Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Ένα κείμενο για τους Ύμνους στη Νύχτα


ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1800, δημοσιεύεται στο περιοδικό Athenäum –όργανο της φιλοσοφικής και λογοτεχνικής έκφρασης του πρώιμου γερμανικού ρομαντισμού, που εξέδιδαν στην Ιένα, από το 1798 ως το 1800, οι αδελφοί Φρίντριχ και Αουγκούστ Βίλχελμ Σλέγκελ– η αναθεωρημένη εκδοχή των Ύμνων στη Νύχτα του Νοβάλις, ψευδώνυμο του Γκέοργκ Φρίντριχ Φίλιπ Βαρώνου φον Χάρντενμπεργκ. Ήταν ένα από τα λίγα έργα του που είδαν το φως της δημοσιότητας κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του. Είχε προηγηθεί ένα χειρόγραφο σχεδίασμα (τέλη 1799-αρχές 1800) διαρθρωμένο σε στίχους. Το δεύτερο σχεδίασμα, το οποίο ο ποιητής σκόπευε να τιτλοφορήσει Η Νύχτα, ανακύπτει λίγο αργότερα: τέλη Ιανουαρίου-αρχές Φεβρουαρίου 1800. Γραμμένο στο μεγαλύτερο μέρος του σε έρρυθμη πρόζα, επιλέγεται από τον Νοβάλις ως η οριστική μορφή της σύνθεσης. Πρόκειται για έναν συγκερασμό λογοτεχνικών τρόπων, ειδών και φιλοσοφίας, που εκφράζει το όραμα ενός υψηλού, οικουμενικού έργου, καίριου ζητούμενου στην καλλιτεχνική δημιουργία των πρώιμων Γερμανών ρομαντικών.

Η ΒΑΘΥΤΑΤΗ ΟΔΥΝΗ που δοκίμασε ο Νοβάλις από τον πρόωρο θάνατο της αγαπημένης του, Σοφί φον Κυν, συνιστά τον προφανή αυτοβιογραφικό πυρήνα του συνθέματος. Όσο για τον πνευματικό πυρήνα, οι επιρροές από τον υποκειμενικό ιδεαλισμό του Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε είναι προφανείς. Σύμφωνα με τον Φίχτε, το Εγώ (το υποκείμενο, η εμπειρική συνείδηση) παράγει το Μη-Εγώ (το αντικείμενο, την απόλυτη συνείδηση). Ως εκ τούτου, η παράσταση του φυσικού κόσμου ανάγεται σε κατ’ εξοχήν δημιούργημα του πνεύματος, και η σχέση του πραγματικού με το πεπερασμένο σ’ εκείνη τη νοσταλγία που παίρνει τη μορφή του έρωτα για το Αιώνιο. Ωστόσο, στους Ύμνους στη Νύχτα, ο Νοβάλις δεν θα εφαρμόσει απλώς τις παραπάνω φιλοσοφικές απόψεις, αλλά θα τις αναθεωρήσει και θα τις διευρύνει κριτικά. Αρχικά, η λυρική φωνή του ποιητικού υποκειμένου αναλαμβάνει να αρθρώσει την έγχρονη συνείδηση του άχρονου. Μέχρι τον 5ο Ύμνο, έχουμε να κάνουμε με μιαν ανασκόπηση της ιστορικής και θρησκευτικής εξέλιξης της ανθρωπότητας από τους αρχαίους χρόνους ως την εποχή της συγγραφής του ποιήματος. Στον 6ο Ύμνο, το ποιητικό υποκείμενο αποκτά συλλογικότητα, σκιαγραφόντας –με την ένταση ενός θρησκευτικού τραγουδιού– τη φρικτή εμπειρία της απόστασης από τον Θεό, μιας απόστασης που διαθέτει τη χροιά της νοσταλγίας για τον θάνατο, για εκείνη τη λυτρωτική απαρχή της αιώνιας ζωής. Έτσι επιτυγχάνεται ο οικουμενικός χαρακτήρας που επιθυμεί να προσδώσει ο Νοβάλις στο έργο του. Η συλλογικότητα δεν αφήνει περιθώρια για μελοδραματικές αναγνώσεις του έργου, δείχνοντας προς την κατεύθυνση του φιλοσοφικού αναστοχασμού. Εδώ, η εμπειρική συνείδηση μπορεί να συλλάβει το αιώνιο, μόνο μέσω της θέασης του απείρου σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, σ’ ένα παρόν που νοσταλγεί το παρελθόν και ποθεί το μέλλον. Πρόκειται για τη μετάβαση από τον φυσικό και πεπερασμένο χρόνο στον μεταφυσικό, για την ανάπτυξη του απόλυτου στη συνείδηση του υποκειμένου, για την ανα-παράσταση της ουσίας στο χρονικά προσδιορισμένο έδαφος του ποιήματος, το οποίο καρπούται –μέσω της τέχνης– το μέρισμά του στην αιωνιότητα.

ΤΟ ΥΠΕΡΤΑΤΟ ΑΥΤΟ δράμα της πραγμάτωσης του αιωνίου εντός του πεπερασμένου –και αντιστρόφως– αναπτύσσεται προς τις τρεις εκείνες κατευθύνσεις της συνείδησης του χρόνου, που τόσο λάτρεψαν οι ρομαντικοί: προς το παρελθόν ως νοσταλγία ενός χρυσού εντεύθεν, προς το μέλλον ως θέαση ενός σκοτεινού επέκεινα, προς το παρόν ως επιστροφή στο ένδοξο ενταύθα του κειμένου. Χαρακτηριστικά, οι Ύμνοι συνιστούν ανά δύο μία ξεχωριστή ενότητα, όπου ο μεν πρώτος περιγράφει κάθε φορά την εξέλιξη του βίου στην οδυνηρή συνθήκη αποξένωσης που δοκιμάζει μέσα στο επίγειο βασίλειο του φωτός και τη λύτρωση που βρίσκει στην εξουσία της αιώνιας νύχτας, ενώ ο δεύτερος το ξύπνημα του Εγώ από το όραμα και την εναγώνια λαχτάρα του να βυθιστεί ξανά σε αυτό. Αυτή η φιλοσοφική σύλληψη της έννοιας του χρόνου αναθέτει στο όνειρο, στην πολυσήμαντη, προφητική ενέργεια της ψυχής που αναιρεί κάθε χωροχρονική σύμβαση, τον ρόλο του διεκπεραιωτή της καλλιτεχνικής ιδέας. Η ρηξικέλευθη, αλλά κάθε άλλο παρά άναρχη, συνειρμικότητα του ονείρου τίθεται ως ο κατ’ εξοχήν χρόνος και τόπος του πνεύματος· εκεί όπου συνενώνονται διαλεκτικά ποίηση και πρόζα, λογοτεχνική θεωρία, φιλοσοφικός και θρησκευτικός αναστοχασμός· εκεί όπου καθετί βρίσκεται σε μιαν αέναη διαδικασία εξέλιξης, πασχίζοντας να επιστρέψει στην αυθεντικότητα, να ενωθεί μυστικά με τη φύση. Ο βάρδος-ποιητής αναλαμβάνει τον ρόλο του ιερέα-προφήτη, κρατώντας το κλειδί των μεγάλων μυστηρίων της κτίσης. Το οικουμενικό θρησκευτικό όραμα του Νοβάλις φοράει το ορφικό προσωπείο του και προχωράει στην ιεροτελεστία της μέθεξης των ιστορικών σταδίων ανάπτυξης του πνεύματος. Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος των ανθρωπόμορφων θεοτήτων, που νοούσε τον θάνατο μόνο ως εκείνο το κυρίαρχο Έξω του βίου, εισρέει στους ύστερους αρχαίους χρόνους, που τον ενσωμάτωσαν ανεπαρκώς στη ροή του βίου, καταλύοντας απλώς τη μέχρι τότε θεώρησή του ως αδελφού του ύπνου, για να αρθεί στο πνευματικό ύψος του χριστιανικού κόσμου, που συμφιλίωσε τον άνθρωπο με την ιδέα του θανάτου, καθώς η γέννηση, τα πάθη, η σταύρωση και η ανάσταση του Χριστού έπαψαν να ενθαρρύνουν, σε αντίθεση με άλλες θρησκείες, τον φρικτό τρόμο για το τέλος. Εκεί όπου μια νέα θρησκεία θεμελιώνεται στην αρχή της αγάπης, ο τάφος της νεκρής αγαπημένης μετατρέπεται σε ιερό τόπο λατρείας. Η εξιδανικευμένη μορφή της αντικαθιστά την υπέρτατη μορφή του Χριστού. Το ποίημα είναι ήδη μια λειτουργία μετοχής στο ιερό, ένας ναός στον οποίο το ανθρώπινο υποκείμενο έχει την ευκαιρία να ανατρέψει τη «λογική», καθεστηκυία τάξη των έργων και των ημερών ενός κόσμου δομημένου πάνω σε στείρα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά μοντέλα, ώστε να δεξιωθεί την παντοδύναμη εξουσία του ιερού στοιχείου της νύχτας, με τον δικό του ήλιο: την αγαπημένη.

ΕΤΣΙ Η ΝΥΧΤΑ και το ποίημα ταυτίζονται, γίνονται η αισθητή έκφραση της ύψιστης ιδέας, της μόνης αυθεντικής πραγματικότητας. Η νύχτα βρίσκει πάντοτε τον άνθρωπο έρημο, γυμνό, να τριγυρίζει στην τρομερή ερημιά της συνείδησης πως τα έργα της ημέρας δεν μπορούν να καλύψουν τους πόθους του. Η νύχτα βρίσκει πάντoτε τον άνθρωπο κατακερματισμένο, να ψελλίζει: Η καρδιά χορτάτη· ο κόσμος είναι που πεινάει. Όσο οξύμωρος κι αν φαντάζει αυτός ο ψίθυρος, συμπυκνώνει με τον ακριβέστερο τρόπο το υπαρξιακό άγχος που δοκιμάζει το υποκείμενο σε μιαν εποχή απουσίας του ιδανικού. Η πλησμονή των αγαθών, των απολαύσεων και των πνευματικών προϊόντων που του προσφέρεται δεν πρόκειται παρά για αισθητική και πνευματική απάτη. Εδώ έγκειται η καίρια επίκαιρη και άκρως επαναστατική πνευματικότητα των Ύμνων στη Νύχτα του Νοβάλις, ιδιαίτερα όταν αναλογίζεται κανείς το κεφαλαιοκρατικό μοντέλο οργάνωσης της σύγχρονης κοινωνίας, που εξουσιάζει τον καθ’ ημάς βίο. Γιατί ο άνθρωπος, παρά την τάση του προς την εσωτερική αταξία, δεν μπορεί να δεχθεί έναν χαοτικό κόσμο. Απαιτεί πάντα ένα κέντρο ως αποχρώντα λόγο κάθε σκέψης και πράξης. Και το κέντρο αυτό χρειάζεται μύθους. Η επιστροφή του Ξένου στην ερεβνή Πατρίδα Του προβάλλει ως η μόνη πιθανή δυνατότητα να κατορθώσει το αγωνιώδες αρχετυπικό αίτημα του: να κάνει αυτόν τον κόσμο κόσμο του, να επιστρέψει στο απόλυτο, στην πλήρη ένωσή του με τη φυσική παράσταση του κόσμου. Μέσα στη νύχτα, το Εγώ θα ορίσει και πάλι την υπερβατική και κοσμική πραγματικότητά του, αναστοχαζόμενο το παρελθόν. Κρίνοντας την παροντική συνθήκη της παρουσίας του, θα πασχίσει να προβλέψει το μέλλον του –ανάγκη καίρια και διαχρονική που κάποτε η μαγεία, κάποτε η θρησκεία, κάποτε η φιλοσοφία, κάποτε τα συστήματα κοινωνικής οργάνωσης, κάποτε η επιστήμη πάσχουν να καλύψουν– ώστε να ανταπεξέλθει το τυχαίο της ύπαρξης στο σκότος του ακατανόητου μυστηρίου της ζωής.

Η ΑΓΡΙΑ, ΚΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ λυρική έξαρση των Ύμνων στη Νύχτα άνοιξε νέους δρόμους στη φιλοσοφική σκέψη και στην ποιητική πράξη, δρόμους που από αρκετές πλευρές δεν έχουν ακόμα αξιοποιηθεί, στην πορεία μας μέσα στο αχανές βασίλειο των ιδεών.

Πλάτη Έβρου, Οκτώβριος 2006

Μιχάλης Παπαντωνόπουλος