Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Ένα κείμενο για τους Ύμνους στη Νύχτα


ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1800, δημοσιεύεται στο περιοδικό Athenäum –όργανο της φιλοσοφικής και λογοτεχνικής έκφρασης του πρώιμου γερμανικού ρομαντισμού, που εξέδιδαν στην Ιένα, από το 1798 ως το 1800, οι αδελφοί Φρίντριχ και Αουγκούστ Βίλχελμ Σλέγκελ– η αναθεωρημένη εκδοχή των Ύμνων στη Νύχτα του Νοβάλις, ψευδώνυμο του Γκέοργκ Φρίντριχ Φίλιπ Βαρώνου φον Χάρντενμπεργκ. Ήταν ένα από τα λίγα έργα του που είδαν το φως της δημοσιότητας κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του. Είχε προηγηθεί ένα χειρόγραφο σχεδίασμα (τέλη 1799-αρχές 1800) διαρθρωμένο σε στίχους. Το δεύτερο σχεδίασμα, το οποίο ο ποιητής σκόπευε να τιτλοφορήσει Η Νύχτα, ανακύπτει λίγο αργότερα: τέλη Ιανουαρίου-αρχές Φεβρουαρίου 1800. Γραμμένο στο μεγαλύτερο μέρος του σε έρρυθμη πρόζα, επιλέγεται από τον Νοβάλις ως η οριστική μορφή της σύνθεσης. Πρόκειται για έναν συγκερασμό λογοτεχνικών τρόπων, ειδών και φιλοσοφίας, που εκφράζει το όραμα ενός υψηλού, οικουμενικού έργου, καίριου ζητούμενου στην καλλιτεχνική δημιουργία των πρώιμων Γερμανών ρομαντικών.

Η ΒΑΘΥΤΑΤΗ ΟΔΥΝΗ που δοκίμασε ο Νοβάλις από τον πρόωρο θάνατο της αγαπημένης του, Σοφί φον Κυν, συνιστά τον προφανή αυτοβιογραφικό πυρήνα του συνθέματος. Όσο για τον πνευματικό πυρήνα, οι επιρροές από τον υποκειμενικό ιδεαλισμό του Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε είναι προφανείς. Σύμφωνα με τον Φίχτε, το Εγώ (το υποκείμενο, η εμπειρική συνείδηση) παράγει το Μη-Εγώ (το αντικείμενο, την απόλυτη συνείδηση). Ως εκ τούτου, η παράσταση του φυσικού κόσμου ανάγεται σε κατ’ εξοχήν δημιούργημα του πνεύματος, και η σχέση του πραγματικού με το πεπερασμένο σ’ εκείνη τη νοσταλγία που παίρνει τη μορφή του έρωτα για το Αιώνιο. Ωστόσο, στους Ύμνους στη Νύχτα, ο Νοβάλις δεν θα εφαρμόσει απλώς τις παραπάνω φιλοσοφικές απόψεις, αλλά θα τις αναθεωρήσει και θα τις διευρύνει κριτικά. Αρχικά, η λυρική φωνή του ποιητικού υποκειμένου αναλαμβάνει να αρθρώσει την έγχρονη συνείδηση του άχρονου. Μέχρι τον 5ο Ύμνο, έχουμε να κάνουμε με μιαν ανασκόπηση της ιστορικής και θρησκευτικής εξέλιξης της ανθρωπότητας από τους αρχαίους χρόνους ως την εποχή της συγγραφής του ποιήματος. Στον 6ο Ύμνο, το ποιητικό υποκείμενο αποκτά συλλογικότητα, σκιαγραφόντας –με την ένταση ενός θρησκευτικού τραγουδιού– τη φρικτή εμπειρία της απόστασης από τον Θεό, μιας απόστασης που διαθέτει τη χροιά της νοσταλγίας για τον θάνατο, για εκείνη τη λυτρωτική απαρχή της αιώνιας ζωής. Έτσι επιτυγχάνεται ο οικουμενικός χαρακτήρας που επιθυμεί να προσδώσει ο Νοβάλις στο έργο του. Η συλλογικότητα δεν αφήνει περιθώρια για μελοδραματικές αναγνώσεις του έργου, δείχνοντας προς την κατεύθυνση του φιλοσοφικού αναστοχασμού. Εδώ, η εμπειρική συνείδηση μπορεί να συλλάβει το αιώνιο, μόνο μέσω της θέασης του απείρου σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, σ’ ένα παρόν που νοσταλγεί το παρελθόν και ποθεί το μέλλον. Πρόκειται για τη μετάβαση από τον φυσικό και πεπερασμένο χρόνο στον μεταφυσικό, για την ανάπτυξη του απόλυτου στη συνείδηση του υποκειμένου, για την ανα-παράσταση της ουσίας στο χρονικά προσδιορισμένο έδαφος του ποιήματος, το οποίο καρπούται –μέσω της τέχνης– το μέρισμά του στην αιωνιότητα.

ΤΟ ΥΠΕΡΤΑΤΟ ΑΥΤΟ δράμα της πραγμάτωσης του αιωνίου εντός του πεπερασμένου –και αντιστρόφως– αναπτύσσεται προς τις τρεις εκείνες κατευθύνσεις της συνείδησης του χρόνου, που τόσο λάτρεψαν οι ρομαντικοί: προς το παρελθόν ως νοσταλγία ενός χρυσού εντεύθεν, προς το μέλλον ως θέαση ενός σκοτεινού επέκεινα, προς το παρόν ως επιστροφή στο ένδοξο ενταύθα του κειμένου. Χαρακτηριστικά, οι Ύμνοι συνιστούν ανά δύο μία ξεχωριστή ενότητα, όπου ο μεν πρώτος περιγράφει κάθε φορά την εξέλιξη του βίου στην οδυνηρή συνθήκη αποξένωσης που δοκιμάζει μέσα στο επίγειο βασίλειο του φωτός και τη λύτρωση που βρίσκει στην εξουσία της αιώνιας νύχτας, ενώ ο δεύτερος το ξύπνημα του Εγώ από το όραμα και την εναγώνια λαχτάρα του να βυθιστεί ξανά σε αυτό. Αυτή η φιλοσοφική σύλληψη της έννοιας του χρόνου αναθέτει στο όνειρο, στην πολυσήμαντη, προφητική ενέργεια της ψυχής που αναιρεί κάθε χωροχρονική σύμβαση, τον ρόλο του διεκπεραιωτή της καλλιτεχνικής ιδέας. Η ρηξικέλευθη, αλλά κάθε άλλο παρά άναρχη, συνειρμικότητα του ονείρου τίθεται ως ο κατ’ εξοχήν χρόνος και τόπος του πνεύματος· εκεί όπου συνενώνονται διαλεκτικά ποίηση και πρόζα, λογοτεχνική θεωρία, φιλοσοφικός και θρησκευτικός αναστοχασμός· εκεί όπου καθετί βρίσκεται σε μιαν αέναη διαδικασία εξέλιξης, πασχίζοντας να επιστρέψει στην αυθεντικότητα, να ενωθεί μυστικά με τη φύση. Ο βάρδος-ποιητής αναλαμβάνει τον ρόλο του ιερέα-προφήτη, κρατώντας το κλειδί των μεγάλων μυστηρίων της κτίσης. Το οικουμενικό θρησκευτικό όραμα του Νοβάλις φοράει το ορφικό προσωπείο του και προχωράει στην ιεροτελεστία της μέθεξης των ιστορικών σταδίων ανάπτυξης του πνεύματος. Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος των ανθρωπόμορφων θεοτήτων, που νοούσε τον θάνατο μόνο ως εκείνο το κυρίαρχο Έξω του βίου, εισρέει στους ύστερους αρχαίους χρόνους, που τον ενσωμάτωσαν ανεπαρκώς στη ροή του βίου, καταλύοντας απλώς τη μέχρι τότε θεώρησή του ως αδελφού του ύπνου, για να αρθεί στο πνευματικό ύψος του χριστιανικού κόσμου, που συμφιλίωσε τον άνθρωπο με την ιδέα του θανάτου, καθώς η γέννηση, τα πάθη, η σταύρωση και η ανάσταση του Χριστού έπαψαν να ενθαρρύνουν, σε αντίθεση με άλλες θρησκείες, τον φρικτό τρόμο για το τέλος. Εκεί όπου μια νέα θρησκεία θεμελιώνεται στην αρχή της αγάπης, ο τάφος της νεκρής αγαπημένης μετατρέπεται σε ιερό τόπο λατρείας. Η εξιδανικευμένη μορφή της αντικαθιστά την υπέρτατη μορφή του Χριστού. Το ποίημα είναι ήδη μια λειτουργία μετοχής στο ιερό, ένας ναός στον οποίο το ανθρώπινο υποκείμενο έχει την ευκαιρία να ανατρέψει τη «λογική», καθεστηκυία τάξη των έργων και των ημερών ενός κόσμου δομημένου πάνω σε στείρα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά μοντέλα, ώστε να δεξιωθεί την παντοδύναμη εξουσία του ιερού στοιχείου της νύχτας, με τον δικό του ήλιο: την αγαπημένη.

ΕΤΣΙ Η ΝΥΧΤΑ και το ποίημα ταυτίζονται, γίνονται η αισθητή έκφραση της ύψιστης ιδέας, της μόνης αυθεντικής πραγματικότητας. Η νύχτα βρίσκει πάντοτε τον άνθρωπο έρημο, γυμνό, να τριγυρίζει στην τρομερή ερημιά της συνείδησης πως τα έργα της ημέρας δεν μπορούν να καλύψουν τους πόθους του. Η νύχτα βρίσκει πάντoτε τον άνθρωπο κατακερματισμένο, να ψελλίζει: Η καρδιά χορτάτη· ο κόσμος είναι που πεινάει. Όσο οξύμωρος κι αν φαντάζει αυτός ο ψίθυρος, συμπυκνώνει με τον ακριβέστερο τρόπο το υπαρξιακό άγχος που δοκιμάζει το υποκείμενο σε μιαν εποχή απουσίας του ιδανικού. Η πλησμονή των αγαθών, των απολαύσεων και των πνευματικών προϊόντων που του προσφέρεται δεν πρόκειται παρά για αισθητική και πνευματική απάτη. Εδώ έγκειται η καίρια επίκαιρη και άκρως επαναστατική πνευματικότητα των Ύμνων στη Νύχτα του Νοβάλις, ιδιαίτερα όταν αναλογίζεται κανείς το κεφαλαιοκρατικό μοντέλο οργάνωσης της σύγχρονης κοινωνίας, που εξουσιάζει τον καθ’ ημάς βίο. Γιατί ο άνθρωπος, παρά την τάση του προς την εσωτερική αταξία, δεν μπορεί να δεχθεί έναν χαοτικό κόσμο. Απαιτεί πάντα ένα κέντρο ως αποχρώντα λόγο κάθε σκέψης και πράξης. Και το κέντρο αυτό χρειάζεται μύθους. Η επιστροφή του Ξένου στην ερεβνή Πατρίδα Του προβάλλει ως η μόνη πιθανή δυνατότητα να κατορθώσει το αγωνιώδες αρχετυπικό αίτημα του: να κάνει αυτόν τον κόσμο κόσμο του, να επιστρέψει στο απόλυτο, στην πλήρη ένωσή του με τη φυσική παράσταση του κόσμου. Μέσα στη νύχτα, το Εγώ θα ορίσει και πάλι την υπερβατική και κοσμική πραγματικότητά του, αναστοχαζόμενο το παρελθόν. Κρίνοντας την παροντική συνθήκη της παρουσίας του, θα πασχίσει να προβλέψει το μέλλον του –ανάγκη καίρια και διαχρονική που κάποτε η μαγεία, κάποτε η θρησκεία, κάποτε η φιλοσοφία, κάποτε τα συστήματα κοινωνικής οργάνωσης, κάποτε η επιστήμη πάσχουν να καλύψουν– ώστε να ανταπεξέλθει το τυχαίο της ύπαρξης στο σκότος του ακατανόητου μυστηρίου της ζωής.

Η ΑΓΡΙΑ, ΚΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ λυρική έξαρση των Ύμνων στη Νύχτα άνοιξε νέους δρόμους στη φιλοσοφική σκέψη και στην ποιητική πράξη, δρόμους που από αρκετές πλευρές δεν έχουν ακόμα αξιοποιηθεί, στην πορεία μας μέσα στο αχανές βασίλειο των ιδεών.

Πλάτη Έβρου, Οκτώβριος 2006

Μιχάλης Παπαντωνόπουλος

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς: 4 ποιήματα


Nα χαραχθεί σε πέτρα στον Πύργο του Μπαλάιλυ

Eγώ, ο ποιητής Oυίλλιαμ Γέητς,
με παλιές σανίδες μύλων και πράσινες πλάκες,
με αμόνι και σφυρί από το σιδεράδικο του Γκορτ,
αναστυλωσα αυτόν τον πύργο για τη γυναίκα μου Tζωρτζ·
κι όταν τα πάντα συντριβούν και γίνουν πάλι ερείπια,
είθε τα λόγια αυτά να μην σβηστούν.



Ο λαός

«Και τι κέρδισα απ’ όλο αυτό το έργο;» αναλογίστηκα,
«τι κέρδισα απ’ όσα θυσίασα με πλήρη επίγνωση κι απόλυτα
δική μου ευθύνη;
Την καθημερινή εμπάθεια και το μίσος μιας πόλης βάρβαρης,
όπου κατασυκοφαντείται αυτός που πρόσφερε τα περισσότερα
και χάνει κάθε ίχνος της υπόληψής του…»
Κι ο φοίνικάς μου απάντησε αυστηρά:
«Οι μέθυσοι και οι άρπαγες του δημοσίου χρήματος
–κείνο τ’ αχρείο, ποταπό πλήθος που είχα απομακρύνει–
δοκίμασαν, μόλις η τύχη μου άλλαξε, να με κοιτάξουν καταπρόσωπο∙
και τότε εκείνοι που υπηρέτησα και κάποιοι που τους έθρεψα
σύρθηκαν μέσα απ’ το σκοτάδι και μου επιτέθηκαν.
Ωστόσο, δεν παραπονέθηκα –και ούτε θα παραπονεθώ– ποτέ
για τον λαό».



Μην αγαπάς για πολύ καιρό

Μην αγαπάς, γλυκιά μου, για πολύ καιρό:
εγώ γέρασα –χρόνια και χρόνια– αγαπώντας
και κατάντησα εκτός μόδας,
σαν τραγούδι παλιό.

Τα χρόνια της νιότης, κανένας μας
δεν ξεχώριζε τη σκέψη του
από του άλλου τη σκέψη∙
κοινή και αδιαίρετη η ύπαρξή μας κρινόταν.

Μα κάτι σ’ εκείνη άλλαξε ξαφνικά –
μην αγαπάς για πολύ καιρό,
ειδάλλως καταντάς –γερνώντας–
εκτός μόδας, σαν τραγούδι παλιό.


Tο κλεμμένο παιδί

Kατ’ όπου σκάζει κύμα το φεγγάρι
και με φως τη σκοτεινη άμμο σκεπάζει,
–ακτή ακτές μακριά από το Pόουζες–
σέρνουμε γόνατα, σέρνουμε πέλματα,
και πανάρχαιους χορούς υφαίνουμε
πλέκοντας δάχτυλα, πλεκοντας βλέμματα,
μέχρι να δύσει η μέρα το φεγγάρι· χορεύουμε, χορεύουμε
και κυνηγάμε τ’ αφρισμένα κύματα,
ενώ στον ύπνο του ο κόσμος
κοιμάται άγχος και διλήμματα.
Σήκω, παιδί, ακολούθησέ με!
Aκολούθησέ με στ’ άγρια νερά,
τα νεραϊδένια· πιάσε με απ’ το χέρι:
καν δεν φαντάζεσαι τι θρήνος είναι ο κόσμος.


WILLIAM BUTLER YEATS [1865-1939]
Ιρλανδός ποιητής

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009

Όσκαρ Ουάιλντ: Η ψυχή του ανθρώπου στον Σοσιαλισμό [Αποφθέγματα και αφορισμοί]


Υπάρχουν τρεις τύποι δυνάστη. Αυτός που τυραννάει το σώμα, αυτός που τυραννάει την ψυχή και αυτός που τυραννάει και τα δύο. Ο πρώτος λέγεται Πρίγκιπας. Ο δεύτερος: Πάπας. Ο τρίτος: λαός.
Δεν υπάρχει ούτε ένας αληθινός ποιητής ή πεζογράφος αυτού του αιώνα στον οποίον να μην έχουν απονεμηθεί επισήμως από το βρετανικό κοινό τίτλοι ανηθικότητας. Πρακτικά, αυτοί οι τίτλοι μάς συνοδεύουν πάντα -στη Γαλλία, αντιστοιχούν με την επίσημη αναγνώριση από την Ακαδημία των Γραμμάτων- και ευτυχώς καθιστούν την ίδρυση ενός τέτοιου ιδρύματος στην Αγγλία, εντελώς περιττή.
Είναι ανήθικο να ξοδεύεις την ιδιωτική περιουσία σου για να απαλύνεις τα φρικτά δεινά που απορρέουν από αυτόν τον θεσμό.
Εγωισμός δεν είναι να ζεις όπως εσύ επιθυμείς, αλλά να ζητάς από τους άλλους να ζουν σύμφωνα με τη δική σου βούληση.
Στην Αμερική, ο Πρόεδρος κυβερνάει για τέσσερα χρόνια και η Δημοσιογραφία, για πάντα. Ευτυχώς, η δεύτερη έχει εξωθήσει την άσκηση της εξουσίας της στα πιο αποκρουστικά και κτηνώδη άκρα και δεν αντιμετωπίζεται πλέον με σοβαρότητα.
Ένας αυτοκράτορας ή βασιλιάς μπορεί να σκύψει για να σηκώσει το πινέλο ενός ζωγράφου - η δημοκρατία σκύβει μόνο για να λασπολογήσει.
Ο υπερβολικός και ανθυγιεινός αλτρουισμός καταστρέφει τις ζωές των περισσότερων ανθρώπων.
Μία Κοινωνία αποκτηνώνεται πολύ περισσότερο από τη συνήθη πρακτική της ποινής παρά από το περιστασιακό φαινόμενο του εγκλήματος.
Η ανυπακοή στο βλέμμα κάποιου που έχει διαβάσει ιστορία συνιστά πρωταρχική αρετή. Η πρόοδος επιτυγχάνεται μέσα από την ανυπακοή και την επανάσταση.
Όμοιο βίο με του Χριστού διάγει αυτός που είναι απολύτως πιστός στον εαυτό του. Μπορεί να πρόκειται για έναν μεγάλο ποιητή, ή έναν σπουδαίο επιστήμονα, ή έναν νέο φοιτητή, ή κάποιον που παρατηρεί τα πρόβατα στην άγονη τυρφώδη γη, ή έναν δραματουργό σαν τον Σαίξπηρ, ή έναν θρησκευτικό στοχαστή σαν τον Σπινόζα, ή ένα παιδί που παίζει στον κήπο, ή έναν ψαρά που ρίχνει τα δίχτυα του στη θάλασσα. Δεν έχει σημασία, εφόσον έχει συνειδητοποιήσει την τελειότητα της ψυχής που κρύβει εντός του.
Μόνο μία κοινωνική τάξη σκέφτεται τα χρήματα περισσότερο απ' όσο οι πλούσιοι: οι φτωχοί. Δεν μπορούν να σκεφτούν τίποτε άλλο. Αυτή είναι η δυστυχία τους.
Ο Ατομικισμός σε κυριεύει δίχως απαιτήσεις. Ξεσπάει ξαφνικά και αναπόφευκτα. Είναι το σημείο προς το οποίο ρέπει κάθε ανάπτυξη. Είναι η διαφοροποίηση βάση της οποίας αναπτύσσονται όλοι οι οργανισμοί. Είναι η εγγενής τελειότητα κάθε τρόπου ζωής, προς την οποίαν σπεύδει κάθε τρόπος ζωής. Ο Ατομικισμός δεν εξαναγκάζει τον άνθρωπο. Αντιθέτως, του λέει πως δεν πρέπει να ανέχεται την επιβολή κανενός καταναγκασμού. Δεν προσπαθεί να επιβάλλει στους ανθρώπους το Καλό. Γνωρίζει πως οι άνθρωποι είναι καλοί όταν απομονώνονται. Να ρωτάς αν ο Ατομικισμός είναι πρακτικός είναι σαν να ρωτάς αν η Εξέλιξη είναι πρακτική. Η Εξέλιξη είναι ο νόμος της ζωής και μόνο προς τον Ατομικισμό μπορεί να κατευθυνθεί.
Να αποκαλείς νοσηρό έναν καλλιτέχνη επειδή στο έργο του πραγματεύεται το θέμα της νοσηρότητας είναι τόσο ηλίθιο όσο να αποκαλείς τρελό τον Σαίξπηρ επειδή έγραψε τον Βασιλιά Ληρ.
Για αρχή, είναι ασφαλέστερο να επαιτείς παρά να αρπάζεις - το αντίστροφο, ωστόσο, είναι πιο απολαυστικό.
Ένας παγκόσμιος χάρτης που δεν περιλαμβάνει την Ουτοπία δεν αξίζει ούτε ματιά, καθώς παραλείπει τη μόνη χώρα όπου η Ανθρωπότητα αποβιβάζεται πάντα. Και τότε ατενίζει και, διακρίνοντας μία καλύτερη χώρα, ανοίγει πανιά. Πρόοδος είναι η πραγμάτωση των Ουτοπιών.
Τίποτε δεν είναι ικανό να σε βλάψει εκτός από τον ίδιο τον εαυτό σου. Τίποτε δεν μπορεί να σε ληστέψει. Ό,τι σου ανήκει πραγματικά βρίσκεται εντός σου. Ό,τι είναι εκτός είναι ασήματο.
Το κοινό πάντα γαλουχείται άσχημα, σε κάθε εποχή. Ζητάει διαρκώς από την τέχνη να ικανοποιεί τις αισθητικές απαιτήσεις του, να κολακεύει την παράλογη ματαιοδοξία του, να του δείχνει από τι πρέπει να είναι δυσαρεστημένο και να το αποσπάει από τις σκέψεις του όταν έχει κουραστεί από την ίδια την ηλιθιότητά του. Η τέχνη πλέον δεν οφείλει να γίνει προσιτή. Το κοινό πρέπει να καταστεί φιλότεχνο.
Το κοινό διαθέτει μιαν αχόρταγη περιέργεια να μάθει τα πάντα, εκτός απ' ό,τι πραγματικά αξίζει να μάθει.
Ο άνθρωπος δεν αναζητάει ούτε τον πόνο ούτε την ηδονή, αναζητάει απλώς τη Ζωή - την έντονη, την τέλεια, τη γεμάτη. Όταν πετυχαίνει τον σκοπό του χωρίς να περιορίζει τους άλλους ή να τους κάνει να υποφέρουν και οι πράξεις του, συγχρόνως, του προκαλούν ευχαρίστηση, θα γίνει πιο λογικός και υγιής, πιο πολιτισμένος, πιο πολύ ο εαυτός του. Η ηδονή είναι δοκιμασία της φύσης, σημάδι αποδοχής της. Όταν είσαι ευτυχισμένος βρίσκεσαι σε αρμονία τόσο με τον εαυτό σου όσο και με το περιβάλλον.
Έργο τέχνης είναι το μοναδικό αποτέλεσμα μίας απαράμιλλης καλλιτεχνικής φύσης. Η ομορφιά του πηγάζει από αυτόν καθαυτόν τον συγγραφέα του. Δεν έχει να κάνει με την επιθυμία των άλλων. Τη στιγμή που ο καλλιτέχνης λαμβάνει υπόψη του τι επιθυμούν οι άλλοι και προσπαθεί να ικανοποιήσεις τις απαιτήσεις τους, παύει να είναι καλλιτέχνης και μετατρέπεται σε έναν πληκτικό ή διασκεδαστικό δεξιοτέχνη, έναν έντιμο ή ανέντιμο λιανέμπορο. Η Τέχνη είναι ο πιο ισχυρός τύπος ατομικισμού που γνώρισε ποτέ ο κόσμος.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ