Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

Μιχάλης Παπαντωνόπουλος: Δ, εκδ. Ερατώ, 2006


Δ


Άνοιγε κόκκινο στη μνήμη:
μία ρωγμή στο τρυφερό
κουφάρι ενός κορυδαλλού.


α'

Δεν ήθελα να ξέρω τ' όνομά της-
χαμογελούσε κ' έπεφταν
στο πάτωμα τα δόντια
μιλούσε και το στόμα της μάτωνε λάθη.

Ένα κορίτσι στην κόλαση,
κάποτε μού συστήθηκε. Φορούσε
κάτασπρη τη γλώσσα και κρατούσε
το χέρι μου στο χέρι.

Έψαχνα στα τυφλά
τον δρόμο για την επομένη.


β'

Λίγο τα πριν μεσάνυχτα
και πίσω απ' την κουρτίνα
ντυνότανε χοντρό κόκκινο δέρμα,
χτένιζε τα μαλλιά
κι άνοιγε το παράθυρο στο μέσα σπίτι
κ' έτρεχε νύχτα.
"Τίποτα δεν είναι τυχαίο", μονολογούσα,
"τίποτα", και σηκωνόμουν το πρωί
με πόνους στο σαγόνι.


γ'

Τραβιόταν η Δ. στη γωνία
-τα πόδια της ως τον μηρό στην πίσσα-
γονάτιζε και σήκωνε τα μαλλιά
και τίναζε τ' άστρα απ' τον αυχένα.

Σαν να 'νιωθα τι είχε συμβεί-
ξερίζωνα τ' άσπρα κυκλάμινα
που είχαν προλάβει να φανούν
κάτω απ' τη γλώσσα μου.


δ'

Φυσούσε μια πίσω φωνή και ζωντάνευε,
μούδιαζε το χέρι μου. Δεν άκουγα
νέα την απορία και αν αίμα
δικό σου ήταν και μάλιστα
σε φως ημέρας;
Δεν ήταν και ησύχαζα
μια ανάσα ελλείμματα. (Σκεφτόμουν ένα πρόσωπο
μαρτυρικά στο πρόσωπό μου: βιαστικά
βαλμένα αυτιά, κακοραμμένο στόμα
δανεικό μου) και δεν υπήρχαν εγκλήματα: πληγές
υποψία, πάτωμα στρωμένο τη βαριά, την απέριττη
νύχτα.
Και μάζευαν, μάζευαν τα χείλη της: διάβαζα "ρίζα"
και φυσούσε μια πίσω φωνή και διάβολε
Δεν ήταν και το χέρι στο χέρι της
επέμενε την άρνησή μου.


ε'

Κ' έπρεπε τα χέρια μου ν' απλώνω διαρκώς
διστακτικός εξίσου να πηγαίνω
στο πλήρες του φωτός ή και στο πλέον φυσικό
σκοτάδι γιατί δεν ξέρεις πότε θα χαθεί
το μέσα της απόστασης από μπροστά σου
και πώς η τύφλωση ανάγει
το θύμα της σε άγιο- βραχνός
εκείνος, όρθιος κοντά στο ξύλο
με το πρόσωπο, την ίδια κίνηση τη μία
μιλούσε πεπρωμένο
και μόλις άνοιγε σταυρό
το σώμα του, μαύρες, υπέθετα,
άναβαν οι φλέβες του βαθιά.
Και μάτωνα στον ιδρώτα,
πάγωνα, "φάσμα" ξεσπούσα
"φ ά σ μ α" τη φωνή μου
κι όπως το μέρος του παράφορος ερχόμουν:
ο τοίχος, ο κρυφός διάδρομός του-
βήματα κι άλλα βήματα ανέβαιναν,
έπαιρναν το κεφάλι.
[Το κρεμασμένο στόμα του,
που τύφλωση επανέλαβε
και χαμογέλασε τα δόντια μια σειρά,
κρατούσε τώρα έναν ρυθμό μεταλλικό
κ' έγραφε σχήματα πουλιά
στον πυρετό ουρανό: το λιγοστό ταβάνι.]


στ'

Φαινόταν
η γυναίκα στον ξενώνα κ' έλεγες μοιραζόταν
δύσκολη μεταμέλεια: καθώς
σε όνειρο τα χέρια της κινούσε-
γύριζε τους δείχτες,
έριχνε κόκκινα σκοινιά στις τέσσερις γωνίες
και μου περνούσε το παλτό
στους ώμους, άσπρα δάχτυλα, μαλλιά-
(πάντα απορούσα εκείνο
ένα άδειο κάθισμα με δύο
πράσινα, στον ίσκιο του κεφάλια)
- κ' έδειχνε πάνω τη μισοφαγωμένη λάμπα.


ζ'

Κ' έβγαινε πέτρινος ο λαιμός κ' έβγαινε
κόκκινα σκοτεινό το στήθος-

ά ν ο ι γ ε κίτρινη βροχή
να πλύνει από το χέρι μου
το αίμα κ' ένας άρρωστος
τόπος έκαιγε με τους σπασμούς
και τα σημάδια του

πώς εκείνο το φθινόπωρο: ξυπνώντας
σ' ένα πυκνά τετράγωνα ύφασμα
και δίπλα στη γυναίκα-
τα δάχτυλά μου είχαν απότομα γεράσει
κ' έπεφταν βαθιά στα μαλλιά της,
κ' έτρεμαν και πήγαιναν ψηλαφητά ωσότου
μία τεντωμένη φλέβα

κι όλο σκεφτόμουν πέτρα
και δύσκολο ν' αντιμάχεσαι την επιθυμία-
γιατί αυτό που θέλει με ψυχή το εξαγοράζει.
Κ' έλειπε ξάφνου το άλλο σώμα.
Και πλέον ό,τι πάλευα στα μάτια μου να κλείσω:
μαύρα καρφιά και δέρμα
κ' ένα βαθύ νερό στ' αυλάκια της παλάμης.


η'

Και άσπριζε φοβερά
το χέρι της στο πρόσωπό μου
(στο μάτι ανάμεσα και την παλιά σπασμένη
ρυτίδα: ό,τι του δέρματος βρίσκοντας πέτρα)
- κ' έτσι κρεμόταν κ' έτριζε
και κάθε που έκανε απ' το μέτωπο να φύγει τα μαλλιά
μου
θυμόμουν τοίχους πίσω: καθόταν
ήσυχη η γυναίκα στην καρέκλα της
και μέτραγε στα δάχτυλα σταυρούς, όταν
ξύλο κοκκίνισε στο σκοτάδι της πόρτας-
αμέσως τίναξε το χώμα από τα γόνατα,
σηκώθηκε από μνήμης κι άρχισε
να σέρνει δύο πόδια στίγματα
ρίζα βαθιά, ρίζα επιμένοντας, επαλη-
θεύοντας κατά την έξοδο εξόδους.


θ'

Κ' έβγαινε πέτρινος ο λαιμός κ' έβγαινε
κόκκινα σκοτεινό το στήθος.

Εγώ τη σάρκα σώπαινα σε μόλις μορφασμούς-
έστρεφα βλέμμα στην εικόνα:
κορυδαλλοί μαύρα λευκά φτερά
έπεφταν ένα γύρο και λογιζόμουν
νέφος το σώμα ηδονών- πυγμαίο φως
- θα με συντρίψει.


ι'

"Βάφτισε δέντρο το κορμί μου", ψιθύριζε, "και δίχως
ενοχή
σκαρφάλωσε και κόψε
με δόντια τα κλαδιά ζωσμένα μίσχους,
λουλούδια και καρπούς.
Κι αν βρεις αγκάθια στα κλαδιά μου,
φωλιές εντόμων, ή και φίδια, να ξέρεις:
αυτά στον έρωτα χαρίζουνε μιαν αίσθηση κινδύνου".

Ποτέ μου δεν την άκουσα κι ας την ποθούσα-

ήθελα νύχτα σαν την αποψινή
-το σώμα της μην έχοντας
πλάι στο δικό μου- να μπορώ
τον ίσκιο της να θυμηθώ.


ια'

Μες στον διπλο κύκλο γονάτιζες
και σήκωνες τα μαλλιά και κάλυπτες
ύφασμα μαύρο το κεφάλι-

ώσπου με βρήκες -νύχτα- παγωμένο:
να 'χω τραβήξει τον ορό από τη φλέβα
να 'χει φουσκώσει μες στα μάτια μου το αίμα.

[Αν προσευχήθηκες αργότερα για μένα
-από συμπόνοια ή έστω από συνήθεια-
δεν έμαθα ποτέ.]


ιβ'

Είχε πληθύνει το δωμάτιο ρωγμές και δείξει
κόκκινα στον τοίχο τα καρφιά-

σήκωνε -ελαφρά- τα βλέφαρά της: επιστροφή
(εκείνη μνήμη
δίχως αρχή) συνόψιζε σ' ελάχιστη πράξη-

φθινόπωρο- βροχερό πρωινό στα τέλη Νοέμβρη -
να 'χω τα μάτια της κτερίσματα

στη μέσα τσέπη του παλτού και άσπρα
τα χέρια μου για τον χειμώνα.


ιγ'

Στήθος μεσόκοπο και ζαρωμένο

το γάλα σου φτάνει γλυκό
στα χείλη μου και δίνει φως
στο μελανό μου σώμα

η μυρωδιά σου: εθισμός

ελεύθερα κυλά στις φλέβες μου
τριγμούς και ανάσες της θηλής σου

[Στόμα που μ ά ζ ε ψ ε κ' έδειχνε λίγα τα δόντια
μιλούσε στη γυναίκα σκληρή την προσευχή.]


κ' έσταζε
μαύρη λευκή φτερούγα του
στης πέτρας τις ραγάδες -