Το τραγούδι –η λυρική εκφορά του λόγου που απηύθυνε ως προσευχή και επίκληση ο άνθρωπος προς τις ακατάληπτες για τη νόησή του δυνάμεις ενός ανώτερου Όντος, για να αξιώσει την εύνοια του περιβάλλοντος χώρου καθώς και τη θεραπεία του σώματος ή της ψυχής του (στο πέρασμα του χρόνου μάς έδωσε εκείνη την υποβλητική εικόνα της φωτιάς, γύρω από την οποία συναθροίζεται η μικρή κοινωνική ομάδα και τραγουδάει την συναισθηματική διάθεση που δοκιμάζει μέσα από τα συλλογικά βιώματα και τις ατομικές εμπειρίες κάθε μέλους της)– το τραγούδι και η αφήγηση του Μύθου συνιστούν τις αρχέγονες λειτουργίες της ποίησης και, πιθανώς, τις μόνες που παραμένουν αμετάκλητα δραστικές ως σήμερα. Μολονότι, «θεωρητικές» φωνές κραυγάζουν πως, σε μια γκρεμισμένη κοινωνική πραγματικότητα μέσα στον ίδιο της τον εαυτό, απ’ όπου απουσιάζει κάθε αίσθηση Ιδανικού και η σύλληψη υψηλών Ιδεών που θα ανακινήσουν την σκέψη εντός του πολιτιστικού, κοινωνικού και πολιτικού βίου, η κτίση μιας ποιητικής σύνθεσης φαντάζει –επιεικώς– ανεπίκαιρη, αφηγηματικές –ενίοτε και επικές, τουλάχιστον ως προς το σχέδιο και την στόχευσή τους– συνθέσεις συνεχίζουν να γράφονται∙ άλλωστε δεν έπαψαν ποτέ. Και συνιστούν συνήθως το στίγμα αναφοράς μας σε έναν ποιητή. [Πώς θα αντιλαμβανόμασταν την ποίηση του Εγγονόπουλου, λόγου χάρην, αν δεν είχε συνθέσει τον «Μπολιβάρ»; Πλήθος τα παραδείγματα.]
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η ποιητική σύνθεση Του χιονιού ή ο Ντεκάρτ στη Γερμανία (2003) του Ανατολικογερμανού –πιθανώς ανήκει στους τελευταίους λογοτέχνες της γερμανόφωνης αυτής επικράτειας στον οποίο έχει νόημα να μην αποδώσουμε την εθνικότητά του απλώς ως γερμανική– ποιητή Ντουρς Γκρύνμπαϊν (γεν. 1962). Στο αφηγηματικό –μυθιστορηματικού χαρακτήρα– ποίημα του, δομημένο με όρους αυστηρούς μορφικά (42 Κεφάλαια –ή Άσματα κατά Πάουντ– αποτελούμενο το καθένα από επτά δεκάστιχες στροφές), ο Γκρύνμπαϊν ανασύροντας από το φιλοσοφικό πεδίο τη διαμεσολαβητική μορφή του Ντεκάρτ και από το ιστορικό την παραμονή του Γάλλου φιλοσόφου σε μια μικρή πόλη της Γερμανίας τον χειμώνα του 1619, ενώ οι συγκρούσεις του Τριαντακονταετούς Πολέμου έχουν ήδη ξεσπάσει από τον προηγούμενο χρόνο, δεν ξετυλίγει απλώς το νήμα ενός ελκυστικού Μύθου, ούτε προβαίνει στον κριτικό σχολιασμό του∙ ο Γκρύνμπαϊν συνθέτει εκ νέου ένα πρόσωπο ιστορικό αυστηρά και μόνο μέσα στο γλωσσικό πλαίσιο της ποίησής του. Χρησιμοποιώντας στον παραδειγματικό και συνταγματικό άξονα της σύνθεσης στοιχεία από τα πλέον τετριμμένα της καθομιλουμένης ως τα σαφώς ανοίκεια που θρέφουν τις ρίζες τους στην αρχαία γερμανική, ενσωματώνοντας στον λόγο του την ειρωνεία και την επιτήδευση –επιτήδευση προς χάρην της οποίας θυσιάζεται ενίοτε το κείμενο προκειμένου να ανταποκριθεί στους αυστηρούς νόμους «αρχιτεκτονικής» που επιβάλλει ο Γκρύμπαϊν–, αλλά και στηριζόμενος σε εκφραστικές δυνατότητες που του προσφέρουν η πεζογραφία, το δοκίμιο, ο δραματικός μονόλογος και διάλογος, ο Ανατολικογερμανός ποιητής ανοίγει τους δικούς του δρόμους στην ποιητική πράξη και την ανάπλαση του Μύθου∙ συνθήκες μέσα από τις οποίες δημιουργεί και, συγχρόνως, πασχίζει να τις ορίσει και πάλι. Ακόμα και οι γνωστές θέσεις του Ρενέ Ντεκάρτ του Γιοακίμ μοιάζουν να χάνουν την κεκτημένη υπόσταση τους στη σφαίρα του φιλοσοφικού στοχασμού και να αναδεικνύονται σε δημιουργική διαδικασία στοχασμού του Ρενέ Ντεκάρτ, γεννήματος της μυθοπλαστικής ικανότητας του Ντουρς Γκρύνμπαϊν. Το σημαντικότερο επίτευγμα, ωστόσο, του εν λόγω ποιήματος παραμένει η διαυγής εικόνα ενός ανθρώπου ο οποίος στοχάζεται, δρα και αναπτύσσει τη δική του ανθρωπολογία. Είναι απολύτως βέβαιο πως το ποίημα Του χιονιού συνιστά την προσωπική σπουδή του Γκρύνμπαϊν πάνω στο ανθρώπινο ον. Συνθήκη αναφαίρετη κάθε σπουδαίου έργου τέχνης ή –πέρα από ατομικές αισθητικές εκτιμήσεις– κάθε έργου που φιλοδοξεί να κομίσει μια καινούργια προοπτική στην τέχνη του.
[Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στην Αυγή,
στις 27 Ιανουαρίου του 2008]