζη! Τι είναι αυτό;» Εγώ είδα μια κορδέλα. Τη μύρισα – αλλά δεν είχε καμία μυρωδιά. Μετά την έγλειψα λίγο∙ ήταν κάπως αλμυρή.

Χμ… μου φαίνεται πως η σκυλίτσα παραείναι… Ξύλο που της χρειάζεται! Ώστε ο διευθυντής είναι φιλόδοξος! Θα πρέπει να λάβω σοβαρά υπόψη μου αυτό το στοιχείο.

Συγγνώμη, αγαπητή μου, πρέπει να διακόψω προσωρινά. Θα συνεχίσω αύριο την επιστολή μου.
Καλημέρα. Εδώ είμαι πάλι. Σήμερα η κυρία μου, η Σοφία…

Για να δούμε τι λέει για τη Σοφία. Ας διαβάσουμε παρακάτω!

… ήταν ασυνήθιστα ταραγμένη. Πήγε σε έναν χορό κι εγώ χάρηκα γιατί μπορούσα να σου γράψω, ενώ εκείνη έλειπε. Της αρέσει να πηγαίνει σε χορούς, παρόλο που εκνευρίζεται φοβερά όταν ντύνεται. Δεν μπορώ να καταλάβω, αγαπητή μου, τι είδους ευχαρίστηση βρίσκουν οι άνθρωποι σε αυτές τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Η κυρία μου επιστρέφει στο σπίτι κατά τις έξι τα χαράματα και, κρίνοντας από το χλομό και αποστεωμένο πρόσωπό της, υποθέτω πως η καημένη δεν τρώει τίποτα όλη νύχτα. Εγώ –ειλικρινά σου μιλάω– δεν θα άντεχα μια τέτοια ζωή. Αν δεν μπορούσα να φάω πέρδικα με σάλτσα ή έστω μια φτερούγα ψητού κοτόπουλου, θα τρελαινόμουν. Ακόμα κι ο χυλός υποφέρεται∙ όμως τα καρότα, οι αγκινάρες και τα γογγύλια είναι πραγματικά απαίσια.

Το ύφος είναι άνισο. Στην αρχή, σου δημιουργεί την εντύπωση πως ο συγγραφέας της επιστολής είναι άνθρωπος. Ξεκινάει έξυπνα, όμως στο τέλος η σκυλίσια φύση ξεσπάει και αποκαλύπτεται. Θα διαβάσω άλλο ένα γράμμα. Αυτό εδώ είναι σχετικά μεγάλο και δεν έχει ημερομηνία.

Αχ, αγαπητή μου, τι χαρμόσυνος ο ερχομός της άνοιξης. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά σαν να περιμένει κάτι. Τ’ αυτιά μου βουίζουν διαρκώς∙ συχνά σηκώνω όρθιο το ένα μου πόδι για λίγα λεπτά και αφουγκράζομαι στην πόρτα. Εντελώς εμπιστευτικά σε πληροφορώ πως έχω πολλούς θαυμαστές. Μερικές φορές, κάθομαι στο παράθυρο και τους παρακολουθώ που περνούν από κάτω. Αχ, και να ’ξερες τι τέρατα υπάρχουν ανάμεσα τους. Ο ένας –άχαρο μαντρόσκυλο, με την ηλιθιότητα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του– βαδίζει στον δρόμο με απόλυτη σοβαρότητα και φαντάζεται πως πρόκειται για κάποιο πολύ σημαντικό ον, πάνω στο οποίο είναι στραμμένα όλα τα βλέμματα του κόσμου. Δεν του δίνω την παραμικρή προσοχή∙ προσποιούμαι πως καν δεν τον βλέπω. Και τι χυδαίος σκύλος! Πάει και κάθεται απέναντι από το παράθυρό μου! Αν στηριζόταν στα πίσω ποδιά του και κατόρθωνε να σταθεί όρθιος –πράγμα που πιθανώς δεν μπορεί να κάνει– θα περνούσε σε ύψος, τουλάχιστον κατά ένα κεφάλι, τον πατέρα της κυρίας μου, ο οποίος έχει πραγματικά επιβλητικό παράστημα. Ο θρασύς αυτός σκύλος φαίνεται επιπλέον άκρως απερίσκεπτος. Του γαβγίζω, μα εκείνος δείχνει να μην νοιάζεται για την αντίδρασή μου. Ειδάλλως, θα έκανε κάτι – θα ζάρωνε έστω το μέτωπό του! Αντιθέτως, βγάζει έξω τη γλώσσα του, κρεμάει τ’ αυτιά του και κοιτάζει προς το παράθυρό μου. Τι άξεστος χωριάτης! Αλλά μήπως νομίζεις, αγαπητή μου, πως η καρδιά μου μένει ασυγκίνητη μπροστά σ’ όλους αυτούς τους πειρασμούς; Αλίμονο, όχι! Έπρεπε να δεις εκείνον τον κομψό, μεγαλοπρεπή σκύλο που πέρασε τον φράχτη του γείτονα και μπήκε στην αυλή μας. Τρεζόρ τον λένε. Αχ, αγαπητή μου, τι υπέροχη μουσούδα που έχει!

Να πάρει ο διάβολος πάλι! Τι ανοησίες! Πώς είναι δυνατόν να μουτζουρώνει κάποιος μία λευκή κόλλα χαρτί με τέτοιους παραλογισμούς. Δώστε μου έναν άνθρωπο. Θέλω να δω έναν άνθρωπο! Χρειάζομαι πνευματική τροφή για να θρέψω και να αναζωογονήσω το πνεύμα μου∙ κι αντιθέτως: μόνο ηλιθιότητες βλέπω. Θα γυρίσω το φύλλο, μήπως γραφεί κάτι ενδιαφέρον στην άλλη πλευρά.

Η Σοφία καθόταν στο τραπέζι κι έραβε κάτι. Εγώ κοιτούσα έξω απ’ το παράθυρο και διασκέδαζα παρατηρώντας τους περαστικούς. Ξαφνικά μπήκε στο δωμάτιο ένας υπηρέτης και ανήγγειλε τον επισκέπτη: «Ο κύριος Τεπλόφ». «Ας περάσει!» αποκρίθηκε η Σοφία και με πήρε στην αγκαλιά της. «Αχ, Μέτζη∙ δεν ξέρεις τον επισκέπτη μας. Είναι μελαχρινός και ανήκει στη Βασιλική Αυλή. Και τι μάτια που έχει! Μαύρα και αστραφτερά σαν φλόγα». Η Σοφία έτρεξε στο δωμάτιό της. Ένα λεπτό αργότερα, ένας νεαρός κύριος με μαύρες φαβορίτες εμφανίστηκε στον χώρο. Πλησίασε στον καθρέφτη, έφτιαξε τα μαλλιά του και κοίταξε ένα γύρο στην αίθουσα. Εγώ γρύλισα, έκανα μεταβολή και επέστρεψα στη γωνιά μου. Η Σοφία επανήλθε στο σαλόνι και χαιρέτησε πρόθυμα τον νεαρό άντρα, ανταποδίδοντας την υπόκλισή του. Προσποιήθηκα πως δεν παρατήρησα τίποτα και συνέχισα να κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο. Έγειρα όμως ελαφρά το κεφάλι μου προς το μέρος τους για ν’ ακούσω τι έλεγαν. Αχ, αγαπητή μου! Με τι ανοησίες είχαν καταπιαστεί στη συζήτησή τους: πώς μια κυρία έκανε λάθος φιγούρα στον χορό∙ πώς ήταν ντυμένος κάποιος Μπαμπόφ , ο οποίος έμοιαζε με πελαργό μες στη στενή δαντέλα που φορούσε και παραλίγο μάλιστα να σωριαστεί στο πάτωμα, ενώ περπατούσε∙ πώς κάποια Λίντινα φαντάστηκε ότι είχε μάτια γαλανά, ενώ στην πραγματικότητα τα μάτια της ήταν πράσινα, και άλλα παρεμφερή θέματα. Τι σύγκριση μπορεί να γίνει μεταξύ Τρεζόρ και θαλαμηπόλου; Κύριε των δυνάμεων! Χαώδης διαφορά! Το πρόσωπο του αυλικού είναι πλατύ με μεγάλες, μαλλιαρές φαβορίτες, λες κι είναι τυλιγμένο με μαύρο μαντήλι. Απ’ την άλλη, ο Τρεζόρ έχει στενή μουσούδα κι ένα άσπρο σημάδι στο κέντρο του μετώπου. Η μέση του ενός δεν συγκρίνεται με του άλλου. Οι τρόποι, το βλέμμα κι η συμπεριφορά τους είναι εντελώς διαφορετικά. Χαώδης διαφορά! Δεν μπορώ να καταλάβω, αγαπητή μου, τι βρίσκει η κυρία μου στον Τεπλόφ∙ δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έχει γοητευτεί τόσο πολύ απ’ αυτόν.

Μου φαίνεται πως κάτι δεν πάει καλά εδώ. Είναι αδύνατον να την έχει μαγέψει με τη γοητεία του. Ας δούμε τι λέει στη συνέχεια.

Αν της αρέσει αυτός ο αυλικός, τότε δεν βλέπω τον λόγο να μην της αρέσει και ο υπάλληλος που κάθεται στο γραφείο του πατέρα της. Αχ και να τον έβλεπες, αγαπητή μου. Σωστή χελώνα!

Ποιον υπάλληλο εννοεί;

Το όνομά του είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο. Κάθεται πάντα στο ίδιο γραφείο και ξύνει μολύβια. Τα μαλλιά του μοιάζουν με δεμάτι άχυρο. Ο πατέρας της τον έχει για τα θελήματα.

Έχω την εντύπωση πως αυτό το μικρό βρομόσκυλο αναφέρεται σ’ εμένα. Μα από πού κι ως πού μοιάζουν τα μαλλιά μου με άχυρο;

Κάθε φορά που τον αντικρίζει, η Σοφία είναι αδύνατον να συγκρατήσει τα γέλια της.

Ψεύδεσαι, καταραμένο σκυλί! Τι χυδαία γλώσσα! Λες και δεν ξερώ πως η ζήλεια σε ωθεί σε αυτά σου τα λεγόμενα. Λες και δεν ξερώ ποιος φταίει γι’ αυτήν την εικόνα μου. Ο τμηματάρχης ευθύνεται για όλα αυτά. Μάλιστα, ο τμηματάρχης! Ο συγκεκριμένος άνθρωπος με μισεί αδιάλλακτα. Έχει συνωμοτήσει εναντίον μου∙ πάντοτε γύρευε τρόπο να με βλάψει. Θα διαβάσω άλλη μια επιστολή∙ ίσως να ξεκαθαρίσει το ζήτημα.

Αγαπητή μου Φιντέλ, συγχώρησέ με που δεν σου έγραψα εδώ και καιρό, όμως έπλεα σε πελάγη ευτυχίας. Πολύ σωστά επισημαίνει κάποιος συγγραφέας πως η αγάπη είναι η δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Συν τοις άλλοις, σημαντικές αλλαγές λαμβάνουν χώρα στο σπίτι μας. Ο νεαρός θαλαμηπόλος βρίσκεται κάθε μέρα εδώ. Η Σοφία είναι παραφορά ερωτευμένη μαζί του. Ο πατέρας της είναι ικανοποιημένος μ’ αυτήν την εξέλιξη. Άκουσα τον Γριγκόρι, που σκουπίζει τα πατώματα, να μονολογεί ως συνήθως κι έμαθα πως ο γάμος ορίστηκε να γίνει σύντομα. Ο πατέρας της επιθυμεί να την παντρέψει πάση θυσία με στρατηγό, θαλαμηπόλο ή συνταγματάρχη.

Να πάρει ο διάβολος! Δεν μπορώ να διαβάσω άλλο. Μιλάει διαρκώς για θαλαμηπόλους και στρατηγούς. Θα μου άρεσε να είμαι στρατηγός, όχι για να ζητήσω το χέρι της και τα συναφή∙ όχι, όχι, σε καμιά περίπτωση∙ θα ήθελα να γίνω στρατηγός για να δω από κοντά τις υποκλίσεις και την στάση προσοχής των φίλων και τις συνομωσίες των εχθρών προς το πρόσωπό μου. Κι ύστερα, θα ήθελα ν’ ανακοινώσω στα μέλη και των δυο αυτών κατηγοριών πως αξίζουν δικαιωματικά ένα φτύσιμό κατάμουτρα. Μα όλη αυτή η κατάσταση είναι εξοργιστική! Κι έκανα κομμάτια τις ηλίθιες επιστολές του βρομόσκυλου.



ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Νικολάι Γκόγκολ: Το ημερολόγιο ενός τρελού [11, 12 Νοεμβρίου]


11 Νοεμβρίου

Σήμερα κάθισα στο γραφείο του διευθυντή∙ διόρθωσα είκοσι τρεις πένες γι’ αυτόν και τέσσερις για κείνη, για την Εξοχότητά της, για την κόρη του δηλαδή. Του αρέσει να βλέπει μολύβια διάσπαρτα απλωμένα στην επιφάνεια του τραπεζιού. Τι κρύβεται μες στο κεφάλι του; Είναι απορροφημένος διαρκώς στη σιωπή του, μα δεν νομίζω πως του ξεφεύγει η παραμικρή κίνηση. Θα ήθελα να ξέρω τι συλλογίζεται, τι συμβαίνει πραγματικά μες στο κεφάλι του. Θα ήθελα να εξοικειωθώ με τον τρόπο ζωής όλων αυτών των κυρίων – να ζήσω από κοντά τους ακκισμούς, την αυλική συμπεριφορά και τις δραστηριότητες αυτών των κύκλων.

Σκέφτηκα επανειλημμένως ν’ ανοίξω συζήτηση με την Εξοχότητά του γι’ αυτά τα θέματα, μα ποιος διάβολος ξέρει γιατί κάθε φορά η γλωσσά μου με προδίδει και αρκείται να δώσει τη συνήθη μετεωρολογική αναφορά. Πόσο θα ήθελα να ρίξω μια ματιά στην αίθουσα υποδοχής∙ συχνά βλέπω την πόρτα της ανοιχτή. Αλλά και ένα δεύτερο πιο μικρό δωμάτιο από πίσω εξάπτει την περιέργειά μου. Τι εξαίσια διακοσμημένο που είναι! Γεμάτο καθρέφτες και πορσελάνινα αντικείμενα. Πόσο θα ήθελα να ρίξω μια ματιά στα διαμερίσματα της κόρης του∙ εκεί όπου η Αυτή Εξοχότητά της περιφέρεται κρατώντας το σκήπτρο. Να δω πώς είναι τακτοποιημένα τα μπουκαλάκια με τα αρώματα στο μπουντουάρ της και τα βαζάκια με τα λουλούδια που αναδύουν μια τόσο ευχάριστη, μεθυστική μυρωδιά, ώστε φοβάσαι κυριολεκτικά ν’ ανασάνεις τον αέρα του δωματίου. Να δω πώς είναι πεταμένο το φόρεμά της στο κρεβάτι – και είναι τόσο αιθέριο που συνιστά ύβρη και μόνο ο χαρακτηρισμός «φόρεμα»∙ μα, ας σταματήσω εδώ!

Σήμερα μου ήρθε στον νου μια σκηνή – κάτι σαν θεία επιφοίτηση. Θυμήθηκα τη συζήτηση μεταξύ δύο σκύλων που κρυφάκουσα στη λεωφόρο Νέφσκι. «Πάει καλά», σκέφτηκα∙ «τώρα θα τα μάθω όλα. Πρέπει να καταλάβω τι λένε αυτά τα δύο κοπρόσκυλα. Πιθανώς η επικοινωνία τους να ξεδιαλύνει ορισμένα ζητήματα που βασανίζουν τελευταία τη σκέψη μου». Κάποτε φώναξα κοντά μου τη Μέτζη και της είπα: «Άκου, Μέτζη! Τώρα είμαστε οι δυο μας. Αν θέλεις, κλείνω και την πόρτα για να μην μας δει κανείς. Πες μου τα πάντα –ό,τι γνωρίζεις– για την κυρία σου και σου το ορκίζομαι πως δεν θα τα μεταφέρω σε κανέναν». Μα η πανούργα σκύλα έβαλε την ουρά στα σκέλια, ρίγος διαπέρασε το τετράποδο κορμί της και βγήκε ήσυχα ήσυχα έξω απ’ το δωμάτιο, λες και δεν είχε ακούσει λέξη απ’ τα λεγόμενά μου. Εδώ και πολύ καιρό, έκρινα πως οι σκύλοι ήταν πιο έξυπνοι απ’ τους ανθρώπους. Πίστευα επίσης πως μπορούσαν να μιλήσουν και πως κάποια ασυγχώρητη ισχυρογνωμοσύνη τούς απέτρεπε απ’ το να ντύσουν τη σκέψη τους με λόγο. Πρόκειται για άκρως παρατηρητικά ζώα και τίποτα δεν ξεφεύγει απ’ την αντίληψή τους. Λοιπόν∙ αύριο θα πάω στο σπίτι του Σβερκόφ, κι ας γίνει ό,τι θέλει. Θ’ ανακρίνω τη Φιντέλ, και αν φανώ τυχερός, θα της αρπάξω όλες τις επιστολές που της έχει γράψει η Μέτζη.


12 Νοεμβρίου

Σήμερα, κατά τις δύο το μεσημέρι, ξεκίνησα να πάω να δω τη Φιντέλ και να την ανακρίνω. Δεν υποφέρω εκείνη τη μυρωδιά από λάχανο τουρσί που αναδύεται απ’ όλα τα καταστήματα της οδού Μικροαστών και επιτίθεται με λυσσαλέα σφοδρότητα κατά των οσφρητικών νεύρων κάθε περαστικού. Υπάρχει επίσης μια χαρακτηριστική δυσοσμία που βγαίνει απ’ την εξώπορτα κάθε σπιτιού, η οποία σε αναγκάζει να κλείσεις τη μύτη σου και να προσπεράσεις γρήγορα το συγκεκριμένο μέρος. Κι ένα πυκνό σύννεφο καπνιάς μαζεύεται μπροστά στα εργαστήρια των τεχνιτών, το οποίο καθιστά σχεδόν αδύνατη την πρόσβαση στο εν λόγω σημείο του δρόμου. Μόλις είχα ανέβει στον έκτο όροφο και είχα χτυπήσει το κουδούνι, όταν εμφανίστηκε ένα όμορφο κορίτσι με φακίδες στο πρόσωπο. Την αναγνώρισα ως τη συνοδό της ηλικιωμένης γυναίκας. Κοκκίνισε ελαφρώς και με ρώτησε: «Τι θέλετε;» «Θα ήθελα να μιλήσω για λίγο στο σκυλί σας». Επρόκειτο για ένα αφελές, ανόητο σχεδόν, κορίτσι, όπως είχα αντιληφθεί εξαρχής. Το σκυλί με πλησίασε τρέχοντας και γαβγίζοντας δαιμονισμένα. Ήθελα να το αρπάξω, όμως το φρικτό, απαίσιο κτήνος λίγο έλειψε να μου κόψει τη μύτη με τα δόντια. Σε μια γωνιά του δωματίου είδα το καλαθάκι του. Ε, λοιπόν, αυτό ακριβώς χρειαζόμουν! Πήγα κοντά του, σκάλισα με το χέρι μου το άχυρο και, προς μεγάλη μου ικανοποίηση, ανέσυρα αποκεί μέσα ένα μικρό πακέτο χαρτιά. Στη θέα της παραπάνω σκηνής, το αποκρουστικό σκυλί με δάγκωσε αμέσως στη γάμπα, κι υστέρα, μόλις αντιλήφθηκε την κλοπή που είχα διαπράξει, βάλθηκε να κλαψουρίζει και να χαϊδολογιέται πάνω μου. Όμως εγώ απάντησα: «Όχι, μικρή μου∙ αντίο!» Πιστεύω πως το κορίτσι με πέρασε για τρελό. Σε κάθε περίπτωση, την είχε καταλάβει πανικός. Μόλις έφτασα στο δωμάτιο μου, ευχήθηκα να ξημέρωνε την ίδια κιόλας στιγμή και να πήγαινα στη δουλειά μου για να διαβάσω πολύ προσεκτικά τις επιστολές στο φως της ημέρας, εφόσον το αμυδρό φως των κεριών δυσχέραινε την όρασή μου. Μα η δύσμοιρη Μαύρα είχε τη φαεινή ιδέα να σφουγγαρίσει το πάτωμα. Αυτές οι χοντροκέφαλες Φινλανδές αποδεικνύονται πάντα τόσο παστρικές, όταν δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος για να συμπεριφερθουν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Υστέρα βγήκα για έναν περίπατο και άρχισα να συλλογίζομαι τι είχε συμβεί. Επιτέλους! Τώρα μπορούσα να φτάσω στην ουσία των γεγονότων, των σκέψεων και των κινήτρων. Αυτές οι επιστολές θα μου τα εξηγούσαν όλα. Τα σκυλιά συνιστούν πανέξυπνες υπάρξεις. Γνωρίζουν τα πάντα για την πολιτική κι εγώ θα βρω σίγουρα στα εν λόγω γράμματα ό,τι αναζητώ – συγκεκριμένα: στοιχεία για τον χαρακτήρα του διευθυντή και για κάθε είδους σχέση, συναλλαγή ή κοινωνική επαφή που διατηρεί.

Μεσ’ απ’ αυτές τις επιστολές θα αποκτήσω πληροφορίες για εκείνη, μα… ας σταματήσω εδώ! Κατά το βράδυ, επέστρεψα στο σπίτι μου και ξάπλωσα. Πέρασα σχεδόν όλη την υπόλοιπη νύχτα στο κρεβάτι.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Νικολάι Γκόγκολ: Το ημερολόγιο ενός τρελού [6, 8, 9 Νοεμβρίου]


6 Νοεμβρίου

Ο τμηματάρχης μας τρελάθηκε. Μόλις ήρθα σήμερα στη δουλειά, με φώναξε στο γραφείο του και άρχισε ως εξής: «Πείτε μου, φίλε μου, ποιες άγριες, ποιες παράφορες ιδέες βασανίζουν τη σκέψη σας;» «Ορίστε; Τι πράγμα; Καμία απολύτως!» απάντησα. «Αναλογιστείτε, φίλε μου: περάσατε ήδη τα σαράντα∙ είναι καιρός πλέον να λογικευτείτε. Τι φαντάζεστε; Νομίζετε πως δεν ξέρω για τα καμώματά σας; Δεν φλερτάρετε την κόρη του διευθυντή; Δείτε τα μούτρα σας στον καθρέφτη και συνειδητοποιήστε τη θέση σας! Ένα μηδενικό – τίποτα παραπάνω. Δεν θα ’δινα δεκάρα τσακιστή για σας. Δείτε καλά τα μούτρα σας στον καθρέφτη. Πώς τολμάει ένα κακέκτυπο του ανθρώπινου είδους να κάνει τέτοιες σκέψεις;» Που να τον πάρει ο διάβολος! Επειδή η μούρη του είναι σαν γυάλα φαρμακοτρίφτη, επειδή έχει πάνω στο κεφάλι του έναν σγουρό θάμνο μαλλιά, τον οποίο άλλοτε χτενίζει προς τα πίσω κι άλλοτε φροντίζει να τον κολλήσει στο κρανίο του με τους πιο περίεργους και ευφάνταστους τρόπους, νομίζει πως έχει την εξουσία να κάνει ό,τι θέλει. Γνωρίζω πολύ καλά γιατί είναι θυμωμένος μαζί μου. Ζηλεύει∙ θα παρατήρησε πιθανώς την προτίμηση που μου δείχνει εκείνη. Γιατί να ενοχληθώ από τη συμπεριφορά του; Ένας αυλικός! Τι ασήμαντο, τι ποταπό ζώο πραγματικά! Έχει περασμένο το ρολόι του σε μια χρυσή αλυσίδα, φοράει παπούτσια αξίας τριάντα ρουβλιών και κομπάζει. Να τον πάρει ο διάβολος! Τι νομίζει; Πως είμαι γιος κανενός ράφτη, πως είμαι ταπεινής καταγωγής; Ε, όχι! Είμαι ένας ευγενής! Κι εγώ μπορώ να ανελιχθώ στην καριέρα μου. Είμαι μόλις σαράντα δύο ετών – σ’ αυτήν την ηλικία ξεκινάει ουσιαστικά η επαγγελματική σταδιοδρομία ενός άντρα. Μισό λεπτό, φίλτατε! Κι εγώ μπορώ να πάρω τη θέση του τμηματάρχη∙ ή και του διευθυντή, αν το θέλει ο καλός και ελεήμων Θεός. Η φήμη του ονόματός μου θα υπερβεί κατά πολύ τη δική σας. Έχετε την εντύπωση πως δεν υπάρχουν άνθρωποι πιο ικανοί από σας; Το μόνο που χρειάζομαι είναι ένα μοντέρνο παλτό και μια γραβάτα σαν αυτή που φοράτε∙ και τότε, σας διαβεβαιώνω πως θα βρεθείτε ευθύς αμέσως στο περιθώριο. Όμως δεν έχω χρήματα – αυτό είναι το κακό!



8 Νοεμβρίου

Ήμουν στο θέατρο. Έπαιζαν Φιλάτκα. Γέλασα με την καρδιά μου. Παρουσίασαν κι ένα είδος μουσικής κωμωδίας το οποίο περιείχε αρκετές πετυχημένες μπηχτές για τους δικηγόρους και κυρίως για έναν μορφωμένο ληξίαρχο. Η γλώσσα της ήταν προκλητική∙ απορώ πως την επέτρεψε η λογοκρισία. Κατηγορούσε τους εμπόρους για κλεψιά και τους γιους τους για έκλυτο βίο και ασεβή συμπεριφορά προς την αριστοκρατία. Ούτε τους δημοσιογράφους δεν άφησε ασχολίαστους∙ ειπώθηκε πως το μονό που μπορούν να κάνουν είναι να καταλογίζουν ατέλειες, σφάλματα και μειονεκτήματα στους πάντες και στα πάντα. Γι’ αυτό και αναγκάζονται οι συγγραφείς να εκλιπαρούν το κοινό να τους προστατέψει. Είναι απολύτως βέβαιο πως οι σύγχρονοι θεατρικοί συγγραφείς γραφούν διασκεδαστικά έργα. Λατρεύω το θέατρο. Κάθε φορά που έχω μια δεκάρα στην τσέπη μου, εκεί πάω και την ξοδεύω. Η πλειονότητα των συναδέλφων μου στην υπηρεσία συνιστά ένα ακαλλιέργητο κοπάδι αγροίκων∙ δεν διαβαίνουν ποτέ την πόρτα μιας θεατρικής αίθουσας, εκτός και αν πέσουν πάνω στα κεφάλια τους –σαν μάννα εξ ουρανού– δωρεάν εισιτήρια. Μια ηθοποιός τραγούδησε θεσπέσια. Σκέφτηκα εκείνη… μα, διάβολε, ας μην πω άλλα καλυτέρα.



9 Νοεμβρίου

Σήμερα πήγα στο γραφείο κατά τις οκτώ. Ο τμηματάρχης προσποιήθηκε πως δεν αντιλήφθηκε την άφιξή μου. Του ανταπέδωσα την περιφρονητική συμπεριφορά – σαν να μην υπήρχε. Μελέτησα και αντιπαρέβαλα έγγραφα. Κατά τις τέσσερις έφυγα. Πέρασα έξω απ’ το σπίτι του διευθυντή, όμως δεν είδα κανέναν. Δείπνησα, ξάπλωσα στο κρεβάτι μου κι έμεινα εκεί σχεδόν όλη νύχτα.


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Νικολάι Γκόγκολ: Το ημερολόγιο ενός τρέλου [4 Οκτωβρίου]


4 Οκτωβρίου

Σήμερα είναι Τετάρτη κι ως συνήθως βρισκόμουν στο γραφείο. Σκόπιμα πήγα πιο νωρίς και διόρθωσα όλες τις πένες της Αυτού Εξοχότητας. Ο διευθυντής μας φαίνεται άνθρωπος ευφυής. Το γραφείο του είναι γεμάτο ράφια και βιβλιοθήκες. Διάβασα τους τίτλους μερικών βιβλίων του∙ σοφά βιβλία, πέρα από τη νοητική αντίληψη των ανθρώπων της τάξης μου – όλα στα γαλλικά ή στα γερμανικά. Και πού να δείτε την όψη του! Τα μάτια του αστραφτούν από μεγαλοπρέπεια. Ποτέ μου δεν τον άκουσα να λέει μια περιττή κουβέντα∙ μόνο όταν του παραδίδεις έγγραφα, μπορεί να σε ρωτήσει: «Πώς είναι ο καιρός έξω;» «Υγρασία, Εξοχότατε». Όχι, δεν είναι άνθρωπος της τάξης μας∙ πρόκειται πραγματικά για ένα σημαίνον πολιτικό πρόσωπο. Έχω παρατηρήσει όμως πως δεν με συμπαθεί ιδιαίτερα. Ας έτρεφε η κόρη του τουλάχιστον κάποιο αβρό συναίσθημα για μένα! Τι ανόητη σκέψη! Ας πάψω καλυτέρα. Διάβασα τη Μέλισσα του Βορρά. Τι ηλίθιοι άνθρωποι αυτοί οι Γάλλοι! Κύριε των δυνάμεων! Με πόση ευχαρίστηση θα τους καταχέριζα! Διάβασα επίσης την εξαιρετική περιγραφή μιας χοροεσπερίδας που έγραψε ένας μεγαλοκτηματίας από το Κουρσκ. Οι μεγαλοκτηματίες της συγκεκριμένης περιοχής γραφούν καταπληκτικά. Ύστερα, αντιλήφθηκα πως ήταν ήδη δωδεκάμιση η ώρα και πως ο διευθυντής δεν είχε φύγει ακόμα από το γραφείο του. Όμως, γύρω στη μια και μισή συνέβη κάτι που καμία πένα δεν μπορεί να περιγράψει. Η πόρτα άνοιξε. Νόμισα πως ήταν ο διευθυντής και πετάχτηκα από την καρεκλά μου, κρατώντας στα χέρια ένα σωρό έγγραφα και χαρτιά. Μα ήταν εκείνη! Η ίδια εκείνη μπήκε στην αίθουσα. Μα όλους τους Αγίους! Τι έξοχα ντυμένη που ήταν! Το φόρεμά της πιο λευκό κι από το φτέρωμα κύκνου. Τι θεσπέσια ομορφιά! Ήλιος – ένας πραγματικός ήλιος! Με χαιρέτησε και είπε: «Δεν έχει έρθει ο πατέρας μου ακόμα;» Αχ, τι μελωδική, αιθέρια φωνή. Καναρίνι – σωστό καναρίνι! «Μεγαλειότατη», ήθελα να της απαντήσω, «μην διατάξετε την εκτέλεσή μου. Μα αν κρίνεται αμετάκλητη η καταδίκη μου, τότε σκοτώστε με, με τα ίδια σας τα χέρια, τ’ αγγελικά πλασμένα». Ένας Θεός ξέρει γιατί δεν ξεστόμισα αυτά τα λόγια και αρκέστηκα σε ένα: «Όχι».

Με κοίταξε κι υστέρα έστρεψε το βλέμμα στα βιβλία και άφησε το μαντήλι της να πέσει. Αμέσως έσπευσα να τη βοηθήσω, μα γλίστρησα στο καλογυαλισμένο πάτωμα –καταραμένο!– και κινδύνευσα να σπάσω τη μύτη μου. Εντούτοις, κατάφερα να σηκώσω το μαντήλι. Ω ουράνιοι άγγελοι, τι υπέροχο μαντήλι! Τόσο λείο και απαλό και το ύφασμα: αρίστης ποιότητας. Ανέδυε το άρωμα της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Εκείνη μ’ ευχαρίστησε και μου χαμογέλασε με τόση προσήνεια ώστε λίγο έλειψε να λιώσουν τα ζαχαρένια χείλη της. Ύστερα αποχώρησε από την αίθουσα. Παρέμεινα στο γραφείο περίπου μία ώρα ακόμα. Ξάφνου μπήκε μέσα ένας υπηρέτης. «Μπορείτε να πηγαίνετε σπίτι σας, κύριε Ιβάνοβιτς», είπε. «Ο διευθυντής έχει φύγει εδώ και ώρα». Δεν αντέχω αυτούς τους υπηρέτες! Στέκονται πάντα στον προθάλαμο και δεν καταδέχονται να σκύψουν το κεφάλι τους και να χαιρετήσουν τους καλεσμένους. Ή, ακόμα χειρότερα: κάποτε ένας αχρείος απ’ την κάστα τους μου πρόσφερε την ταμπακέρα του, χωρίς καν να σηκωθεί απ’ την καρέκλα. «Δεν ξέρεις, ηλίθιε δούλε, πως είμαι δημόσιος υπάλληλος και αριστοκρατικής καταγωγής;» Πήρα ήσυχα ήσυχα το καπέλο μου και φόρεσα μόνος το παλτό μου. Αυτοί οι άνθρωποι δεν σε βοηθάνε ούτε το πανωφόρι σου να βάλεις. Πήγα σπίτι μου∙ έμεινα ξαπλωμένος στο κρεβάτι γι’ αρκετή ώρα κι έγραψα λίγους στίχους στο σημειωματάριό μου:

Είναι δεν είναι μια ώρα που σε είδα
και θέλω να σε ξαναδώ.
Χωρίς εσένα, αγάπη μου, δεν θέλω
πλέον να ζω.

Νομίζω πως είναι του Πούσκιν. Το βράδυ, τυλίχτηκα την κάπα μου και πήγα τρέχοντας στο σπίτι του διευθυντή μου. Περίμενα απέξω πολλή ώρα. Ήλπιζα να τη δω να βγαίνει από την πόρτα και να μπαίνει στην άμαξα. Ήθελα μόνο να τη δω, μα εκείνη δεν φάνηκε καθόλου.


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Νικολάι Γκόγκολ: Το ημερολόγιο ενός τρελού [3 Οκτωβρίου]


3 Οκτωβρίου

Σήμερα συνέβη κάτι πραγματικά παράδοξο. Ξύπνησα αργά∙ όταν η Μαύρα μου έφερε τις καλογυαλισμένες μου μπότες, τη ρώτησα τι ώρα ήταν. Μόλις μου απάντησε πως ήταν περασμένες δέκα, πετάχτηκα όρθιος και ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Για να είμαι ειλικρινής, θα προτιμούσα να μην πατήσω καν το πόδι μου στο γραφείο, καθότι γνώριζα πολύ καλά το ξινισμένο ύφος, με το οποίο θα με υποδεχόταν ο τμηματάρχης. Καιρό τώρα, μου επαναλαμβάνει καθημερινά το ίδιο τροπάρι: «Ακούστε, φίλε μου∙ κάτι δεν πάει καλά μες στο κεφάλι σας. Τρέχετε πέρα δώθε ασταμάτητα, σαν τρελός. Έχετε ανακατέψει όλα τα έγγραφα∙ ο διάβολος ο ίδιος δεν βρίσκει άκρη μαζί τους! Γράφετε τις επικεφαλίδες με πεζά και δεν σημειώνετε ούτε τις ημερομηνίες ούτε τον αριθμό πρωτοκόλλου». Το κάθαρμα! Είναι απολύτως βέβαιο πως με ζηλεύει, επειδή κάθομαι στο γραφείο του Διευθυντή και διορθώνω τις πένες της Αυτού Εξοχότητάς του. Εν ολίγοις, δεν θα πήγαινα στο γραφείο, αν δεν έτρεφα την ελπίδα να συναντήσω τον λογιστή∙ πιθανώς να τον πίεζα να μου καταβάλει μια μικρή προκαταβολή από τον πενιχρό ούτως ή άλλως μισθό μου. Τι απαίσιος άνθρωπος αυτός ο λογιστής! Τι σπάγκος! Να προκαταβάλλει το μηνιάτικο; Θα περιμένεις ως τη Δευτέρα Παρουσία! Δεν πα’ να τον παρακαλάς γονατιστός και να χτυπιέσαι∙ τίποτα αυτός! Ο γκριζομάλλης διάβολος! Δεκάρα δεν δίνει – δεν πα’ να βρίσκεσαι στο χείλος του γκρεμού. Συγχρόνως, είναι σε όλους γνωστό πως η οικονόμος του στο σπίτι τον δέρνει. Πραγματικά, δεν καταλαβαίνω ποια οφέλη απολαμβάνει ο εργαζόμενος στην υπηρεσία μας. Εδώ, δεν υπάρχουν κανενός είδους ευεργετήματα. Ασφαλώς, στα οικονομικά ή τα δικαστικά γραφεία, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Εκεί, όλο και κάποιος άχαρος τύπος κάθεται σε μια γωνία και γράφει και γράφει ακατάπαυστα. Φοράει ένα φθαρμένο, ελεεινό παλτό και το πρόσωπό του είναι τόσο αποκρουστικό που ούτε για φτύσιμο δεν κάνει. Πρέπει να δεις όμως το υπέροχο, εξοχικό σπίτι που νοικιάζει! Δεν θα δεχόταν καν μια επίχρυση κούπα από πορσελάνη για δώρο. «Χαρίστε την στον οικογενειακό γιατρό σας», θα έλεγε. Τίποτα λιγότερο από ένα ζευγάρι καστανόχρωμα αλόγα, μια πολυτελή άμαξα ή ένα καστόρινο παλτό αξίας τριακοσίων ρουβλιών δεν θα τον ικανοποιούσε. Κι όμως: δείχνει τόσο πράος και γαλήνιος και, με εξαιρετική προσήνεια, σου λέει: «Μου δίνετε, σας παρακαλώ, το μαχαιράκι σας∙ θέλω να διορθώσω την πένα μου». Εν τούτοις, γνωρίζει πώς να χαράξει τον πελάτη ή τον αιτούντα μέχρι ν’ αφήσει ολόκληρη πληγή πάνω στο σώμα του. Οφείλω βέβαια να ομολογήσω πως τα πάντα στο γραφείο μας γίνονται με τον πλέον ενδεδειγμένο και ευπρεπή τρόπο∙ τέτοια καθαριότητα και καλαισθησία δεν βρίσκεις ούτε στα κυβερνητικά γραφεία.

Τραπέζια φτιαγμένα από μαόνι, ενώ προϊστάμενοι, υπάλληλοι και κοινό απευθύνουν τον λόγο ο ένας στον άλλον σε άψογο πληθυντικό. Για να πω την αλήθεια, αν η εν λόγω τυπικότητα δεν συνιστούσε αναπόσπαστη συνθήκη του εργασιακού μου περιβάλλοντος, θα είχα υποβάλει την παραίτηση μου στη διεύθυνση εδώ και καιρό. Φόρεσα την παλιά, φθαρμένη κάπα μου και πήρα την ομπρελά, καθότι είχε πιάσει να βρέχει. Στους δρόμους: ψυχή. Ελάχιστες μόνο γυναίκες κυκλοφορούσαν καλά κουκουλωμένες. Πού και πού συναντούσα κανέναν αμαξά ή κάποιον έμπορο με ανοιχτή την ομπρέλα του. Από τις υψηλές κοινωνικές τάξεις μόνο ένας δημόσιος υπάλληλος έκοβε βόλτες εδώ κι εκεί. Μόλις τον είδα στη διασταύρωση, είπα μέσα μου: «Α, φίλε μου! Εσύ δεν πας στο γραφείο – εσύ ακολουθείς τη νεαρή δεσποινίδα που περπατάει μπροστά σου. Είσαι από κείνους τους δημόσιους υπαλλήλους που τρέχουν πίσω απ’ το πρώτο φουστάνι που θα βρουν στον δρόμο τους. Τι ελεεινός! Χειρότερος και από αξιωματικό! Έτοιμος να ριχτεί στο πρώτο θηλυκό που θα περάσει». Ενώ πάσχιζα ν’ ακολουθήσω τον ειρμό των σκέψεών μου, αντιλήφθηκα να σταματάει μιαν άμαξα μπροστά από ένα μαγαζί, την ίδια στιγμή που εγώ περνούσα έξω απ’ τη βιτρίνα του. Την αναγνώρισα αμέσως: ήταν η άμαξα του διευθυντή μας. «Μα τι δουλειά έχει αυτός στα καταστήματα;» αναρωτήθηκα μέσα μου. «Η κόρη του θα ’ναι». Έγειρα και ακούμπησα στον τοίχο. Ένας λακές άνοιξε την πόρτα κι εκείνη, όπως το φαντάστηκα, βγήκε έξω από την άμαξα πεταρίζοντας σαν πουλάκι. Ποσό περήφανα έστρεψε το βλέμμα της δεξιά και αριστερά! Πώς έσμιξε τα φρύδια της και άστραψαν κεραυνούς τα μάτια της! Κύριε των δυνάμεων! Είμαι χαμένος – είμαι αμετάκλητα χαμένος. Μα γιατί να βγει έξω με τόσο απαίσιο καιρό; Κι ύστερα λένε ότι οι γυναίκες είναι αρρωστημένα παθιασμένες με τα ακριβά, πολυτελή τους ρούχα! Δεν με αναγνώρισε. Βέβαια είχα καλυφθεί με την κάπα μου όσο καλυτέρα μπορούσα. Βρώμικη, παλιομοδίτικη∙ θα προτιμούσα να μην με δει να τη φοράω. Σήμερα οι κάπες σχεδιάζονται με μεγάλους γιακάδες∙ η δικιά μου είχε κοντούς, τον έναν πάνω στον άλλον, ενώ το ύφασμά της ήταν κακής ποιότητας. Η σκυλίτσα της νεαρής κοπέλας δεν επιτρεπόταν να μπει στο κατάστημα κι έτσι έμεινε έξω, στο πεζοδρόμιο. Την ξέρω αυτήν τη σκυλίτσα∙ το όνομά της είναι Μέτζη. Δεν προλαβαίνει να περάσει ένα λεπτό και ακούω μια φωνή να λέει: «Καλημέρα, Μέτζη!» Ποιος διάβολος μίλησε; Κοίταξα γύρω μου και είδα δύο κυρίες –η μια ήταν γριά κι η άλλη αρκετά νέα– να περπατάνε γρήγορα κάτω από μια ομπρέλα. Ήδη με είχαν προσπεράσει, όταν άκουσα ξανά την ίδια φωνή: «Αίσχος! Ντροπή σου, Μέτζη!» Τι διάβολο ήταν πάλι αυτό; Είδα τη Μέτζη να οσφραίνεται ένα άλλο σκυλί που ακολουθούσε τις δύο γυναίκες. Τι διάβολο! «Μεθυσμένος είμαι;» αναλογίστηκα. «Κάτι τέτοιο όμως σπάνια συμβαίνει». «Όχι, Φιντέλ, άδικα σκέπτεσαι για τον εαυτό σου έτσι», άκουσα ξεκάθαρα τη Μέτζη να μου απαντάει. «Ήμουν βαριά –γαβ– ήμουν βαριά –γαβ, γαβ– βαριά άρρωστη». Τι ασυνήθιστη σκυλίτσα! Οφείλω να ομολογήσω πως εξεπλάγην πραγματικά όταν την άκουσα να μιλάει με ανθρώπινη λαλιά. Μόλις, όμως, σκέφτηκα το ζήτημα καλυτέρα, η κατάπληξη μου χάθηκε οριστικά. Για να λέμε την αλήθεια, παρόμοια γεγονότα συμβαίνουν ανά την υφήλιο συχνά. Φημολογείται πως στην Αγγλία κάποτε ένα ψάρι έβγαλε το κεφάλι του από το νερό και ξεστόμισε δυο τρεις λέξεις σε μια τόσο παράξενη κι ανοίκεια γλώσσα, ώστε και οι πιο σοφοί άνθρωποι του κόσμου δεν μπόρεσαν μέχρι σήμερα να τις ερμηνεύσουν, μολονότι έχουν καταπιαστεί με το εν λόγω εγχείρημα εδώ και τρία χρόνια. Επίσης, διάβασα στην εφημερίδα για δύο αγελάδες που μπήκαν σε ένα κατάστημα και ζήτησαν μια λίβρα τσάι. Στο μεταξύ, η Μέτζη μού είπε κάτι ακόμα πιο εντυπωσιακό: «Σου έγραψα, Φιντέλ, προσφάτως∙ φαίνεται πως ο Πολκάν δεν σου παρέδωσε ποτέ το γράμμα!» Δεν είχα ξανακούσει στη ζωή μου για σκυλί που μπορεί να γράφει! Τ’ ορκίζομαι∙ να χάσω τον μισθό ενός μήνα, αν λέω ψέματα. Μόνο οι ευγενείς γράφουν σωστά. Η γραφή των εμπόρων και των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων είναι μάλλον μηχανική: ούτε κόμματα, ούτε τελείες, ούτε συντακτικό.

Σάστισα. Τον τελευταίο καιρό βλέπω και ακούω πράγματα που οι άλλοι άνθρωποι δεν βλέπουν ούτε ακούν. «Θα ακολουθήσω», σκέφτηκα, «αυτό το σκυλί για να καταλάβω τι ακριβώς συμβαίνει». Άνοιξα, λοιπόν, την ομπρέλα μου και πήρα από κοντά τις δύο κυρίες.

Κατηφόρισαν την οδό Μπιζελιών, έστριψαν στην οδό Μικροαστών κι ύστερα μπήκαν στην Ξυλουργών. Σταμάτησαν πριν τη Γέφυρα Κοκούσκιν και στάθηκαν μπροστά σε ένα τεράστιο σπίτι. «Το γνωρίζω αυτό το σπίτι. Είναι του Σβερκόφ. Τι κτήνος! Τι σόι άνθρωποι ζουν εκεί μέσα! Και πόσοι μάγειρες, πόσοι ύποπτοι φιλοξενούμενοι! Ακόμη και συνάδελφοι, δημόσιοι υπάλληλοι δηλαδή, βρίσκονται σ’ αυτό το σπίτι – παστωμένοι σαν σαρδέλες ο ένας πάνω στον άλλον. Υπάρχει κι ένας φίλος μου ανάμεσά τους – εξαιρετικός κορνετίστας». Οι κυρίες ανέβηκαν στον πέμπτο όροφο. «Πάει καλά», σκέφτηκα. «Θα σημειώσω διεύθυνση και αριθμό και θα ερευνήσω το ζήτημα με την πρώτη ευκαιρία».

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

Να αφήσουμε τον νέο ποιητή στην ησυχία του;


Νίκος Βιολάρης, Αχτίδες νυχτόβιες, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2009, σελ. 38

Η αναγνωστική συνείδηση εθίζεται αναπόφευκτα, σχεδόν λατρευτικά, στους δύο κύριους –ετερόκλιτους ως προς τη σύλληψη και διαχείριση της καλλιτεχνικής διάνοιας– άξονες της αισθητικής δημιουργίας: στη μία περίπτωση, το έργο ανθίσταται έξω από τη βιωμένη επικράτεια του δράματος που χρεώνεται ο άνθρωπος και ορίζεται ζωή. Εν ολίγοις, αναφέρομαι στον συγγραφικό κόσμο που υπόκειται σε απολύτως αυτόνομους, νομοτελειακούς κανόνες και δεσμούς· μία ερμητική προέκταση του λόγου που ορθώνεται –παραδόξως(;)– μέσα στον λόγο.

Προφανώς, το λογοτεχνικό προϊόν της παραπάνω επιλογής απειλείται άμεσα με την έκπτωσή του σε άκρατη φιλολογία. Και όχι μόνο: εγγενής είναι ο κίνδυνος περιθωριοποίησης του Υψηλού και ο εν τέλει δυσλειτουργικός, ακόμη και ανενεργός, χαρακτήρας του κειμένου, εφόσον ο ορίζοντας προσδοκίας του δημιουργού είναι συχνά αδύνατον να συναντηθεί με τον ορίζοντα αναμονής του αναγνώστη, τουλάχιστον στη χρονική έκταση που θα διανυθεί μέχρι τον βιολογικό θάνατο του πρώτου. Ο άλλος άξονας, κατ' αρχάς, προϋποθέτει το στοιχειώδες όραμα εκ μέρους του συγγραφέα. Κατόπιν, αναζητείται η ευτυχής συγκυρία, όπου τέχνη και ζωή -παθολογικά αποκομμένες μεταξύ τους ως «άκρα»- ταυτοποιούνται στο ανέγνωρο εύρημα, τη λυρική εικόνα, τον παράφορο στίχο ή τη στοχαστική πνοή.

Κι όμως, η διάθεση αμεσότητας –εκβιασμένης ή μη, αναλόγως τον βαθμό ειλικρίνειας– μπορεί και να τυφλώνει ανέκκλητα: φως πάνω σε φως, που εντός του λουφάζει το σκουλήκι του «αξιοπρεπούς» ποιήματος· από αυτά που, σε μια μεγάλη πληθυσμιακά χώρα –όπως η Αγγλία, για παράδειγμα– υποβάλλονται καθημερινά κατά δεκάδες σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς πανεπιστημίων και κάθε λογής φορέων και ιδρυμάτων ανά κομητεία. [Ενδεχομένως, ο αναγνώστης να εκλάβει την τελευταία πρόταση ως υπερβολή. Εν τούτοις, ας μην αποπροσανατολιστεί: στην παρούσα περίοδο, η ελληνική γραμματεία χρειάζεται οπωσδήποτε να διαγνώσει το «κακό» ποίημα.]

Υπό κανονικές συνθήκες –εφόσον δεχθούμε ορθολογικά τον παροξυσμό αυτής της φράσης σε καλλιτεχνικό επίπεδο–, η αναγνώριση των προαναφερθέντων συστημικών τάσεων, που εξουσιάζουν τη ψυχική διάθεση των παραγωγικών δυνάμεων της λογοτεχνίας, οδηγεί τον δημιουργό σε ένα οριακά χαμένο κέντρο, μέσα στα όρια της ίδιας της δημιουργίας του. Σε αυτό ακριβώς το αιχμηρό σημείο ανασαίνει ο Νίκος Βιολάρης, με τη δημοσίευση της δεύτερης ποιητικής συλλογής του.

Και εξηγώ: προηγήθηκε το βιβλίο Πέρα απ' τη μέρα (Γαβριηλίδης, 2005). Εδώ, οι αρετές του Βιολάρη υπήρξαν αξιοθαύμαστα κατακτημένες –μεταξύ άλλων: άρτια οικονομία του ποιήματος, συμπαγές νόημα και εξπρεσιονιστική εικονοποιία διαρθρωμένη σε σκληρούς λυρικούς αρμούς, όπου το ανάλογο μέγεθός της ανιχνεύεται ίσως μόνο στο θαμπό όραμα του Μπουζιάνη. Ωστόσο, η ροπή προς τη σύνθεση που πάσχιζαν τα απομονωμένα ποιήματα έδειχνε να μην αξιώνει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Πιθανώς, σε αυτό συνετέλεσε η μετέωρη επανάληψη συγκεκριμένων μοτίβων και συμβόλων, τα οποία δεν εντάσσονταν οργανικά στον παραδειγματικό άξονα του σημαινόμενου. Συνεπώς, επιτακτική προέβαλε η απαίτηση να δοκιμάσει ο Βιολάρης το εύρος της γραφής του έξω από τις παραμέτρους που με έντονο –ομολογουμένως, και όχι άδικα– αίσθημα γενναιοδωρίας τού έθεσε η κριτική τόσο νωρίς.

Φαινομενικά, ο Βιολάρης δεν συμμορφώθηκε· ουσιαστικά, ακολούθησε μία διορθωτική κατεύθυνση. Γνωρίζοντας πως η δημιουργική συνείδηση δεν διεκδικείται –από ποιον και τι;–, προέβη στην επικύρωσή της δια της επιβολής. Συνέταξε ένα έργο πάνω σε κανόνες εσωτερικής συνοχής, νοούμενης με όρους μουσικής σύνθεσης· συγχρόνως, απέρριψε νεο-φορμαλιστικές ιδεοληψίες (ακόμη και η επιλεκτική ρίμα του φαίνεται να ξεσπάζει κατ' ευθείαν από την ίδια πηγή παραφοράς -στην κόψη της επιθετικότητας, πάντα- που διαπνέει και τους υπόλοιπους στίχους) και μεταχειρίστηκε στον λόγο του σχήματα της αναλυτικής σκέψης. Και όλα αυτά υπό τη σκέπη μιας ιδιαίτερης πίστης: πως η παράσταση του αισθητού κόσμου συνιστά πλέον τη μόνη οδό από την οποία ο δημιουργός μπορεί να διανύσει τη μέσα απόσταση του ποιήματος. Και όχι αντιστρόφως. Κατ' ουσίαν, βρέθηκε –συνειδητά ή ασυνείδητα– να εργάζεται στο χάσμα που διακρίνει τον Σκοπό από το Χρέος· και εργάστηκε ιδανικά:

Κυκλικό τείχος βροχής/ βαθιά τα δάση προστατεύει./ Μα απ' την καρδιά τους φυσικά/ απ' τα κλαδιά τους.// Κανείς δεν τα επισκέπτεται/ τα δάση τούτα πια./ Και ξημερώνοντας αυτά/ ξυλοκοπούν αχτίδες// –έχουν διαπράξει/ από τους ήλιους/ θαυμαστή αποστασία/ σύννεφα δεν επαίτησαν/ μιαν άλλη προστασία–// Μα απόψε/ ψάλλουν κυκλικά.

("Χαμένου δάσους ύμνος")

Προτείνοντας τον χαρακτηρισμό «ιδανικά», δεν αρνούμαι τις ατέλειες: τα κατάλοιπα μιας περιττής –εκφραστικά– ρητορικότητας μόνο παράταιρη ηχώ αισθητισμού γεννούν μέσα στην αυστηρή δομή των ποιημάτων. Η αυτιστική εμμονή σε μέτρα, εικόνες και σύμβολα μπορεί να διαβαστεί –όπως τη διαβάζω– ως ίδιον μιας αναγνωρίσιμης –τόσο πρώιμα!– γραφής, μπορεί και ως το αντεστραμμένο είδωλό της: μανιερισμός, δηλαδή.

Εν τούτοις, η οικειότητα του Βιολάρη με τους δύο κυρίαρχους μηχανισμούς της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τους οποίους εξέθεσα συνοπτικά στο πρώτο μέρος του κειμένου, είναι αδιαμφισβήτητη. Μόνο που το συγκεκριμένο φαινόμενο δεν έχει λειτουργήσει συντριπτικά –ως είθισται– αλλά εξισορροπητικά: παρέχοντας στον Βιολάρη τη δυνατότητα να επικαλεστεί τον κίνδυνο ανάμεσα στην ουσία και τη φόρμα, ανάμεσα στο αντικείμενο επιδίωξης και εκείνο της ανάγκης, με τον κατάδικό του –εξ ου και ιδανικό– στοχαστικό ρυθμό.

Πιθανώς, το αίτημα για δοκιμή του Βιολάρη έξω από το λογοτεχνικό Έξω που του καταλογίζεται να υφίσταται ακόμη. Υπενθυμίζω –δεν αντιπαραβάλλω– την προτροπή του Ε. Πάουντ «να αφήσουμε τον νέο ποιητή στην ησυχία του»· κι αν αυτή η συνθήκη δεν είναι πρακτικά εφικτή, ελπίζω ο Βιολάρης να την επινοήσει.


«Η Αυγή», 25/10/09

Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

"Ποιητική Βραδιά με Πανσέληνο"

Το περιοδικό Λογοτεχνίας και Κριτικής «Ακτή» και ο Δήμος Στροβόλου οργανώνουν «Ποιητική Βραδιά με Πανσέληνο» την Τετάρτη, 25 Αυγούστου 2010 και ώρα 9:00μ.μ., στο Θεατράκι του Πάρκου Αγίου Δημητρίου (δίπλα από το Αθλητικό Κέντρο του Δήμου Στροβόλου).

Ποιήματά τους θα διαβάσουν οι:
Βάκης Λοϊζίδης
Γιώργος Μπλάνας
Μιχάλης Παπαντωνόπουλος

Συντονίζει ο Γιώργος Μύαρης
Μουσική: Γιώργος Γεωργίου (κλαρίνο), Άρτεμις Αϊφωτίτη (πιάνο)

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010

Αντρέι Βοζνεσένσκι: 1987


1987

10
Μα τι ’ναι αυτό; Δες! Πετά από πάνω σου.
Αρχίζεις απ’ το δέκα και τελειώνεις με το ένα;
Επτά, έξι, πέντε, τέσσερα, τρία, δύο…
Ξεκινάμε; Εκτόξευση;

9
Στρέφεται πίσω η Βηθλεέμ;
Και το πάθος – γίνεται σκόνη;
Εννιά, οκτώ, εφτά, έξι, τέσσερα, τρία…
Ξεκινάμε; Εκτόξευση;

8
Η αντίστροφη μέτρηση ξεκινά απ’ το δέκα…
Ανάβεις τον αντιστροφομετρητή.
Φόρμαν, Πούσκιν, Βούδας, Ζεν.
Μπήκαμε στην εποχή των πιθήκων;

7
Στάλιν. Πέτρος. Κι αντιστρόφως.
Το ταξίμετρο γράφει.
Μέχρι να εκχριστιανιστεί η Ρωσία
με τη θέλησή της: ένας χρόνος.

6
Κάποιος στο «Σύννεφο με παντελόνια» –
παλαιομοδίτης∙ και μετρά:«Οκτώ, εννιά, δέκα».
Μέτρα σωστά!«Εννιά, οκτώ, εφτά».
Όπως στην εκτόξευση.

5
Μαυσωλεία – οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ξύπνιοι.
Ο Νίτσε λέει: «Στον Θεό που πιστεύουμε!»
Ποιος ξεκινά;
Ποιος εκτοξεύεται;

4
Χάθα Γιόγκα. Αναλγητικά.
Δεν υπάρχει αλληλογραφία.
Μόνο «Γκαίτε-Έκκερμαν»
και «Αστάφιεβ-Έιντελμαν».

3
Τρόμος το «Αν» στον ουρανό∙
πετά και προσπερνάει.
Μέτρα αντίστροφα: εννιά, οκτώ, εφτά
έξι, πέντε, τέσσερα. Ξεκινάμε; Εκτόξευση;

2
Συγγνώμη για το ανόητο πνεύμα μας –
εποχή της εικόνας και των βίντεο-κλιπ.
Συγγνώμη για τα παιδιά
των δέκα, εννιά, οκτώ, επτά.

1
Εκτοξεύουμε ό,τι απαγορεύουν∙
όπως τον «Ζιβάγκο»: συναρπαστικό!
Υπάρχουν πολλά ονόματα διαθέσιμα;
Εννιά… Οκτώ… Εφτά… Πέντε… Τέσσερα…

0
Αργά, μες στο χαμό,
στη θύελλα, η ελευθερία προχωράει –
σαν πινακίδα∙ στον δρόμο, δεξιά:
«9», «8», «7» κ.λπ.

1
Γιατί έχουμε Κίττυ, Λέβιν,
Μαρξ, Βούδα-Ζεν, Χριστό;
Μέτρα: εννιά, οκτώ, εφτά…
Τελειώνεις με μηδέν, αρχίζεις απ’ το δέκα…


Андрéй Андрéевич Вознесéнский [1933-2010]
Ρώσος ποιητής

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Παρουσίαση βιβλίου στη Λευκωσία


O δήμος Λευκωσίας και το Ίδρυμα Πιερίδη
σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου
του Βάκη Λοϊζίδη

«ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗ», Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2009,

που θα πραγματοποιηθεί
στην αυλή του Δημοτικού Κέντρου Τεχνών
την Παρασκευή 14 Μαΐου 2010 και ώρα 7:30 μ.μ.

Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι:
Γιώργος Πρεβεδουράκης και Μιχάλης Παπαντωνόπουλος

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Καρλ Βίλχελμ Φρήντριχ φον Σλέγκελ: Κριτικά Αποσπάσματα [επιλογή], "Lyceum", 1797


[4] Στις μέρες μας, παρατηρείται πληθώρα ποιητικής παραγωγής˙ κι όμως, τίποτε δεν είναι πιο σπάνιο από ένα ποιητικό έργο! Σε αυτό το συμπέρασμα μάς οδηγεί η αφθονία ποιητικών σχεδιασμάτων, μελετών, αφορισμών, τάσεων, θραυσμάτων και πρωτογενών υλικών.

[11] Τίποτε πραγματικά πειστικό –έμπλεο σχολαστικής επιμέλειας, δημιουργικού σφρίγους και συγγραφικής επιδεξιότητας– δεν έχει γραφτεί ακόμη κατά των Αρχαίων˙ και ιδιαίτερα, κατά της ποίησής τους.

[21] Στην ουσία, το αγόρι πρόκειται για ένα πλάσμα που αδημονεί να γίνει άντρας. Αντίστοιχα, το ποίημα επιθυμεί διακαώς να μετατραπεί από φυσικό αντικείμενο σε καλλιτεχνικό.

[23] Σ' ένα καλό ποίημα, τα πάντα είναι Μελέτη και Ενστικτο, συγχρόνως. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να κατασκευαστεί το ιδεώδες ποίημα.

[61] Αυστηρά μιλώντας, η ιδέα του επιστημονικού ποιήματος είναι πιθανώς εξίσου ανόητη με εκείνη της ποιητικής επιστήμης.

[84] Πώς θα εξελιχθεί η ποίηση, το μαθαίνουμε από τις επιθυμίες των συγχρόνων μας˙ πώς πρέπει να είναι, από τα έργα των Αρχαίων.

[87] Εφόσον η αξία της είναι ουσιαστικά ανεκτίμητη, δεν καταλαβαίνω γιατί η ποίηση θα πρέπει να θεωρείται πιο χρήσιμη από τα υπόλοιπα αντικείμενα ανάλογης αξίας. Οσο απίθανη και αν φαντάζει η ακόλουθη πρόταση, υπάρχουν καλλιτέχνες, οι οποίοι πιθανώς δεν τρέφουν καν ιδιαίτερη εκτίμηση στην τέχνη˙ κι όμως, παραμένουν όσο ανελεύθεροι χρειάζεται για να μην ξεπεράσουν ποτέ τα όριά τους.

[93] Στην ποίηση των Αρχαίων διακρίνουμε την τελειότητα του Γράμματος: στη σύγχρονη, διαισθανόμαστε την εξέλιξη του Πνεύματος.

[100] Η ποίηση του ενός φιλοσοφεί, του άλλου φιλολογίζει, του τρίτου συνιστά ρητορικό σχήμα, και ούτω κάθε εξής. Τελικά, ποιος γράφει ποιήματα;

[115] Η ιστορία της σύγχρονης ποίησης εδράζεται στη διαρκή ερμηνευτική προσέγγιση ευσύνοπτων φιλοσοφικών κειμένων: κάθε μορφή τέχνης πρέπει να γίνει επιστήμη και κάθε κλάδος επιστήμης πρέπει να γίνει τέχνη˙ ποίηση και φιλοσοφία πρέπει να γίνουν ένα.

[117] Κριτική στην ποίηση ασκείται μόνο δια της ποίησης. Κριτικό σημείωμα που δεν συνιστά αυτούσιο έργο τέχνης –είτε επειδή καταπιάνεται με την επιβεβλημένη αίσθηση κατά τη δημιουργική διαδικασία γραφής του κειμένου, είτε λόγω της έξοχης δομής και του χαλαρού, πέρα από τα όρια του ανεκτού, ύφους του, στο πνεύμα της παλαιάς ρωμαϊκής σάτιρας– δεν δικαιούται να πολιτογραφηθεί στο βασίλειο της Τέχνης.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Poema, τχ. 10

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Οκτάυ Ριφάτ: Το ψωμί στο γόνατό μου και άλλα ποιήματα


ΣTPATIΩTIKO NEKPOTAΦEIO

I

Υπηρετώ στο Ναυτικό –
τα ψάρια έφαγαν τα μάτια μου.
Tέρμα πια βλέμματα και δάκρυα.
Ήμουν ψηλός εν ζωή –
δείτε τα ρούχα μου,
αν δεν πιστεύετε.

Και κάποιος: κι εγώ υπηρετώ –
δεν διαφέρω από τον άλλον νεκρό.
Κάποτε ζούσαμε στο σπίτι μας.
Σήμερα ζούμε έξω απ’ αυτό·
διασχίσαμε τον τοίχο μας.

Κι άλλος: η μνήμη
κατά μήκος των χεριών μου·
κι ο ίδιος πονοκέφαλος – φρικτός.

Kι ο τελευταίος:
μην τους πιστεύετε –
δεν υπάρχουμε·
όλοι λεν ψέματα.

II

Για να τους δεχθώ, παίρνουν μορφή
νεκρού· συνήθως συγγενή.
Κοιτάζω: είναι θείος ή αδελφός.
Κοιτάζω: είναι λοχίας· Πολωνός.
Kι ευθύς:

είχα μια κόρη πέντε ετών.
Νεκρή πια· ζούμε μαζί εδώ.
Κι είναι συνέχεια λυπημένη:
δεν παίζει με το τσέρκι της·
ξέχασε στη Βαρσοβία τα χέρια της.

Και μια φωνή:
εδώ δεν σκάβεις, δεν βγάζεις
πατάτες απ’ τη γη·
δεν σπάζεις πέτρες
και δεν φορτώνεις για την αγορά –
έχει ησυχία εδώ.

Κάποιος ανησυχεί για τη γυναίκα του.
Ζητάει να μάθει νέα της.

Όταν πέθανα,
μου πήρανε το αμπέχονο.
Κρυώνω –
κι έχουμε μπροστά χειμώνα.

Μιλούν όλοι μαζί εν χορώ.

III

«Τα βράδια στο τραπέζι τρώμε όλοι μαζί.
Από το ίδιο ποτήρι πίνουμε νερό –
κάποιος έχει ερωτευθεί την αγαπημένη μας,
κάποιος θέλει να τον θρέψει η μητέρα μας».

Παν κι έρχονται στις βάρκες τους τυφλά.
Ανακατεύονται μαζί μας μες στο τραμ.
Δεν μας εγκαταλείπουν. Θέλουν ξανά να ζήσουν·
και να μακροημερεύσουν ετούτη τη φορά.

ΠAIΔI

Πέθανε –
και δεν το ξέρει:
δυο χέρια κολλημένα στα πλευρά.
Τον πάνε σηκωτό
και δεν μπορεί να αντιδράσει,
να πει: «Δεν έρχομαι!»
ή έστω ένα «ευχαριστώ»
στους φίλους που βαστούν το φέρετρό του.

Aχ, ο θάνατός του δεν θυμίζει τον θάνατο κανένος.

AΣTPA

Δίπλα στο βιβλίο το τετράδιο
δίπλα στο τετράδιο το ποτήρι
δίπλα στο ποτήρι το παιδί
στο χέρι του παιδιού μια γάτα.
Και πέρα μακριά: άστρα, αμέτρητα άστρα

MOIPA

σκληρή με βασανίζει:
δουλεύω ως λογιστής
μα δεν σκαμπάζω από μαθηματικά·
δεν ξέρω να κάνω μια πρόσθεση απλή.
Αγαπημένο μου φαγητό είναι η μελιτζάνα –
κι ας μην συμμερίζεται το γούστο μου κανείς.
Γνωρίζω ένα κορίτσι με φακίδες:
την αγαπώ, μα αυτή
δεν δίνει για μένα ούτε δεκάρα.

XPEOΣ

Πιο μαύρο από σταφύλι,
πιο λεπτό κι από βελόνα:
πώς σκαρφαλώνει το μυρμήγκι
τις πλαγιές με το φορτίο του για τον χειμώνα;

Δες την κατάσταση αυτού του κόσμου,
δες την αντεστραμμένη τάξη:
χθες βγήκε από τ’ αυγό,
σήμερα: το περιστέρι και τα πάθη.

Σπιθίζει, αστράφτει το μάτι:
χιμάει στα χελιδόνια το γεράκι.
Στην όχθη: αγρίμι –τέρας–
κι η γαζέλα μες στο αίμα.

Eγώ σηκώνω τον δυσβάστακτο αχθό.
Eγώ πρέπει για κείνους –έναν προς έναν– να σκεφτώ:
για κείνους που έρχονται στον κόσμο –ζουν, δε ζουν–
και τον αγνοούν.

O ήλιος βγαίνει στην Ανατολή
– βέβαιο. Καμία έκπληξη.
Εγώ είμαι αυτός που ανησυχεί,
όταν η μέλισσα κεντρίζει το παιδί.

Ματωμένο το πόδι της αλεπούς –
κάτι συνέβη στον αμνό.
Ποιο το νόημα, Οκτάυ,
να ζωγραφίσεις τον λύκο και το πτηνό;

MIA ΦOPA KI ENAN KAIPO

προβάλατε πίσω από κάθε δέντρο,
στρατιές στρατιές, κι ένιωθα ολομόναχος.
Χειρονομούσατε άγριες, παράφορες ριπές
και τσακιζόταν το κατάρτι μου, χανόταν πέρα, κατά το
φρούριο.

Σας συναντούσα στον δρόμο, στη γωνιά·
και μου λείπατε τόσο πολύ, τόσο βαθιά, και ξέσπαγα σε λυγμούς
που έχανα τα μάτια μου.
Στα σύννεφα, αρχαίες θάλασσες επέπλεαν
βράχους που κατάτρωγε το αίμα σας.

Αλίμονο! Χαθήκατε στρατιές στρατιές
σαν να γεμίζατε μια εποχή που δεν υπήρξε ποτέ.
Kι έσκυβα και σήκωνα τον ουρανό απ’ τη γη:
τον ουρανό που τόσο, μα τόσο, απρόσεκτα σάς γλίστραγε απ’
τα χέρια.

YΠANAΠTYKTOΣ

Nα μένεις πίσω: στην επιστήμη, στην τέχνη, άνανθος
την άνοιξη και δίχως φύλλα· να σφαδάζεις σαν άστρο
χαραγμένο πάνω απ’ τα φρύδια.

Nα μένεις πίσω: κατάδικος· ποινή: το ξύλινο άροτρο,
ενώ μπορείς κάτι φτιαγμένο από ατσάλι να το κόψεις
σαν χαρτί φτηνό και πολυκαιρισμένο.

Nα μένεις πίσω: θαμμένος στο σπήλαιο της θρησκείας,
τα χέρια στα πλευρά και πεινασμένος, ενάντια στον χείμαρρο
και στον συνάνθρωπο ταγμένος.

Nα μένεις πίσω: ίδιος τσακάλι ο γείτονας – να τον φοβάσαι!
Μπορείς να ζεις μαζί του μονοιασμένος, όμως εσύ καλύτερα
να ρίχνεις φίδια στην αυλή του.

Nα μένεις πίσω: αδαής, γεμάτος ψείρες· να σπας
–τόξο τεντωμένο σε βαθιά, σε σκοτεινή χαράδρα–
να σπας από τη δύναμη, να σπας!

POZ ΣΠΙΤΙ ΣTON BOΣΠΟΡΟ

Υπάρχουν κορίτσια τραγανά σαν το μαρούλι·
στόμα στρογγυλό και ζαρωμένη μύτη.
Κάθονται στο κατάστρωμα σταυροπόδι –
φυσάει κι όπως τους ρίχνεις ματιές στα κλεφτά,
νιώθεις την καρδιά σου να σφυροκοπάει.

Aχ, Ιστανμπούλ, τι γερο-διάολος που είσαι!
Κάτω, στο Φιντικλί, βόλτες και παιδιαρίσματα.
Στο χέρι μου ένας σπάγκος με εκατό αγκίστρια.
Βουτώ απ’ το καΐκι του καπετάν-Tουργκούτ
ανάμεσα στους τόνους.

Δεν επισκέφτηκα ποτέ τον τάφο του Oρχάν
στο Ρούμελι Χισάρ –
και ούτε θέλω.
Μια φέτα φρέσκο ψωμί, ένα κομμάτι λευκό τυρί·
θα είναι εκεί – ποιος ξέρει!
Θ’ ατενίζει τη θάλασσα και θα πίνει ρακή.

Δίνω ένα σάλτο από την προκυμαία στο νερό –
ψάρια από κάτω,
σύννεφα πάνω.
Κύμα το κύμα ανοίγει ο Βόσπορος το στόμα του να με
καταπιεί·
κι εγώ ακόμη κολυμπώ προς το ροζ σπίτι στην ακτή.

TO ΨΩΜΙ ΣTO ΓONATO MOY

Tο ψωμί στο γόνατό μου·
και οι πέτρες μακριά – πολύ μακριά.
Τρώω το ψωμί, ενώ παρατηρώ τις πέτρες,
και είμαι τόσο βαθιά στις σκέψεις μου χαμένος
που ακόμη κι εγώ τρελαίνομαι καμιά φορά
κι εκτός απ’ το ψωμί καταβροχθίζω πέτρες.

OKTAY RIFAT HOROZCU [1914-1988]
Τούρκος ποιητής

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

Μιχάλης Παπαντωνόπουλος: (η Ερμιόνη φεύγει για τον τάφο∙ η Ελένη μπαίνει στο παλάτι)


ΗΛΕΚΤΡΑ:
Κι αν έκοψες θρήνο ερεβνό μαλλιά από τα μαλλιά σου,
δεν πλήγωσες σιωπή – παρά στην άκρη.
Ξέρω: δεν θα δεχόσουν καν
την ύστερη παράδοση της ομορφιάς στον πόνο.
Κι’ ούτε πως είδες μάτια στον δικό νεκρό μου∙
κι’ ούτε πως ράγισες
δάκρυ φωνή σ’ ένα ψοφίμι στόμα.
Μόνη σου, τώρα! – μια αράχνη μέταλλο από φως
τρέχει στο μέτωπό σου. Τίποτα, τίποτα!
– κάτι βουβά οστό κοιμάται πόρνη αυτή την πολιτεία∙
βαθύ μαχαίρι σπλάχνα ουρανός κι ο Έλληνας: νεκρός σου.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Αυγή" στις 14/3/2010

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς: Προσευχή για την κόρη μου [απόσπασμα]

Προσευχή για την κόρη μου [απόσπασμα]

[…] Aς της δοθεί απλόχερα ομορφιά·
όχι για να τρελάνει το μάτι του αγνώστου στον δρόμο
ή το δικό της μπροστά στον καθρέφτη· γιατί τότε, βορά
του απαράμιλλου κάλλους,
θα κρίνει επαρκή σκοπό την ομορφιά,
θα χάσει τη φυσική ευγένεια και ίσως ακόμη
την οικειότητα μιας γυμνής καρδιάς
που επιλέγει ορθά, και δεν βρίσκει ποτέ έναν φίλο […]

WILLIAM BUTLER YEATS [1865-1939]
Ιρλανδός ποιητής

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Τεφλόν, τχ.2

Υ.Γ.: Αντιδώρημα της 7ης Μαρτίου 2007

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

Σρέτσκο Κοσοβέλ: Πεύκα


Πεύκα

Πεύκα, τα πεύκα: φρίκη άλαλη∙
πεύκα: φρίκη άλαλη∙
πεύκα, πεύκα, πεύκα, πεύκα!

Πεύκα, πεύκα σκοτεινά, τα πεύκα:
φρουροί κάτω από βουνά,
σε πέτρινα λιβάδια
μουρμουρίζουνε βαθιά εξαντλημένα.

Και κάθε που γέρνει δύσμοιρη η ψυχή
–αίθρια νύχτα– πάνω από τα βουνά
ακούω φωνές πνιγμένες
και δεν μπορώ να κοιμηθώ τον ύπνο μου ξανά.

«Φάσματα πεύκα, φάσματα κουρασμένα,
πείτε μου: υποφέρουνε τ’ αδέλφια μου;
Ξεψυχά η μητέρα μου;
Κι ο πατέρας μου; Με αποζητά;»

Μα εκείνα: απάντηση καμιά·
θροΐζουν φάσματα κουρασμένα, φάσματα εφιαλτικά,
λες κι η μητέρα μου ξεψυχά,
λες κι ο πατέρας μου με αποζητά,
λες κι υποφέρουν τ’ αδέλφια μου.

SREČKO KOSOVEL [1904-1926]
Σλοβένος ποιητής

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Μιχάλης Παπαντωνόπουλος: Συμεών Βάλας [Ένα σχεδίασμα], εκδ. Μελάνι, 2010

[Αδύτου μηνός. Νύκτα πρώτη.] Ότι αγρυπνούσα ύπνο ερπετό τον πυρετό οφθαλμό κι’ επάνω μου κρεμότανε σπαθί γυμνό στην αιχμηρή του ακινησία. Κι’ αίφνης ο λόγος κραύγασε στήθος ανάσες στη φωνή μου: «Και αν αίμα· και αν όψη· και αν μένος που υπέφερα άνανθο ξύλο τον τροχό κατά τη δαίμονα φορά του, θυμήσου: Αυτός εκδικεί· Αυτός αξιώνει· Αυτός επιβάλλει μια νέα δυναστεία των παθών· σκυφτή, ασάλευτη μορφή, μέσα στην ύστατη παντοδυναμία της, διατάζει: ‘’Έξω, ο λαός σφαδάζει με γλώσσα ικετήρια την πόλη· αφήστε τον να πεθάνει, αφήστε τον να πεθάνει’’».

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

Μαίρη Ελίζαμπεθ Μπράντον: Ο ίσκιος στη γωνία [απόσπασμα]


Φρικτά απογοητευμένη, η νεαρή υπηρέτρια επέστρεψε στη κουζίνα. Η ζωή της στο Ουάιλντχηθ Γκράντζ κυλούσε μονότονη – τουλάχιστον, την ημέρα· γιατί, τη νύχτα, φάνταζε μάλλον αποκρουστική. Το απροσδιόριστο βάρος και ο άμορφος ίσκιος –φαινόμενα τα οποία έδειξε να μην παίρνει στα σοβαρά ο ηλικιωμένος καθηγητής– κατέκλυζαν με απερίγραπτο τρόμο την ψυχή της. Κανένας δεν την είχε προειδοποιήσει πως το σπίτι ήταν στοιχειωμένο∙ κι όμως, εκείνη βημάτιζε τον διαπεραστικό αντίλαλο των διαδρόμων, τυλιγμένη σε ένα ακαθόριστο πέπλο φρίκης. Ούτε το ζεύγος Σκεγκ έδειξε οίκτο στην περίπτωσή της. Οι δύο ευσεβείς παρουσίες είχαν αποφασίσει να υπεραμυνθούν του αρχοντικού, ό,τι και αν συνέβαινε στη Μαρία. Για εκείνη –μια ξένη– το Γκραντζ έπρεπε να διατηρήσει την εικόνα της άσπιλης και άμωμης κατοικίας, μακριά από τις θειούχες ριπές του ανέμου που φύσαγαν από τον Κάτω Κόσμο. Ένα πρόθυμο, υπάκουο κορίτσι αποτελούσε ζωτικής σημασίας στήριγμα για το γέρικο και κουρασμένο σαρκίο της κυρίας Σκεγκ. Το κορίτσι είχε βρεθεί και έπρεπε να παραμείνει στο σπίτι. Φαντασιοπληξίες υπερφυσικού χαρακτήρα έπρεπε να κατασταλούν έστω και δια της επιβολής.

«Φαντάσματα!» αναφώνησε συνοφρυωμένη η κυρία Σκεγκ. «Διάβασε τη Βίβλο σου, Μαρία, και κόψε αυτές τις ανόητες ιστορίες».

«Μα και στη Βίβλο υπάρχουν φαντάσματα», απάντησε η Μαρία ανατριχιάζοντας στη σκέψη μερικών φρικτών εδαφίων από την Αγία Γραφή, την οποία γνώριζε απέξω και ανακατωτά.

Mary Elizabeth Braddon [1837-1915]
Αγγλίδα συγγραφέας

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ


Το διήγημα «Ο ίσκιος στη γωνία» περιλαμβάνεται στον τόμο Γοτθικές Ιστορίες από Βικτωριανές Συγγραφείς, εκδ. ARS NOCTURNA, 2009.

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

ΓΟΤΘΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ [Εκδ. ARS NOCTURNA]


ΓΟΤΘΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ (ανθολογία), Εκδόσεις ARS NOCTURNA, Σελ. 447, 2009

18 γυναίκες συγγραφείς μυστηρίου κ' υπερφυσικού της βικτοριανής εποχής, σε μια καλαίσθητη έκδοση, κοσμημένη με πίνακες και γκραβούρες του 19ου αι. Ένα βιβλίο-φετίχ για τους λάτρεις του σκοτεινού βικτοριανού κόσμου και όχι μόνο...

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ: Ελίζαμπεθ Γκάσκελ, Αμέλια Έντουαρντς, Ρόντα Μπράουτον, ΜαίρηΕλίζαμπεθ Μπράντον, Μαίρη Κολμόντλεϋ, Βέρνον Λη, Rosa Mulholland, Ίντιθ Νέσμπιτ, Σάρλοτ Πέρκινς Γκίλμαν, Λέτις Γκάλμπρεϊθ, Σάρλοτ Ρίντελ, Λουίζα Μπάλντουιν, Μάργκαρετ Όλιφαντ, Μαίρη Λουίζα Μόλσγουορθ, Γερτρούδη Άθερτον, Ήντιθ Γουόρτον, Μαίρη Ε. Ουίλκινς Φρήμαν, Σαρλότ Μπροντέ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Μαρία Γιακανίκη, Ράνια Ιωάννου, Ευαγγελία Κουλιζάκη, Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, Νίκος Σταμπάκης

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Γιακανίκη, Νίκος Σταμπάκης

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

Μύθος και Ιστορία


Ο Καινός διαιρέτης επαναφέρει ένα θεμελιώδες αίτημα: ποίηση που οικοδομεί τη δική της ανθρωπολογία με δραματικά σύνεργα. Ας ξεκινήσω από την τελευταία συνθήκη: η σύνθεση του Γιάννη Ευθυμιάδη δεν διαβάζεται με το μάτι, αλλά με το στόμα. Καθόλου παράδοξο το νόημα της παραπάνω πρότασης, αν αναλογιστεί κανείς τα εν λόγω ποιήματα και σπαράγματα ως επιλεγόμενα αποσπάσματα ενός μεγαλόπνοου θεατρικού δράματος. Και δεν είναι δύσκολο να δοκιμάσει ο αναγνώστης αυτή την αίσθηση. Όχι γιατί η ενότητα που μας εισάγει, για παράδειγμα, στο έργο επιγράφεται Ισμηνός –το «αισχύλειο» ποτάμι– κι ούτε βέβαια λόγω των γνώριμων από την αρχαία τραγωδία σχημάτων και μύθων που αποτελούν –ως επί το πλείστον, αφού την αφήγηση του Καινού διαιρέτη συμπληρώνει η ερμηνευτική προσέγγιση επεισοδίων και από τη βιβλική παράδοση– το πρωτογενές υλικό, το οποίο τόλμησε να διαχειριστεί ο Ευθυμιάδης. Οι παραπάνω όροι συνιστούν τους απαραίτητους αρμούς στο Κενό∙ τα χάσματά τους υπάρχουν ζωτικά – μόνο και μόνο για να τραφούν με ακραιφνή ποιητικό λόγο. Εν προκειμένω, η δραματικότητα –ως αίσθηση και έκφραση– εντοπίζεται στην κατ’ εξοχήν πηγή της: στη φωνή. Μια φωνή με ένταση δραματική – όχι λυρική, σε καμία περίπτωση λυρική: ας μην ξεγελάσει εδώ η συμπαράθεση του μεμονωμένου ποιήματος με το αποφθεγματικού χαρακτήρα σπαράγματος που βρίσκεται στην ίδια σελίδα. Πρόκειται για έναν τρόπο, μόλις έναν από την πληθώρα των επιλογών, που παραδίδεται στον δημιουργό, που υιοθετείται ή ανακαλύπτεται από αυτόν, για να διαρθρώσει τη σύνθεσή του. Προφανώς, δεν είναι οπωσδήποτε λυρικό κάθε ολιγόστιχο ποίημα. Προφανώς, η πύκνωση της έκφρασης δεν συνιστά αποκλειστική αρετή της λυρικής ποίησης και ευτυχώς ο Ευθυμιάδης δεν διαχειρίζεται τον στίχο του κατά τη σύγχρονη, εν πολλοίς παρηκμασμένη, αντίληψη περί αυτής. Εδώ, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σχέδιο ολότητας∙ έστω κερματισμένο – κι ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ακούγεται μία στιβαρή φωνή – δεν κραυγάζει∙ φυσικά, ούτε θρηνεί∙ αισθάνεται απολύτως βέβαιη για τον Λόγο της, τον οποίο ελέγχει με εντυπωσιακή διαύγεια, ακόμη και εκείνες τις ελάχιστες φορές που ο στοχασμός προστρέχει σε περιττά λεκτικά παίγνια –εξίσου περιττές είναι και οι «μουσικές υποδείξεις» που συνοδεύουν την είσοδο του αναγνώστη σε κάθε μία από τις τέσσερις ενότητες του βιβλίου– αδικώντας ίσως τον εαυτό του. Κυρίως, όμως, αυτή η φωνή ανταποκρίνεται πλήρως στο καίριο ζητούμενο του δραματικού λόγου: να μεταδώσει στον αναγνώστη τις ισχυρές εντάσεις του ανθρώπινου πάθους και όχι να τον κρατήσει σε απόσταση πλήττοντάς τον καταιγιστικά με την πυκνή –και λειτουργικά «θορυβώδη»– εικονοποιία του.

Στον πυρήνα του ποιήματος περιδινείται η αδιάκοπη προσπάθεια του ανθρώπου να ετεροκαθορίσει την ταυτότητά του στον συγκερασμό Μύθου και Ιστορίας. Για την πραγμάτωση αυτού του εγχειρήματος, ο Ευθυμιάδης επικαλείται την σκοτεινή καταγωγή της κυρίαρχης αντίληψης περί «ελληνικότητας», που μαίνεται μέχρι τις μέρες μας, παρά τις στρεβλώσεις που έχει υποστεί και συνεχίζει να υφίσταται, είτε από τη δογματική ταύτιση χριστιανισμού-ελληνισμού, σε μια ακραία έκφανση όπου ο ένας όρος δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τον άλλον –πόσω μάλλον να διαχωριστεί–, είτε από την αντανακλαστική αντίδραση των πολέμιων της παραπάνω θέσης που αρνούνται(;) να δεχθούν πως ο εκχριστιανισμός της τότε ελληνικής επικράτειας, με όλα τα επακόλουθά του, εξακολουθεί ν’ αποτελεί βασική παράμετρο της καθημερινότητας σημαντικής μερίδας συμπολιτών τους και άρα –καλώς ή κακώς– ρυθμιστή της σύγχρονης σκέψης πάνω στην παράσταση του κόσμου και την εξέλιξη του πολιτισμού. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να παραβλέπεται· μπορεί ασφαλώς να επικρίνεται, ακόμη και να απορρίπτεται· ωστόσο φαντάζει αδιανόητο να αγνοείται. (Όσο αδιανόητο κρίνω, για παράδειγμα, να εθελοτυφλούμε μπροστά στις επιρροές μας από την Εγγύς Ανατολή, ή να υποτιμούμε το βαλκανικό μέρισμα στην ελληνική υπόσταση.) Η σύνθεση του Καινού διαιρέτη μοιάζει να δομείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που χτίστηκαν οι πρώτες χριστιανικές εκκλησίες στον ελλαδικό χώρο: τα συντρίμμια του αρχαίου ελληνικού ναού μετατράπηκαν στην πέτρα της βιβλικής κοσμοθεώρησης. Πολυθεϊσμός, παγανισμός, χριστιανισμός κάλλιστα διέπονται από την ίδια ιερότητα. Το πνευματικό άγχος του ανθρώπου ν’ αντεπεξέλθει στη μοίρα του, να δει και να αναγνωρίσει το πρόσωπο του Υπέρτατου Όντος, ακολουθεί απαρέγκλιτα την ροή του ποταμού Χρόνου· δεν γνωρίζει από «θεό δεσμώτη» και «θεό λυόμενο» – ίσως μόνο από θεό τοκογλύφο. «Είναι κι ο χρόνος ένας τόπος να εξοριστείς», γράφει ο Ευθυμιάδης και δεν μπορεί να μην ζωντανέψει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη η νεορομαντική εικόνα του έκπτωτου ανθρώπου: εκείνου του βίαια αποκομμένου πλάσματος από κάποια φαντασιακή, πιθανώς, ολότητα στην οποία υποθέτει πως ανήκε πριν – πώς άλλως; Του πλάσματος που περιφέρει την πληγή από τη συντριβή του σ’ αυτόν τον σκύβαλο κόσμο, αναζητώντας να τον οικειοποιηθεί· να νιώσει πως εδώ έστω μπορεί να στεγάσει την ψυχή του. Του πλάσματος που βρίσκεται σε αέναη πάλη με τη δαιμονική μορφή του χρόνου.

Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως στον Καινό διαιρέτη ο ετεροκαθορισμός του Εγώ επεκτείνεται από τη θεμελιώδη ιδέα του ποιήματος στην εκφορά αυτού: πως ο λόγος του Ευθυμιάδη ετεροκαθορίζεται από φωνές προπατόρων και φιλολογικά σχήματα, από τον δραματικό μονόλογο, το επεισόδιο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και τη βιβλική αφήγηση και πως τελικά το εν λόγω βιβλίο δεν είναι παρά «ρεβιζιονισμός» –ούτε καν «αναθεώρηση»– μιας τετριμμένης ποιητικής. Σε αυτή την περίπτωση, θα αντέτασσα πως η ερμηνευτική δύναμη του ποιητή εξουσιάζει απόλυτα την ιδιοφωνία του και πως πέρα από σχήμα διάνοιας είναι πάντα και υπόθεση στήθους: ψυχής, δηλαδή, και ανάσας. Κι αυτό θ’ αρκούσε.

ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ

Φλέβες οι ποταμοί
καρδιά η θάλασσα, ίδιος παλμός ενώνει τα νερά.
Ποιος Ισμηνός;
Ποιος Σκάμανδρος;
Ποιος Ιορδάνης;
Όπου καθρεφτιστείς, το πρόσωπό σου απαράλλαχτο.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ