Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Φάσματα μες στα τοπία του ύπνου


Του Μιχάλη Παπαντωνόπουλου

Νίκος Ορφανίδης: Τα χαρωπά τραγούδια της μητέρας (Ακτή, 2009)

Η ένατη ποιητική συλλογή του Νίκου Ορφανίδη αποτελείται από τις ενότητες Σύναξις κεκοιμημένων Β΄ και την ομώνυμη με τον τίτλο του βιβλίου. Τα επιμέρους ποιήματα με τις διακειμενικές αναφορές τους σε γνωστά δημοτικά τραγούδια καταδεικνύουν την πρόθεση του Ορφανίδη να αναμετρηθεί με την ιστορία, μετερχόμενος ένα λυρικό ιδίωμα που συναντάται με την λαϊκή προφορική ποιητική παράδοση.

Όμως, το δημοτικό τραγούδι για τον Ορφανίδη δεν αποτελεί απλώς μια μετρική οδηγία ή τον απαραίτητο συμφωνημένο –με την κοινότητα– μύθο για να τραγουδήσει μέσα στο όνειρο τον γενέθλιο τόπο, την παιδική ηλικία και την αρχετυπική διάσταση της μητέρας – για ν’ αναπλάσει ορισμένως τον πεπερασμένο χωροχρόνο της ιστορίας. Στην παρούσα συλλογή το δημοτικό τραγούδι δεν είναι το μέσο, αλλά το τέλος. Ο Ορφανίδης επικαλείται την ανδρεία του Κολοκοτρώνη –και τη μεταθέτει στην πλατεία Ομονοίας της τελευταίας δεκαετίας– αλλά και του Γιαννακού «του τραπεζούντιου άσματος», επικαλείται τη λύπη του ηγούμενου Κυπριανού «εκ της νήσου Λευκωσίας Κύπρου» και προσκαλεί τους νεκρούς του: το φάσμα της μητέρας ή μια ακόμα πιο «φασματική» πατρίδα. Συνθέτει τα δικά του –μοντέρνα– δημοτικά τραγούδια υπό την έννοια πως ο δημιουργός αναπροσαρμόζει τη συλλογικότητα της παράδοσης και το δοσμένο μέλλον κατά πώς του επιβάλλει η ψυχική του διάθεση, μετουσιώνοντας το τραγούδι του σε πνευματικό κτήμα της κοινότητας στην οποία απευθύνεται.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μεσημέρι του Μαΐου στο Βαλτέτσι και Ο Αρματωλός κάλλιστα μπορούν να θεωρηθούν ως κλέφτικα, στο πλαίσιο των παραλλαγών που δοκιμάζει ο Ορφανίδης πάνω στο μέλος, τα θέματα ή τα μοτίβα των παραδοσιακών δημοτικών τραγουδιών, εστιάζοντας στην προβολή ενός κόσμου πέρα από τον αισθητό, με μιαν αφήγηση που σμίγει τα επίγεια με τα αλλόκοσμα, που υποβάλλει τη συλλογική αναγνωστική συνείδηση κι ενδυναμώνει την πίστη στον «ανοίκειο» τόπο τους – σ’ έναν τόπο όπου κατ’ ουσίαν θρηνείται η απώλεια του ιστορικού μικρόκοσμου, μέσα από τα πρόσωπα και τις πράξεις του· εκεί που το ιστορικό υποκείμενο ακολουθεί ασθμαίνοντας τη ροή της ιστορίας και που πλέον δεν τη διαμορφώνει ως πρωταγωνιστής.

Όσο κι αν το πνεύμα επιστρέφει στοχαστικά σε παρελθόντες καιρούς, ο ιστορικός χρόνος είναι μη αναστρέψιμος κι αυτό το άγχος –σχεδόν αγωνία θανάτου– βιώνει ο αφηγητής των «χαρωπών» τραγουδιών. «Χαρωπών» δεδομένου ότι η επίγνωση της σφαγής που προστάζει η ιστορία εμπνέεται από την εξεγερτική διάθεση του ατόμου να απολαύσει τ’ ανθρώπινα μες στον αναλωμένο χρόνο του βίου του. Όμως βαθιά τους, τα τραγούδια του Ορφανίδη εκχωρούν τον επικό τους χαρακτήρα και την ασυμβίβαστη διάθεση των ηρώων-κλεφτών τους, παραδίδονται στην αδυνατότητα του ανθρώπινου όντος να κερδίσει τη μάχη του με τον χρόνο κι ακούγονται σαν μοιρολόγια πάνω απ’ το φαγωμένο κουφάρι ενός ιστορικού παρόντος που «ζωντανεύει» ως σπαραγμός και νοσταλγία για τη ματαίωση των μύθων της εξέγερσης και της ανδρείας, αλλά κι ως απόδοση τιμής στους κεκοιμημένους των μύθων.

* Δημοσιεύθηκε σε πρώτη μορφή στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, φ. 18/9/2011.