Nα χαραχθεί σε πέτρα στον Πύργο του Μπαλάιλυ
Eγώ, ο ποιητής Oυίλλιαμ Γέητς,
με παλιές σανίδες μύλων και πράσινες πλάκες,
με αμόνι και σφυρί από το σιδεράδικο του Γκορτ,
αναστυλωσα αυτόν τον πύργο για τη γυναίκα μου Tζωρτζ·
κι όταν τα πάντα συντριβούν και γίνουν πάλι ερείπια,
είθε τα λόγια αυτά να μην σβηστούν.
Ο λαός
«Και τι κέρδισα απ’ όλο αυτό το έργο;» αναλογίστηκα,
«τι κέρδισα απ’ όσα θυσίασα με πλήρη επίγνωση κι απόλυτα
δική μου ευθύνη;
Την καθημερινή εμπάθεια και το μίσος μιας πόλης βάρβαρης,
όπου κατασυκοφαντείται αυτός που πρόσφερε τα περισσότερα
και χάνει κάθε ίχνος της υπόληψής του…»
Κι ο φοίνικάς μου απάντησε αυστηρά:
«Οι μέθυσοι και οι άρπαγες του δημοσίου χρήματος
–κείνο τ’ αχρείο, ποταπό πλήθος που είχα απομακρύνει–
δοκίμασαν, μόλις η τύχη μου άλλαξε, να με κοιτάξουν καταπρόσωπο∙
και τότε εκείνοι που υπηρέτησα και κάποιοι που τους έθρεψα
σύρθηκαν μέσα απ’ το σκοτάδι και μου επιτέθηκαν.
Ωστόσο, δεν παραπονέθηκα –και ούτε θα παραπονεθώ– ποτέ
για τον λαό».
Μην αγαπάς για πολύ καιρό
Μην αγαπάς, γλυκιά μου, για πολύ καιρό:
Eγώ, ο ποιητής Oυίλλιαμ Γέητς,
με παλιές σανίδες μύλων και πράσινες πλάκες,
με αμόνι και σφυρί από το σιδεράδικο του Γκορτ,
αναστυλωσα αυτόν τον πύργο για τη γυναίκα μου Tζωρτζ·
κι όταν τα πάντα συντριβούν και γίνουν πάλι ερείπια,
είθε τα λόγια αυτά να μην σβηστούν.
Ο λαός
«Και τι κέρδισα απ’ όλο αυτό το έργο;» αναλογίστηκα,
«τι κέρδισα απ’ όσα θυσίασα με πλήρη επίγνωση κι απόλυτα
δική μου ευθύνη;
Την καθημερινή εμπάθεια και το μίσος μιας πόλης βάρβαρης,
όπου κατασυκοφαντείται αυτός που πρόσφερε τα περισσότερα
και χάνει κάθε ίχνος της υπόληψής του…»
Κι ο φοίνικάς μου απάντησε αυστηρά:
«Οι μέθυσοι και οι άρπαγες του δημοσίου χρήματος
–κείνο τ’ αχρείο, ποταπό πλήθος που είχα απομακρύνει–
δοκίμασαν, μόλις η τύχη μου άλλαξε, να με κοιτάξουν καταπρόσωπο∙
και τότε εκείνοι που υπηρέτησα και κάποιοι που τους έθρεψα
σύρθηκαν μέσα απ’ το σκοτάδι και μου επιτέθηκαν.
Ωστόσο, δεν παραπονέθηκα –και ούτε θα παραπονεθώ– ποτέ
για τον λαό».
Μην αγαπάς για πολύ καιρό
Μην αγαπάς, γλυκιά μου, για πολύ καιρό:
εγώ γέρασα –χρόνια και χρόνια– αγαπώντας
και κατάντησα εκτός μόδας,
σαν τραγούδι παλιό.
Τα χρόνια της νιότης, κανένας μας
δεν ξεχώριζε τη σκέψη του
από του άλλου τη σκέψη∙
κοινή και αδιαίρετη η ύπαρξή μας κρινόταν.
Μα κάτι σ’ εκείνη άλλαξε ξαφνικά –
Τα χρόνια της νιότης, κανένας μας
δεν ξεχώριζε τη σκέψη του
από του άλλου τη σκέψη∙
κοινή και αδιαίρετη η ύπαρξή μας κρινόταν.
Μα κάτι σ’ εκείνη άλλαξε ξαφνικά –
μην αγαπάς για πολύ καιρό,
ειδάλλως καταντάς –γερνώντας–
εκτός μόδας, σαν τραγούδι παλιό.
ειδάλλως καταντάς –γερνώντας–
εκτός μόδας, σαν τραγούδι παλιό.
Tο κλεμμένο παιδί
Kατ’ όπου σκάζει κύμα το φεγγάρι
και με φως τη σκοτεινη άμμο σκεπάζει,
–ακτή ακτές μακριά από το Pόουζες–
σέρνουμε γόνατα, σέρνουμε πέλματα,
και πανάρχαιους χορούς υφαίνουμε
πλέκοντας δάχτυλα, πλεκοντας βλέμματα,
μέχρι να δύσει η μέρα το φεγγάρι· χορεύουμε, χορεύουμε
και κυνηγάμε τ’ αφρισμένα κύματα,
ενώ στον ύπνο του ο κόσμος
κοιμάται άγχος και διλήμματα.
Σήκω, παιδί, ακολούθησέ με!
Aκολούθησέ με στ’ άγρια νερά,
τα νεραϊδένια· πιάσε με απ’ το χέρι:
καν δεν φαντάζεσαι τι θρήνος είναι ο κόσμος.
WILLIAM BUTLER YEATS [1865-1939]
Ιρλανδός ποιητής
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ