Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Μιχάλης Παπαντωνόπουλος: Σπάνιες οι δοκιμές, σπάνιες και οι λύσεις



Πολλές φορές μέσα στη νύχτα ακούς τους ήχους που περιμένεις ν' ακούσεις αυτή βέβαια είναι μια κατάσταση εντελώς φανταστική σαν τις πληγές στο σώμα των δέντρων όμως από κάπου πρέπει να ξεκινάει κανείς [...]

(Από το βιβλίο Ζ.Δ. Αϊναλής: Αποσπάσματα, Εκδ. Γαβριηλίδης, σελ. 146)

Ο μοντερνισμός υπήρξε τέλος και όχι αρχή για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Αυτή η παράδοξη –εν πολλοίς– πεποίθηση τρέφει τις ρίζες της βαθιά στην αναγνωστική συνείδηση του υπογράφοντος. Συνεπώς: σήμερα, είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει ο καλλιτέχνης τον μοντερνισμό (και εδώ εννοώ άπαντα τα μοντερνιστικά κινήματα, ανεξαρτήτως αποχρώντος λόγου) ως άμεσο φορέα καταγωγής του έργου του και να δεξιωθεί σε αυτό τους μοντερνιστές Δασκάλους του, δίχως η ακραιφνής ουσία του κυρίαρχου –κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα– ρεύματος να στρεβλωθεί –ή και να εκφυλιστεί ακόμη– όπως συνέβη με τον μεταμοντερνισμό, στις περιπτώσεις όπου ο τελευταίος εκφράστηκε ως η στερημένη νοήματος έκφανση του καθαυτού μοντερνισμού;

Αν η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα προκύπτει αρνητική, τότε ο σύγχρονος καλλιτέχνης οφείλει να μελετήσει το δίδαγμα των ανθρώπων που επωμίστηκαν –ή αξιώθηκαν– τον ρόλο του Δασκάλου για τους ίδιους τους μοντερνιστές και να το εξελίξει προς διαφορετικές κατευθύνσεις από αυτές που το οδήγησαν οι άμεσοι –χρονολογικά– πρόγονοί του. Η παραπάνω άρνηση προϋποθέτει ως ελατήρια δύναμη μια παραδοχή με όρους πίστης: την αμετάκλητη παρακμή των ιστορικών λογοτεχνικών ειδών και την αναζήτηση μιας «άλλης» δοκιμής, καθώς είναι βέβαιο: όσες οι δοκιμές, τόσες και οι λύσεις.

Νομίζω πως με αυτήν ακριβώς τη διάθεση σχεδίασε τα Αποσπάσματά του ο Ζ.Δ. Αϊναλής: προφανώς αρθρώνοντας τον ποιητικό λόγο του στο μέτρο της αφήγησης. Ας δούμε όμως καλύτερα την επιλογή του: μια αφηγηματική γραμμή που καταστρατηγεί την ίδια την ουσία της· δεν ενδιαφέρεται να εξιστορήσει, μόνο να ξεδιπλώσει πτυχές μιας τυχαίας ψυχοσύνθεσης στην άτακτη παράθεση εφιαλτών και πόθων. Και ο στόχος δεδηλωμένος: η υπέρβαση της ποίησης μέσα από την εκφορά πεζών κειμένων –όπου η στίξη απουσιάζει σχεδόν καθολικά– και τα οποία δεν στέργουν να συγκροτήσουν ένα σπονδυλωτό σώμα.

Ως εδώ, τίποτε το πρωτόγνωρο. Ειδικά αν αναλογιστούμε πως καταπιανόμαστε –ως αναγνώστες, δημιουργοί και κριτικοί– με μια νεότερη εθνική λογοτεχνία, που οικοδομήθηκε σε σπαράγματα, σημειώσεις και σχεδιάσματα· που ανέδειξε σε εμβληματική μορφή εκείνον τον καλλιτέχνη που, αμέσως μόλις αρχίσει να δουλεύει ένα έργο του, συνειδητοποιεί πως μένοντας μακριά από το μυστηριώδες και λαμπερό πρότυπό του, παράγει κάτι μοναδικά διαφορετικό· μα αυτή η συνθήκη δεν μπορεί παρά να ταπεινώνει βαθιά έναν ποιητή που θεωρεί μεγαλύτερο χρέος του την ακριβή εκπλήρωση των πνευματικών του επιδιώξεων.

Συνέπεια –ίσως– της παραπάνω ιδέας αποτελούν τα κείμενα της πρώτης ενότητας του βιβλίου (Der Spiegel im Spiegel). Παρά τη μορφή και την πολυσέλιδη έκτασή τους, τα συγκεκριμένα χωρία σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν διηγήματα ή πεζογράφημα – ούτε βέβαια poème en prose με την «τεχνική» έννοια του όρου, για να προλάβω την εναλλακτική πιθανότητα που εγείρεται στη σκέψη του αναγνώστη. Το ίδιο θα ισχύσει τόσο για τα κείμενα του δεύτερου μέρους –που επιγράφονται Κάθε πρωί, Πέντε ποιήματα για την...– όσο και για εκείνα της τρίτης και τελευταίας ενότητας: την Αστική Γεωγραφία.

Θα ήταν επιπόλαιο να τα θεωρήσει κανείς τυπικά πεζά ποιήματα, εφόσον ο ρόλος της αφήγησης σε αυτά είναι ουσιαστικά πιο καίριος απ' ό,τι συνήθως στο εν λόγω ποιητικό είδος. Θα έλεγα –και όχι άδικα, νομίζω– πως τα Αποσπάσματα ως τελική εκτέλεση δεν είναι τίποτε άλλο από εξαπάτηση. Πρόκειται για κείμενο χωρίς κεφάλι ή ουρά. Άπαντα τα μέλη του λειτουργούν αμοιβαία και συμπληρωματικά. Μπορούμε να εφαρμόσουμε πάνω του μία τομή σε οποιοδήποτε σημείο. Και τότε, ο δημιουργός θα μείνει με τις φαντασιώσεις του, ο κριτικός με το χειρόγραφο και ο αναγνώστης με την ανάγνωσή του. Αν αφαιρέσουμε τίτλους, μότο και αναθήματα, υλικά που προσποιούνται τους σπόνδυλους σε αυτόν τον ζωντανό οργανισμό, τα μέρη της τρομώδους φαντασίας που εδώ αποκαλείται Αποσπάσματα συνενώνονται δίχως κόπο.

Η απόπειρα του Αϊναλή να καταγράψει σκηνές από τη σύγχρονη ζωή ενός προβεβλημένου Εγώ στα όρια μιας εύκαμπτης ποιητικής πρόζας, προσαρμοσμένης στα λυρικά κινήματα της ψυχής, στους παράφορους κλυδωνισμούς της φαντασίας και τα άγρια ξεσπάσματα της συνείδησης, και υπαγορεύοντας τους τόνους μιας μουσικής χωρίς αντίστιξη, εκφράζει σίγουρα κάτι περισσότερο από τη νεορομαντική διάθεση του κατακερματισμένου ατόμου – τόσο ως καλλιτεχνικό ένστικτο όσο και ως πολιτικό αίτημα που επανέρχεται μέσα στη Νύχτα του 21ού αιώνα.

Είναι περιττό να αναλωθεί κανείς σε ήδη γνωστά αντικείμενα συλλογισμού, όπως στην εξωτερική παράσταση του κόσμου που αδυνατεί να συγκροτήσει ένα ενιαίο όλον, στην εσωτερική συνοχή του υποκειμένου και τα συναφή. Περιορίζομαι να σημειώσω πως τα Αποσπάσματα δεν κραυγάζουν την αποτυχία του υποκειμένου να κατακτήσει την ενότητά του, αλλά τη βαθιά αδυναμία του να διεκδικήσει έστω αυτή την προοπτική.

Η εμμονή στο ύψιστο ιδεώδες του ρομαντισμού μπορεί να είναι το κλειδί στην ανάγνωση των ποιητικά μεταγραμμένων αποσπασμάτων ενός μυθιστορήματος που δεν ολοκλήρωσε ποτέ ο Αϊναλής. Ωστόσο, πίσω από την πόρτα βρίσκεται ένα ανθρώπινο ον σε πλήρη απόγνωση· και τότε, πάντα μέτρο του ανθρώπου –οντολογικά, καλλιτεχνικά και πολιτικά– γίνεται ο ίδιος ο Άνθρωπος: η ελλιπής εκτίμηση των δυνατοτήτων και αδυνατοτήτων του. Και πάλι: τίποτε το πρωτόγνωρο μπορεί να επικαλεστεί κάποιος. Ας παραφράσω: σπάνιες οι δοκιμές, σπάνιες και οι λύσεις.


Εφ. "Η Αυγή", 14/6/2009