Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

Ορχάν Βελή Κανίκ: Έρχονται

ΕΡΧΟΝΤΑΙ


Έρχονται από την Ινσταμπούλ

πριγκίπισσες και ρόδα -

γύρισα κι είδα να 'ρχεται

μια όμορφη γυναίκα.

Όσο για τον μισθό

έρχεται όλο

και πιο λίγος -

όμως, οι πιστωτές

έρχονται κάθε μέρα.

Αχ, μητέρα μου, γλυκιά μητέρα μου,

δεν αντέχω -

μόνο το τέλος της ημέρας

δεν έρχεται.


ORHAN VELI KANIK [1914-1950]

Τούρκος ποιητής


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ


Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Ορχάν Βελή Κανίκ: Η σημαία



H ΣHMAIA


Σύντροφε, κείτεσαι άψυχος

στο πεδίο της μάχης.

Oι παλάμες σου γεμάτες με το αίμα μου·

το κεφάλι σου σφηνωμένο κάτω απ’ το σώμα μου·

το πόδι σου πάνω στο χέρι μου.

Δεν ξέρω τ’ όνομά σου

ή το κρίμα σου.

Ίσως ανήκουμε στον ίδιο στρατό.

Ίσως είμαστε αντίπαλοι.

Ίσως μ’ έχεις ακουστά:

είμαι αυτός που τραγουδάει στην Iστανμπούλ,

αυτός που πυροβόλησαν στο Aμβούργο,

αυτός που τραυματίστηκε θανάσιμα στη Γραμμή Mαζινό,

αυτός που πέθανε από λοιμό στην Aθήνα

και πιάστηκε αιχμάλωτος στη Σιγκαπούρη.

Δεν όρισα εγώ το πεπρωμένο μου.


Kι όμως, γνωρίζω εξίσου καλά

μ’ εσάς που το ορίσατε για μένα,

τη γεύση του παγωτού φράουλα,

την ευχαρίστηση που δίνει η τζαζ,

την αίγλη και το μεγαλείο της δόξας.

Ξέρω: λατρεύετε τα δώρα της ζωής –

όχι το τσάι και το ροκφόρ,

όχι το γούνινο ζεστό παλτό.

Tι θα λέγατε για αγκινάρες με σως βινεγκρέτ

και φτερούγες πέρδικας με κρέμα γάλακτος;

Για ένα ποτήρι Black&White

και τον βασιλικό μανδύα;


Bλέπετε, ο μόχθος είκοσι ετών

επιβραβεύεται με μία σφαίρα.

Aυτό σημαίνει μοίρα για εσάς:

να ξαναρχίσετε απ’ το Xάρκοβο.

Πάει καλά.

Eμείς φέραμε ως εδώ τη σημαία·

άλλοι θα την πάνε πιο πέρα.

Στο κάτω κάτω,

είμαστε δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι

και γνωριζόμαστε πολύ καλά μεταξύ μας.


ORHAN VELI KANIK (1914-1950)

Τούρκος ποιητής


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008

Ένα ποιητικό μυθιστόρημα

Ντουρς Γκρύνμπαϊν: Του χιονιού ή ο Ντεκάρτ στη Γερμανία [Μτφρ. Γιώργος Λίλλης, Θωμάς Πούτας, Εκδ. Κέδρος, 2007]

Το τραγούδι –η λυρική εκφορά του λόγου που απηύθυνε ως προσευχή και επίκληση ο άνθρωπος προς τις ακατάληπτες για τη νόησή του δυνάμεις ενός ανώτερου Όντος, για να αξιώσει την εύνοια του περιβάλλοντος χώρου καθώς και τη θεραπεία του σώματος ή της ψυχής του (στο πέρασμα του χρόνου μάς έδωσε εκείνη την υποβλητική εικόνα της φωτιάς, γύρω από την οποία συναθροίζεται η μικρή κοινωνική ομάδα και τραγουδάει την συναισθηματική διάθεση που δοκιμάζει μέσα από τα συλλογικά βιώματα και τις ατομικές εμπειρίες κάθε μέλους της)– το τραγούδι και η αφήγηση του Μύθου συνιστούν τις αρχέγονες λειτουργίες της ποίησης και, πιθανώς, τις μόνες που παραμένουν αμετάκλητα δραστικές ως σήμερα. Μολονότι, «θεωρητικές» φωνές κραυγάζουν πως, σε μια γκρεμισμένη κοινωνική πραγματικότητα μέσα στον ίδιο της τον εαυτό, απ’ όπου απουσιάζει κάθε αίσθηση Ιδανικού και η σύλληψη υψηλών Ιδεών που θα ανακινήσουν την σκέψη εντός του πολιτιστικού, κοινωνικού και πολιτικού βίου, η κτίση μιας ποιητικής σύνθεσης φαντάζει –επιεικώς– ανεπίκαιρη, αφηγηματικές –ενίοτε και επικές, τουλάχιστον ως προς το σχέδιο και την στόχευσή τους– συνθέσεις συνεχίζουν να γράφονται∙ άλλωστε δεν έπαψαν ποτέ. Και συνιστούν συνήθως το στίγμα αναφοράς μας σε έναν ποιητή. [Πώς θα αντιλαμβανόμασταν την ποίηση του Εγγονόπουλου, λόγου χάρην, αν δεν είχε συνθέσει τον «Μπολιβάρ»; Πλήθος τα παραδείγματα.]

Αλλάζει μόνο η μορφή τους: εκκινώντας από το σπάραγμα και καταλήγοντας στην μακροσκελή, πεζολογικού ή ακόμη και δοκιμιακού ύφους, αφήγηση. Στην παραδοχή της παραπάνω ήττας που σημείωσα, όμως, θεμελιώνεται ακαριαία, σαν φυσικό επακόλουθο, το αίτημα ανάπλασης των παλαιών Μύθων ή της δημιουργίας καινούργιων. Γιατί ο κόσμος χρειάζεται πάντοτε τους Μύθους του για να υπάρξει. Γιατί ακόμη και ένας χαοτικός κόσμος πρέπει να έχει το κέντρο του. Ας είναι και μια ευθεία γραμμή, σχεδιασμένη μέσα σε ένα πλήθος αναρίθμητων, άναρχα διεσπαρμένων, μαύρων κουκκίδων στο λευκό χαρτί. Οι Μύθοι πρέπει να καταβαραθρώνονται μόνο και μόνο για να δημιουργηθεί ο ζωτικός χώρος για τους επόμενους. Όπως ακριβώς αγωνιζόμαστε να σκοτώσουμε την εικόνα του πατέρα εντός μας για να μας κατατρύχει το φάσμα του με μεγαλύτερη ακόμη σφοδρότητα.

Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η ποιητική σύνθεση Του χιονιού ή ο Ντεκάρτ στη Γερμανία (2003) του Ανατολικογερμανού –πιθανώς ανήκει στους τελευταίους λογοτέχνες της γερμανόφωνης αυτής επικράτειας στον οποίο έχει νόημα να μην αποδώσουμε την εθνικότητά του απλώς ως γερμανική– ποιητή Ντουρς Γκρύνμπαϊν (γεν. 1962). Στο αφηγηματικό –μυθιστορηματικού χαρακτήρα– ποίημα του, δομημένο με όρους αυστηρούς μορφικά (42 Κεφάλαια –ή Άσματα κατά Πάουντ– αποτελούμενο το καθένα από επτά δεκάστιχες στροφές), ο Γκρύνμπαϊν ανασύροντας από το φιλοσοφικό πεδίο τη διαμεσολαβητική μορφή του Ντεκάρτ και από το ιστορικό την παραμονή του Γάλλου φιλοσόφου σε μια μικρή πόλη της Γερμανίας τον χειμώνα του 1619, ενώ οι συγκρούσεις του Τριαντακονταετούς Πολέμου έχουν ήδη ξεσπάσει από τον προηγούμενο χρόνο, δεν ξετυλίγει απλώς το νήμα ενός ελκυστικού Μύθου, ούτε προβαίνει στον κριτικό σχολιασμό του∙ ο Γκρύνμπαϊν συνθέτει εκ νέου ένα πρόσωπο ιστορικό αυστηρά και μόνο μέσα στο γλωσσικό πλαίσιο της ποίησής του. Χρησιμοποιώντας στον παραδειγματικό και συνταγματικό άξονα της σύνθεσης στοιχεία από τα πλέον τετριμμένα της καθομιλουμένης ως τα σαφώς ανοίκεια που θρέφουν τις ρίζες τους στην αρχαία γερμανική, ενσωματώνοντας στον λόγο του την ειρωνεία και την επιτήδευση –επιτήδευση προς χάρην της οποίας θυσιάζεται ενίοτε το κείμενο προκειμένου να ανταποκριθεί στους αυστηρούς νόμους «αρχιτεκτονικής» που επιβάλλει ο Γκρύμπαϊν–, αλλά και στηριζόμενος σε εκφραστικές δυνατότητες που του προσφέρουν η πεζογραφία, το δοκίμιο, ο δραματικός μονόλογος και διάλογος, ο Ανατολικογερμανός ποιητής ανοίγει τους δικούς του δρόμους στην ποιητική πράξη και την ανάπλαση του Μύθου∙ συνθήκες μέσα από τις οποίες δημιουργεί και, συγχρόνως, πασχίζει να τις ορίσει και πάλι. Ακόμα και οι γνωστές θέσεις του Ρενέ Ντεκάρτ του Γιοακίμ μοιάζουν να χάνουν την κεκτημένη υπόσταση τους στη σφαίρα του φιλοσοφικού στοχασμού και να αναδεικνύονται σε δημιουργική διαδικασία στοχασμού του Ρενέ Ντεκάρτ, γεννήματος της μυθοπλαστικής ικανότητας του Ντουρς Γκρύνμπαϊν. Το σημαντικότερο επίτευγμα, ωστόσο, του εν λόγω ποιήματος παραμένει η διαυγής εικόνα ενός ανθρώπου ο οποίος στοχάζεται, δρα και αναπτύσσει τη δική του ανθρωπολογία. Είναι απολύτως βέβαιο πως το ποίημα Του χιονιού συνιστά την προσωπική σπουδή του Γκρύνμπαϊν πάνω στο ανθρώπινο ον. Συνθήκη αναφαίρετη κάθε σπουδαίου έργου τέχνης ή –πέρα από ατομικές αισθητικές εκτιμήσεις– κάθε έργου που φιλοδοξεί να κομίσει μια καινούργια προοπτική στην τέχνη του.

Το εγχείρημα των μεταφραστών έθεσε ως προτεραιότητα την μεταφορά στα ελληνικά του μεγαλόπνοου δημιουργικού σχεδίου του Γκρύνμπαϊν και των μεθόδων που χρησιμοποίησε για να το επιτύχει. Κάπου εκεί θυσιάστηκε ο ιδιαίτερος ρυθμός του πρωτοτύπου ο οποίος θα αξίωνε πιθανώς την εκ μέρους τους στρέβλωση των πολλών και διαφορετικών στοιχείων που απαρτίζουν το συγκεκριμένο ποίημα. Πέραν αυτού: είναι σημαντικό πως προτείνουν στα καθ’ ημάς έναν σύγχρονο Ευρωπαίο ποιητή και μάλιστα σε μια μετάφραση, η οποία πληρεί τον ουσιαστικότερο στόχο αυτής της υποτιμημένης –συχνά– τέχνης: να αποτελέσει πηγή άντλησης υλικού για τους δημιουργούς που γράφουν στην γλώσσα όπου μεταγράφεται το πρωτότυπο. Εξάλλου, η εργασία τους τονίζει το αυτονόητο: κάθε νέα λογοτεχνική γενιά δοκιμάζεται –και ανδρώνεται– και μέσω της μετάφρασης.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

[Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στην Αυγή,
στις 27 Ιανουαρίου του 2008]