4 Οκτωβρίου
Σήμερα είναι Τετάρτη κι ως συνήθως βρισκόμουν στο γραφείο. Σκόπιμα πήγα πιο νωρίς και διόρθωσα όλες τις πένες της Αυτού Εξοχότητας. Ο διευθυντής μας φαίνεται άνθρωπος ευφυής. Το γραφείο του είναι γεμάτο ράφια και βιβλιοθήκες. Διάβασα τους τίτλους μερικών βιβλίων του∙ σοφά βιβλία, πέρα από τη νοητική αντίληψη των ανθρώπων της τάξης μου – όλα στα γαλλικά ή στα γερμανικά. Και πού να δείτε την όψη του! Τα μάτια του αστραφτούν από μεγαλοπρέπεια. Ποτέ μου δεν τον άκουσα να λέει μια περιττή κουβέντα∙ μόνο όταν του παραδίδεις έγγραφα, μπορεί να σε ρωτήσει: «Πώς είναι ο καιρός έξω;» «Υγρασία, Εξοχότατε». Όχι, δεν είναι άνθρωπος της τάξης μας∙ πρόκειται πραγματικά για ένα σημαίνον πολιτικό πρόσωπο. Έχω παρατηρήσει όμως πως δεν με συμπαθεί ιδιαίτερα. Ας έτρεφε η κόρη του τουλάχιστον κάποιο αβρό συναίσθημα για μένα! Τι ανόητη σκέψη! Ας πάψω καλυτέρα. Διάβασα τη Μέλισσα του Βορρά. Τι ηλίθιοι άνθρωποι αυτοί οι Γάλλοι! Κύριε των δυνάμεων! Με πόση ευχαρίστηση θα τους καταχέριζα! Διάβασα επίσης την εξαιρετική περιγραφή μιας χοροεσπερίδας που έγραψε ένας μεγαλοκτηματίας από το Κουρσκ. Οι μεγαλοκτηματίες της συγκεκριμένης περιοχής γραφούν καταπληκτικά. Ύστερα, αντιλήφθηκα πως ήταν ήδη δωδεκάμιση η ώρα και πως ο διευθυντής δεν είχε φύγει ακόμα από το γραφείο του. Όμως, γύρω στη μια και μισή συνέβη κάτι που καμία πένα δεν μπορεί να περιγράψει. Η πόρτα άνοιξε. Νόμισα πως ήταν ο διευθυντής και πετάχτηκα από την καρεκλά μου, κρατώντας στα χέρια ένα σωρό έγγραφα και χαρτιά. Μα ήταν εκείνη! Η ίδια εκείνη μπήκε στην αίθουσα. Μα όλους τους Αγίους! Τι έξοχα ντυμένη που ήταν! Το φόρεμά της πιο λευκό κι από το φτέρωμα κύκνου. Τι θεσπέσια ομορφιά! Ήλιος – ένας πραγματικός ήλιος! Με χαιρέτησε και είπε: «Δεν έχει έρθει ο πατέρας μου ακόμα;» Αχ, τι μελωδική, αιθέρια φωνή. Καναρίνι – σωστό καναρίνι! «Μεγαλειότατη», ήθελα να της απαντήσω, «μην διατάξετε την εκτέλεσή μου. Μα αν κρίνεται αμετάκλητη η καταδίκη μου, τότε σκοτώστε με, με τα ίδια σας τα χέρια, τ’ αγγελικά πλασμένα». Ένας Θεός ξέρει γιατί δεν ξεστόμισα αυτά τα λόγια και αρκέστηκα σε ένα: «Όχι».
Με κοίταξε κι υστέρα έστρεψε το βλέμμα στα βιβλία και άφησε το μαντήλι της να πέσει. Αμέσως έσπευσα να τη βοηθήσω, μα γλίστρησα στο καλογυαλισμένο πάτωμα –καταραμένο!– και κινδύνευσα να σπάσω τη μύτη μου. Εντούτοις, κατάφερα να σηκώσω το μαντήλι. Ω ουράνιοι άγγελοι, τι υπέροχο μαντήλι! Τόσο λείο και απαλό και το ύφασμα: αρίστης ποιότητας. Ανέδυε το άρωμα της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Εκείνη μ’ ευχαρίστησε και μου χαμογέλασε με τόση προσήνεια ώστε λίγο έλειψε να λιώσουν τα ζαχαρένια χείλη της. Ύστερα αποχώρησε από την αίθουσα. Παρέμεινα στο γραφείο περίπου μία ώρα ακόμα. Ξάφνου μπήκε μέσα ένας υπηρέτης. «Μπορείτε να πηγαίνετε σπίτι σας, κύριε Ιβάνοβιτς», είπε. «Ο διευθυντής έχει φύγει εδώ και ώρα». Δεν αντέχω αυτούς τους υπηρέτες! Στέκονται πάντα στον προθάλαμο και δεν καταδέχονται να σκύψουν το κεφάλι τους και να χαιρετήσουν τους καλεσμένους. Ή, ακόμα χειρότερα: κάποτε ένας αχρείος απ’ την κάστα τους μου πρόσφερε την ταμπακέρα του, χωρίς καν να σηκωθεί απ’ την καρέκλα. «Δεν ξέρεις, ηλίθιε δούλε, πως είμαι δημόσιος υπάλληλος και αριστοκρατικής καταγωγής;» Πήρα ήσυχα ήσυχα το καπέλο μου και φόρεσα μόνος το παλτό μου. Αυτοί οι άνθρωποι δεν σε βοηθάνε ούτε το πανωφόρι σου να βάλεις. Πήγα σπίτι μου∙ έμεινα ξαπλωμένος στο κρεβάτι γι’ αρκετή ώρα κι έγραψα λίγους στίχους στο σημειωματάριό μου:
Είναι δεν είναι μια ώρα που σε είδα
και θέλω να σε ξαναδώ.
Χωρίς εσένα, αγάπη μου, δεν θέλω
πλέον να ζω.
Νομίζω πως είναι του Πούσκιν. Το βράδυ, τυλίχτηκα την κάπα μου και πήγα τρέχοντας στο σπίτι του διευθυντή μου. Περίμενα απέξω πολλή ώρα. Ήλπιζα να τη δω να βγαίνει από την πόρτα και να μπαίνει στην άμαξα. Ήθελα μόνο να τη δω, μα εκείνη δεν φάνηκε καθόλου.
Σήμερα είναι Τετάρτη κι ως συνήθως βρισκόμουν στο γραφείο. Σκόπιμα πήγα πιο νωρίς και διόρθωσα όλες τις πένες της Αυτού Εξοχότητας. Ο διευθυντής μας φαίνεται άνθρωπος ευφυής. Το γραφείο του είναι γεμάτο ράφια και βιβλιοθήκες. Διάβασα τους τίτλους μερικών βιβλίων του∙ σοφά βιβλία, πέρα από τη νοητική αντίληψη των ανθρώπων της τάξης μου – όλα στα γαλλικά ή στα γερμανικά. Και πού να δείτε την όψη του! Τα μάτια του αστραφτούν από μεγαλοπρέπεια. Ποτέ μου δεν τον άκουσα να λέει μια περιττή κουβέντα∙ μόνο όταν του παραδίδεις έγγραφα, μπορεί να σε ρωτήσει: «Πώς είναι ο καιρός έξω;» «Υγρασία, Εξοχότατε». Όχι, δεν είναι άνθρωπος της τάξης μας∙ πρόκειται πραγματικά για ένα σημαίνον πολιτικό πρόσωπο. Έχω παρατηρήσει όμως πως δεν με συμπαθεί ιδιαίτερα. Ας έτρεφε η κόρη του τουλάχιστον κάποιο αβρό συναίσθημα για μένα! Τι ανόητη σκέψη! Ας πάψω καλυτέρα. Διάβασα τη Μέλισσα του Βορρά. Τι ηλίθιοι άνθρωποι αυτοί οι Γάλλοι! Κύριε των δυνάμεων! Με πόση ευχαρίστηση θα τους καταχέριζα! Διάβασα επίσης την εξαιρετική περιγραφή μιας χοροεσπερίδας που έγραψε ένας μεγαλοκτηματίας από το Κουρσκ. Οι μεγαλοκτηματίες της συγκεκριμένης περιοχής γραφούν καταπληκτικά. Ύστερα, αντιλήφθηκα πως ήταν ήδη δωδεκάμιση η ώρα και πως ο διευθυντής δεν είχε φύγει ακόμα από το γραφείο του. Όμως, γύρω στη μια και μισή συνέβη κάτι που καμία πένα δεν μπορεί να περιγράψει. Η πόρτα άνοιξε. Νόμισα πως ήταν ο διευθυντής και πετάχτηκα από την καρεκλά μου, κρατώντας στα χέρια ένα σωρό έγγραφα και χαρτιά. Μα ήταν εκείνη! Η ίδια εκείνη μπήκε στην αίθουσα. Μα όλους τους Αγίους! Τι έξοχα ντυμένη που ήταν! Το φόρεμά της πιο λευκό κι από το φτέρωμα κύκνου. Τι θεσπέσια ομορφιά! Ήλιος – ένας πραγματικός ήλιος! Με χαιρέτησε και είπε: «Δεν έχει έρθει ο πατέρας μου ακόμα;» Αχ, τι μελωδική, αιθέρια φωνή. Καναρίνι – σωστό καναρίνι! «Μεγαλειότατη», ήθελα να της απαντήσω, «μην διατάξετε την εκτέλεσή μου. Μα αν κρίνεται αμετάκλητη η καταδίκη μου, τότε σκοτώστε με, με τα ίδια σας τα χέρια, τ’ αγγελικά πλασμένα». Ένας Θεός ξέρει γιατί δεν ξεστόμισα αυτά τα λόγια και αρκέστηκα σε ένα: «Όχι».
Με κοίταξε κι υστέρα έστρεψε το βλέμμα στα βιβλία και άφησε το μαντήλι της να πέσει. Αμέσως έσπευσα να τη βοηθήσω, μα γλίστρησα στο καλογυαλισμένο πάτωμα –καταραμένο!– και κινδύνευσα να σπάσω τη μύτη μου. Εντούτοις, κατάφερα να σηκώσω το μαντήλι. Ω ουράνιοι άγγελοι, τι υπέροχο μαντήλι! Τόσο λείο και απαλό και το ύφασμα: αρίστης ποιότητας. Ανέδυε το άρωμα της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Εκείνη μ’ ευχαρίστησε και μου χαμογέλασε με τόση προσήνεια ώστε λίγο έλειψε να λιώσουν τα ζαχαρένια χείλη της. Ύστερα αποχώρησε από την αίθουσα. Παρέμεινα στο γραφείο περίπου μία ώρα ακόμα. Ξάφνου μπήκε μέσα ένας υπηρέτης. «Μπορείτε να πηγαίνετε σπίτι σας, κύριε Ιβάνοβιτς», είπε. «Ο διευθυντής έχει φύγει εδώ και ώρα». Δεν αντέχω αυτούς τους υπηρέτες! Στέκονται πάντα στον προθάλαμο και δεν καταδέχονται να σκύψουν το κεφάλι τους και να χαιρετήσουν τους καλεσμένους. Ή, ακόμα χειρότερα: κάποτε ένας αχρείος απ’ την κάστα τους μου πρόσφερε την ταμπακέρα του, χωρίς καν να σηκωθεί απ’ την καρέκλα. «Δεν ξέρεις, ηλίθιε δούλε, πως είμαι δημόσιος υπάλληλος και αριστοκρατικής καταγωγής;» Πήρα ήσυχα ήσυχα το καπέλο μου και φόρεσα μόνος το παλτό μου. Αυτοί οι άνθρωποι δεν σε βοηθάνε ούτε το πανωφόρι σου να βάλεις. Πήγα σπίτι μου∙ έμεινα ξαπλωμένος στο κρεβάτι γι’ αρκετή ώρα κι έγραψα λίγους στίχους στο σημειωματάριό μου:
Είναι δεν είναι μια ώρα που σε είδα
και θέλω να σε ξαναδώ.
Χωρίς εσένα, αγάπη μου, δεν θέλω
πλέον να ζω.
Νομίζω πως είναι του Πούσκιν. Το βράδυ, τυλίχτηκα την κάπα μου και πήγα τρέχοντας στο σπίτι του διευθυντή μου. Περίμενα απέξω πολλή ώρα. Ήλπιζα να τη δω να βγαίνει από την πόρτα και να μπαίνει στην άμαξα. Ήθελα μόνο να τη δω, μα εκείνη δεν φάνηκε καθόλου.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ