Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

Ορχάν Βελή Κανίκ: Ωραίες μέρες


Aυτές οι ωραίες μέρες με κατέστρεψαν.
Mια τέτοια μέρα παραιτήθηκα
από τη δουλειά μου στο «Eυαγές Ίδρυμα».
Mια τέτοια μέρα άρχισα το κάπνισμα.
Mια τέτοια μέρα ερωτεύτηκα.
Mια τέτοια μέρα ξέχασα
να φέρω αλάτι και ψωμί στο σπίτι.
Mια τέτοια μέρα επιδεινώθηκε η κατάστασή μου
κι άρχισα να γράφω στίχους.
Aυτές οι ωραίες μέρες με κατέστρεψαν.

Από το βιβλίο Ορχάν Βελί Κανίκ: "Ο δρόμος μου είναι πλατεία", μτφρ.: Μ.Π., "Βακχικον" - υπό έκδοση Δεκέμβριος 2011

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Παρουσίαση βιβλίου: "Το απραγματοποίητο" του Γιώργου Χριστοδουλίδη

Τη Δευτέρα 21 Νοεμβρίου, 7.30μ.μ.,
στο Πολιτιστικό Κέντρο της Λαϊκής Τράπεζας
(Αρχ. Μακαρίου Γ΄ & Μπουμπουλίνας), στη Λευκωσία:

η Μαίρη Ρούσσου Σινκλαίρ παρουσιάζει την ποιητική συλλογή του Γιώργου Καλοζωή "Η κλίση του ρήματος"

ο Γιώργος Μύαρης την ποιητική συλλογή "Έλικας φανταστικού ελικοπτέρου" του Μιχάλη Παπαδόπουλου, και

ο Μιχάλης Παπαντωνόπουλος την ποιητική συλλογή "Το απραγματοποίητο" του Γιώργου Χριστοδουλίδη.

Θ' ακουλουθήσει ανάγνωση ποιημάτων από τους ποιητές.

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Η γαλήνη της Μαρίας με τον Αναστημένο


Ό,τι αισθάνθηκαν τότε: δεν είναι γλυκό
πέρα από κάθε μυστήριο
και πάντα ακόμη επίγειο:
όταν Αυτός, κάπως χλωμός ακόμη απ' τον τάφο,
ελαφρύς, καθώς εκπλήρωσε το Χρέος, ήλθε κοντά της:
παντού επί γης Αναστημένος.
Ω, κοντά της πρώτα. Τι απερίγραπτη ίαση βρήκαν κι οι δύο.
Σίγουρα, ίαση ήταν.
Και δεν χρειάστηκε καν με δύναμη ν' αγγιχτούν.
Για μια στιγμή και μόνο
το χέρι Του, που εντός ολίγου έβαινε
στην αιωνιότητα, ακούμπησε στον γυναικείο ώμο.
Και άρχισαν γαλήνιοι,
καθώς την άνοιξη τα δέντρα,
κι αιώνιοι συγχρόνως,
την εποχής της έσχατης Κοινωνίας τους.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Pietà


Τώρα η δυστυχία μου πληρούται
κι ανέκφραστη με κατακλύζει.
Κοκαλώνω όπως η πέτρα
μες στην καρδιά της κοκαλώνει.
Κι έτσι σκληρή, γνωρίζω μόνο ένα:
μεγάλωσες
...... και μεγαλώνεις
για να γίνεις μεγαλύτερος ακόμη πόνος
απ' αυτόν που μπορεί η καρδιά μας ν' αντέξει.
Κείτεσαι τώρα πάνω στην κοιλιά μου˙
και πλέον δεν μπορώ
να σε γεννήσω.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Πριν τα Πάθη


Αφού αυτό επιθυμείς, δεν έπρεπε

από σώμα γυναίκας να έχεις γεννηθεί:

πέτρα στα σπλάχνα των βουνών να σκάψουν για Σωτήρα,

εκεί που το Σκληρό απ’ το Σκληρό ξεσπάζει.


Δε σε λυπεί την προσφιλή κοιλάδα σου

που έτσι έρημη αφήνεις; Δες: είμαι ανήμπορη˙

μόνο ρυάκια από δάκρυα και από γάλα έχω˙

κι εσύ ήσουν πάντα κάτι παραπάνω.


Με τόση μεγαλοπρέπεια μού εβόησε ο Άγγελος τον Ερχομό

σου.

Γιατί εξίσου άγριος δεν βγήκες από την κοιλιά μου;

Κι αν τίγρεις μόνο χρειάζεσαι, για να σε κατασπαράξουν,

γιατί οι γυναίκες στο Ναό μού έμαθαν πώς


ένδυμα ολοκάθαρο, στιλπνό, να σου υφάνω

μην και το παραμικρό

ίχνος ραφής σε πλήξει –: έτσι όλη η ζωή μου κύλησε

κι εσύ τώρα αναιρείς αιφνίδια τη Φύση.


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Ράινερ Μαρία Ρίλκε: "Ο γάμος στην Κανά"


Πώς να μην ένιωθε υπερήφανη γι’ Αυτόν

που ομόρφαινε τη ζωή της και στο πλέον απλό;

Δεν ήταν Νύχτα εξαίσια, που αρμόζει στα σπουδαία,

ξέφρενη, όταν Εκείνος ήλθε μέσα;


Κι ο μέχρι τότε αφανής, ο ανήκουστος

τότε για τη Δόξα Του δεν κίνησε;

Κι οι πιο σοφοί δεν έπαψαν τη λαλιά τους

για ν’ ακούσουν με προσοχή; Και το σπίτι


δεν έμοιασε καινούργιο απ’ τη δική Του φωνή;

Ω σίγουρα είχε χίλιες φορές συγκρατηθεί

μη τυχόν πάνω Του λάμψει κι η παραμικρή χαρά της:

και Τον ακολουθούσε πάντα σαστισμένη.


Όμως εκεί, στο γαμήλιο γλέντι,

όταν από κρασί αναπάντεχα ξέμειναν οι καλεσμένοι –

στα μάτια Τον κοίταξε και δεν κατάλαβε

ότι με άρνηση στο παρακλητικό της νεύμα απάντησε.


Κι ύστερα, επραξε το θέλημά της. Αργότερα η Μαρία

εννόησε

πώς στον δρόμο Του η ίδια αυτή Τον ώθησε:

γιατί άρχιζε τώρα ο καιρός των αληθών θαυμάτων

κι η Θυσία είχε αμετάκλητα οριστεί.


Ασφαλώς κι ήταν αυτό το πεπρωμένο Του.

Μα είχε όντως έλθει η στιγμή;

Εκείνη επέσπευσε τη ροή των πραγμάτων

με της ματαιοδοξίας της τον τυφλό οφθαλμό.


Χαιρόταν με τους άλλους στο τραπέζι –το στρωμένο

φρούτα και λαχανικά– κι ούτε αντιλήφθηκε το πώς

εκείνο το δάκρυ-νερό απ’ τις βρύσες των ματιών της

αίμα έγινε με το κρασί αυτό.

Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

3η Διεθνής Συνάντηση Αρχαίου Δράματος - "Εκδίκηση"


26 Αυγούστου, 20:00-21:30
Τουριστικό Περίπτερο Κιάτου (Παγόδα)

"Ιστορία ερχόμαστε! Κοίτα τον ουρανό: Η ποίηση της νεότερης γενιάς και η νέα πολιτική συνείδηση"

Συντονισμός: Θωμάς Τσαλαπάτης
Διαβάζουν οι:
Ζ. Δ. Αiναλής, Νικόλας Ευαντινός, Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, Γιώργος Πρεβεδουράκης, Θοδωρής Ρακόπουλος, Γιάννης Στίγκας.

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Μιχάλης Παπαντωνόπουλος: "Οι Δώδεκα. Μια ημιτελής συμφωνία", Εκδ. Αιγαίον/Κουκκίδα, 2011

Προς το παρόν, το βιβλίο διατίθεται από: Βιβλιοπωλείο "Εναλλακτικό", Θεμιστοκλέους 37 - Εξάρχεια, Βιβλιοπωλείο "Σαιξπηρικόν", Εθνικής Αμύνης 14 - Θεσσαλονίκη, και Βιβλιοπωλείο "Γιαλούσα", Έκτορος 40 - Λευκωσία.

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Ανάπαυση κατά τη φυγή στην Αίγυπτο


Αυτοί που γλίτωσαν λαχανιασμένοι

απ’ των νηπίων τη σφαγή,

τι ανεπαίσθητα μεγάλοι

έγιναν καθ’ οδόν: μόλις η πυκνή


ανάγκη του τρόμου διαλύθηκε στο βλέμμα τους: εκείνο

που παράφορο στρεφόταν κάθε τόσο προς τα πίσω,

κι ενώ σκορπούσαν ήδη –με το γκρίζο τους μουλάρι–

σε ολόκληρες πόλεις τον κίνδυνο˙


καθώς, έτσι μικροί –ένα Τίποτα σχεδόν– στην απέραντη

αυτή γη,

πλησίαζαν τους κραταιούς Ναούς,

απανωτά εκρήγνυνταν τα Είδωλα, λες κι είχαν προδοθεί

κι έχασαν εντελώς τα λογικά τους.


Το διανοείσαι; Τόσο απελπισμένα οργίστηκε

το κάθε τι στο πέρασμα τους˙

κι οι ίδιοι ακόμη τρόμαξαν από την δύναμή τους˙

το Βρέφος μόνο έμεινε γαλήνια θαρραλέο.


Εν τούτοις, πάση θυσία έπρεπε

λίγο να ξεκουραστούν. Και τότε, δες:

το δέντρο, που ακίνητο κρεμόταν ψηλά τους,

σαν υπηρέτης υποκλίθηκε μπροστά τους.


Το ίδιο εκείνο δέντρο,

που έστεφε με τα κλαδιά του,

για το Αιώνιο, τα μέτωπα νεκρών Φαραώ,

έγειρε. Ένιωσε ν’ ανθίζουν νέα στέμματα.

Κι αυτοί, καθώς σε όνειρο, κάθισαν από κάτω.


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ



Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς: Οι ιστορίες του Κόκκινου Χάνραχαν (Εκδ. Ερατώ, 2006)


Ο ΧΑΝΡΑΧΑΝ ΚΑΙ Η ΚΑΘΛΗΝ, Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΧΟΥΛΙΧΑΝ[1]

Κάποτε ο Χάνραχαν ταξίδευε προς τον Βορρά, προσφέροντας κάθε τόσο την βοήθειά του σε κάποιον αγρότη κατά την πλέον επιβαρυμένη με γεωργικές εργασίες περίοδο του έτους· κι ακόμη: διηγείτο τις ιστορίες του και μοιραζόταν τα τραγούδια του σε αγρυπνίες νεκρών και γάμους.
Μια μέρα συνάντησε κατά τύχη, στον δρόμο του για το Κολούνεϊ[2], κάποια Μάργκαρετ Ρούνεϊ, μία γυναίκα που γνώριζε από το Μούνστερ, όταν ήταν νέος, και η οποία δεν έχαιρε και της καλύτερης φήμης εκείνον τον καιρό· οι λυσσαλέες προσπάθειες που κατέβαλε ο ιερέας για να την εκδιώξει από την περιοχή, την ανάγκασαν εν τέλει να αυτοεξοριστεί. Ο Χάνραχαν την αναγνώρισε από την περπατησιά και από το χρώμα των ματιών της καθώς και από τον τρόπο που έπιανε πίσω τα μαλλιά της, φεύγοντάς τα από το πρόσωπο, με το αριστερό χέρι. Περιφερόταν, του είπε, από τόπο σε τόπο πουλώντας ρέγκες και άλλα ψαρικά, και τώρα επέστρεφε στο Σλάιγκο[3], στο σπίτι της στο Μπάροου[4], όπου συγκατοικούσε με μιαν άλλη γυναίκα, την Μαίρη Γκίλις, η οποία είχε υποφέρει στο παρελθόν σχεδόν την ίδια ιστορία με εκείνη. Και του είπε πως θα της έδινε ιδιαίτερη χαρά αν ερχόταν να μείνει στο σπίτι μαζί τους και μοιραζόταν τα τραγούδια του με τους μπάκαχς[5] και τους τυφλούς και τους βιολιστές του Μπάροου. Και του είπε πως τον θυμόταν καλά και πώς έτρεφε για αυτόν –παλιά– κάποιαν ερωτική επιθυμία· όσο για την Μαίρη Γκίλις, συχνά σιγοψιθύριζε κάποια τραγούδια του από μνήμης, και συνεπώς δεν θα έπρεπε να φοβάται μην τύχει κακής μεταχείρισης· και ακόμη, όλοι οι μπάκαχς και οι φτωχοί μόλις τον άκουγαν θα του εξασφάλιζαν ένα μερίδιο από τα κέρδη τους –όσον καιρό θα έμενε κοντά τους– για τις ιστορίες και τα τραγούδια του και συνάμα θα φρόντιζαν να εξαπλωθεί η φήμη του ονόματος του σε όλες τις κοινότητες της Ιρλανδίας.
Ο Χάνραχαν ενθουσιάστηκε· αφενός με την πρόσκλησή της και αφετέρου που βρήκε μία γυναίκα πρόθυμη να ακούσει τις ιστορίες των παθημάτων του και να τον παρηγορήσει. Ήταν εκείνη η ώρα του δειλινού, όταν ο κάθε άντρας φαντάζει ωραίος και η κάθε γυναίκα ελκυστική. Της αφηγήθηκε την συμφορά του με το πλέξιμο του σκοινιού και εκείνη πέρασε το χέρι της γύρω από τον λαιμό του και μέσα στο μισοσκόταδο μπορούσε άνετα να περαστεί για κάποιαν άλλη.
Και συνέχισαν να συζητούν καθ’ όλη την διαδρομή τους ως το Μπάροου· όσο για την Μαίρη Γκίλις, μόλις τον αντίκρισε και άκουσε ποιος ήταν, κόντεψε να βάλει τα κλάματα στην σκέψη και μόνο πως θα φιλοξενούσε σπίτι της έναν άντρα της φήμης του Χάνραχαν.
Εκείνος ήταν βαθιά ευχαριστημένος που θα εγκαθίστατο για λίγο καιρό μαζί τους, καθώς οι συνεχείς περιπλανήσεις τον είχαν εξουθενώσει· από την ημέρα που βρήκε το μικρό παράπηγμα γκρεμισμένο, την Μαίρη Λαβέλ άφαντη και την αχυροσκεπή σκορπισμένη εδώ και εκεί, δεν αναζήτησε ποτέ έναν χώρο κατά δικό του. Και ούτε παρέμεινε σε κάποιον τόπο αρκετά, τόσο ώστε να δει πράσινα φύλλα να βγαίνουν εκεί όπου τα παλιά είχαν μαραθεί, ή το στάχυ θερισμένο εκεί όπου είχε σπαρθεί. Ένα καταφύγιο από την υγρασία, μία φωτιά αναμμένη το βράδυ και μία δική του μερίδα στο τραπέζι του δείπνου στρωμένη δίχως να χρειαστεί καν να την ζητήσει, δεν μπορούσαν παρά να συνιστούν μία ευχάριστη αλλαγή στην ζωή του την οποία απολάμβανε.
Και έγραψε έναν αρκετά ικανοποιητικό αριθμό τραγουδιών, κατά το διάστημα της εκεί παραμονής του, όπου έχαιρε της αμέριστης φροντίδας των δύο γυναικών και ζούσε σε συνθήκες απόλυτης γαλήνης. Και τα περισσότερα υμνούσαν τον έρωτα· κάποια ωστόσο ήταν τραγούδια μεταμέλειας, και κάποια τραγουδούσαν την Ιρλανδία και τα δεινά της.
Κάθε βράδυ οι μπάκαχς και οι επαίτες και οι τυφλοί και οι βιολιστές συγκεντρώνονταν στο σπίτι και άκουγαν τα τραγούδια του και τα ποιήματα του και τις ιστορίες του για εκείνη την παλιά εποχή των Φιάνα[6] και τα διαφύλασσαν σαν κάτι πολύτιμο στην μνήμη τους, που δεν είχε αλλοιωθεί από τα βιβλία· και έτσι διέδιδαν το όνομα του Χάνραχαν σε κάθε αγρυπνία νεκρού, σε κάθε γάμο και κοινωνικό γεγονός καθ’ όλη την επικράτεια της Επαρχίας του Κόναχτ. Ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρξε τόσο πλούσιος ή δημιουργικός όσο τώρα.
Ένα βράδυ του Δεκεμβρίου τραγουδούσε ένα μικρό τραγούδι, το οποίο –καθώς ισχυριζόταν ο ίδιος– το είχε ακούσει από τον πράσινο χαραδριό που ζει στο βουνό και μνημόνευε τα ξανθά αγόρια που εγκατέλειψαν το Λίμερικ[7] και ξεστράτισαν και περιπλανήθηκαν ως τα πέρατα της οικουμένης. Πλήθος κόσμου συνωστιζόταν στο δωμάτιο εκείνη την νύχτα, και δύο ή τρεις αμούστακοι νεαροί που είχαν παρεισφρήσει στον χώρο και κάθονταν στο πάτωμα, κοντά στην φωτιά, ήταν τόσο απασχολημένοι με το ψήσιμο μίας πατάτας στην χόβολη –ή σε κάτι παρόμοιο– ώστε αδυνατούσαν να του αξιώσουν την ελάχιστη προσοχή· ωστόσο θυμήθηκαν –πολλήν ώρα μετά, όταν κάποιος ανέφερε το όνομά του– την χροιά της φωνής του, την κίνηση του χεριού και το βλέμμα του, ενώ καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, με τον ίσκιο του να πέφτει στον ασβεστωμένο τοίχο πίσω του, και όταν κινήθηκε να σηκωθεί και η μορφή του δέσποσε μέχρι το ύψος της αχυροσκεπής. Και τότε αντιλήφθηκαν πως ορθωνόταν στο βλέμμα τους ένας βασιλιάς των Γαελών ποιητών, ένας δημιουργός των ανθρώπινων ονείρων.
Άξαφνα ο Χάνραχαν έπαψε το τραγούδι του και το βλέμμα του σκοτείνιασε σαν να πάσχιζε να διακρίνει κάτι απομακρυσμένο.
Η Μαίρη Γκίλις, που γέμιζε ουίσκι ένα τενεκεδένιο κύπελλο σε ένα τραπέζι δίπλα της, σταμάτησε το σερβίρισμα και είπε: «Σκέφτεσαι να μας εγκαταλείψεις;»
Η Μάργκαρετ Ρούνεϊ άκουσε τα λόγια της, μα μην γνωρίζοντας γιατί τα είχε ξεστομίσει, τα πήρε πολύ στα σοβαρά και τον πλησίασε και ο τρόμος πως επρόκειτο να χάσει από κοντά της έναν τόσο υπέροχο ποιητή και άξιο σύντροφο, έναν άντρα που συγκέντρωνε στο πρόσωπό του την εκτίμηση όλων και προσέλκυε πλήθος κόσμου στο σπίτι της, κατέκλυσε την καρδιά της.
«Δεν θα μας εγκαταλείψεις, γλυκέ μου;» είπε, πιάνοντάς τον από το χέρι.
«Δεν είναι ετούτη η σκέψη που με βασανίζει,» είπε ο Χάνραχαν, «συλλογίζομαι την Ιρλανδία και το βάρος των δεινών που την συνθλίβει». Κι έγειρε κι έκρυψε το πρόσωπο μέσα στα χέρια του και άρχισε να τραγουδάει και η φωνή του ακούστηκε σαν άνεμος σε έρημο τόπο.


Οι καστανοί γέρικοι κράταιγοι[8] σπάζουν στα δύο ψηλά στο Κάμεν Στραντ[9]
από έναν μαύρο άνεμο, πικρό που φυσάει από τα αριστερά·
το θάρρος μας σπάζει σαν γέρικο δέντρο στον μαύρο άνεμο και πεθαίνει
μα στην καρδιά μας έχουμε κρυμμένη
την φλόγα από τα μάτια της Κάθλην, της κόρης του Χούλιχαν.

Οι άνεμοι μάζεψαν τα σύννεφα ψηλά επάνω από το Νοκνάρια[10]
και έριξαν τον κεραυνό στους βράχους, κι ας έλεγε η Μέηβ -[11]
οργή συνέτριψε τις καρδιές μας, καθώς τα ανταριασμένα σύννεφα,
μα υποκλιθήκαμε όλοι μας βαθύτατα και φιλήσαμε
τα ακίνητα πόδια της Κάθλην, της κόρης του Χούλιχαν.

Η κίτρινη λίμνη φούσκωσε και έπνιξε την Κλουθ-να-μπέαρ[12]
καθώς άνεμοι υγροί φυσούσαν μέσα από τον λυσσασμένο αγέρα·
σαν βαριά κατακλυσμού νερά τα κορμιά και τα αίματά μας,
μα από την ψηλή λαμπάδα μπρος στον Τίμιο Σταυρό
πιο αγνή στέκεται η Κάθλην, η κόρη του Χούλιχαν.

Και ενώ τραγουδούσε, η φωνή του άρχισε να σπάζει, και δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του, και η Μάργκαρετ Ρούνεϊ έκρυψε το πρόσωπο μέσα στα χέρια της και βάλθηκε να κλαίει και αυτή μαζί του. Τότε ένας τυφλός επαίτης, δίπλα στην φωτιά, σάλεψε τα κουρέλια του βγάζοντας ένα πνιχτό αναφιλητό και πλέον δεν υπήρχε ούτε ένας ανάμεσα στους παρευρισκόμενους που να μην είχε ξεσπάσει σε λυγμούς.


1. Κάθλην, η κόρη του Χούλιχαν [Caitlín Ní Uallacháin]: μυθική και εμβληματική μορφή του Ιρλανδικού Εθνικισμού. Η προσωποποιημένη Ιρλανδία. Απεικονίζεται συνήθως σαν μία γριά γυναίκα που χρειάζεται την βοήθεια των νεαρών Ιρλανδών· εκείνοι προθυμοποιούνται να πολεμήσουν –και να πεθάνουν ακόμη– προκειμένου να απελευθερώσουν την Ιρλανδία από τους κατακτητές. Την βρίσκουμε επίσης –έμμεσα ή άμεσα– στο διήγημα "Μια μητέρα" [A Mother] του Τζέημς Τζόυς [James Joyce, 1882-1941] από τους "Δουβλινέζους" [The Dubliners], στο θεατρικό έργο "Η σκιά του εκτελεστή" [The Shadow of the Gunman] του Σων Ο’ Κέιση και στο ομώνυμο θεατρικό έργο ["Kathleen Ni Houlihan", 1902] του Γέητς.
2. Κολούνεϊ [Collooney]: πόλη της Κομητείας του Σλάιγκο στην Επαρχία του Κόναχτ.
3. Σλάιγκο [Sligo]: πόλη και Κομητεία της Επαρχίας του Κόναχτ.
4. Μπάροου [Burrough]: χωριό της Κομητείας του Σλάιγκο.
5. Μπάκαχς [Bacachs]: «συντεχνία» ζητιάνων του 19ου αιώνα, της οποίας τα μέλη παρευρίσκονταν σε τόπους θρησκευτικής λατρείας και προσκυνήματος και προσεύχονταν «κατά παραγγελία»· κάτι σαν τις επαγγελματίες μοιρολογίστρες των νεκρικών αγρυπνιών.
6. Φιάνα [Fiana]: εκλεκτή ομάδα πολεμιστών που ορίστηκε να προστατεύει τον Μέγα Βασιλέα της Ιρλανδίας. Στους Φιάνα συγκαταλέγονταν πολλές φατρίες, ωστόσο δύο ήταν εκείνες που είχαν αναλάβει έναν ηγεμονικό ρόλο ανάμεσα τους: η φατρία του Μπάισκνε [Baiscne] από την Επαρχία του Λένστερ και η φατρία του Μόρνα [Morna] από την Επαρχία του Κόναχτ. Οι δύο φατρίες ενεπλάκησαν συχνά σε πολεμικές συρράξεις με στόχο τους την πρωτοκαθεδρία, η οποία περνούσε πότε στην μία και πότε στην άλλη πλευρά.
7. Λίμερικ [Limerick]: πόλη και Κομητεία της Επαρχίας του Μούνστερ.
8. Κράταιγος (Μπερκιά): αρωματικός, φυλλοβόλος, ακανθώδης θάμνος ή μικρό δέντρο· προστάτης της ψυχής, κατά την Κέλτικη παράδοση, εξαιτίας των αιχμηρών αγκαθιών του. Ιερό και αγαπημένο δέντρο των νεράιδων και των ξωτικών που εκδικούνται με κατάρες για κακή τύχη τον άνθρωπο που θα τολμήσει να το πληγώσει ή να το καταστρέψει –τα ξωτικά ζούσαν συχνά σε φράκτες φτιαγμένους από κράταιγους, οι οποίοι φυτεύονταν ως προστατευτικές ασπίδες γύρω από χωράφια, σπίτια και αυλές εκκλησιών. Στην Αρχαία Ελλάδα υπήρξε έθιμο οι καλεσμένοι σε έναν γάμο να κρατούν ένα κλαδάκι κράταιγου για να φέρουν ευτυχία στο νέο ζευγάρι.
9. Κάμεν Στραντ [Cummen Strand]: πιθανώς πρόκειται για το χωριό Στράντχιλ [Strandhill] της Κομητείας του Σλάιγκο στους δυτικούς πρόποδες του βουνού Νοκνάρια [Knocknarea].
10. Νοκνάρια: βουνό που δεσπόζει δυτικά της πόλης του Σλάιγκο. Στα ιρλανδικά σημαίνει "Το βουνό του φεγγαριού".
11. Μέηβ: Βασίλισσα της Επαρχίας του Κόναχτ, σύμφωνα με τον Κύκλο του Ούλστερ [Ulster Cycle] της ιρλανδικής μυθολογίας (ογκώδες σώμα πεζών κειμένων και στίχων που αφηγούνται την ζωή των παραδοσιακών ηρώων του Ουλάιντ [Ulaid], του ανατολικού τμήματος της Επαρχίας του Ούλστερ, η οποία εκτείνεται στο βόρειο τμήμα του νησιού). Πατέρας της ήταν ο Έοχαντ Φέιντλεχ [Eochaid Feidlech], Μέγας Βασιλέας της Ιρλανδίας. Είχε πολλούς συζύγους, με πιο γνωστό τον Άιλιλ μακ Μάτα. Το παλάτι της βρισκόταν στο Κρούαν [Cruahan], το σημερινό Ραθκρόχαν [Rathcroghan] της Κομητείας του Ροσκόμον. Κατά τον θρύλο, βρίσκεται θαμμένη σε ένα πέτρινο τύμβο ύψους 40 ποδιών στην κορυφή του Νοκνάρια.
12. Κλουθ-να-μπέαρ [Clooth-na-bare]: θεά που συμβολίζει την μακροζωία, καθώς πέρασε επανειλημμένα από τους κύκλους της νεότητας και των γηρατειών· προσπάθησε να πνιγεί στην Λίμνη Ία [Lough Ia], η οποία βρίσκεται στην κορυφή του Βουνού των Πτηνών [Birds’ Mountain] της Κομητείας του Σλάιγκο.


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Ρομαντική αισθητική [Εκδ. Κριτική, 2011]


Ζ. Δ. Αϊναλής, Μιχάλης Παπαντωνόπουλος Ρομαντική αισθητική: Οι ποιητές των λιμνών και η Σχολή της Ιένα, Εκδ. Κριτική, 2011, σελ. 192


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ζ. Δ. Αϊναλής: Μελαγχολία και εξέγερση


Ουίλιαμ Ουόρντσγουορθ: Πρόλογος στις «Λυρικές μπαλάντες», μτφρ.: Ζ. Δ. Αϊναλής


Σάμουελ Τέιλορ Κόλριτζ: Περί ποιήσεως ή τέχνης, μτφρ.: Ζ. Δ. Αϊναλής


Καρλ Βίλχελμ Φρήντριχ φον Σλέγκελ: Περί παρανόησης, μτφρ.: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος




Καρλ Βίλχελμ Φρήντριχ φον Σλέγκελ: Πέρι παρανόησης [απόσπασμα]


Υπάρχει κάτι σε ορισμένα αντικείμενα της ανθρώπινης σκέψης –ή μέσα μας– που μας παρακινεί σε ακόμη βαθύτερο στοχασμό· κι όσο περισσότερο κινούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση και χανόμαστε στον κυκεώνα των ίδιων ζητημάτων, τόσο εκείνα μετατρέπονται σε ένα και μοναδικό Αντικείμενο συλλογισμού, το οποίο ορίζουμε είτε ως Φύση των Πραγμάτων είτε ως Ανθρώπινη Μοίρα – η επιλογή εξαρτάται από το αν αναγνωρίζουμε το εν λόγω Αντικείμενο εντός του εαυτού μας ή έξω από αυτόν. Πιθανώς, κάποια θέματα δεν θα προσέλκυαν ποτέ την προσοχή μας, αν δεν περιερχόμασταν σε κατάσταση ιερής απομόνωσης και δεν εστιάζαμε τη Σκέψη μας στο υπέρτατο αντικείμενο Αυτής· η συναναστροφή του καθενός με τον οικείο του –ή μη– περίγυρο και η πνευματική ενασχόληση με πραγματικές ή φανταστικές ανθρώπινες σχέσεις, οι οποίες –αν εξετάσουμε το ζήτημα καλύτερα– με την πάροδο του χρόνου όχι μόνο πληθαίνουν αριθμητικά, αλλά γίνονται όλο και πιο σύνθετες, εκτρέπουν τη σκέψη μας προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη του ενός και μοναδικού Αντικειμένου της.


Αναλογιστείτε: επιχειρεί κάποιος να κοινωνήσει τις ιδέες του – υπάρχει τίποτε πιο συναρπαστικό σε αυτήν τη διαδικασία από το ερώτημα αν είναι πραγματικά εφικτή μια τέτοια επικοινωνία; Πού θα έβρισκε αυτός ο άνθρωπος –είτε ως συγγραφέας είτε ως αναγνώστης– την ευκαιρία να δοκιμάσει τη δυνατότητα ή την αδυνατότητα του εν λόγω εγχειρήματος, αν όχι στις σελίδες ενός περιοδικού σαν το Athenäum [2];


Η κοινή λογική, η οποία αρέσκεται να χαράζει την πορεία της με μόνη πυξίδα την ετυμολογία, δεν θα αργούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα πως θεμέλιο της παρα-νόησης δεν είναι άλλο από την ακατα-νοησία. Πρόκειται καθαρά για προσωπική ιδιοτροπία το γεγονός πως απεχθάνομαι απολύτως όχι μόνο την ακατανοησία του καθαυτού φαινομένου, αλλά και την ακατανοησία της κατανόησης. Εξ ου και αποφάσισα, πριν αρκετό καιρό, να διαπραγματευτώ το συγκεκριμένο θέμα ως εξής: δημιουργώντας –ή επινοώντας, αν χρειαζόταν– μπροστά στα μάτια του αναγνώστη μου και παρά τη θέλησή του, έναν καινούργιο αναγνώστη, πλήρως συμμορφωμένο με τις επιθυμίες μου. Ασφαλώς κι εννοούσα τις παραπάνω προθέσεις μου· εν μέρει, αυτό ίσως οφειλόταν και στην παλαιά ροπή της ιδιοσυγκρασίας μου προς τον μυστικισμό. Ήθελα –έστω, για μία φορά– να ανατρέξω στο σύνολο των δοκιμίων μου, να τα μελετήσω λεπτομερώς, να παραδεχτώ –με αυστηρή ευθύτητα– το συχνό φαινόμενο της αποτυχίας τους και, σταδιακά, να οδηγήσω τον αναγνώστη μου στην ανάλογη συνθήκη ειλικρίνειας και εντιμότητας προς τον εαυτό του. Ήθελα να δείξω πως η παρανόηση αποτελεί σαφώς υποκειμενικό μέγεθος και ο Γκάρβε[3], μιαν εντελώς ακατανόητη περίπτωση για τον γράφοντα. Ήθελα να αποκαλύψω πως συχνά οι λέξεις καταλαβαίνουν τον εαυτό τους πολύ καλύτερα από τον άνθρωπο που τις χρησιμοποιεί και πως, στα πλαίσια της φιλοσοφίας, αυτές συνδέονται μεταξύ τους με ένα είδος μυστικής συγγένειας, το οποίο –σαν ένα άγριο πλήθος φαντασμάτων που αναστήθηκε πρόωρα– περιπλέκει τα πάντα στα κείμενα και ασκεί την αθέατη εξουσία του Οικουμενικού Πνεύματος ακόμη και σε εκείνους που αρνούνται την παρουσία Του. Ήθελα να καταδείξω πως η πιο αμιγής και αυθεντική μορφή παρανόησης εκπορεύεται, το δίχως άλλο, από την επιστήμη και την τέχνη –μολονότι αμφότερες αποσκοπούν εκ φύσεως στη μεταδοτικότητα της γνώσης και την κατανόηση–, καθώς και από τη φιλοσοφία και τη φιλολογία· αυτήν τη φορά ήμουν πραγματικά αποφασισμένος να γίνω κατανοητός, καθότι έκρινα πως η αλήθεια τής εν λόγω θέσης δεν ήταν καθόλου αυταπόδεικτη. Ήθελα να εστιάσω την προσοχή του αναγνώστη στις προφητείες των μεγαλύτερων στοχαστών από καταβολής του κόσμου· προφητείες δυσοίωνες και βαθιά σκοτεινές –σας βεβαιώνω– μέχρι που ο Καντ ανακάλυψε τις φιλοσοφικές κατηγορίες και καταύγασε άγνωστες –σχεδόν– κρύπτες του ανθρώπινου πνεύματος. Τι εννοώ; Καταύγασε μία αληθινή γλώσσα, ώστε επιτέλους πάψαμε να «σκαλίζουμε» λέξεις και προσηλωθήκαμε στη δύναμη και την πηγή κάθε είδους ενέργειας. Ας πάρω για παράδειγμα το απίστευτο παραλήρημα της Καμπάλα[4] – ενός κειμένου, το οποίο μεταξύ άλλων διδάσκει πώς μεταμορφώνεται το ανθρώπινο πνεύμα, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά και μόνο τις δικές του λειτουργίες: θα ήταν αδύνατον να διαπραγματευτώ ένα τέτοιο μυστήριο, με την ίδια αφέλεια και φτώχεια –γιατί όχι;– που επέβαλε η απερισκεψία της νεότητας, όταν, στο μυθιστόρημα Λουσίντε[5], παρουσίαζα τη φύση της ανθρώπινης αγάπης σαν αιώνιο ιερογλυφικό. Συνεπώς, έπρεπε να βρω ένα δημοφιλές μέσο που θα μου επέτρεπε να ενώσω το Ιερό, το Εκλεπτυσμένο, το Εφήμερο, το Αιθέριο, το Μεθυστικό και τον αστάθμητο μηχανισμό της Σκέψης κατά τρόπο μάλλον πειραματικό – όπως αυτόν που υιοθετεί στην επιστήμη του ο χημικός. Συγχρόνως, σημείωνα, με ειλικρινή ικανοποίηση, την πρόοδο της χώρας μας – για να μην πω της εποχής μας! Μια εποχή, στα πλαίσια της οποίας έχουμε την τιμή να υπάρχουμε και εμείς· μια εποχή που, για να περικλείσω όλο το νόημά της σε δύο λέξεις, δικαιούται –και με το παραπάνω– την ταπεινή, πλην όμως άκρως υπαινικτική, ονομασία: Κριτική Εποχή[6]· ώστε, σύντομα τα πάντα να τεθούν υπό κρίση και να επανακαθοριστούν, εκτός από την ίδια την Εποχή· ώστε, άπαντες να αναπτύξουν αυστηρά κριτική στάση απέναντι στην πραγματικότητα που τους περιβάλλει και ο καλλιτέχνης να απολαμβάνει την εύλογη ελπίδα πως η ανθρωπότητα θα ανελιχθεί μαζικά και θα μάθει να διαβάζει. […]



1. Über die Unverständlichkeit. πρωτοδημοσιεύτηκε το 1800, στο περιοδικό Athenäum.

2. Athenäum: περιοδικό· όργανο της φιλοσοφικής και λογοτεχνικής έκφρασης του πρώιμου γερμανικού ρομαντισμού, που εξέδιδαν στην Ιένα, από το 1798 ως το 1800, οι αδελφοί Φρήντριχ και Άουγκουστ Βίλχελμ Σλέγκελ.

3. Κρίστιαν Γκάρβε [Christian Garve, 1712-1798)]: Γερμανός εκλαϊκευτής της φιλοσοφίας.

4. Καμπάλα: κείμενα του μυστικιστικού ιουδαϊσμού.

5. Lucinde: μυθιστόρημα του Φρήντριχ Σλέγκελ, που δημοσιεύθηκε το 1799.

6. Εδώ, ο Σλέγκελ παρωδεί την Κριτική Φιλοσοφία του Καντ.


Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Ανώνυμος 1881: Ο φονικός κουρέας της Οδού Φλητ, μτφρ.: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, Εκδ. Ηλεκτρα, 2008


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΑΚΟΥΣΤΕ! Δώδεκα ακριβώς σημαίνει το ρολόι του Άγιου Ντάνσταν. Δεν προλαβαίνει ν’ ακουστεί ο τελευταίος χτύπος κι απλώνεται παντού ένας σαματάς άνευ προηγουμένου.

Τι ποδοβολητά, τι γέλια και φωνές, τι τρεχάματα και μανούβρες και σπρωξιές! Τα κτήρια ξερνούν ένα απίστευτο πλήθος νέων και γέρων στην περιοχή που στεγάζονται τα περισσότερα δικηγορικά γραφεία του Λονδίνου, μα και τα ίδια τα δικαστήρια.

Τι συμβαίνει; Μην έπιασε φωτιά; Μην πέφτει ξύλο τρικούβερτο κάπου; Μην έγινε κάτι απ’ αυτά που γίνονται κάθε εκατό χρόνια και βάλε; Γιατί τρελάθηκαν ξαφνικά οι υπηρέτες της δικαιοσύνης; Ούτε φωτιά έπιασε ούτε ξύλο τρικούβερτο πέφτει ούτε έγινε κάτι απ’ αυτά που γίνονται κάθε εκατό χρόνια και βάλε. Τα πράγματα είναι πολύ απλά και φυσιολογικά. Μεσημέριασε κι όλοι τρέχουν να απολαύσουν τις πίτες της κυρίας Λόβετ.

Ε, ναι, λοιπόν, αυτό είναι. Μπελ Γιαρντ και Κάρυ γωνία βρίσκεται ο φούρνος με τις καλύτερες κρεατόπιτες από μοσχαρίσιο και χοιρινό στο Λονδίνο. Αριστοκράτες και παρακατιανοί, πλούσιοι και φτωχοί, όλοι τις προτιμούν. Γιατί η φήμη τους έχει απλωθεί παντού και δεν υπάρχει άνθρωπος στην πόλη που να μην ξέρει πως στις δώδεκα το μεσημέρι βγαίνει η πρώτη ζεστή φουρνιά.

Ω, μα τι πίτες είναι αυτές! Αμίμητο, αξεπέραστο το άρωμά τους! Αφράτη η ζύμη τους και ζουμερή, εξαίσια η γέμισή τους!

Ο πάγκος στο κατάστημα της κυρίας Λόβετ έχει σχήμα πετάλου και οι νεαροί κλητήρες κάθονται εκεί περιμένοντας να βγουν οι λιχουδιές. Κουβεντιάζουν και αστειεύονται μεταξύ τους.

Όσο για το αφεντικό... Φανταστείτε ένα θηλυκό αφράτο, ζουμερό, χρυσοχέρικο, νόστιμο και ζουμερό σαν τις πίτες του. Βέβαια, η κυρία Λόβετ ήταν όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα. Δεν υπήρχε νέος και ακμαίος δικηγοράκος που να μην σκεφτόταν τρώγοντας την πίτα του πως η γλυκιά γυναίκα πίσω από τον πάγκο την είχε φτιάξει ειδικά γι’ αυτόν και μοίρα καλή την είχε βάλει στα χέρια του.

Μεγαλειώδης ήταν η αντικειμενικότητα, μαγευτική η λεπτότητα της καλλιτέχνιδος των γεύσεων, όταν μοίραζε χαμόγελα στους θαυμαστές της. Κανείς δεν θα έλεγε πως ήταν εντελώς αδιάφορη για το άτομό του, ενώ παράλληλα κανείς δεν θα μπορούσε να ορκιστεί πως την είχε κατακτήσει.

Δεν υπήρχε τίποτα κακό σ’ αυτό, αν και συχνά έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση τους πελάτες, οι οποίοι θεωρούσαν πως όσο περισσότερες πίτες έτρωγαν τόσο περισσότερα χαμόγελα θα εξασφάλιζαν. Το ταμείο της φουρνάρισσας γέμιζε, αλλά οι επίδοξοι εραστές άδειαζαν το περιεχόμενο των ασφυκτικά γεμάτων στομαχιών τους ακόμα και μέσα στο κατάστημα. Φυσικά, υπήρχαν κι εκείνοι που έβλεπαν το όλο ζήτημα από φιλοσοφική άποψη: πήγαιναν εκεί γιατί τους άρεσαν οι πίτες. Δεκάρα δεν έδιναν για την δημιουργό τους.

Οι συγκεκριμένοι δήλωναν πως το χαμόγελό της ήταν ψυχρό και βεβιασμένο, ένα σχήμα στα χείλη της αλλά τίποτε στην καρδιά της, το χαμόγελο του χορευτή, ένα από τα πιο άχαρα πράγματα σ’ αυτόν τον κόσμο.

Ορισμένοι μάλιστα δε δίστασαν να προχωρήσουν ακόμα περισσότερο. Ενώ αναγνώριζαν το γεγονός πως οι πίτες ήταν τέλειες και τις τιμούσαν καθημερινά, ορκίζονταν πως η προσωπικότητα της κυρίας Λόβετ είχε μια σκοτεινή πλευρά, πως μπορούσαν να διακρίνουν κάτι εξαιρετικά απωθητικό κάτω από τα κολακευτικά χαμόγελά της και πως σε τελευταία ανάλυση δεν ήταν παρά μια «διαβολογυναίκα», που αν την προκαλούσες θα είχες να αντιμετωπίσεις ανεξέλεγκτες καταστάσεις.

Στις δώδεκα και πέντε ακριβώς ο πάγκος του καταστήματος της κυρίας Λόβετ ήταν γεμάτος και το αχνιστό άρωμα των πιτών απλωνόταν σε όλη την περιοχή, κάνοντας τους άστεγους να αναστενάζουν.

«Ρε συ, Τομπάια», είπε ένας νεαρός, μπουκωμένος με κρεατόπιτα, «πού εξαφανίστηκες όταν έφυγες από το γραφείο του κυρίου Σω; Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε!»

«Κοίτα να δεις», είπε ο Τομπάια. «Πήγα λίγο παρακάτω. Αντί να μαδάω μαζί με τον δικηγόρο τα μαλλιά της κεφαλής του κοσμάκη, άρχισα να κουρεύω τα μαλλιά των δικηγόρων. Μια μικρή με χοιρινό, κυρία Λόβετ. Αχ, πουθενά δεν βρίσκονται πίτες σαν κι αυτές! Ε, μάγκα μου Κλιφτ;»

«Μια χαρά είναι. Το ξέρουμε, Τομπάια. Λοιπόν, αποφάσισες να γίνεις κουρέας;»

«Ναι. Δουλεύω στο κουρείο του Σουήνυ Τοντ , στην οδό Φλητ, πίσω απ’ τον Άγιο Ντάνσταν».

«Διάολος μεταμορφωμένος είσαι αδερφέ μου! Κοίτα, απόψε θα πάω σε μια γιορτή. Πρέπει να ντυθώ καλά και να ξυριστώ. Θα κάνω σεφτέ στο αφεντικό σου».

Ο Τομπάια έσκυψε και ψιθύρισε στο αφτί του νεαρού κλητήρα:

«Άσε καλύτερα!»

Ύστερα έφερε το δάχτυλο στα χείλια, πράγμα που σήμαινε πως η κουβέντα του έπρεπε να μείνει μυστική, χαιρέτησε και έφυγε βιαστικός για τη δουλειά του.

* * *

Βρισκόταν ήδη μπροστά στο κουρείο, όταν νόμισε πως άκουσε μια πνιχτή κραυγή. Στην αρχή δίστασε, έκανε ένα ενστικτώδες βήμα προς τα πίσω, αλλά ύστερα από καλύτερη σκέψη πέρασε το κατώφλι και μπήκε ορμητικά στο κατάστημα.

Το πρώτο πράγμα που τράβηξε την προσοχή του ήταν ένα καπέλο, αφημένο στο τραπεζάκι της αναμονής. Το δεύτερο, ένα μπαστούνι με χρυσή λαβή, ακριβώς δίπλα στο καπέλο.

Η πολυθρόνα του κουρέα ήταν άδεια και το πρόσωπο του Σουήνυ Τοντ είχε μιαν απίστευτα χυδαία έκφραση.

«Λοιπόν, Τομπάια», είπε τρίβοντας τα χέρια, όταν είδε τον νεαρό υπάλληλό του, «δεν μπόρεσες ν’ αντισταθείς. Τις έφαγες πάλι τις πιτούλες σου».

«Πώς το ξέρει;» σκέφτηκε ο Τομπάια. «Ναι, κύριε, πέρασα από τον φούρνο, αλλά δεν έμεινα πολύ».

«Άκου να δεις! Η μόνη δικαιολογία που μπορώ να δεχθώ για τις διαβολεμένες καθυστερήσεις σου είναι οι πίτες της κυρίας Λόβετ. Δεν είναι καταπληκτικές;»

«Ναι, κύριε, είναι. Αλλά, ξέρετε, κάποιος κύριος ξέχασε εδώ το καπέλο και το μπαστούνι του».

«Δίκιο έχεις», είπε ο Σουήνυ Τοντ και αρπάζοντας το μπαστούνι τον χτύπησε τόσο δυνατά που τον πέταξε στο πάτωμα. «Μάθημα δεύτερο Τομπάια: δεν σχολιάζουμε ποτέ πράγματα που δεν μας αφορούν. Μπορείς να σκέφτεσαι ό,τι θέλεις, αλλά θα λες πάντα ό,τι θέλω εγώ».

«Δεν αντέχω άλλο!» φώναξε το αγόρι. «Αν με ξαναχτυπήσεις έτσι, θα σου δείξω εγώ, Σουήνυ Τοντ. Θα...»

«Τι θα; Ξεχνάς τη μάνα σου;»

«Λες πως έχεις στο χέρι τη μάνα μου, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί και δεν σε πιστεύω. Θα σε παρατήσω κι ό,τι θέλει ας γίνει. Θα πάω να μπαρκάρω, θα πάω όπου ’ναι. Μόνο να μην είμαι σ’ αυτό το μπουντρούμι».

«Έτσι, ε; Τότε, αγόρι μου, πρέπει να σου εξηγήσω μερικά πράγματα. Θα σου πω γιατί έχω στο χέρι τη μάνα σου και μετά κάνε ό,τι θέλεις. Πέρσι τον χειμώνα, που χιόνιζε δέκα οχτώ βδομάδες συνέχεια, εσύ κι η μάνα σου σκυλοπεινούσατε. Τότε ήτανε που την είχε πάρει ο κύριος Κινγκ να του καθαρίσει το σπίτι. Καλό άνθρωπος, χρυσή καρδιά, αλλά και αυστηρός. Δεν συγχώρησε ούτε θα συγχωρήσει ποτέ καμιά βρομοδουλειά».

«Θυμάμαι», είπε ο Τομπάια. «Δεν είχαμε να φάμε και χρωστούσαμε μια γκινέα για νοίκια. Αλλά η μητέρα βρήκε και τη δανείστηκε και ξεχρεώσαμε».

«Έτσι σου είπανε; Όντως τα νοίκια πληρώθηκαν, αλλά η γκινέα δεν ήταν δανεική. Αν θες να ξέρεις, η μάνα σου έκλεψε ένα ασημένιο κηροπήγιο από το σπίτι του καλού ανθρώπου. Το ξέρω. Μπορώ να το αποδείξω. Σκέψου το, Τομπάια, και συμμαζέψου, αγόρι μου!»

«Λυπηθείτε μας», είπε το αγόρι. «Θα τη σκοτώσουν!»

«Θα τη σκοτώσουν!» ούρλιαξε ο Σουήνυ Τοντ. «Σίγουρα θα τη σκοτώσουν. Να είσαι βέβαιος. Θα την κρεμάσουνε. Στην κρεμάλα θα τελειώσει, ακούς; Σκέψου, λοιπόν, πως αν με αναγκάσεις να το ξαναθυμηθώ, θα γίνεις φονιάς της μάνας σου. Γιατί, σου το λέω, δεν θα περιμένω να τη δικάσουν. Θα αντικαταστήσω εγώ ο ίδιος τον δήμιο και θα την καθαρίσω την ίδια στιγμή».

«Όχι, όχι τέτοιο πράγμα!»

«Δεν σ’ αρέσει, ε; Δεν σε βολεύει. Τότε βούλωσέ το και δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Μην με αναγκάσεις να κάνω τέτοια πράξη. Δεν θέλω να γίνω φονιάς».

«Δεν θα πω τίποτα. Δεν θα πω τίποτα».

«Έτσι μπράβο! Τώρα πάρε το καπέλο και το μπαστούνι και βάλε τα στο ντουλάπι. Εγώ θα λείψω για λίγο. Αν έρθει κανείς, πες του πως λείπω και πως θα γυρίσω σε μια ώρα. Και το νου σου στο μαγαζί».


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΩΡΑ που διαδραματιζόταν η παραπάνω σκηνή, ένας ψηλός, γεροδεμένος και αριστοκρατικός άνδρας έκανε την εμφάνισή του στην οδό Φλητ, ακολουθούμενος από ένα τεράστιο λυκόσκυλο. Ξαφνικά σταμάτησε μπροστά στο κουρείο, είπε κάτι στον σκύλο του, που κάθισε ήσυχα ήσυχα δίπλα στην πόρτα, και μπήκε μέσα. Ο υποπλοίαρχος Θόρνχηλ –έτσι έλεγαν τον περαστικό– ήταν γενναίος άνθρωπος. Αλλά όσο γενναίος κι αν ήταν δεν μπόρεσε να μην νιώσει κάτι δυσοίωνο να σέρνεται βαθιά μέσα στα σπλάχνα του, όταν αντίκρισε το πρόσωπο του κουρέα, που ετοιμαζόταν να χτυπήσει για δεύτερη φορά το τρομαγμένο αγόρι. Ο Σουήνυ Τοντ αντιλήφθηκε την παρουσία του υποψήφιου πελάτη και η αιμοβόρα έκφραση του προσώπου του μαλάκωσε στην στιγμή για να μεταβληθεί σ’ ένα προσποιητό χαμόγελο.

«Θέλετε ξύρισμα, κύριε. Αμέσως. Χίλια συγνώμη για την ακαταστασία! Προσπαθούσα να μάθω σ’ αυτό το άτακτο αγόρι πως δεν θα προκόψει αν δεν γίνει εργατικός σαν κι εμένα, κι αν δεν διαβάζει καθημερινά τη Βίβλο. Περάστε, κύριε, καθίστε!»

Ο Θόρνχηλ κάθισε στην καρέκλα του κουρέας και ο Τοντ άρχισε να ακονίζει το ξυράφι του, καρφώνοντας το φιδίσιο βλέμμα του στη μορφή του πελάτη του.

«Μα, δεν μου λέτε, κύριε», είπε ο μπαρμπέρης μ’ ένα ψόφιο χαμόγελο, «πάντα έτσι μελαψός είστε ή...»

«Όχι», τον διέκοψε ο Θόρνχηλ. «Ήμουν στην Ινδία. Μόλις έφτασα. Επί τη ευκαιρία, γνωρίζετε μήπως κάποιον Ώκλυ, κατασκευαστή γυαλιών μυωπίας; Μου είπαν πως μένει κάπου εδώ γύρω. Πρέπει να παραδώσω ένα μικρό πακέτο σε κάποιον της οικογενείας του».

Τα μάτια του Σουήνυ έλαμψαν.

«Είστε πολύ τυχερός, κύριε! Γνωρίζω πού μένει ο Ώκλυ. Έχει ένα μικρό κατάστημα με δύο βιτρίνες στην οδό Φόρε», είπε και ύστερα, γυρίζοντας προς το αγόρι:

«Συγνώμη, καλέ μου Τομπάια, το ξέχασα εντελώς. Πάρε, αγόρι μου, δύο πένες και πήγαινε στο κατάστημα της κυρίας Λόβετ να φας δύο από εκείνες τις πίτες που σου αρέσουν. Με την ησυχία σου. Έχεις μισή ώρα καιρό».

Το αγόρι έγινε καπνός.

Ο Θόρνχηλ θύμισε στον Τοντ πως είχε πάει εκεί για να ξυριστεί.

«Μα βέβαια, κύριε. Σε λίγο θα σας έχω τελειώσει εντελώς! Όμως τα γένια σας έχουν μακρύνει πολύ. Μια στιγμή να φέρω ένα άλλο ξυράφι».

Ο μπαρμπέρης μπήκε στο μικρό ιδιαίτερο που φύλαγε τα εργαλεία της δουλειάς του.

Ένα ελαφρό τρίξιμο ακούστηκε και...

...η καρέκλα ήταν άδεια.

Ο Θόρνχηλ είχε εξαφανιστεί.

Ακολούθησαν σπασμωδικά γαυγίσματα και ξυσίματα στην πόρτα. Ο Τοντ παραμέρισε τα κουρτινάκια, έχωσε την αηδιαστική μούρη του στο άνοιγμα και είδε το σκυλί να δείχνει τα δόντια και τα νύχια του. Άρπαξε ένα ρόπαλο και άνοιξε για να δώσει ένα καλό μάθημα στο ανήσυχο ζώο. Δεν πρόλαβε. Ο πιστός φίλος του Θόρνχηλ εισέβαλε στο κουρείο.

Αφού οσμίστηκε κάθε γωνιά, την προσοχή του τράβηξε το καπέλο του αφεντικού του, αφημένο στο τραπεζάκι της αναμονής. Ο χυδαίος μπαρμπέρης δεν μπόρεσε ν’ αντιδράσει ούτε κι αυτή τη φορά. Απλά είδε το ζώο να αρπάζει στο στόμα του το απομεινάρι του κυρίου του και να σαλτάρει στον δρόμο.

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Μιχάλης Παπαντωνόπουλος: Σπάνιες οι δοκιμές, σπάνιες και οι λύσεις



Πολλές φορές μέσα στη νύχτα ακούς τους ήχους που περιμένεις ν' ακούσεις αυτή βέβαια είναι μια κατάσταση εντελώς φανταστική σαν τις πληγές στο σώμα των δέντρων όμως από κάπου πρέπει να ξεκινάει κανείς [...]

(Από το βιβλίο Ζ.Δ. Αϊναλής: Αποσπάσματα, Εκδ. Γαβριηλίδης, σελ. 146)

Ο μοντερνισμός υπήρξε τέλος και όχι αρχή για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Αυτή η παράδοξη –εν πολλοίς– πεποίθηση τρέφει τις ρίζες της βαθιά στην αναγνωστική συνείδηση του υπογράφοντος. Συνεπώς: σήμερα, είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει ο καλλιτέχνης τον μοντερνισμό (και εδώ εννοώ άπαντα τα μοντερνιστικά κινήματα, ανεξαρτήτως αποχρώντος λόγου) ως άμεσο φορέα καταγωγής του έργου του και να δεξιωθεί σε αυτό τους μοντερνιστές Δασκάλους του, δίχως η ακραιφνής ουσία του κυρίαρχου –κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα– ρεύματος να στρεβλωθεί –ή και να εκφυλιστεί ακόμη– όπως συνέβη με τον μεταμοντερνισμό, στις περιπτώσεις όπου ο τελευταίος εκφράστηκε ως η στερημένη νοήματος έκφανση του καθαυτού μοντερνισμού;

Αν η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα προκύπτει αρνητική, τότε ο σύγχρονος καλλιτέχνης οφείλει να μελετήσει το δίδαγμα των ανθρώπων που επωμίστηκαν –ή αξιώθηκαν– τον ρόλο του Δασκάλου για τους ίδιους τους μοντερνιστές και να το εξελίξει προς διαφορετικές κατευθύνσεις από αυτές που το οδήγησαν οι άμεσοι –χρονολογικά– πρόγονοί του. Η παραπάνω άρνηση προϋποθέτει ως ελατήρια δύναμη μια παραδοχή με όρους πίστης: την αμετάκλητη παρακμή των ιστορικών λογοτεχνικών ειδών και την αναζήτηση μιας «άλλης» δοκιμής, καθώς είναι βέβαιο: όσες οι δοκιμές, τόσες και οι λύσεις.

Νομίζω πως με αυτήν ακριβώς τη διάθεση σχεδίασε τα Αποσπάσματά του ο Ζ.Δ. Αϊναλής: προφανώς αρθρώνοντας τον ποιητικό λόγο του στο μέτρο της αφήγησης. Ας δούμε όμως καλύτερα την επιλογή του: μια αφηγηματική γραμμή που καταστρατηγεί την ίδια την ουσία της· δεν ενδιαφέρεται να εξιστορήσει, μόνο να ξεδιπλώσει πτυχές μιας τυχαίας ψυχοσύνθεσης στην άτακτη παράθεση εφιαλτών και πόθων. Και ο στόχος δεδηλωμένος: η υπέρβαση της ποίησης μέσα από την εκφορά πεζών κειμένων –όπου η στίξη απουσιάζει σχεδόν καθολικά– και τα οποία δεν στέργουν να συγκροτήσουν ένα σπονδυλωτό σώμα.

Ως εδώ, τίποτε το πρωτόγνωρο. Ειδικά αν αναλογιστούμε πως καταπιανόμαστε –ως αναγνώστες, δημιουργοί και κριτικοί– με μια νεότερη εθνική λογοτεχνία, που οικοδομήθηκε σε σπαράγματα, σημειώσεις και σχεδιάσματα· που ανέδειξε σε εμβληματική μορφή εκείνον τον καλλιτέχνη που, αμέσως μόλις αρχίσει να δουλεύει ένα έργο του, συνειδητοποιεί πως μένοντας μακριά από το μυστηριώδες και λαμπερό πρότυπό του, παράγει κάτι μοναδικά διαφορετικό· μα αυτή η συνθήκη δεν μπορεί παρά να ταπεινώνει βαθιά έναν ποιητή που θεωρεί μεγαλύτερο χρέος του την ακριβή εκπλήρωση των πνευματικών του επιδιώξεων.

Συνέπεια –ίσως– της παραπάνω ιδέας αποτελούν τα κείμενα της πρώτης ενότητας του βιβλίου (Der Spiegel im Spiegel). Παρά τη μορφή και την πολυσέλιδη έκτασή τους, τα συγκεκριμένα χωρία σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν διηγήματα ή πεζογράφημα – ούτε βέβαια poème en prose με την «τεχνική» έννοια του όρου, για να προλάβω την εναλλακτική πιθανότητα που εγείρεται στη σκέψη του αναγνώστη. Το ίδιο θα ισχύσει τόσο για τα κείμενα του δεύτερου μέρους –που επιγράφονται Κάθε πρωί, Πέντε ποιήματα για την...– όσο και για εκείνα της τρίτης και τελευταίας ενότητας: την Αστική Γεωγραφία.

Θα ήταν επιπόλαιο να τα θεωρήσει κανείς τυπικά πεζά ποιήματα, εφόσον ο ρόλος της αφήγησης σε αυτά είναι ουσιαστικά πιο καίριος απ' ό,τι συνήθως στο εν λόγω ποιητικό είδος. Θα έλεγα –και όχι άδικα, νομίζω– πως τα Αποσπάσματα ως τελική εκτέλεση δεν είναι τίποτε άλλο από εξαπάτηση. Πρόκειται για κείμενο χωρίς κεφάλι ή ουρά. Άπαντα τα μέλη του λειτουργούν αμοιβαία και συμπληρωματικά. Μπορούμε να εφαρμόσουμε πάνω του μία τομή σε οποιοδήποτε σημείο. Και τότε, ο δημιουργός θα μείνει με τις φαντασιώσεις του, ο κριτικός με το χειρόγραφο και ο αναγνώστης με την ανάγνωσή του. Αν αφαιρέσουμε τίτλους, μότο και αναθήματα, υλικά που προσποιούνται τους σπόνδυλους σε αυτόν τον ζωντανό οργανισμό, τα μέρη της τρομώδους φαντασίας που εδώ αποκαλείται Αποσπάσματα συνενώνονται δίχως κόπο.

Η απόπειρα του Αϊναλή να καταγράψει σκηνές από τη σύγχρονη ζωή ενός προβεβλημένου Εγώ στα όρια μιας εύκαμπτης ποιητικής πρόζας, προσαρμοσμένης στα λυρικά κινήματα της ψυχής, στους παράφορους κλυδωνισμούς της φαντασίας και τα άγρια ξεσπάσματα της συνείδησης, και υπαγορεύοντας τους τόνους μιας μουσικής χωρίς αντίστιξη, εκφράζει σίγουρα κάτι περισσότερο από τη νεορομαντική διάθεση του κατακερματισμένου ατόμου – τόσο ως καλλιτεχνικό ένστικτο όσο και ως πολιτικό αίτημα που επανέρχεται μέσα στη Νύχτα του 21ού αιώνα.

Είναι περιττό να αναλωθεί κανείς σε ήδη γνωστά αντικείμενα συλλογισμού, όπως στην εξωτερική παράσταση του κόσμου που αδυνατεί να συγκροτήσει ένα ενιαίο όλον, στην εσωτερική συνοχή του υποκειμένου και τα συναφή. Περιορίζομαι να σημειώσω πως τα Αποσπάσματα δεν κραυγάζουν την αποτυχία του υποκειμένου να κατακτήσει την ενότητά του, αλλά τη βαθιά αδυναμία του να διεκδικήσει έστω αυτή την προοπτική.

Η εμμονή στο ύψιστο ιδεώδες του ρομαντισμού μπορεί να είναι το κλειδί στην ανάγνωση των ποιητικά μεταγραμμένων αποσπασμάτων ενός μυθιστορήματος που δεν ολοκλήρωσε ποτέ ο Αϊναλής. Ωστόσο, πίσω από την πόρτα βρίσκεται ένα ανθρώπινο ον σε πλήρη απόγνωση· και τότε, πάντα μέτρο του ανθρώπου –οντολογικά, καλλιτεχνικά και πολιτικά– γίνεται ο ίδιος ο Άνθρωπος: η ελλιπής εκτίμηση των δυνατοτήτων και αδυνατοτήτων του. Και πάλι: τίποτε το πρωτόγνωρο μπορεί να επικαλεστεί κάποιος. Ας παραφράσω: σπάνιες οι δοκιμές, σπάνιες και οι λύσεις.


Εφ. "Η Αυγή", 14/6/2009

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Σρέτσκο Κοσοβέλ: 12 ποιήματα (Poetix τχ. 3, Άνοιξη 2010)


Πάνω απ’ το άσυλο

Πάνω απ’ το άσυλο αρμενίζει
ένα φεγγάρι φεγγαροχτυπημένο.
Μια αντρική σκιά βαδίζει
στον κήπο τον κατάλευκο απ’ το φως
κρατώντας το συλλογισμένο
πιγούνι της. Μα, δες αλλιώς
ετούτη την σκηνή∙ καλειδοσκοπικά:
χαρτονομίσματα και μετοχές χορεύουνε μπροστά του,
σ’ ένα ουράνιο τόξο που φλέγεται και πάει.
Ένας πρώην τραπεζίτης,
δέσμιος της γραφειοκρατίας,
βαδίζει τώρα συντροφιά με το φεγγάρι
το φεγγαροχτυπημένο,
πίσω απ’ τον κατάλευκο
μαντρότοιχο του ασύλου.

Αυτό, λοιπόν, θα πει ελευθερία: τη φρικτή
ελευθερία να διασχίζεις
πίσω από τ’ αθέατα τείχη
της διευρυμένης ανθρώπινης συνείδησης,
που ξεδιπλώνεται στην τρομερή,
στην αχανή επικράτεια της σκέψης.



Αυτοκτονία μπροστά σε καθρέφτη

Αυτοκτονία μπροστά σε καθρέφτη.
Μιαν έντρομη ψυχή.
Στα μαύρα δάση ο άνεμος θρηνεί.
Τη νύχτα, συντρίβει την καρδιά μου η καταιγίδα.

Πνεύμα μου, είσαι ο Ιπτάμενος Ολλανδός∙
επιστρέφεις διαρκώς στο πρωταρχικό σκοτάδι,
μεθυσμένο από τ’ ανέμου την τρέλα.
Έξω, σφυρίζει έναν σκοπό ο αστυνομικός.

Φρικτό να ’σαι αδελφός της καταιγίδας!
Φρικτό να ’σαι του ασημένιου ήλιου αδελφός.
Πνεύμα μου, μείνε ψυχρό και σφαγιασμένο∙
μην ψάχνεις σε μέλη νεκρά τη σωτηρία.

Μέσα στο δάσος περπατώ. Μαύροι οι κορμοί.
Δυο δέντρα γέρνουν τα κλαδιά και τα πουλιά τους.
Χάσκει από πάνω ζοφερό το χάσμα του κόσμου.
Αφουγκράζομαι: σκύβω το κεφάλι εντός του.



Έι, εσείς

Έι, εσείς, για δείτε εδώ: βρέχει στις στέγες της Λιουμπλιάνας
και οι νοικοκυραίοι κλείνουν τις γκρίζες κουρτίνες τους και
κρύβουν τον ήλιο.
Καίγεται η Εντινόστ* στην Τεργέστη.
Και ο Χριστός πηγαίνει στην Κοινωνία των Εθνών.
Όχι ο καλός και όμορφός Χριστός·
όχι αυτός με το ακάνθινο στεφάνι της αγάπης.
Εμφανίστηκε ένας Ψευδοχριστός στη Γενεύη.
Πώς είπατε; Βρέχει και στη Γενεύη;
Ο Χριστός περπάτησε δίπλα στους σκοτεινούς επαναστάτες.
Νάτος στον γκρίζο δρόμο, στην άκρη!
Διώχνει Γραμματείς και Φαρισαίους.
Πυροβολεί και σκοτώνει.
Πυροβολεί και σκοτώνει.
Ω, εσύ, συνεσταλμένο πρόβατο του λευκού έθνους!
Τολμάς ν’ αντικρίσεις τον εαυτό σου στο τζάμι;

* Η πρώτη σλοβενική καθημερινή εφημερίδα που κυκλοφόρησε στην Τεργέστη, το 1876. Η έκδοσή της διακόπηκε βιαίως από το ιταλικό φασιστικό καθεστώς, το 1928.



Συνομιλία στο λυκόφως

Φράξαμε τα παράθυρα.
Λευκά οδοφράγματα.
Οι αυτόχθονες Αμερικάνοι
δεν ξέρουν καν τον νόμο της βαρύτητας.
Κι όμως: σκάει δυναμίτιδα
και στη Νόβαγια Ζέμλια.*
Ε, κύριε, με το αστραχάν καπέλο!
Δεν υπάρχει μέσος όρος
ανάμεσα σε Παλιό και Νέο.
Ο Κόσμος είναι ή παλιός ή νέος.
Λάμνει μία χρυσή βάρκα στον ορίζοντα.
Φυσικοί νόμοι = ηθική;;;
Ο κόσμος θα γίνει κατανοητός
και χωρίς τη φυσική.
Άνθρωποι κρέμονται
απ’ τους στύλους του τηλέγραφου.
Είσοδος: ένα δηνάριο.
Βρέχει.
Ο άνθρωπος μιλάει στον κόσμο:
σ’ ένα αχυρώνα έξω απ’ το παράθυρο.

* Ρωσική νήσος και το ομώνυμο αρχιπέλαγος στην Αρκτική.



Γιατί να θυμώσω;

Γιατί να θυμώσω;
Επειδή έσπασε το ρολόι;
Ο ήλιος μού δείχνει την ώρα.
Το πνεύμα συλλέγει εντυπώσεις.
Αναζητώ κινούμενες εικόνες.

Το γεγονός σάς εξορίζει από την τέχνη.
Κουράγιο, σύντροφοι! Κουράγιο!
Ό,τι χρειάζεστε, σας το προσφέρει
απλόχερα η οδύνη.
Διώχνουμε τον εθνικισμό
σκούζοντας εν χορώ σαν γάτες.
Το μάτι γυρεύει την εικόνα του στο νερό:
εκεί που το πνεύμα μου γαληνεύει.

Πράσινη, ασάλευτη
η αγάπη σου, σαν
είδωλο στο νερό.
Χ.Π.

Περνώ δίπλα από δέντρα σκοτεινά
με βάρκα χρυσή.
Τινάζομαι: σπινθήρας ηλεκτρικός.
Laissez faire.
Γιατί να θυμώσω
με τον ήλιο;
Να πάνε όλοι στο διάβολο!
Ψέματα ο εθνικισμός.
Ψέματα κι η Κοινωνία των Εθνών.

Κάθε φορά που απελπίζομαι μέχρι θανάτου
σκέφτομαι, εσένα, κορίτσι λευκό.
Πράσινες είναι όλες οι εντυπώσεις.
Πράσινη, ασάλευτη
κι ευγενική η αγάπη σου,
όπως τα πράσινα είδωλα στο νερό.
Το πνεύμα συλλέγει εντυπώσεις.
Το ψόφιο πράγμα! Το μάτι σε λήθαργο…
Ένα πνεύμα ενεργό συλλέγει εικόνες.
Δες πίσω· και τώρα, μπρος!
Το γεγονός σάς εξορίζει από την τέχνη.
Κουράγιο, σύντροφοι! Κουράγιο!
Διαθέτω όσο θάρρος διαθέτουν τρεις άντρες μαζί.
Περνάω με βάρκα χρυσή.
Χρειάζεται μόνο
να ανασυρθώ απ’ την οδύνη.



Η Λιουμπλιάνα κοιμάται

Κόκκινο χάος: πλησιάζει η νέα ανθρωπότης!
Η Λιουμπλιάνα κοιμάται.
Σβήνει σε λάμψη κόκκινη η Ευρώπη.
Νεκρές οι τηλεφωνικές γραμμές.
Μα αυτή η συσκευή δεν έχει καλώδιο!
Κατάτυφλο άλογο.
[Τα μάτια σας σχεδιασμένα
από Ιταλό ζωγράφο.]
Πύργοι λευκοί υψώνονται
πίσω από σκοτεινιασμένα τείχη. Παλίρροια.
Βυθίζεται η Ευρώπη σε απόκρημνο τάφο.
Ερχόμαστε σαν θύελλα.
Μ’ αέρια δηλητηριώδη.
[Τα χείλη σας μοιάζουν με φράουλες.]
Η Λιουμπλιάνα κοιμάται.
Ο οδηγός του τραμ κοιμάται.
Διαβάζουν Τα Νέα της Σλοβενίας
στο καφενείο «Η Ευρώπη».
Ακούγεται ο κρότος απ’ τις μπίλιες του μπιλιάρδου.



Εκπορνευόμενη κουλτούρα

Χούφταλα χορτασμένα, πώς ξεπουλήσατε μια ολόκληρη ζωή,
πώς υπήρξατε κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι είχατε ονειρευτεί;
Εγώ απελπίζομαι τρεις φορές τη μέρα:
βλαστημώ και καταριέμαι τους πάντες·
ακόμη κι εμένα.
Ο Ναπολέων εκστρατεύει κατά της Ρωσίας.
Δες πώς μαραίνονται
τα κόκκινα τριαντάφυλλα του φθινοπώρου.
Τι; Δεν πας όπου φυσάει ο άνεμος;
Μα είσαι ηλίθιος;
Αυτό είναι το αληθινό πρόσωπο του ανθρώπου:
καθαρό σαν ήλιο φθινοπώρου
που καθρεφτίζεται σε μάτια βουρκωμένα.
(Τα δάκρυα είναι σαν τα νομίσματα!)
Εκείνος –μαύρος βασιλιάς στην σκακιέρα–
αναζητάει τον σωσία του.
Πρωί πρωί ξεκινάει για το Παρίσι.



Καταστροφή

Ψέματα, ψέματα η Ευρώπη, ψέματα!
Μόνο η καταστροφή μπορεί να την εξοντώσει!
Μόνο η καταστροφή.
Κοινοβούλια, Καθεδρικοί:
ψέματα, ψέματα η Ευρώπη, ψέματα!
Κι η αλληλεγγύη των λαών: ψέματα,
ψέματα η Ευρώπη, ψέματα.

Καταστρέψτε! Καταστρέψτε
τα μουσεία με τους Φαραώ, καταστρέψτε
τους θρόνους των Καλλιτεχνών.
Ψέματα, ψέματα, ψέματα.
Ω, ο Καθεδρικός της Αγίας Σοφίας.*
Οι νεκροί θα σώσουν
την Ευρώπη. Ω κάτωχροι
εσείς νεκροί, φρουροί της Ευρώπης.
Ω ψέματα, ψέματα, ψέματα.

Καταστρέψτε, καταστρέψτε, καταστρέψτε!
Εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν,
κι ακόμη: ψέματα, ψέματα η Ευρώπη, ψέματα.
Καταστρέψτε, καταστρέψτε, καταστρέψτε!

* Μεγαλοπρεπής Καθεδρικός Ναός στο Κίεβο. Ανοικοδομήθηκε τον 11ο αιώνα μ.X.



Η πυραμίδα

Σαν πτώμα σε τύμβο
μαρμάρινο.
Χρυσά δολάρια στην καρδιά του.
Άμμος καίει τα μάτια μας.
Ένας κινητήρας
βουίζει, βουίζει, βουίζει
στα δόντια μου.
Πίσω απ’ τον βράχο η φλόγα μαίνεται, μαίνεται,
μαίνεται.
Η διαδικασία παραγωγής χρυσού προσαρμόζεται κοινωνικά.
Αυτό είναι το τέλος της εξέλιξης.
Το τέλος, άνθρωπε!
Αχ, άνθρωπε!
Ένας άνθρωπος με καρδιά χρυσαφένια
στέκεται
στην κορυφή της λευκής πυραμίδας.



Γκρίζο

Γκρίζο των δρόμων,
γκρίζο της πέτρας
το χρώμα της καρδιάς μου.

ΒΗΜΑΤΑ ΝΕΚΡΑ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΩΝ
ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΙ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ.
ΘΕΣ ΝΑ ’ΣΑΙ Ο ΤΥΧΕΡΟΣ;
ΤΟΤΕ ΜΗΝ ΤΟ ΕΥΧΕΣΑΙ.

Δ Υ Ν Α Μ Ι Σ Μ Ο Σ

ΑΚΤΙΒΙΣΜΟΣ
Β
ΒΑΛΚΑΝΙΑ

A A'
' Εξπρεσιον(ισμός) της ζωής
'' Ασφυκτικός ο χώρος, οικονομική
καταδυνάστευση, πολιτική κ.λπ.
''' Θεμέλια του μέλλοντος
Β Β'

AA' – Καταπίεση
BB' – Δράση
[απόλυτα ίση με την] αληθινή εργασία

Φερδινάνδε, φόβε και τρόμε της Αστούριας*

* Επαρχία της βορειοδυτικής Iσπανίας.



Πεύκα

Πεύκα, τα πεύκα: φρίκη άλαλη∙
πεύκα: φρίκη άλαλη∙
πεύκα, πεύκα, πεύκα, πεύκα!

Πεύκα, πεύκα σκοτεινά, τα πεύκα:
φρουροί κάτω από βουνά,
σε πέτρινα λιβάδια
μουρμουρίζουνε βαθιά εξαντλημένα.

Και κάθε που γέρνει δύσμοιρη η ψυχή
–αίθρια νύχτα– πάνω από τα βουνά
ακούω φωνές πνιγμένες
και δεν μπορώ να κοιμηθώ τον ύπνο μου ξανά.

«Φάσματα πεύκα, φάσματα κουρασμένα,
πείτε μου: υποφέρουνε τ’ αδέλφια μου;
Ξεψυχά η μητέρα μου;
Κι ο πατέρας μου; Με αποζητά;»

Μα εκείνα: απάντηση καμιά· θροΐζουν
φάσματα κουρασμένα, φάσματα εφιαλτικά,
λες κι η μητέρα μου ξεψυχά,
λες κι ο πατέρας μου με αποζητά,
λες κι υποφέρουν τ’ αδέλφια μου.



Το χαμόγελο του Βασιλιά Νταντά

Διάταγμα Νο. 35:
αποδείχτηκε –εντελώς ξαφνικά–
πως ο κόκκινος ουρανός
συνιστά εγγενή κίνδυνο για το κράτος.
Εξ ου κι η νύχτα φυλακίζεται
στη μαύρη θάλασσα,
μόλις ο ήλιος παίρνει να δύσει.
Στον τάφο, επάνω στο χρυσό μωσαϊκό,
αστραφτεί το λυκόφως κόκκινο∙
κόκκινο δυνατό.
Ένα έρημο άλογο
περιπλανιέται πάνω από τον αγρό.
Οπτασία μέσα στον κόκκινο ουρανό!
Το άλογο δείχνει μελαγχολικό.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ


7 § ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΡΕΤΣΚΟ ΚΟΣΟΒΕΛ


§1
Σρέτσκο Κοσοβέλ [1904-1926]: ο «Σλοβένος Ρεμπώ». Κι όμως, δεν πρόκειται για διαφημιστικό υπερθεματισμό. H ποιητική διάνοια του Κοσοβέλ και του Ρεμπώ –κυρίως στο Μεθυσμένο Καράβι του τελευταίου– συλλαμβάνει μια γερασμένη, ετοιμοθάνατη Ευρώπη, η παρακμή της οποίας συνοδεύεται από τις φυσικές και κοινωνικές καταστροφές που προξενεί η καπιταλιστική προοπτική και η τεχνολογική ανάπτυξη ενός καινούργιου κόσμου. O Ευρωπαίος άνθρωπος, όσο κι αν αντιτίθεται στο επαπειλούμενο Κακό, όσο κι αν κρίνει ως τερατούργημα τον σύγχρονο πολιτισμό, δεν παύει να αναζητά εκείνη τη λασπωμένη γούβα, που είναι η Ευρώπη, δεν παύει να επιθυμεί τη συντριβή των καθεστηκύιων θεσμών και των φορέων της και να οραματίζεται τη γέννηση μιας Νέας Hπείρου, θεμελιωμένης σε ανθρωπιστικά ιδεώδη – γιατί η Ευρώπη είναι η αμετάκλητη μοίρα του.

§2
Ιμπρεσιονισμός – εξπρεσιονισμός – κονστρουκτιβισμός: οι προφανέστεροι –διαδοχικά– προσανατολισμοί της ποίησης του Κοσοβέλ. Ωστόσο, οι ταξινομήσεις της κριτικής σε τάσεις και σχολές είναι πολύ αφηρημένες, πολύ σχηματικές, για να περιγράψουν ένα τόσο σύνθετο ποιητικό έργο. Εξάλλου, τα συγκεκριμένα λογοτεχνικά ρεύματα συνδιαλέγονται γόνιμα μεταξύ τους και αλληλοσυμπληρώνονται με ντανταϊστικά, σουρεαλιστικά και φουτουριστικά στοιχεία, μέσα στο μεγάλο εργαστήριο των αρχών του 20ού αιώνα.

§3
Για τον Κοσοβέλ, η ποιητική διαδικασία ακολουθεί σπειροειδείς ρυθμούς και κατευθύνσεις – με εξαίρεση ίσως τα κονστρουκτιβιστικά ποιήματά του, τα περίφημα Kons. Μολονότι, στη συγκεκριμένη ενότητα, η κατεύθυνση της ποίησής του παραμένει εξπρεσιονιστική, τα ποιήματα καθαυτά αποκτούν τη μορφή κολάζ και μιαν αισθητική παρουσία ηθελημένα διαφορετική από τη συνήθη αντίληψη για το Ωραίο. H μείξη στοιχείων από όλα τα πρωτοποριακά λογοτεχνικά κινήματα που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη, στις αρχές του 20ού αιώνα, συνιστά την ιδιόρρυθμη –και πιθανώς μοναδική στο είδος της– αβανγκάρντ ποίηση του Κοσοβέλ.

§4
Ο Σλοβένος ποιητής έρχεται σε επαφή –μέσω του λογοτεχνικού περιοδικού Zenit– με θεωρητικά κείμενα του ρωσικού κονστρουκτιβισμού. Όμως, η ποίησή του διαφοροποιείται σημαντικά από τη ρωσική αβανγκάρντ. O Κοσοβέλ αντιλαμβάνεται την έννοια του κονστρουκτιβισμού ως έναν συγκερασμό εξπρεσιονισμού, φουτουρισμού και ντανταϊσμού. Κρίνει πως μπορεί να τον επεξεργαστεί και να τον διαμορφώσει σε μια ηθική βάση πάνω στην οποία θα οικοδομηθούν αρμονικά οι ανθρώπινες σχέσεις και συγχρόνως, συναισθάνεται βαθιά την κρίση της Παλαιάς Τάξης: η Ευρώπη βρίσκεται στα πρόθυρα ενός νέου Κατακλυσμού.

§5
H κιβωτός «Ευρώπη», αυτό το πλοίο των τρελών, είναι καταδικασμένο να συντριβεί. H σύγχρονη αστική κοινωνία –και η τέχνη που την εκφράζει– σάπια και δίχως ηθικό ή αισθητικό έρεισμα, θα πασχίσει την αναγέννησή της στο προλεταριάτο, το οποίο εκπροσωπεί τις καινούργιες ηθικές και κοινωνικές αξίες. Όμως η δυναμική του τελευταίου θα απελευθερωθεί μέσα από την κάθαρση της πολιτείας, την οποία φέρνει η πλήρης κατάλυση του καπιταλιστικού μοντέλου οργάνωσής της. Mόνο τότε –και μόνον έτσι– μια νέα μορφή ουμανισμού θα ανοίξει τις πύλες της στην ανθρωποκεντρική Ευρώπη. Μια τέτοια σύλληψη του κόσμου αποκαλύπτει τον ουτοπικό στοχασμό του Κοσοβέλ και τη θεμελιώδη διαφοροποίησή του από την «τεχνολογική» αισιοδοξία του φουτουρισμού.

§6
Ο Κοσοβέλ υπερασπίζεται την κατάλυση κάθε μικροαστικού φορέα που λυμαίνεται την ουσία της τέχνης και του πολιτισμού. Eν τούτοις, δεν απορρίπτει τον συναισθηματισμό, τον λυρικό συμβολισμό και την παράδοση εν γένει. Δεν εξυμνεί το Παρόν· δεν αποθεώνει την ταχύτητα, τη δύναμη, τη βία, τον πόλεμο και την ομορφιά της μηχανής. Όχι μόνο δεν κόβει τους δεσμούς του με την παράδοση, αλλά ενίοτε υιοθετεί τους «τρόπους» της για να διαμορφώσει το αυστηρά προσωπικό του ιδίωμα. Στα χέρια του, η παράδοση μετατρέπεται σε ζωντανό οργανισμό, δοκιμάζει τα όρια και τις δυνατότητές της, αποδιαρθρώνεται και εξελίσσεται με ασυνήθιστους και ευφάνταστους νόμους.

§7
Ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε ένα έργο, στο οποίο η αίσθηση του «χαμένου κέντρου» είναι κυρίαρχη∙ σε ένα έργο που υπερασπίζεται την απολυτότητα της ύπαρξης, ένα έργο προφητικό στη σύλληψη και εκφορά της τραγωδίας «άνθρωπος», που υψώνει τον καθρέφτη της συλλογικότητας για να κατοπτριστεί εντός του το Άτομο.