Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Νικολάι Γκόγκολ: Το ημερολόγιο ενός τρελού [3 Οκτωβρίου]


3 Οκτωβρίου

Σήμερα συνέβη κάτι πραγματικά παράδοξο. Ξύπνησα αργά∙ όταν η Μαύρα μου έφερε τις καλογυαλισμένες μου μπότες, τη ρώτησα τι ώρα ήταν. Μόλις μου απάντησε πως ήταν περασμένες δέκα, πετάχτηκα όρθιος και ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Για να είμαι ειλικρινής, θα προτιμούσα να μην πατήσω καν το πόδι μου στο γραφείο, καθότι γνώριζα πολύ καλά το ξινισμένο ύφος, με το οποίο θα με υποδεχόταν ο τμηματάρχης. Καιρό τώρα, μου επαναλαμβάνει καθημερινά το ίδιο τροπάρι: «Ακούστε, φίλε μου∙ κάτι δεν πάει καλά μες στο κεφάλι σας. Τρέχετε πέρα δώθε ασταμάτητα, σαν τρελός. Έχετε ανακατέψει όλα τα έγγραφα∙ ο διάβολος ο ίδιος δεν βρίσκει άκρη μαζί τους! Γράφετε τις επικεφαλίδες με πεζά και δεν σημειώνετε ούτε τις ημερομηνίες ούτε τον αριθμό πρωτοκόλλου». Το κάθαρμα! Είναι απολύτως βέβαιο πως με ζηλεύει, επειδή κάθομαι στο γραφείο του Διευθυντή και διορθώνω τις πένες της Αυτού Εξοχότητάς του. Εν ολίγοις, δεν θα πήγαινα στο γραφείο, αν δεν έτρεφα την ελπίδα να συναντήσω τον λογιστή∙ πιθανώς να τον πίεζα να μου καταβάλει μια μικρή προκαταβολή από τον πενιχρό ούτως ή άλλως μισθό μου. Τι απαίσιος άνθρωπος αυτός ο λογιστής! Τι σπάγκος! Να προκαταβάλλει το μηνιάτικο; Θα περιμένεις ως τη Δευτέρα Παρουσία! Δεν πα’ να τον παρακαλάς γονατιστός και να χτυπιέσαι∙ τίποτα αυτός! Ο γκριζομάλλης διάβολος! Δεκάρα δεν δίνει – δεν πα’ να βρίσκεσαι στο χείλος του γκρεμού. Συγχρόνως, είναι σε όλους γνωστό πως η οικονόμος του στο σπίτι τον δέρνει. Πραγματικά, δεν καταλαβαίνω ποια οφέλη απολαμβάνει ο εργαζόμενος στην υπηρεσία μας. Εδώ, δεν υπάρχουν κανενός είδους ευεργετήματα. Ασφαλώς, στα οικονομικά ή τα δικαστικά γραφεία, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Εκεί, όλο και κάποιος άχαρος τύπος κάθεται σε μια γωνία και γράφει και γράφει ακατάπαυστα. Φοράει ένα φθαρμένο, ελεεινό παλτό και το πρόσωπό του είναι τόσο αποκρουστικό που ούτε για φτύσιμο δεν κάνει. Πρέπει να δεις όμως το υπέροχο, εξοχικό σπίτι που νοικιάζει! Δεν θα δεχόταν καν μια επίχρυση κούπα από πορσελάνη για δώρο. «Χαρίστε την στον οικογενειακό γιατρό σας», θα έλεγε. Τίποτα λιγότερο από ένα ζευγάρι καστανόχρωμα αλόγα, μια πολυτελή άμαξα ή ένα καστόρινο παλτό αξίας τριακοσίων ρουβλιών δεν θα τον ικανοποιούσε. Κι όμως: δείχνει τόσο πράος και γαλήνιος και, με εξαιρετική προσήνεια, σου λέει: «Μου δίνετε, σας παρακαλώ, το μαχαιράκι σας∙ θέλω να διορθώσω την πένα μου». Εν τούτοις, γνωρίζει πώς να χαράξει τον πελάτη ή τον αιτούντα μέχρι ν’ αφήσει ολόκληρη πληγή πάνω στο σώμα του. Οφείλω βέβαια να ομολογήσω πως τα πάντα στο γραφείο μας γίνονται με τον πλέον ενδεδειγμένο και ευπρεπή τρόπο∙ τέτοια καθαριότητα και καλαισθησία δεν βρίσκεις ούτε στα κυβερνητικά γραφεία.

Τραπέζια φτιαγμένα από μαόνι, ενώ προϊστάμενοι, υπάλληλοι και κοινό απευθύνουν τον λόγο ο ένας στον άλλον σε άψογο πληθυντικό. Για να πω την αλήθεια, αν η εν λόγω τυπικότητα δεν συνιστούσε αναπόσπαστη συνθήκη του εργασιακού μου περιβάλλοντος, θα είχα υποβάλει την παραίτηση μου στη διεύθυνση εδώ και καιρό. Φόρεσα την παλιά, φθαρμένη κάπα μου και πήρα την ομπρελά, καθότι είχε πιάσει να βρέχει. Στους δρόμους: ψυχή. Ελάχιστες μόνο γυναίκες κυκλοφορούσαν καλά κουκουλωμένες. Πού και πού συναντούσα κανέναν αμαξά ή κάποιον έμπορο με ανοιχτή την ομπρέλα του. Από τις υψηλές κοινωνικές τάξεις μόνο ένας δημόσιος υπάλληλος έκοβε βόλτες εδώ κι εκεί. Μόλις τον είδα στη διασταύρωση, είπα μέσα μου: «Α, φίλε μου! Εσύ δεν πας στο γραφείο – εσύ ακολουθείς τη νεαρή δεσποινίδα που περπατάει μπροστά σου. Είσαι από κείνους τους δημόσιους υπαλλήλους που τρέχουν πίσω απ’ το πρώτο φουστάνι που θα βρουν στον δρόμο τους. Τι ελεεινός! Χειρότερος και από αξιωματικό! Έτοιμος να ριχτεί στο πρώτο θηλυκό που θα περάσει». Ενώ πάσχιζα ν’ ακολουθήσω τον ειρμό των σκέψεών μου, αντιλήφθηκα να σταματάει μιαν άμαξα μπροστά από ένα μαγαζί, την ίδια στιγμή που εγώ περνούσα έξω απ’ τη βιτρίνα του. Την αναγνώρισα αμέσως: ήταν η άμαξα του διευθυντή μας. «Μα τι δουλειά έχει αυτός στα καταστήματα;» αναρωτήθηκα μέσα μου. «Η κόρη του θα ’ναι». Έγειρα και ακούμπησα στον τοίχο. Ένας λακές άνοιξε την πόρτα κι εκείνη, όπως το φαντάστηκα, βγήκε έξω από την άμαξα πεταρίζοντας σαν πουλάκι. Ποσό περήφανα έστρεψε το βλέμμα της δεξιά και αριστερά! Πώς έσμιξε τα φρύδια της και άστραψαν κεραυνούς τα μάτια της! Κύριε των δυνάμεων! Είμαι χαμένος – είμαι αμετάκλητα χαμένος. Μα γιατί να βγει έξω με τόσο απαίσιο καιρό; Κι ύστερα λένε ότι οι γυναίκες είναι αρρωστημένα παθιασμένες με τα ακριβά, πολυτελή τους ρούχα! Δεν με αναγνώρισε. Βέβαια είχα καλυφθεί με την κάπα μου όσο καλυτέρα μπορούσα. Βρώμικη, παλιομοδίτικη∙ θα προτιμούσα να μην με δει να τη φοράω. Σήμερα οι κάπες σχεδιάζονται με μεγάλους γιακάδες∙ η δικιά μου είχε κοντούς, τον έναν πάνω στον άλλον, ενώ το ύφασμά της ήταν κακής ποιότητας. Η σκυλίτσα της νεαρής κοπέλας δεν επιτρεπόταν να μπει στο κατάστημα κι έτσι έμεινε έξω, στο πεζοδρόμιο. Την ξέρω αυτήν τη σκυλίτσα∙ το όνομά της είναι Μέτζη. Δεν προλαβαίνει να περάσει ένα λεπτό και ακούω μια φωνή να λέει: «Καλημέρα, Μέτζη!» Ποιος διάβολος μίλησε; Κοίταξα γύρω μου και είδα δύο κυρίες –η μια ήταν γριά κι η άλλη αρκετά νέα– να περπατάνε γρήγορα κάτω από μια ομπρέλα. Ήδη με είχαν προσπεράσει, όταν άκουσα ξανά την ίδια φωνή: «Αίσχος! Ντροπή σου, Μέτζη!» Τι διάβολο ήταν πάλι αυτό; Είδα τη Μέτζη να οσφραίνεται ένα άλλο σκυλί που ακολουθούσε τις δύο γυναίκες. Τι διάβολο! «Μεθυσμένος είμαι;» αναλογίστηκα. «Κάτι τέτοιο όμως σπάνια συμβαίνει». «Όχι, Φιντέλ, άδικα σκέπτεσαι για τον εαυτό σου έτσι», άκουσα ξεκάθαρα τη Μέτζη να μου απαντάει. «Ήμουν βαριά –γαβ– ήμουν βαριά –γαβ, γαβ– βαριά άρρωστη». Τι ασυνήθιστη σκυλίτσα! Οφείλω να ομολογήσω πως εξεπλάγην πραγματικά όταν την άκουσα να μιλάει με ανθρώπινη λαλιά. Μόλις, όμως, σκέφτηκα το ζήτημα καλυτέρα, η κατάπληξη μου χάθηκε οριστικά. Για να λέμε την αλήθεια, παρόμοια γεγονότα συμβαίνουν ανά την υφήλιο συχνά. Φημολογείται πως στην Αγγλία κάποτε ένα ψάρι έβγαλε το κεφάλι του από το νερό και ξεστόμισε δυο τρεις λέξεις σε μια τόσο παράξενη κι ανοίκεια γλώσσα, ώστε και οι πιο σοφοί άνθρωποι του κόσμου δεν μπόρεσαν μέχρι σήμερα να τις ερμηνεύσουν, μολονότι έχουν καταπιαστεί με το εν λόγω εγχείρημα εδώ και τρία χρόνια. Επίσης, διάβασα στην εφημερίδα για δύο αγελάδες που μπήκαν σε ένα κατάστημα και ζήτησαν μια λίβρα τσάι. Στο μεταξύ, η Μέτζη μού είπε κάτι ακόμα πιο εντυπωσιακό: «Σου έγραψα, Φιντέλ, προσφάτως∙ φαίνεται πως ο Πολκάν δεν σου παρέδωσε ποτέ το γράμμα!» Δεν είχα ξανακούσει στη ζωή μου για σκυλί που μπορεί να γράφει! Τ’ ορκίζομαι∙ να χάσω τον μισθό ενός μήνα, αν λέω ψέματα. Μόνο οι ευγενείς γράφουν σωστά. Η γραφή των εμπόρων και των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων είναι μάλλον μηχανική: ούτε κόμματα, ούτε τελείες, ούτε συντακτικό.

Σάστισα. Τον τελευταίο καιρό βλέπω και ακούω πράγματα που οι άλλοι άνθρωποι δεν βλέπουν ούτε ακούν. «Θα ακολουθήσω», σκέφτηκα, «αυτό το σκυλί για να καταλάβω τι ακριβώς συμβαίνει». Άνοιξα, λοιπόν, την ομπρέλα μου και πήρα από κοντά τις δύο κυρίες.

Κατηφόρισαν την οδό Μπιζελιών, έστριψαν στην οδό Μικροαστών κι ύστερα μπήκαν στην Ξυλουργών. Σταμάτησαν πριν τη Γέφυρα Κοκούσκιν και στάθηκαν μπροστά σε ένα τεράστιο σπίτι. «Το γνωρίζω αυτό το σπίτι. Είναι του Σβερκόφ. Τι κτήνος! Τι σόι άνθρωποι ζουν εκεί μέσα! Και πόσοι μάγειρες, πόσοι ύποπτοι φιλοξενούμενοι! Ακόμη και συνάδελφοι, δημόσιοι υπάλληλοι δηλαδή, βρίσκονται σ’ αυτό το σπίτι – παστωμένοι σαν σαρδέλες ο ένας πάνω στον άλλον. Υπάρχει κι ένας φίλος μου ανάμεσά τους – εξαιρετικός κορνετίστας». Οι κυρίες ανέβηκαν στον πέμπτο όροφο. «Πάει καλά», σκέφτηκα. «Θα σημειώσω διεύθυνση και αριθμό και θα ερευνήσω το ζήτημα με την πρώτη ευκαιρία».

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ