Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Οκτάυ Ριφάτ: Το ψωμί στο γόνατό μου και άλλα ποιήματα


ΣTPATIΩTIKO NEKPOTAΦEIO

I

Υπηρετώ στο Ναυτικό –
τα ψάρια έφαγαν τα μάτια μου.
Tέρμα πια βλέμματα και δάκρυα.
Ήμουν ψηλός εν ζωή –
δείτε τα ρούχα μου,
αν δεν πιστεύετε.

Και κάποιος: κι εγώ υπηρετώ –
δεν διαφέρω από τον άλλον νεκρό.
Κάποτε ζούσαμε στο σπίτι μας.
Σήμερα ζούμε έξω απ’ αυτό·
διασχίσαμε τον τοίχο μας.

Κι άλλος: η μνήμη
κατά μήκος των χεριών μου·
κι ο ίδιος πονοκέφαλος – φρικτός.

Kι ο τελευταίος:
μην τους πιστεύετε –
δεν υπάρχουμε·
όλοι λεν ψέματα.

II

Για να τους δεχθώ, παίρνουν μορφή
νεκρού· συνήθως συγγενή.
Κοιτάζω: είναι θείος ή αδελφός.
Κοιτάζω: είναι λοχίας· Πολωνός.
Kι ευθύς:

είχα μια κόρη πέντε ετών.
Νεκρή πια· ζούμε μαζί εδώ.
Κι είναι συνέχεια λυπημένη:
δεν παίζει με το τσέρκι της·
ξέχασε στη Βαρσοβία τα χέρια της.

Και μια φωνή:
εδώ δεν σκάβεις, δεν βγάζεις
πατάτες απ’ τη γη·
δεν σπάζεις πέτρες
και δεν φορτώνεις για την αγορά –
έχει ησυχία εδώ.

Κάποιος ανησυχεί για τη γυναίκα του.
Ζητάει να μάθει νέα της.

Όταν πέθανα,
μου πήρανε το αμπέχονο.
Κρυώνω –
κι έχουμε μπροστά χειμώνα.

Μιλούν όλοι μαζί εν χορώ.

III

«Τα βράδια στο τραπέζι τρώμε όλοι μαζί.
Από το ίδιο ποτήρι πίνουμε νερό –
κάποιος έχει ερωτευθεί την αγαπημένη μας,
κάποιος θέλει να τον θρέψει η μητέρα μας».

Παν κι έρχονται στις βάρκες τους τυφλά.
Ανακατεύονται μαζί μας μες στο τραμ.
Δεν μας εγκαταλείπουν. Θέλουν ξανά να ζήσουν·
και να μακροημερεύσουν ετούτη τη φορά.

ΠAIΔI

Πέθανε –
και δεν το ξέρει:
δυο χέρια κολλημένα στα πλευρά.
Τον πάνε σηκωτό
και δεν μπορεί να αντιδράσει,
να πει: «Δεν έρχομαι!»
ή έστω ένα «ευχαριστώ»
στους φίλους που βαστούν το φέρετρό του.

Aχ, ο θάνατός του δεν θυμίζει τον θάνατο κανένος.

AΣTPA

Δίπλα στο βιβλίο το τετράδιο
δίπλα στο τετράδιο το ποτήρι
δίπλα στο ποτήρι το παιδί
στο χέρι του παιδιού μια γάτα.
Και πέρα μακριά: άστρα, αμέτρητα άστρα

MOIPA

σκληρή με βασανίζει:
δουλεύω ως λογιστής
μα δεν σκαμπάζω από μαθηματικά·
δεν ξέρω να κάνω μια πρόσθεση απλή.
Αγαπημένο μου φαγητό είναι η μελιτζάνα –
κι ας μην συμμερίζεται το γούστο μου κανείς.
Γνωρίζω ένα κορίτσι με φακίδες:
την αγαπώ, μα αυτή
δεν δίνει για μένα ούτε δεκάρα.

XPEOΣ

Πιο μαύρο από σταφύλι,
πιο λεπτό κι από βελόνα:
πώς σκαρφαλώνει το μυρμήγκι
τις πλαγιές με το φορτίο του για τον χειμώνα;

Δες την κατάσταση αυτού του κόσμου,
δες την αντεστραμμένη τάξη:
χθες βγήκε από τ’ αυγό,
σήμερα: το περιστέρι και τα πάθη.

Σπιθίζει, αστράφτει το μάτι:
χιμάει στα χελιδόνια το γεράκι.
Στην όχθη: αγρίμι –τέρας–
κι η γαζέλα μες στο αίμα.

Eγώ σηκώνω τον δυσβάστακτο αχθό.
Eγώ πρέπει για κείνους –έναν προς έναν– να σκεφτώ:
για κείνους που έρχονται στον κόσμο –ζουν, δε ζουν–
και τον αγνοούν.

O ήλιος βγαίνει στην Ανατολή
– βέβαιο. Καμία έκπληξη.
Εγώ είμαι αυτός που ανησυχεί,
όταν η μέλισσα κεντρίζει το παιδί.

Ματωμένο το πόδι της αλεπούς –
κάτι συνέβη στον αμνό.
Ποιο το νόημα, Οκτάυ,
να ζωγραφίσεις τον λύκο και το πτηνό;

MIA ΦOPA KI ENAN KAIPO

προβάλατε πίσω από κάθε δέντρο,
στρατιές στρατιές, κι ένιωθα ολομόναχος.
Χειρονομούσατε άγριες, παράφορες ριπές
και τσακιζόταν το κατάρτι μου, χανόταν πέρα, κατά το
φρούριο.

Σας συναντούσα στον δρόμο, στη γωνιά·
και μου λείπατε τόσο πολύ, τόσο βαθιά, και ξέσπαγα σε λυγμούς
που έχανα τα μάτια μου.
Στα σύννεφα, αρχαίες θάλασσες επέπλεαν
βράχους που κατάτρωγε το αίμα σας.

Αλίμονο! Χαθήκατε στρατιές στρατιές
σαν να γεμίζατε μια εποχή που δεν υπήρξε ποτέ.
Kι έσκυβα και σήκωνα τον ουρανό απ’ τη γη:
τον ουρανό που τόσο, μα τόσο, απρόσεκτα σάς γλίστραγε απ’
τα χέρια.

YΠANAΠTYKTOΣ

Nα μένεις πίσω: στην επιστήμη, στην τέχνη, άνανθος
την άνοιξη και δίχως φύλλα· να σφαδάζεις σαν άστρο
χαραγμένο πάνω απ’ τα φρύδια.

Nα μένεις πίσω: κατάδικος· ποινή: το ξύλινο άροτρο,
ενώ μπορείς κάτι φτιαγμένο από ατσάλι να το κόψεις
σαν χαρτί φτηνό και πολυκαιρισμένο.

Nα μένεις πίσω: θαμμένος στο σπήλαιο της θρησκείας,
τα χέρια στα πλευρά και πεινασμένος, ενάντια στον χείμαρρο
και στον συνάνθρωπο ταγμένος.

Nα μένεις πίσω: ίδιος τσακάλι ο γείτονας – να τον φοβάσαι!
Μπορείς να ζεις μαζί του μονοιασμένος, όμως εσύ καλύτερα
να ρίχνεις φίδια στην αυλή του.

Nα μένεις πίσω: αδαής, γεμάτος ψείρες· να σπας
–τόξο τεντωμένο σε βαθιά, σε σκοτεινή χαράδρα–
να σπας από τη δύναμη, να σπας!

POZ ΣΠΙΤΙ ΣTON BOΣΠΟΡΟ

Υπάρχουν κορίτσια τραγανά σαν το μαρούλι·
στόμα στρογγυλό και ζαρωμένη μύτη.
Κάθονται στο κατάστρωμα σταυροπόδι –
φυσάει κι όπως τους ρίχνεις ματιές στα κλεφτά,
νιώθεις την καρδιά σου να σφυροκοπάει.

Aχ, Ιστανμπούλ, τι γερο-διάολος που είσαι!
Κάτω, στο Φιντικλί, βόλτες και παιδιαρίσματα.
Στο χέρι μου ένας σπάγκος με εκατό αγκίστρια.
Βουτώ απ’ το καΐκι του καπετάν-Tουργκούτ
ανάμεσα στους τόνους.

Δεν επισκέφτηκα ποτέ τον τάφο του Oρχάν
στο Ρούμελι Χισάρ –
και ούτε θέλω.
Μια φέτα φρέσκο ψωμί, ένα κομμάτι λευκό τυρί·
θα είναι εκεί – ποιος ξέρει!
Θ’ ατενίζει τη θάλασσα και θα πίνει ρακή.

Δίνω ένα σάλτο από την προκυμαία στο νερό –
ψάρια από κάτω,
σύννεφα πάνω.
Κύμα το κύμα ανοίγει ο Βόσπορος το στόμα του να με
καταπιεί·
κι εγώ ακόμη κολυμπώ προς το ροζ σπίτι στην ακτή.

TO ΨΩΜΙ ΣTO ΓONATO MOY

Tο ψωμί στο γόνατό μου·
και οι πέτρες μακριά – πολύ μακριά.
Τρώω το ψωμί, ενώ παρατηρώ τις πέτρες,
και είμαι τόσο βαθιά στις σκέψεις μου χαμένος
που ακόμη κι εγώ τρελαίνομαι καμιά φορά
κι εκτός απ’ το ψωμί καταβροχθίζω πέτρες.

OKTAY RIFAT HOROZCU [1914-1988]
Τούρκος ποιητής

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ