Κυριακή 12 Απριλίου 2015

«Αυτός που χρειάζεται τη μεγαλύτερη αλήθεια, θα επινοήσει και τη λαλιά»


Συνέντευξη
στην Άτη Σολέρτη


Έχεις μεταφράσει: Georg Trakl, Rainer Maria Rilke, William Butler Yeats, Oscar Wilde, Novalis, Nikolai Gogol, Orhan Veli Kanik, Srečko Kosovel κ.α.Θα ήθελα να σε ρωτήσω, με τι κριτήρια επιλέγεις συγγραφείς προς μετάφραση;
Στο τέλος, είναι πάντα η ίντριγκα του κειμένου: η φαντασιακή πρόσκληση να μεταγράψω αυτό∙ στην αρχή, η απόλαυση της δημιουργικής ανάγνωσης∙ και σε αυτή την απόσταση, οι μεταβλητές της διάθεσης και των προθέσεων. Εκεί παίζεται και η επιλογή∙ στη βάση μιας προφανούς ή αδιόρατης μεθοδικότητας. Οπότε περνώ από σχέδια: Ο γερμανόφωνος εξπρεσιονισμός και ρομαντισμός∙ τα Ημερολόγια∙ ο Γέητς∙ η λαϊκή λογοτεχνία∙ οι «άγνωστοι» Βαλκάνιοι, Τούρκοι και Ρώσοι∙ οι αφορισμοί και το μανιφέστο∙ οι αναρχικοί.

Υπάρχει κάποιο λογοτεχνικό είδος, στο οποίο να έχεις μια ιδιαίτερη προτίμηση ή ενδεχομένως και να έχει ασκήσει επιρροή στη γραφή σου;
Θα το πω αλλιώς: Πως ακόμη κρατούν κάτι από μέσα μου η παραφορά των εξπρεσιονιστών∙ η άρνηση και ο ριζοσπαστικός ατοµικισμός –αν και παράδοξα στραµµένος προς έναν συλλογικό σκοπό– του Vortex∙ και η εκφορά της ορθόδοξης υμνογραφίας και των λαϊκών θρησκευτικών κειμένων.

Η προσωπικότητα ενός συγγραφέα, ο βίος του γενικά, θεωρείς πως επηρεάζει τη σχέση του με το μεταφραστή του;
Υπάρχουν δύο συνθήκες επιλογής, οι οποίες ορισμένως τροφοδοτούν αυτήν τη σχέση. Αφενός, η εφηβεία των ειδώλων μας: μια ταύτιση –φαντασιακή ή/και θαυμασμού– που σπρώχνει να μεταγράψεις αυτόν τον συγγραφέα. Αφετέρου, εκείνη η λέξη:  δεν είναι λίγες οι φορές που η «κατάλληλη» μετάθεση της εκφοράς του πρωτότυπου κειμένου λαμβάνει υπόψη ότι αυτός ο συγγραφέας –στα ελληνικά, εν προκειμένω– «θα το ’λεγε έτσι»∙ και εννοώ το γλωσσικό ισοδύναμο που φέρει την αισθητική ιδιοσυγκρασία –και το πώς αυτή ενδεχομένως έγινε Λόγος– ενός βίου, ο οποίος –σε κάθε περίπτωση– μας φτάνει διαμεσολαβημένος. Κάποτε η πιο πάνω πρακτική μπορεί να δώσει λύσεις∙ κάποτε γίνεται παράταιρα δεσμευτική. Ο μεταφραστής έχει όμως να διαχειριστεί –τυραννικά και δημιουργικά– τη φωνή του κειμένου και όχι του προσώπου∙ την ιστορία του κειμένου και όχι του προσώπου∙ τα πάθη του κειμένου και όχι του προσώπου. Αυτό είναι και το ύστατο επίπεδο σχέσης των δύο. Και συγχρόνως, η λύτρωση για τον μεταφραστή.

Πόσο δύσκολο είναι το έργο ενός μεταφραστή; Πού εντοπίζονται δηλαδή οι δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει;
Οι δυσκολίες είναι και το στοίχημα της προσωπικής μεταγραφής του πρωτοτύπου: να βρεις –(ανα)δημιουργώντας– τις ελληνικές αντιστοιχίες σε αυτό που είναι το κείμενο∙ στην αισθητική της εκφοράς του. Εκεί αναπόφευκτα δοκιμάζεις κέρδη και απώλειες∙ για να συνεχίσεις με ακόμη μεγαλύτερο ενθουσιασμό καταπάνω σε νέες –κυρίως– «ήττες».

Υπάρχει κάποιο μυστικό για μια καλή μετάφραση;
Αν υπήρχε, είμαι σίγουρος πως αυτό θα είχε διαρρεύσει οπωσδήποτε πριν τη δική μας συνομιλία.

Ποιο θεωρείς πως είναι το μεγαλύτερο δώρο που εισπράττει ένας μεταφραστής μέσα από τη δουλειά του;
Το δώρο είναι κάτι πολύ προσωπικό, υποβάλλει ο διαφημιστικός υπερθεματισμός. Οπότε, πλέον, ξεχωρίζω την ισορροπία που προσφέρει η μεταφραστική εργασία. Εννοώ ότι ως δημιουργός μπαίνεις στο περιώνυμο τριπάκι της «αθανασίας» των κειμένων σου. Κάπου εκεί σκύβει στ’ αυτί σου η κυρία Μετάφραση και ψιθυρίζει «κάτσε την μπάλα κάτω». Η κυρία Μετάφραση είναι ασφαλώς θνητή. Αυτή η ισορροπία πάνω στην κόψη που ακονίζεται με τους τροχούς της καλλιτεχνικής αθανασίας και θνητότητας είναι το δώρο.

Η μετάφραση επηρεάζει τη συγγραφή;
Εφόσον αναφερόμαστε στο ίδιο καλλιτεχνικό υποκείμενο ως συγγραφέα και μεταφραστή, υπάρχει αναπόφευκτα μια σχέση «ρίζας». Και σίγουρα κάποτε θα επιχειρήσεις να μεταθέσεις τρόπους από το «ξένο» γλωσσικό και αισθητικό περιβάλλον σε ένα πρωτότυπο έργο. Άλλοι αφομοιώνονται, άλλοι αποβάλλονται. Ο ύστατος πειρασμός είναι να δοκιμάσεις την αντίθετη κατεύθυνση στον ίδιο δρόμο: Αν και τι από το προσωπικό σου συγγραφικό ιδίωμα δύναται να εκχωρηθεί στο «ξένο» κείμενο. Έχοντας βέβαια πάντα τη συνείδηση ότι ο κίνδυνος της μοιραίας σύγκρουσης είναι μετωπικός∙ δεν ελλοχεύει απλά.

Τι μπορεί να σε εμπνεύσει και να σου δώσει κίνητρο για να γράψεις;
Τα πάντα και τίποτα∙ μετρημένα στην κόψη της απώλειας… Είναι μια παράφορη επιθυμία που ξεσπάζει –όταν– απολύτως φυσικά. Πάντως αυτές τις ερωτήσεις –και κυρίως την πιο μεγάλη εικόνα τους: «Και οι ποιητές τι χρειάζονται σε έναν μικρόψυχο καιρό», «Γιατί η ποίηση;» και τις συναφείς που κάποτε τιτλοφορούν αφιερώματα, συνέδρια, εκδηλώσεις– τις αποστρέφομαι. Η αυτο-αναρώτηση για την «οντολογία» της ποιητικής τέχνης αμφιβάλλω αν δίνει πλέον ορισμένη απάντηση σε φιλοσοφικό, αισθητικό –καν ψυχολογικό– πεδίο. Ξεκινά ως νηπιακή σπαστική βρογχίτιδα για να καταλήξει σε γεροντική λοίμωξη του αναπνευστικού. Ενστικτωδώς ανακαλώ τα λόγια του Abidin, όταν ο Τούρκος ποιητής Ορχάν Βελί Κανίκ «προσπαθούσε να καταλάβει» την κοινωνική σημασία της μουστάρδας: Κανείς δεν μπορεί/ να ζήσει/ χωρίς μουστάρδα»,/ έλεγε και ξανάλεγε ο Abidin/ σ’ αυτούς που ασχολούνται/ με την ουσία των πραγμάτων./ Όχι πως είναι σοβαρό,/ αλλά ας δώσει ο Θεός/ να μην τη στερηθούμε.

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, την ευφυέστατη γραφή σου πλαισιώνουν οράματα γεννημένα μέσα σε μια σκοτεινή ιερότητα που έχουν την τάση να ενώνουν σε διαφορετικές θέσεις, σπασμένα κομμάτια του ίδιου παζλ της ανθρώπινης ύπαρξης στην πορεία του ιστορικού χρόνου. Ποια η σχέση σου με τα φαντάσματα του παρελθόντος;
Ταυτίζεται με την εγγενή φύση και λειτουργία τους: τα φάσματα μαίνονται.

Πόσο μοναχικός είναι ο δρόμος προς την εσωτερική αλήθεια της ύπαρξής μας;
Αφόρητα – όπως συνηθίσαμε να λέμε ή να ζούμε∙ γιατί, παρά την υποκειμενική εκδοχή του καθενός για την αλήθεια –ή την απουσία της– και τους μέσα τόπους που καίνε σε αυτή την απόσταση, είναι ένας δρόμος φασματικός. Τουλάχιστον, ας λοξοδρομήσουμε μερικά βήματα προς τις παράλληλες μοναχικότητες «καλών» και «κακών» συντρόφων.

Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σου;
Εδώ και 8 χρόνια περίπου οι φοβίες μου είναι οι «συνήθεις πατρικές».

Ποια πιστεύεις πως είναι η μεγαλύτερη αλήθεια που μας λέει η ζωή;
Αυτός που χρειάζεται τη μεγαλύτερη αλήθεια, θα επινοήσει και τη λαλιά.

Πώς κρίνεις τη σύγχρονη κοινωνική και λογοτεχνική πραγματικότητα;
Όπως πάντα: ένα παιχνίδι εξουσίας και θεάματος επί, κάτω και πίσω από τη σκηνή όπου ανεβαίνει το δράμα άνθρωπος. Και ως εδώ με την πραγματικότητα σε ατάκες∙ γιατί η «κρίση» είναι απόφαση και πράξεις: είναι οι μικρές και μεγάλες μας επιλογές στην καθημερινότητα.

Ποια είναι τα επόμενά σου σχέδια; Αναμένεται να εκδώσεις κάποιο βιβλίο;
Μέσα στο 2014, αναμένεται να εκδοθεί ένα ποιητικό βιβλίο από τις Εκδόσεις Τυπωθήτω/Gutenberg, με τον τίτλο Βόλια. Μεταφραστικά, στα «προσεχώς» περιλαμβάνονται το Ποιος ήταν ποιος; 5000 π.Χ.-1914 μ.Χ.: Βιογραφικό λεξικό επιφανών και επίδοξων διασημοτήτων του Ίργουιν Λ. Γκόρντον από τις εκδόσεις Vakxikon.gr∙ Το ημερολόγιο ενός πενηντάρη του Χένρι Τζέημς από τις εκδόσεις Εκάτη∙ και Το ημερολόγιο του Ιούλιου Ρόντμαν του Έντγκαρ Άλαν Πόε από τις εκδόσεις Περισπωμένη. Βέβαια, με δεδομένη τη ρευστότητα στα εκδοτικά προγράμματα δεν αποκλείεται κάτι από τα πιο πάνω να μετατεθεί για αργότερα και κάποια άλλη μεταφραστική εργασία –υπό σχεδιασμό, ακόμη– να προηγηθεί.

Τέλος, θα ήθελα να σε ευχαριστήσω από καρδιάς που με τίμησες με αυτή τη διαδικτυακή συνομιλία, να ευχηθώ καλή επιτυχία στο σημαντικό έργο σου και να σου ζητήσω να κάνεις μια ευχή!
Αλληλεγγύη και αξιοπρέπεια – πιο πολύ, υπενθύμιση στο θυμικό και στη διάνοια, παρά ευχή. Σε ευχαριστώ για την επικοινωνία.

Δημοσιεύθηκε στο Βακχικόν τχ. 27

Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Βόλια [Τυπωθήτω, 2015]


– Κόρη μου, πώς να τραυλίσω έναν χειμώνα δυάρι
μόνο χάπια· μόνο μίσος κι αυτό σπασμένο


Ο γέρος μού σπάζει καρτέλα: δεν ξέρει πώς ’δρωνει κρόταφος η μέρα στην πρώτη παραφορά
και πιάνει την τρέλα από τον σπόνδυλο
– Δεν είμαι άγγελος κι η γλώσσα μου κρατάει σκοτάδια
Κάποτε γαβγίζω ψώρα ως το κόκαλο την εξουσία της ουράς του
κι έξι-οκτώ παίζουμε νευρικά με τα ξυράφια του συστήματος
Δεν είναι πως ξοδεύουμε φλέβα στις δομές Την Πέμπτη τρώμε 500 μιλιγκράμ με τα βραστά λαχανικά μας
 Και λέμε κίνδυνο αυτό το ζωντανό σκουλήκι 


Κι ο Βόλια κραύγασε στη συνέλευση: «Ποτέ οι Έλληνες δεν ταυτίστηκαν με το κράτος»
Και στα Χαυτεία οι «δικοί τους» άσκησαν την κατασταλτική   
               ιεραρχία φύλακα και πολίτη σε αριστεριστές,                                     
ανένταχτους και συμπαθούντες του κινήματος

Τσάκισες πια μ’ αυτή την ιστορία


Το κέρδος διψά τη λάσπη του στον Νόμο – μια γλώσσα λάκκος που μαυρίζει τρέλα ως το σκουλήκι: και δεν μιλάει για τον λαό