Πεύκα
Πεύκα, τα πεύκα: φρίκη άλαλη∙
Πεύκα, τα πεύκα: φρίκη άλαλη∙
πεύκα: φρίκη άλαλη∙
πεύκα, πεύκα, πεύκα, πεύκα!
Πεύκα, πεύκα σκοτεινά, τα πεύκα:
Πεύκα, πεύκα σκοτεινά, τα πεύκα:
φρουροί κάτω από βουνά,
σε πέτρινα λιβάδια
μουρμουρίζουνε βαθιά εξαντλημένα.
Και κάθε που γέρνει δύσμοιρη η ψυχή
Και κάθε που γέρνει δύσμοιρη η ψυχή
–αίθρια νύχτα– πάνω από τα βουνά
ακούω φωνές πνιγμένες
και δεν μπορώ να κοιμηθώ τον ύπνο μου ξανά.
«Φάσματα πεύκα, φάσματα κουρασμένα,
«Φάσματα πεύκα, φάσματα κουρασμένα,
πείτε μου: υποφέρουνε τ’ αδέλφια μου;
Ξεψυχά η μητέρα μου;
Κι ο πατέρας μου; Με αποζητά;»
Μα εκείνα: απάντηση καμιά·
Μα εκείνα: απάντηση καμιά·
θροΐζουν φάσματα κουρασμένα, φάσματα εφιαλτικά,
λες κι η μητέρα μου ξεψυχά,
λες κι ο πατέρας μου με αποζητά,
λες κι υποφέρουν τ’ αδέλφια μου.
SREČKO KOSOVEL [1904-1926]
Σλοβένος ποιητής
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ