ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΑΚΟΥΣΤΕ! Δώδεκα ακριβώς σημαίνει το ρολόι του Άγιου Ντάνσταν. Δεν προλαβαίνει ν’ ακουστεί ο τελευταίος χτύπος κι απλώνεται παντού ένας σαματάς άνευ προηγουμένου.
Τι ποδοβολητά, τι γέλια και φωνές, τι τρεχάματα και μανούβρες και σπρωξιές! Τα κτήρια ξερνούν ένα απίστευτο πλήθος νέων και γέρων στην περιοχή που στεγάζονται τα περισσότερα δικηγορικά γραφεία του Λονδίνου, μα και τα ίδια τα δικαστήρια.
Τι συμβαίνει; Μην έπιασε φωτιά; Μην πέφτει ξύλο τρικούβερτο κάπου; Μην έγινε κάτι απ’ αυτά που γίνονται κάθε εκατό χρόνια και βάλε; Γιατί τρελάθηκαν ξαφνικά οι υπηρέτες της δικαιοσύνης; Ούτε φωτιά έπιασε ούτε ξύλο τρικούβερτο πέφτει ούτε έγινε κάτι απ’ αυτά που γίνονται κάθε εκατό χρόνια και βάλε. Τα πράγματα είναι πολύ απλά και φυσιολογικά. Μεσημέριασε κι όλοι τρέχουν να απολαύσουν τις πίτες της κυρίας Λόβετ.
Ε, ναι, λοιπόν, αυτό είναι. Μπελ Γιαρντ και Κάρυ γωνία βρίσκεται ο φούρνος με τις καλύτερες κρεατόπιτες από μοσχαρίσιο και χοιρινό στο Λονδίνο. Αριστοκράτες και παρακατιανοί, πλούσιοι και φτωχοί, όλοι τις προτιμούν. Γιατί η φήμη τους έχει απλωθεί παντού και δεν υπάρχει άνθρωπος στην πόλη που να μην ξέρει πως στις δώδεκα το μεσημέρι βγαίνει η πρώτη ζεστή φουρνιά.
Ω, μα τι πίτες είναι αυτές! Αμίμητο, αξεπέραστο το άρωμά τους! Αφράτη η ζύμη τους και ζουμερή, εξαίσια η γέμισή τους!
Ο πάγκος στο κατάστημα της κυρίας Λόβετ έχει σχήμα πετάλου και οι νεαροί κλητήρες κάθονται εκεί περιμένοντας να βγουν οι λιχουδιές. Κουβεντιάζουν και αστειεύονται μεταξύ τους.
Όσο για το αφεντικό... Φανταστείτε ένα θηλυκό αφράτο, ζουμερό, χρυσοχέρικο, νόστιμο και ζουμερό σαν τις πίτες του. Βέβαια, η κυρία Λόβετ ήταν όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα. Δεν υπήρχε νέος και ακμαίος δικηγοράκος που να μην σκεφτόταν τρώγοντας την πίτα του πως η γλυκιά γυναίκα πίσω από τον πάγκο την είχε φτιάξει ειδικά γι’ αυτόν και μοίρα καλή την είχε βάλει στα χέρια του.
Μεγαλειώδης ήταν η αντικειμενικότητα, μαγευτική η λεπτότητα της καλλιτέχνιδος των γεύσεων, όταν μοίραζε χαμόγελα στους θαυμαστές της. Κανείς δεν θα έλεγε πως ήταν εντελώς αδιάφορη για το άτομό του, ενώ παράλληλα κανείς δεν θα μπορούσε να ορκιστεί πως την είχε κατακτήσει.
Δεν υπήρχε τίποτα κακό σ’ αυτό, αν και συχνά έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση τους πελάτες, οι οποίοι θεωρούσαν πως όσο περισσότερες πίτες έτρωγαν τόσο περισσότερα χαμόγελα θα εξασφάλιζαν. Το ταμείο της φουρνάρισσας γέμιζε, αλλά οι επίδοξοι εραστές άδειαζαν το περιεχόμενο των ασφυκτικά γεμάτων στομαχιών τους ακόμα και μέσα στο κατάστημα. Φυσικά, υπήρχαν κι εκείνοι που έβλεπαν το όλο ζήτημα από φιλοσοφική άποψη: πήγαιναν εκεί γιατί τους άρεσαν οι πίτες. Δεκάρα δεν έδιναν για την δημιουργό τους.
Οι συγκεκριμένοι δήλωναν πως το χαμόγελό της ήταν ψυχρό και βεβιασμένο, ένα σχήμα στα χείλη της αλλά τίποτε στην καρδιά της, το χαμόγελο του χορευτή, ένα από τα πιο άχαρα πράγματα σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ορισμένοι μάλιστα δε δίστασαν να προχωρήσουν ακόμα περισσότερο. Ενώ αναγνώριζαν το γεγονός πως οι πίτες ήταν τέλειες και τις τιμούσαν καθημερινά, ορκίζονταν πως η προσωπικότητα της κυρίας Λόβετ είχε μια σκοτεινή πλευρά, πως μπορούσαν να διακρίνουν κάτι εξαιρετικά απωθητικό κάτω από τα κολακευτικά χαμόγελά της και πως σε τελευταία ανάλυση δεν ήταν παρά μια «διαβολογυναίκα», που αν την προκαλούσες θα είχες να αντιμετωπίσεις ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Στις δώδεκα και πέντε ακριβώς ο πάγκος του καταστήματος της κυρίας Λόβετ ήταν γεμάτος και το αχνιστό άρωμα των πιτών απλωνόταν σε όλη την περιοχή, κάνοντας τους άστεγους να αναστενάζουν.
«Ρε συ, Τομπάια», είπε ένας νεαρός, μπουκωμένος με κρεατόπιτα, «πού εξαφανίστηκες όταν έφυγες από το γραφείο του κυρίου Σω; Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε!»
«Κοίτα να δεις», είπε ο Τομπάια. «Πήγα λίγο παρακάτω. Αντί να μαδάω μαζί με τον δικηγόρο τα μαλλιά της κεφαλής του κοσμάκη, άρχισα να κουρεύω τα μαλλιά των δικηγόρων. Μια μικρή με χοιρινό, κυρία Λόβετ. Αχ, πουθενά δεν βρίσκονται πίτες σαν κι αυτές! Ε, μάγκα μου Κλιφτ;»
«Μια χαρά είναι. Το ξέρουμε, Τομπάια. Λοιπόν, αποφάσισες να γίνεις κουρέας;»
«Ναι. Δουλεύω στο κουρείο του Σουήνυ Τοντ , στην οδό Φλητ, πίσω απ’ τον Άγιο Ντάνσταν».
«Διάολος μεταμορφωμένος είσαι αδερφέ μου! Κοίτα, απόψε θα πάω σε μια γιορτή. Πρέπει να ντυθώ καλά και να ξυριστώ. Θα κάνω σεφτέ στο αφεντικό σου».
Ο Τομπάια έσκυψε και ψιθύρισε στο αφτί του νεαρού κλητήρα:
«Άσε καλύτερα!»
Ύστερα έφερε το δάχτυλο στα χείλια, πράγμα που σήμαινε πως η κουβέντα του έπρεπε να μείνει μυστική, χαιρέτησε και έφυγε βιαστικός για τη δουλειά του.
* * *
Βρισκόταν ήδη μπροστά στο κουρείο, όταν νόμισε πως άκουσε μια πνιχτή κραυγή. Στην αρχή δίστασε, έκανε ένα ενστικτώδες βήμα προς τα πίσω, αλλά ύστερα από καλύτερη σκέψη πέρασε το κατώφλι και μπήκε ορμητικά στο κατάστημα.
Το πρώτο πράγμα που τράβηξε την προσοχή του ήταν ένα καπέλο, αφημένο στο τραπεζάκι της αναμονής. Το δεύτερο, ένα μπαστούνι με χρυσή λαβή, ακριβώς δίπλα στο καπέλο.
Η πολυθρόνα του κουρέα ήταν άδεια και το πρόσωπο του Σουήνυ Τοντ είχε μιαν απίστευτα χυδαία έκφραση.
«Λοιπόν, Τομπάια», είπε τρίβοντας τα χέρια, όταν είδε τον νεαρό υπάλληλό του, «δεν μπόρεσες ν’ αντισταθείς. Τις έφαγες πάλι τις πιτούλες σου».
«Πώς το ξέρει;» σκέφτηκε ο Τομπάια. «Ναι, κύριε, πέρασα από τον φούρνο, αλλά δεν έμεινα πολύ».
«Άκου να δεις! Η μόνη δικαιολογία που μπορώ να δεχθώ για τις διαβολεμένες καθυστερήσεις σου είναι οι πίτες της κυρίας Λόβετ. Δεν είναι καταπληκτικές;»
«Ναι, κύριε, είναι. Αλλά, ξέρετε, κάποιος κύριος ξέχασε εδώ το καπέλο και το μπαστούνι του».
«Δίκιο έχεις», είπε ο Σουήνυ Τοντ και αρπάζοντας το μπαστούνι τον χτύπησε τόσο δυνατά που τον πέταξε στο πάτωμα. «Μάθημα δεύτερο Τομπάια: δεν σχολιάζουμε ποτέ πράγματα που δεν μας αφορούν. Μπορείς να σκέφτεσαι ό,τι θέλεις, αλλά θα λες πάντα ό,τι θέλω εγώ».
«Δεν αντέχω άλλο!» φώναξε το αγόρι. «Αν με ξαναχτυπήσεις έτσι, θα σου δείξω εγώ, Σουήνυ Τοντ. Θα...»
«Τι θα; Ξεχνάς τη μάνα σου;»
«Λες πως έχεις στο χέρι τη μάνα μου, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί και δεν σε πιστεύω. Θα σε παρατήσω κι ό,τι θέλει ας γίνει. Θα πάω να μπαρκάρω, θα πάω όπου ’ναι. Μόνο να μην είμαι σ’ αυτό το μπουντρούμι».
«Έτσι, ε; Τότε, αγόρι μου, πρέπει να σου εξηγήσω μερικά πράγματα. Θα σου πω γιατί έχω στο χέρι τη μάνα σου και μετά κάνε ό,τι θέλεις. Πέρσι τον χειμώνα, που χιόνιζε δέκα οχτώ βδομάδες συνέχεια, εσύ κι η μάνα σου σκυλοπεινούσατε. Τότε ήτανε που την είχε πάρει ο κύριος Κινγκ να του καθαρίσει το σπίτι. Καλό άνθρωπος, χρυσή καρδιά, αλλά και αυστηρός. Δεν συγχώρησε ούτε θα συγχωρήσει ποτέ καμιά βρομοδουλειά».
«Θυμάμαι», είπε ο Τομπάια. «Δεν είχαμε να φάμε και χρωστούσαμε μια γκινέα για νοίκια. Αλλά η μητέρα βρήκε και τη δανείστηκε και ξεχρεώσαμε».
«Έτσι σου είπανε; Όντως τα νοίκια πληρώθηκαν, αλλά η γκινέα δεν ήταν δανεική. Αν θες να ξέρεις, η μάνα σου έκλεψε ένα ασημένιο κηροπήγιο από το σπίτι του καλού ανθρώπου. Το ξέρω. Μπορώ να το αποδείξω. Σκέψου το, Τομπάια, και συμμαζέψου, αγόρι μου!»
«Λυπηθείτε μας», είπε το αγόρι. «Θα τη σκοτώσουν!»
«Θα τη σκοτώσουν!» ούρλιαξε ο Σουήνυ Τοντ. «Σίγουρα θα τη σκοτώσουν. Να είσαι βέβαιος. Θα την κρεμάσουνε. Στην κρεμάλα θα τελειώσει, ακούς; Σκέψου, λοιπόν, πως αν με αναγκάσεις να το ξαναθυμηθώ, θα γίνεις φονιάς της μάνας σου. Γιατί, σου το λέω, δεν θα περιμένω να τη δικάσουν. Θα αντικαταστήσω εγώ ο ίδιος τον δήμιο και θα την καθαρίσω την ίδια στιγμή».
«Όχι, όχι τέτοιο πράγμα!»
«Δεν σ’ αρέσει, ε; Δεν σε βολεύει. Τότε βούλωσέ το και δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Μην με αναγκάσεις να κάνω τέτοια πράξη. Δεν θέλω να γίνω φονιάς».
«Δεν θα πω τίποτα. Δεν θα πω τίποτα».
«Έτσι μπράβο! Τώρα πάρε το καπέλο και το μπαστούνι και βάλε τα στο ντουλάπι. Εγώ θα λείψω για λίγο. Αν έρθει κανείς, πες του πως λείπω και πως θα γυρίσω σε μια ώρα. Και το νου σου στο μαγαζί».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΩΡΑ που διαδραματιζόταν η παραπάνω σκηνή, ένας ψηλός, γεροδεμένος και αριστοκρατικός άνδρας έκανε την εμφάνισή του στην οδό Φλητ, ακολουθούμενος από ένα τεράστιο λυκόσκυλο. Ξαφνικά σταμάτησε μπροστά στο κουρείο, είπε κάτι στον σκύλο του, που κάθισε ήσυχα ήσυχα δίπλα στην πόρτα, και μπήκε μέσα. Ο υποπλοίαρχος Θόρνχηλ –έτσι έλεγαν τον περαστικό– ήταν γενναίος άνθρωπος. Αλλά όσο γενναίος κι αν ήταν δεν μπόρεσε να μην νιώσει κάτι δυσοίωνο να σέρνεται βαθιά μέσα στα σπλάχνα του, όταν αντίκρισε το πρόσωπο του κουρέα, που ετοιμαζόταν να χτυπήσει για δεύτερη φορά το τρομαγμένο αγόρι. Ο Σουήνυ Τοντ αντιλήφθηκε την παρουσία του υποψήφιου πελάτη και η αιμοβόρα έκφραση του προσώπου του μαλάκωσε στην στιγμή για να μεταβληθεί σ’ ένα προσποιητό χαμόγελο.
«Θέλετε ξύρισμα, κύριε. Αμέσως. Χίλια συγνώμη για την ακαταστασία! Προσπαθούσα να μάθω σ’ αυτό το άτακτο αγόρι πως δεν θα προκόψει αν δεν γίνει εργατικός σαν κι εμένα, κι αν δεν διαβάζει καθημερινά τη Βίβλο. Περάστε, κύριε, καθίστε!»
Ο Θόρνχηλ κάθισε στην καρέκλα του κουρέας και ο Τοντ άρχισε να ακονίζει το ξυράφι του, καρφώνοντας το φιδίσιο βλέμμα του στη μορφή του πελάτη του.
«Μα, δεν μου λέτε, κύριε», είπε ο μπαρμπέρης μ’ ένα ψόφιο χαμόγελο, «πάντα έτσι μελαψός είστε ή...»
«Όχι», τον διέκοψε ο Θόρνχηλ. «Ήμουν στην Ινδία. Μόλις έφτασα. Επί τη ευκαιρία, γνωρίζετε μήπως κάποιον Ώκλυ, κατασκευαστή γυαλιών μυωπίας; Μου είπαν πως μένει κάπου εδώ γύρω. Πρέπει να παραδώσω ένα μικρό πακέτο σε κάποιον της οικογενείας του».
Τα μάτια του Σουήνυ έλαμψαν.
«Είστε πολύ τυχερός, κύριε! Γνωρίζω πού μένει ο Ώκλυ. Έχει ένα μικρό κατάστημα με δύο βιτρίνες στην οδό Φόρε», είπε και ύστερα, γυρίζοντας προς το αγόρι:
«Συγνώμη, καλέ μου Τομπάια, το ξέχασα εντελώς. Πάρε, αγόρι μου, δύο πένες και πήγαινε στο κατάστημα της κυρίας Λόβετ να φας δύο από εκείνες τις πίτες που σου αρέσουν. Με την ησυχία σου. Έχεις μισή ώρα καιρό».
Το αγόρι έγινε καπνός.
Ο Θόρνχηλ θύμισε στον Τοντ πως είχε πάει εκεί για να ξυριστεί.
«Μα βέβαια, κύριε. Σε λίγο θα σας έχω τελειώσει εντελώς! Όμως τα γένια σας έχουν μακρύνει πολύ. Μια στιγμή να φέρω ένα άλλο ξυράφι».
Ο μπαρμπέρης μπήκε στο μικρό ιδιαίτερο που φύλαγε τα εργαλεία της δουλειάς του.
Ένα ελαφρό τρίξιμο ακούστηκε και...
...η καρέκλα ήταν άδεια.
Ο Θόρνχηλ είχε εξαφανιστεί.
Ακολούθησαν σπασμωδικά γαυγίσματα και ξυσίματα στην πόρτα. Ο Τοντ παραμέρισε τα κουρτινάκια, έχωσε την αηδιαστική μούρη του στο άνοιγμα και είδε το σκυλί να δείχνει τα δόντια και τα νύχια του. Άρπαξε ένα ρόπαλο και άνοιξε για να δώσει ένα καλό μάθημα στο ανήσυχο ζώο. Δεν πρόλαβε. Ο πιστός φίλος του Θόρνχηλ εισέβαλε στο κουρείο.
Αφού οσμίστηκε κάθε γωνιά, την προσοχή του τράβηξε το καπέλο του αφεντικού του, αφημένο στο τραπεζάκι της αναμονής. Ο χυδαίος μπαρμπέρης δεν μπόρεσε ν’ αντιδράσει ούτε κι αυτή τη φορά. Απλά είδε το ζώο να αρπάζει στο στόμα του το απομεινάρι του κυρίου του και να σαλτάρει στον δρόμο.