Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Ράινερ Μαρία Ρίλκε: "Ο γάμος στην Κανά"


Πώς να μην ένιωθε υπερήφανη γι’ Αυτόν

που ομόρφαινε τη ζωή της και στο πλέον απλό;

Δεν ήταν Νύχτα εξαίσια, που αρμόζει στα σπουδαία,

ξέφρενη, όταν Εκείνος ήλθε μέσα;


Κι ο μέχρι τότε αφανής, ο ανήκουστος

τότε για τη Δόξα Του δεν κίνησε;

Κι οι πιο σοφοί δεν έπαψαν τη λαλιά τους

για ν’ ακούσουν με προσοχή; Και το σπίτι


δεν έμοιασε καινούργιο απ’ τη δική Του φωνή;

Ω σίγουρα είχε χίλιες φορές συγκρατηθεί

μη τυχόν πάνω Του λάμψει κι η παραμικρή χαρά της:

και Τον ακολουθούσε πάντα σαστισμένη.


Όμως εκεί, στο γαμήλιο γλέντι,

όταν από κρασί αναπάντεχα ξέμειναν οι καλεσμένοι –

στα μάτια Τον κοίταξε και δεν κατάλαβε

ότι με άρνηση στο παρακλητικό της νεύμα απάντησε.


Κι ύστερα, επραξε το θέλημά της. Αργότερα η Μαρία

εννόησε

πώς στον δρόμο Του η ίδια αυτή Τον ώθησε:

γιατί άρχιζε τώρα ο καιρός των αληθών θαυμάτων

κι η Θυσία είχε αμετάκλητα οριστεί.


Ασφαλώς κι ήταν αυτό το πεπρωμένο Του.

Μα είχε όντως έλθει η στιγμή;

Εκείνη επέσπευσε τη ροή των πραγμάτων

με της ματαιοδοξίας της τον τυφλό οφθαλμό.


Χαιρόταν με τους άλλους στο τραπέζι –το στρωμένο

φρούτα και λαχανικά– κι ούτε αντιλήφθηκε το πώς

εκείνο το δάκρυ-νερό απ’ τις βρύσες των ματιών της

αίμα έγινε με το κρασί αυτό.