Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

Μύθος και Ιστορία


Ο Καινός διαιρέτης επαναφέρει ένα θεμελιώδες αίτημα: ποίηση που οικοδομεί τη δική της ανθρωπολογία με δραματικά σύνεργα. Ας ξεκινήσω από την τελευταία συνθήκη: η σύνθεση του Γιάννη Ευθυμιάδη δεν διαβάζεται με το μάτι, αλλά με το στόμα. Καθόλου παράδοξο το νόημα της παραπάνω πρότασης, αν αναλογιστεί κανείς τα εν λόγω ποιήματα και σπαράγματα ως επιλεγόμενα αποσπάσματα ενός μεγαλόπνοου θεατρικού δράματος. Και δεν είναι δύσκολο να δοκιμάσει ο αναγνώστης αυτή την αίσθηση. Όχι γιατί η ενότητα που μας εισάγει, για παράδειγμα, στο έργο επιγράφεται Ισμηνός –το «αισχύλειο» ποτάμι– κι ούτε βέβαια λόγω των γνώριμων από την αρχαία τραγωδία σχημάτων και μύθων που αποτελούν –ως επί το πλείστον, αφού την αφήγηση του Καινού διαιρέτη συμπληρώνει η ερμηνευτική προσέγγιση επεισοδίων και από τη βιβλική παράδοση– το πρωτογενές υλικό, το οποίο τόλμησε να διαχειριστεί ο Ευθυμιάδης. Οι παραπάνω όροι συνιστούν τους απαραίτητους αρμούς στο Κενό∙ τα χάσματά τους υπάρχουν ζωτικά – μόνο και μόνο για να τραφούν με ακραιφνή ποιητικό λόγο. Εν προκειμένω, η δραματικότητα –ως αίσθηση και έκφραση– εντοπίζεται στην κατ’ εξοχήν πηγή της: στη φωνή. Μια φωνή με ένταση δραματική – όχι λυρική, σε καμία περίπτωση λυρική: ας μην ξεγελάσει εδώ η συμπαράθεση του μεμονωμένου ποιήματος με το αποφθεγματικού χαρακτήρα σπαράγματος που βρίσκεται στην ίδια σελίδα. Πρόκειται για έναν τρόπο, μόλις έναν από την πληθώρα των επιλογών, που παραδίδεται στον δημιουργό, που υιοθετείται ή ανακαλύπτεται από αυτόν, για να διαρθρώσει τη σύνθεσή του. Προφανώς, δεν είναι οπωσδήποτε λυρικό κάθε ολιγόστιχο ποίημα. Προφανώς, η πύκνωση της έκφρασης δεν συνιστά αποκλειστική αρετή της λυρικής ποίησης και ευτυχώς ο Ευθυμιάδης δεν διαχειρίζεται τον στίχο του κατά τη σύγχρονη, εν πολλοίς παρηκμασμένη, αντίληψη περί αυτής. Εδώ, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σχέδιο ολότητας∙ έστω κερματισμένο – κι ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ακούγεται μία στιβαρή φωνή – δεν κραυγάζει∙ φυσικά, ούτε θρηνεί∙ αισθάνεται απολύτως βέβαιη για τον Λόγο της, τον οποίο ελέγχει με εντυπωσιακή διαύγεια, ακόμη και εκείνες τις ελάχιστες φορές που ο στοχασμός προστρέχει σε περιττά λεκτικά παίγνια –εξίσου περιττές είναι και οι «μουσικές υποδείξεις» που συνοδεύουν την είσοδο του αναγνώστη σε κάθε μία από τις τέσσερις ενότητες του βιβλίου– αδικώντας ίσως τον εαυτό του. Κυρίως, όμως, αυτή η φωνή ανταποκρίνεται πλήρως στο καίριο ζητούμενο του δραματικού λόγου: να μεταδώσει στον αναγνώστη τις ισχυρές εντάσεις του ανθρώπινου πάθους και όχι να τον κρατήσει σε απόσταση πλήττοντάς τον καταιγιστικά με την πυκνή –και λειτουργικά «θορυβώδη»– εικονοποιία του.

Στον πυρήνα του ποιήματος περιδινείται η αδιάκοπη προσπάθεια του ανθρώπου να ετεροκαθορίσει την ταυτότητά του στον συγκερασμό Μύθου και Ιστορίας. Για την πραγμάτωση αυτού του εγχειρήματος, ο Ευθυμιάδης επικαλείται την σκοτεινή καταγωγή της κυρίαρχης αντίληψης περί «ελληνικότητας», που μαίνεται μέχρι τις μέρες μας, παρά τις στρεβλώσεις που έχει υποστεί και συνεχίζει να υφίσταται, είτε από τη δογματική ταύτιση χριστιανισμού-ελληνισμού, σε μια ακραία έκφανση όπου ο ένας όρος δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τον άλλον –πόσω μάλλον να διαχωριστεί–, είτε από την αντανακλαστική αντίδραση των πολέμιων της παραπάνω θέσης που αρνούνται(;) να δεχθούν πως ο εκχριστιανισμός της τότε ελληνικής επικράτειας, με όλα τα επακόλουθά του, εξακολουθεί ν’ αποτελεί βασική παράμετρο της καθημερινότητας σημαντικής μερίδας συμπολιτών τους και άρα –καλώς ή κακώς– ρυθμιστή της σύγχρονης σκέψης πάνω στην παράσταση του κόσμου και την εξέλιξη του πολιτισμού. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να παραβλέπεται· μπορεί ασφαλώς να επικρίνεται, ακόμη και να απορρίπτεται· ωστόσο φαντάζει αδιανόητο να αγνοείται. (Όσο αδιανόητο κρίνω, για παράδειγμα, να εθελοτυφλούμε μπροστά στις επιρροές μας από την Εγγύς Ανατολή, ή να υποτιμούμε το βαλκανικό μέρισμα στην ελληνική υπόσταση.) Η σύνθεση του Καινού διαιρέτη μοιάζει να δομείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που χτίστηκαν οι πρώτες χριστιανικές εκκλησίες στον ελλαδικό χώρο: τα συντρίμμια του αρχαίου ελληνικού ναού μετατράπηκαν στην πέτρα της βιβλικής κοσμοθεώρησης. Πολυθεϊσμός, παγανισμός, χριστιανισμός κάλλιστα διέπονται από την ίδια ιερότητα. Το πνευματικό άγχος του ανθρώπου ν’ αντεπεξέλθει στη μοίρα του, να δει και να αναγνωρίσει το πρόσωπο του Υπέρτατου Όντος, ακολουθεί απαρέγκλιτα την ροή του ποταμού Χρόνου· δεν γνωρίζει από «θεό δεσμώτη» και «θεό λυόμενο» – ίσως μόνο από θεό τοκογλύφο. «Είναι κι ο χρόνος ένας τόπος να εξοριστείς», γράφει ο Ευθυμιάδης και δεν μπορεί να μην ζωντανέψει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη η νεορομαντική εικόνα του έκπτωτου ανθρώπου: εκείνου του βίαια αποκομμένου πλάσματος από κάποια φαντασιακή, πιθανώς, ολότητα στην οποία υποθέτει πως ανήκε πριν – πώς άλλως; Του πλάσματος που περιφέρει την πληγή από τη συντριβή του σ’ αυτόν τον σκύβαλο κόσμο, αναζητώντας να τον οικειοποιηθεί· να νιώσει πως εδώ έστω μπορεί να στεγάσει την ψυχή του. Του πλάσματος που βρίσκεται σε αέναη πάλη με τη δαιμονική μορφή του χρόνου.

Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως στον Καινό διαιρέτη ο ετεροκαθορισμός του Εγώ επεκτείνεται από τη θεμελιώδη ιδέα του ποιήματος στην εκφορά αυτού: πως ο λόγος του Ευθυμιάδη ετεροκαθορίζεται από φωνές προπατόρων και φιλολογικά σχήματα, από τον δραματικό μονόλογο, το επεισόδιο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και τη βιβλική αφήγηση και πως τελικά το εν λόγω βιβλίο δεν είναι παρά «ρεβιζιονισμός» –ούτε καν «αναθεώρηση»– μιας τετριμμένης ποιητικής. Σε αυτή την περίπτωση, θα αντέτασσα πως η ερμηνευτική δύναμη του ποιητή εξουσιάζει απόλυτα την ιδιοφωνία του και πως πέρα από σχήμα διάνοιας είναι πάντα και υπόθεση στήθους: ψυχής, δηλαδή, και ανάσας. Κι αυτό θ’ αρκούσε.

ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ

Φλέβες οι ποταμοί
καρδιά η θάλασσα, ίδιος παλμός ενώνει τα νερά.
Ποιος Ισμηνός;
Ποιος Σκάμανδρος;
Ποιος Ιορδάνης;
Όπου καθρεφτιστείς, το πρόσωπό σου απαράλλαχτο.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ