Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Νοβάλις: Ύμνοι στη Νύχτα, VI [Νοσταλγώντας τον θάνατο]

VI

Νοσταλγώντας τον θάνατο

Βαθιά στην αγκαλιά της γης, όπου το φως δεν έχει εξουσία, εκεί είναι το παράφορο πλήγμα και το μένος της οδύνης, ευνοϊκοί οιωνοί για το ταξίδι. Γρήγορα πλησιάζουμε την όχθη του ουρανού με τη στενή μας βάρκα.

Ευλογημένη η ακατάλυτη νύχτα που μας τάχθηκε, ο ύπνος ο γαλήνιος που διαρκεί το Αιώνιο. Όντως, μας ζέστανε η μέρα· μας μάραναν τα θλιβερά της έργα. Μας κούρασε η χαρά του ξένου· ας επιστρέψουμε στο σπίτι του Πατέρα!

Τι θέλουμε στον κόσμο αυτόν με την αγάπη και την πίστη μας; Ό,τι παλιό θα γκρεμιστεί· τότε, το Νέο τι θα μας υποσχεθεί; Αχ, έρημος στέκεται –βαθύς στεναγμός– όποιος με ευλάβεια και πάθος αγαπάει το Παρελθόν:

όπου εκτυφλωτικές οι αισθήσεις έκαιγαν σε φλόγες ψηλές· όπου οι άνθρωποι ακόμη αναγνώριζαν το χέρι και την όψη του Πατέρα. Κι απ’ τα μεγάλα πνεύματα, πολλοί ακόμη έμοιαζαν, με απλότητα, στην αρχέτυπη εικόνα τους.

Όπου ακόμη έλαμπαν πανάρχαιοι κορμοί πλήθος άνθη και τα παιδιά ζητούσαν την οδύνη και τον θάνατο για το Βασίλειο των Ουρανών. Όπου η χαρά μιλούσε κι η ζωή· κι ωστόσο, σπάραζε η καρδιά πολλών γι’ αγάπη.

Όπου ο Θεός φανέρωσε με πάθος νεανικό τον εαυτό του και τη γλυκιά ζωή, με αγάπη, αφιέρωσε στον πρόωρο θάνατό του. Ο τρόμος κι η οδύνη δεν πηγάζουν απ’ Αυτόν· το Τέλος Του ό,τι μας έμεινε: ακριβό.

Με έντρομη νοσταλγία βλέπουμε το Παρελθόν τυλιγμένο την ερεβνή νύχτα. Η δίψα μας δεν θα σβήσει ποτέ μέσα στο Εφήμερο των εποχών. Πρέπει να επιστρέψουμε στην πατρίδα για να δούμε τον κάποτε εκείνον άγιο Καιρό.

Τι αργεί ακόμη αυτόν τον γυρισμό; Οι αγαπημένοι μας αναπαύονται ήδη από καιρό. Έγκλειστη κρατάει ο τάφος τους τη ροή του βίου μας. Πλέον, δεν έχουμε να αναζητήσουμε κάτι. Η καρδιά χορτάτη – ο κόσμος είναι που πεινάει.

Αδιάκοπο, κρυφό ένα ρίγος γλυκό μάς διαπερνάει – μου φαίνεται πως απαντάει στον θρήνο μας αντίλαλος από τις έγκατες εκτάσεις. Οι αγαπημένοι νοσταλγούν καθώς εμείς κι έστειλαν μια ανάσα νοσταλγία σημάδι.

Κάτω, στη νύφη τη γλυκιά, στον Ιησού τον Αγαπημένο – κουράγιο σ’ εκείνους που αγαπούν, τους λυπημένους: φέγγει η αυγή του βραδινού. Όνειρο σπάζει τα δεσμά και μας βυθίζει στου Πατρός την αγκαλιά.


NOVALIS [1772-1801]
Γερμανός ποιητής

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Νοβάλις: Ύμνοι στη Νύχτα, V

V

Προ αμνημονεύτων χρόνων, σιδερένια Μοίρα εξουσίαζε τις διάσπαρτες φυλές των ανθρώπων με άλαλη βία. Βαριά, σκοτεινά δεσμά έσφιγγαν την έντρομη ψυχή τους. Απέραντη απλωνόταν η γη – κατοικία και πατρίδα των Θεών. Από αιώνες μυστήρια ορθωνόταν η Κτίση της. Πάνω από τα κόκκινα βουνά της αυγής, μέσα στην ιερή αγκαλιά της θάλασσας, κατοικούσε ο ήλιος: το ζωντανό, εκτυφλωτικό φως που έκαιγε τα πάντα.

Ένας αρχαίος γίγαντας βάσταζε στην πλάτη του τον μακάριο κόσμο. Δεσμώτες κάτω από βουνά ζούσαν οι πρωτότοκοι της Μητέρας-Γης: ανήμποροι μέσα στο ολέθριο μένος τους για το καινούριο, υπέρλαμπρο γένος των Θεών και το συγγενές του γένος των χαρούμενων ανθρώπων. Τα σκοτεινά πράσινα βάθη της θάλασσας ήταν η αγκαλιά μιας θεάς. Στις κρυστάλλινες σπηλιές ξεφάντωνε ένα ακόλαστο πλήθος. Ποτάμια και δέντρα και άνθη και ζώα είχαν ανθρώπινες αισθήσεις. Γλυκό κερνούσε το κρασί η αφθονία κι έπαιρνε νεανική μορφή: ένας θεός ανάμεσα στα αμπέλια· μία στοργική μητέρα θεά που δέσποζε μέσα στα ολόχρυσα δεμάτια – η ιερή μέθη της αγάπης: γλυκό προσκύνημα στην ομορφότερη θεά – μια ατέλειωτη, πολύχρωμη γιορτή των παιδιών του Ουρανού και των κατοίκων της Γης βούιζε η ζωή, όπως η άνοιξη μες τους αιώνες. Και όλες οι φυλές λάτρευαν με αφέλεια παιδική την αιθέρια φωτιά με τις πλήθος πτυχές, σαν ό,τι το Ύψιστο του κόσμου. Ένας και μόνο υπήρχε στοχασμός· μία και μόνο φρικτή οπτασία,

που χύμηξε φοβερή στα πρόσχαρα τραπέζια
και περιέβαλε το πνεύμα με άγρια ταραχή.
Κι ούτε οι θεοί δεν γνώριζαν ποια συμβουλή
θα γέμιζε παρηγοριά τα σκοτισμένα στήθη.
Άδυτος ο δρόμος του τέρατος
και καμιά ικεσία, καμία προσφορά δεν κατεύναζε την οργή·
Ο θάνατος ήταν που έπαψε με πόνο,
με αγωνία και δάκρυα την γιορτή.

Για πάντα, πλέον, απομονωμένο από το καθετί
ό,τι σαλεύει εδώ η καρδιά με ολόγλυκη λαγνεία,
που θάλλει απ’ τους αγαπημένους μακριά,
κι εγείρει την μακρά οιμωγή, την μάταιη νοσταλγία·
ένα όνειρο αμυδρό έμοιαζε στον νεκρό απλώς
και τού επέβαλε μια ανήμπορη μονομαχία:
στον βράχο της απύθμενης θλίψης έσπαζε
το κύμα της ευδαιμονίας.

Με τόλμη και την υψηλή φλόγα των αισθήσεων
ομόρφαινε ο άνθρωπος την αποτρόπαιη μάσκα·
ένας πράος νέος άντρας σβήνει το φως και αναπαύεται –
το τέλος θα ’ναι σίγουρα γλυκό, καθώς ο στεναγμός μιας
άρπας.
Η μνήμη λιώνει στον ψυχρό κατακλυσμό των ίσκιων·
έτσι το τραγούδι έψαλε την θλιβερή ανάγκη.
Κι ωστόσο, αίνιγμα παρέμεινε η νύχτα η ακατάλυτη:
μιας εξουσίας μακρινής το αυστηρό σύμβολο και σημάδι.

Ο αρχαίος κόσμος πλησίαζε στο τέλος του. Ο χαρούμενος κήπος του νέου γένους είχε μαραθεί – ψηλά, στον έρημο, στον πιο ελεύθερο χώρο προσέτρεχαν οι άνθρωποι, καθώς μεγάλωναν και άφηναν την παιδική τους ηλικία. Οι θεοί χάνονταν με την ακολουθία τους. Η φύση: έρημη και άψυχη. Με σιδερένιες αλυσίδες την κρατούσαν ο στείρος αριθμός και το αυστηρό μέτρο δεμένη. Και της ζωής η απροσμέτρητη ανθοφορία σκόρπιζε, όπως οι άνεμοι κι η σκόνη, σε σκότος λέξεις. Η πίστη παράκληση κι η Φαντασία, η επουράνια σύντροφος που μεταβάλλει τα πάντα και τα συναδελφώνει, είχαν δραπετεύσει. Μίσος φυσούσε ένας ψυχρός βοριάς πάνω από κόκαλα λιβάδια, και παγωμένη η πατρίδα των θαυμάτων έφευγε, σκόρπιζε στον αιθέρα. Κατάφωτοι κόσμοι κατέκλυζαν τις ουράνιες εκτάσεις. Σε πιο βαθύ Ιερό, στον πιο υψηλό χώρο της αγάπης σερνόταν η Ψυχή με όσες της δυνάμεις – για να εξουσιάσει, εκεί, ως την αυγή της καθημερινής λαμπρότητας του κόσμου. Το φως δεν ήταν πια οικία των θεών και ουράνιο σημάδι – τώρα, τους έσκεπε η νύχτα με τα πέπλα της: η δύναμη αγκαλιά της Αποκάλυψης – κι εντός της οι θεοί επέστρεφαν και βυθίζονταν στον ύπνο τους, για να υπερβούν καινές μορφές πλήρεις φωτός την μεταμόρφωση του κόσμου. Σε έναν λαό, που ωρίμασε πρόωρα πολύ από όλους περιφρονημένος, κι απ’ την αγνή, μακάρια νεότητα πεισματικά έμεινε ξένος, πρόβαλε ο νέος κόσμος το ως τότε άγνωστο πρόσωπό του· στην φτώχεια ενός ποιητικού καταλύματος· Υιός της πρώτης παρθένου μητέρας – του μυστικού εναγκαλισμού αιώνιος καρπός. Πρώτη η σοφία της Ανατολής –διαίσθηση ανθισμένη– εννόησε την απαρχή της νέας Εποχής. Άστρο τούς έδειχνε την οδό για το ταπεινό λίκνο του Βασιλιά. Στο όνομα του απώτερου μέλλοντος τον προσκύνησαν λαμπρότητα και ευωδία: τα ύψιστα θαύματα της φύσης. Έρημη άνοιγε η ουράνια καρδιά: άνθος της παντοδύναμης αγάπης – στραμμένο στην απόμακρη όψη του πατέρα, γαλήνιο επάνω στο μακάριο στήθος οιωνό της στοργικά αυστηρής μητέρας. Με ένθεο πάθος κοιτούσε ο προφήτης οφθαλμός του νέου Βλαστού τον μέλλοντα καιρό και τους αγαπημένους: τους απόγονους του θεϊκού του γένους – αμέριμνος για ό,τι πεπρωμένο του επί γης. Γρήγορα γύρω του μαζεύτηκαν οι πλέον άδολες καρδιές, κυριευμένες από την βαθιά, θαυμάσια αγάπη. Κοντά του, φύτρωνε βλαστός μια νέα ζωή: όμως, για εκείνον ξένη. Αστείρευτες οι λέξεις, χαρμόσυνες ειδήσεις, σαν σπίθες ενός πνεύματος θεού έπεφταν από τα φιλικά του χείλη. Από ακτή ακτές μακριά, κάτω απ’ της Ελλάδας γεννημένος τον χαρούμενο ουρανό, ήλθε ένας Βάρδος στην Παλαιστίνη, και δόθηκε με όλη του την καρδιά στο βρέφος των θαυμάτων:

εσύ είσαι η μορφή του νέου ανδρός, που από καιρό
στέκει στους τάφους μας βαθιά στοχαστική·
ένα παρήγορο σημάδι μέσα στο έρεβο σκοτάδι–
του πιο υψηλού Ανθρώπου η χαρμόσυνη αυγή.
Ό,τι μας γκρέμισε στην άβυσσο θλίψη,
με νοσταλγία γλυκιά, τώρα μας ανασύρει.
Στην ώρα του θανάτου πρόβαλε η αιώνια ζωή·
εσύ είσαι θάνατος, και λύτρωση μαζί.

Και κίνησε όλο αγαλλίαση για το Ινδουστάν – μεθυσμένη η καρδιά του από αγάπη γλυκιά, ξεχείλιζε τραγούδια την παραφορά κάτω απ’ τον ήπιο ουρανό, ώστε ένα πλήθος καρδιές υποκλινόταν στο πέρασμά του και το χαρμόσυνο άγγελμα σήκωνε στον αέρα χίλιες χιλιάδες κλαδιά. Σύντομα, μετά τον αποχωρισμό του, η ακριβή ζωή μετρήθηκε: θυσία για την άβυσσο πτώση του ανθρώπου· κι Εκείνος πέθανε σε νεαρή ηλικία· ξένος πολύ από τον προσφιλή Του κόσμο: τον θρήνο της μητέρας και τους δειλούς συντρόφους. Το στόμα Του: μειλίχιο· άδειασε το σκοτεινό ποτήρι των φρικτών Παθών. Με δέος και αγωνία πλησίαζε η στιγμή της Γέννησης τον Νέο Κόσμο. Σκληρά αντιστάθηκε στους φόβους του παλιού θανάτου. Βαρύ επάνω Του έσπαζε το φορτίο του παλιού κόσμου. Το βλέμμα Του αποζήτησε την μητέρα ακόμη μία φορά – τότε Τον έπληξε λυτρωτικό το χέρι της αιώνιας ζωής – και κοιμήθηκε. Λίγες ημέρες μόνο, κρεμόταν το βαθύ πέπλο πάνω απ’ την γη που έτρεμε, πάνω απ’ την θάλασσα βουή –ξεσπούσαν οι αγαπημένοι Του σε δάκρυα ποτάμια. Και άνοιξε η σφραγίδα του Μυστηρίου – και πνεύματα ουράνια σήκωναν, έπαιρναν ψηλά την πανάρχαιη πέτρα από τον σκοτεινό τάφο. Άγγελοι παραστέκονταν στον προσκέφαλο ύπνο Του – απ’ ό,τι του ονείρου Του με αβρότητα πλασμένοι. Και ξύπνησε μέσα στην νέα λαμπρότητα των θεών και αναδύθηκε στα Ύψη του νεογέννητου κόσμου – κι έθαψε με το ίδιο Του το χέρι το Παλιό Πτώμα στην έρημη σπηλιά και κύλησε στην θέση της, με παντοδύναμο χέρι, την πέτρα που δε θα παραμέριζε καμία δύναμη, ποτέ πια!

Ακόμη δακρύζουν χαρά οι αγαπημένοι Σου: δάκρυα συγκίνησης και της απύθμενης ευγνωμοσύνης στον τάφο Σου· ακόμη Σε βλέπουν –έντρομη αγαλλίαση– να ανασταίνεσαι· και ανασταίνονται κι εκείνοι· ακόμη βλέπουν να θρηνείς πάθος γλυκό στο στήθος της μητέρας· ακόμη αυστηρός να περιφέρεσαι μαζί με τους συντρόφους Σου και να κηρύττεις λέξεις που έδρεψες από το Δέντρο της Ζωής τον Λόγο Σου· κι ακόμη: να σπεύδεις όλο νοσταλγία στα χέρια του Πατέρα· τον Νέο Άνθρωπο να φέρνεις και τα αστείρευτα ποτήρια του μέλλοντα χρυσού καιρού. Σύντομα η μητέρα έσπευσε να Σε ακολουθήσει – σ' έναν θριαμβικό ουρανό. Η πρώτη δίπλα Σου στη νέα πατρίδα. Έκτοτε, κύλησε πολύς καιρός και σάλευε όλο και πιο λαμπερή η νέα Σου Κτίση· χιλιάδες ήλθαν κοντά Σου, αφήνοντας τον πόνο και τις τύψεις, και Σε ακολούθησαν γεμάτοι αφοσίωση και νοσταλγία και πίστη – περπατώντας μαζί Σου, και με την ουράνια Παρθένο, στο Βασίλειο της αγάπης: Υπηρέτες στον Ναό του ουρανού θανάτου και δικοί Σου εις τους αιώνες.

Σηκώνεται η πέτρα
και ο Άνθρωπος ξυπνά·
σ’ εσένα μένουμε πιστοί
και δεν νιώθουμε δεσμά.
Ρέει πικρότατη η οδύνη
μπρος στο χρυσό ποτήρι,
όταν η Πλάση και η ζωή,
στον τελευταίο Δείπνο, υποκύπτει.

Σε γάμο ο θάνατος καλεί·
και εκτυφλωτικοί καίνε οι λύχνοι·
στη θέση τους οι παρθένες–
το λάδι να μην λείψει.
Κι όμως: οι εκτάσεις ηχούσαν
την πομπή από μακριά
και τα άστρα μάς καλούσαν
με ανθρώπινη λαλιά.

Χιλιάδες, Μαρία, υψώνονται
καρδιές προς την Ουσία σου.
Και μόνο εσένα αποζητούν
στον Ίσκιο της ζωής:
ελπίζουν να θεραπευθούν
με προφητική χαρά.
Κράτα τους, άγια ύπαρξη,
στο πιστό στήθος σου σφιχτά.

Έτσι αυτοί, που κατατρώγονται
από φλόγα βάσανα πικρά,
φεύγουν απ’ τον κόσμο αυτόν
και σ’ εσένα στρέφονται ξανά:
που μάς έδραμες βοηθός
στην ανάγκη και στον πόνο.
Τώρα, σπεύδουμε κι εμείς μαζί τους
για να υπάρξουμε στο Αιώνιο.

Όποιος την πίστη του αγάπη εκφέρει,
σε τάφο οδύνη δεν θρηνεί.
Το γλυκό αγαθό της αγάπης
κανένας δεν του το στερεί.
Η νύχτα: έκσταση τον κατακλύζει
και την νοσταλγία του καταπραΰνει·
πιστά τα παιδιά του Ουρανού
την επικράτεια της καρδιάς του φρουρούν.

Κουράγιο, οδεύει η καθ’ ημάς
ζωή προς στην Αιώνια·
η μέσα φωτιά διευρύνει
και μεταμορφώνει το Πνεύμα μας.
Λιώνει ο κόσμος των αστερισμών,
ρέει: χρυσός οίνος ζωής.
Ως τον πάτο θα τον ξεδιψάσουμε
και άστρα εκτυφλωτικά θα λάμψουμε.

Η αγάπη ελευθερώθηκε: έσπασαν τα δεσμά·
και χωρισμός: ποτέ πια.
Φουσκώνει, αγριεύει όλη η ζωή,
σαν θάλασσα απέραντη δίχως ακτή.
Μόνο μία νύχτα αγαλλίαση·
μόνο ένα ποίημα αιώνιο·
και ο γεμάτος ήλιος μας
είναι του Θεού το πρόσωπο.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

NOVALIS [1772-1801]
Γερμανός ποιητής

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Νοβάλις: Ύμνοι στη Νύχτα, IV


IV

Τώρα γνωρίζω πότε θα έρθει η τελευταία αυγή – όταν το φως πάψει να διώχνει την αγάπη και τη νύχτα· όταν ο ύπνος: αιώνιος, ένα όνειρο αστείρευτο και μόνο. Εντός μου εξαντλημένος ο ουρανός. Μακρύς κι επώδυνος ο δρόμος του προσκυνήματος στον άγιο Τάφο κι επαχθής ο σταυρός. Το κρυστάλλινο κύμα, το ασύλληπτο για τις κοινές αισθήσεις, ξεσπάζει την πηγή του βαθιά στη σκοτεινή αγκαλιά του υψώματος που συντρίβει στα πόδια του τον γήινο κατακλυσμό – αυτός που το δοκίμασε, αυτός που στάθηκε ψηλά στο σύνορο βουνό του κόσμου και κάρφωσε το βλέμμα του στη νέα γη, στο ενδιαίτημα της νύχτας, πράγματι, δεν γυρνά στην αναταραχή του κόσμου, στη γη όπου το φως κατοικεί σε διαρκή αταξία.

Εκεί χτίζει καλύβες, τα ειρηνικά του καταλύματα, εκεί ερωτεύεται και νοσταλγεί, και ατενίζει, ωσότου η πλέον ευπρόσδεκτη απ’ όλες τις ώρες να τον τραβήξει κάτω στη ρίζα της πηγής – της γης ό,τι αναδύεται και το σαρώνουν θύελλες, μα ό,τι αγίασε το άγγιγμα του έρωτα, ελεύθερο κυλάει μέσα από δρόμους μυστικούς στο Επέκεινα, όπου, σαν ευωδιά, αναμιγνύεται τον ύπνο των Αγαπημένων.

Ακόμη ξυπνάς, χαρούμενο φως, για τη δουλειά τον καταπονημένο· κι εντός μου κυλάς τον πρόσχαρο βίο – μα απ’ το βρυώδες άγαλμα της μνήμης δεν με αποτραβάς. Τότε, θα σάλευα πρόθυμα τα φίλεργα χέρια, τότε θα κοίταζα παντού, όπου με χρειαζόσουν – θα δόξαζα τη λάμψη σου που σφύζει από μεγαλοπρέπεια, κι ακούραστος θα επιδίωκα την έξοχη αρμονία που διέπει τα τεχνητά σου έργα· όλο χαρά θα μέτραγα τον συνετό διασκελισμό των λαμπερών, των δυναστών ωροδεικτών σου – θα εμβάθαινα στη συμμετρία των δυνάμεων, στους κανόνες του θαυμάσιου παιχνιδιού των αναρίθμητων κόσμων και των εποχών τους. Μα η κρυφή καρδιά μου μένει ακόμη πιστή στη νύχτα και στην κόρη της: τη δημιουργό αγάπη. Μπορείς να μου δείξεις μια καρδιά αιώνια πιστή; Έχει ο ήλιος σου φίλους οφθαλμούς που με γνωρίζουν; Τ’ άστρα σου αγγίζουν το χέρι μου που αποζητά; Μου ανταποδίδουν τρυφερό το σφίξιμο και χάδι την κουβέντα; Εσύ τα στόλισες χρώματα και το ανάλαφρο περίγραμμα που τρεμοσβήνει – ή μήπως εκείνη έδωσε στον διάκοσμό σου πιο υψηλή, πιο προσφιλή αξία; Ποια ηδονή, ποια απόλαυση προσφέρει ο βίος σου που ξεπερνάει τις χαρές του θανάτου; Δεν φοράει το χρώμα της νύχτας ό,τι μας συνεγείρει; Εκείνη σε κυοφορεί και σε γεννά· σ’ αυτήν χρωστάς όλη σου τη μεγαλοπρέπεια. Θα χανόσουν στον εαυτό σου – θα έλιωνες, θα διαλυόσουν στον απέραντο χώρο, αν δεν σε κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της, αν δεν σε φύλαγε στα σπάργανα ζεστό, να μεγαλώσεις και να γεννήσεις με τη φωτιά σου τον κόσμο. Αλήθεια, υπήρχα πριν να γεννηθείς· η μητέρα μ’ έστειλε με τ’ αδέλφια μου στον κόσμο σου για να τον κατοικήσουμε και να τον εξαγνίσουμε με αγάπη, ώστε να γίνει ένα άφθαρτο μνημείο – και να τον σπείρουμε αμάραντα άνθη. Ακόμη δεν ωρίμασαν οι θείοι στοχασμοί. Ακόμη λιγοστά τα ίχνη της Αποκάλυψής μας. Κάποτε θα δείξουν οι ωροδείκτες σου το τέλος του χρόνου· θα είσαι ένας από εμάς· θα σβήσεις όλο πάθος και νοσταλγία και θα πεθάνεις. Μέσα μου νιώθω το τέλος των έργων σου – ελευθερία ουράνια, μακάριος γυρισμός. Στους παράφορους πόνους γνωρίζω την εξορία σου από την πατρίδα μας, την εναντίωσή σου στον παλιό, στον εξαίσιο ουρανό. Μάταια η τρέλα και το μένος σου. Μέσα απ’ τις φλόγες άφθαρτος υψώνεται ο σταυρός: λάβαρο νίκης του Γένους μας.

Υψώνομαι εκεί,
όπου κάθε οδύνη
μια νύχτα κεντρί
της ηδονής θα γίνει.
Πλησιάζει ο καιρός
που θα λυτρωθώ
και μεθυσμένος στην αγκαλιά
του έρωτα θα βρεθώ.
Εντός μου σαν κύμα θεριεύει
η αιώνια ζωή·
το βλέμμα μου επάνω σου
γκρεμίζω από την κορυφή.
Η λάμψη σου σβήνει
στο ύψωμα εκείνο –
δροσερό στεφάνι
φοράει ένας ίσκιος.
Θήλασε, αγαπημένο,
ό,τι εντός μου χυμό:
να με πάρει ο ύπνος,
να μπορώ ν’ αγαπώ.
Την πλημμύρα του Τέλους
πάλι αισθάνομαι νέα·
δες: σε βάλσαμο, αιθέρα
πώς αλλάζει το αίμα.
Ζω τις ημέρες
όλο πίστη και θάρρος
και πεθαίνω τις νύχτες
μέσα στο άγιο Πάθος.

NOVALIS [1772-1801]
Γερμανός ποιητής

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠAΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

Σρέτσκο Κοσοβέλ: Κονς 4


ΚΟΝΣ: 4

Δικάζει η Βοστώνη τον Αϊνστάιν.
Απαγορεύεται ο Αϊνστάιν.
Είναι η θεωρία της Σχετικότητας επικίνδυνη;
Στο Βερολίνο συλλαμβάνουν
Κινέζους φοιτητές.
Είναι οι Κινέζοι φοιτητές επικίνδυνοι;
Οι Κοινωνικές κι Ανθρωπιστικές Επιστήμες αλλάζουν
το σύστημα διακυβέρνησης.
Ήδη τις χρησιμοποιούν τα καθεστώτα.
Γαλλία. Ισπανία. Μαρόκο.
Ένας υποδεκανέας σπέρνει τον τρόμο.
Ένας χωροφύλακας σπέρνει τον τρόμο.
Οι πλούσιοι χαίρονται τη ζωή
κατά το γράμμα του Νόμου.
Οι φτωχοί κατά τις παραγράφους.

§ Χ: 14 μέρες στην «στενή».
§ Υ: στην κρεμάλα.
§ Ζ: εξορία.
21 χρόνια έζησα στη φυλακή.
10 φορές μου πέρασαν κρεμάλα.
Όμως εξορίστηκα για πάντα.
Συγγνώμη, αγαπητέ μου, κλαίτε;
Εγώ αδυνατώ να κλάψω το μέρισμα μου στη δυστυχία.
Είμαι σκληρός: αιχμή ατσάλι, που πρέπει
να λογχίσει τις καρδιές σας.

SRECKO KOSOVEL [1904-1926]
Σλοβένος ποιητής

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Νοβάλις: Ύμνοι στη Νύχτα ΙΙ, ΙΙΙ


II

Μα πρέπει πάντα η αυγή να επιστρέφει; Δεν θα τελειώσει ποτέ αυτή η γήινη δυναστεία; Βέβηλη η μέριμνα για τα καθημερινά κατασπαράζει την ουράνια έλευση της νύχτας. Δεν θα αφεθεί ποτέ η μυστική θυσία της αγάπης στην αιώνια φλόγα; Το φως μετρήθηκε στον Χρόνο του∙ όμως η νύχτα άχωρη και άχρονη εξουσιάζει. Κι ο ύπνος διαρκεί το Αιώνιο. Ω ύπνε ιερέ, μην στέργεις τόσο σπάνια τον αφοσιωμένο Υπηρέτη της νύχτας, μέσα σε αυτό το επίγειο έργο των ημερών. Μόνο οι τρελοί σε παρανοούν και δεν γνωρίζουν τίποτε από σένα, παρά τον ίσκιο, που επάνω μας σπλαχνίζεσαι, σε εκείνο το λυκόφως της αληθινής νύχτας: δεν σε αισθάνονται στον χρυσό κατακλυσμό των σταφυλιών, στο λάδι το θαυμάσιο της αμυγδαλιάς και στον σκούρο χυμό της παπαρούνας∙ δεν ξέρουν ότι εσύ ανασαίνεις στα τρυφερά στήθη του κοριτσιού και φτιάχνεις από την αγκαλιά του έναν ουρανό – δεν υποπτεύονται καν ότι εσύ αντιβαίνεις, από ιστορίες παλιές, ο άπλετος ουρανός, και φέρεις το κλειδί για τις οικίες των Μακαρίων, άλαλος Αγγελιαφόρος των πιο μεγάλων μυστικών.



III

Κάποτε, όταν ξέσπαγα σε δάκρυα πικρά, και τέλειωνα στον πόνο κι η ελπίδα μου χανόταν μακριά κι έρημος στεκόμουν στο γυμνό ύψωμα που φύλαγε το Σχήμα της Ζωής μου απλωμένο στη στενή, τη σκοτεινή του επικράτεια, έρημος όσο κανείς Έρημος υπήρξε, από έναν τρόμο ανείπωτο σπρωγμένος – αδύναμος, ένας αξιολύπητος συλλογισμός και μόνο. Κι όπως τριγύρω κοίταζα γυρεύοντας βοήθεια, ανήμπορος να κινηθώ μπροστά ή να στραφώ και πάλι πίσω, κι απ’ τη φευγάτη, εφήμερη ζωή με μιαν απύθμενη λαχτάρα γαντζωμένος: τότε ήλθε απ’ τη γαλάζια έκταση –απ’ τα ψηλά της παλαιάς ευδαιμονίας μου– ένα λυκόφως ρίγος∙ μεμιάς έσπασαν τα δεσμά της Γέννησης: οι αλυσίδες από φως. Η γήινη λαμπρότητα φτερούγισε μακριά κι ο θρήνος μου μαζί της – κι η θλίψη κύλησε ευθύς στο βάραθρο ενός καινούργιου κόσμου. Ω έκσταση της νύχτας, ήλθες από πάνω μου: γαλήνιος ύπνος του ουρανού – κι ο τόπος σηκώθηκε αργά∙ ψηλά, κρεμόταν ελεύθερο το νεογέννητο πνεύμα μου. Το ύψωμα έγινε ένα σύννεφο σκόνη – κι εντός του είδα καθαρή την όψη της Αγαπημένης. Στα μάτια της ησύχαζε το Αιώνιο – και κράτησα τα χέρια της σφιχτά μες στα δικά μου∙ τα δάκρυα σπίθισαν άρρηκτα δεσμά. Χιλιάδες χρόνια καταιγίδα σάρωναν χαμηλά, σε απόσταση. Και στον λαιμό της δάκρυζα χαρά τη νέα ζωή. Ήταν το πρώτο και το μοναδικό όνειρο – κι έκτοτε τρέφω ακλόνητη, αιώνια την πίστη μου στον ουρανό της νύχτας και στο φως του: την Αγαπημένη.


NOVALIS [1772-1801]
Γερμανός ποιητής

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

Νοβάλις: Ύμνοι στη νύχτα I


Ι

Ποιο ζωντανό πλάσμα, προικισμένο με αισθήσεις, δεν αγαπάει περισσότερο απ’ όλες τις θαυμάσιες λάμψεις του χώρου που απλώνεται τριγύρω του, εκείνο το πασίχαρο φως – με τα χρώματα, με τις ανταύγειες και τις αχτίδες του∙ την αβρή του παρουσία παντού, καθώς η μέρα που ξυπνάει; Ο κόσμος τέρας των ακατάβλητων αστερισμών, σαν κάτι απ’ την εσώτατη ψυχή της ύπαρξης το ανασαίνει και επιπλέει χορεύοντας μες στον γαλάζιο του κατακλυσμό∙ κι ακόμη: αιώνες σιωπηλή η ακτινοβόλος πέτρα, το τρυφερό φυτό που θρέφεται ρουφώντας ό,τι χυμός στη γη, και το παράφορο θηρίο με πλήθος όψεις το ανασαίνει∙ μα πιο πολύ ο εξαίσιος ξένος: με το στοχαστικό το βλέμμα, το ανάερο περπάτημα και τα μελωδικά του χείλη απαλά κλεισμένα. Εκείνο, ως βασιλιάς της επίγειας φύσης, καλεί όλες τις δυνάμεις του σε αναρίθμητες μεταμορφώσεις: συνάπτει και διαλύει ακατάπαυστα συμμαχίες και η ουράνια εικόνα του περιβάλλει κάθε γήινη ουσία. Η παρουσία του και μόνο δείχνει το μέγα θαύμα των βασιλείων του κόσμου.

Κάτω εδώ, εγώ προσφεύγω στη σεπτή, ανείπωτη, μυστήρια νύχτα. Πιο πέρα, ο κόσμος γκρεμισμένος σ’ έναν τάφο βαθύ∙ ο τόπος του: άγονος και έρημος. Έγκατη θλίψη φυσάει σ’ ένα έγχορδο στήθος. Θα γκρεμιστώ: δροσάτο φως ντυμένο στάχτη. Επιθυμίες νεανικές, όνειρα παιδικά, πρόσκαιρες χαρές ενός μακρότατου βίου και μάταιες ελπίδες έρχονται τις αποστάσεις της μνήμης ντυμένες στα γκρίζα, καθώς η βραδινή ομίχλη μετά την δύση του ηλίου. Το φως αλλού, σε άλλους τόπους, ρίχνει χαρούμενο σκοινιά και τους πασσάλους του. Δεν πρέπει κάποτε να επιστρέψει στα παιδιά του, που προσμένουν με αθώα πίστη να επιστρέψει;

Τι αναβλύζει ξάφνου απ’ την καρδιά τόσο εκδικητικό και κατατρώγει τον απαλό άνεμο της θλίψης; Βρίσκεις κι εσύ χαρά εντός μας, ερεβνή νύχτα; Τι είναι αυτό που σκέπει ο μανδύας σου και πλήττει αθέατο με λύσσα την ψυχή μου; Βάλσαμο εξαίσιο κυλάει μέσα απ’ το χέρι σου μια δέσμη παπαρούνες – κι υψώνεις βαριές τις φτερούγες του πνεύματος. Σκοτεινούς κι ανέκφραστους μάς κυριαρχεί το ρίγος – έντρομος από χαρά βλέπω μιαν όψη αυστηρή∙ γαλήνια, ευλαβική γέρνει προς το μέρος μου και μέσα από ατέλειωτες απόκρημνες μπούκλες προβάλλει στοργική η νεότητα της μητέρας. Πόσο φτωχό και παιδιάστικο μού φαίνεται τώρα το φως! Πόσο χαρμόσυνος κι ευλογημένος ο αποχωρισμός της μέρας! Γι’ αυτό μόνο λοιπόν, γιατί η νύχτα σού στερεί τους υπηρέτες σου, σπέρνεις εκτυφλωτικές τις σφαίρες σου στα χάσματα του χώρου, για να διαλαλήσεις την παντοδυναμία σου –την επιστροφή– στις ώρες της απουσίας σου. Και τα αμέτρητα μάτια που ανοίγει η νύχτα εντός μας φαίνονται πιο του ουρανού κι απ’ τα περίλαμπρα άστρα∙ καθώς βλέπουν μακρύτερα από τα κάτωχρα εκείνα πλήθη και δεν χρειάζονται το φως για να περάσουν τα έγκατα ενός στοργικού πνεύματος: ό,τι κατακλύζει με απερίγραπτη λαχτάρα έναν τόπο αγέρωχο. Δόξα στη βασίλισσα της Οικουμένης, στην μεγαλοπρεπή επαγγελία των ιερών κόσμων, στην τροφό της μακάριας αγάπης. Εκείνη σε στέλνει σ’ εμένα, τρυφερή αγαπημένη, ήλιο εξαίσιο της νύχτας· τώρα αγρυπνώ – καθώς ανήκω και στους δυο μας. Εσύ μού έταξες τη νύχτα για να ζήσω κι έπλασες έναν άνθρωπο απ’ την ύλη μου – κατασπάραξε, λοιπόν, το σώμα μου με όλη την παραφορά του πνεύματος, ώστε να ενωθώ στον άνεμο μαζί σου∙ κι ύστερα η γαμήλια νύχτα θα διαρκεί το Αιώνιο.

NOVALIS [1772-1801]
Γερμανός ποιητής

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Ένα κείμενο για τους Ύμνους στη Νύχτα


ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1800, δημοσιεύεται στο περιοδικό Athenäum –όργανο της φιλοσοφικής και λογοτεχνικής έκφρασης του πρώιμου γερμανικού ρομαντισμού, που εξέδιδαν στην Ιένα, από το 1798 ως το 1800, οι αδελφοί Φρίντριχ και Αουγκούστ Βίλχελμ Σλέγκελ– η αναθεωρημένη εκδοχή των Ύμνων στη Νύχτα του Νοβάλις, ψευδώνυμο του Γκέοργκ Φρίντριχ Φίλιπ Βαρώνου φον Χάρντενμπεργκ. Ήταν ένα από τα λίγα έργα του που είδαν το φως της δημοσιότητας κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του. Είχε προηγηθεί ένα χειρόγραφο σχεδίασμα (τέλη 1799-αρχές 1800) διαρθρωμένο σε στίχους. Το δεύτερο σχεδίασμα, το οποίο ο ποιητής σκόπευε να τιτλοφορήσει Η Νύχτα, ανακύπτει λίγο αργότερα: τέλη Ιανουαρίου-αρχές Φεβρουαρίου 1800. Γραμμένο στο μεγαλύτερο μέρος του σε έρρυθμη πρόζα, επιλέγεται από τον Νοβάλις ως η οριστική μορφή της σύνθεσης. Πρόκειται για έναν συγκερασμό λογοτεχνικών τρόπων, ειδών και φιλοσοφίας, που εκφράζει το όραμα ενός υψηλού, οικουμενικού έργου, καίριου ζητούμενου στην καλλιτεχνική δημιουργία των πρώιμων Γερμανών ρομαντικών.

Η ΒΑΘΥΤΑΤΗ ΟΔΥΝΗ που δοκίμασε ο Νοβάλις από τον πρόωρο θάνατο της αγαπημένης του, Σοφί φον Κυν, συνιστά τον προφανή αυτοβιογραφικό πυρήνα του συνθέματος. Όσο για τον πνευματικό πυρήνα, οι επιρροές από τον υποκειμενικό ιδεαλισμό του Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε είναι προφανείς. Σύμφωνα με τον Φίχτε, το Εγώ (το υποκείμενο, η εμπειρική συνείδηση) παράγει το Μη-Εγώ (το αντικείμενο, την απόλυτη συνείδηση). Ως εκ τούτου, η παράσταση του φυσικού κόσμου ανάγεται σε κατ’ εξοχήν δημιούργημα του πνεύματος, και η σχέση του πραγματικού με το πεπερασμένο σ’ εκείνη τη νοσταλγία που παίρνει τη μορφή του έρωτα για το Αιώνιο. Ωστόσο, στους Ύμνους στη Νύχτα, ο Νοβάλις δεν θα εφαρμόσει απλώς τις παραπάνω φιλοσοφικές απόψεις, αλλά θα τις αναθεωρήσει και θα τις διευρύνει κριτικά. Αρχικά, η λυρική φωνή του ποιητικού υποκειμένου αναλαμβάνει να αρθρώσει την έγχρονη συνείδηση του άχρονου. Μέχρι τον 5ο Ύμνο, έχουμε να κάνουμε με μιαν ανασκόπηση της ιστορικής και θρησκευτικής εξέλιξης της ανθρωπότητας από τους αρχαίους χρόνους ως την εποχή της συγγραφής του ποιήματος. Στον 6ο Ύμνο, το ποιητικό υποκείμενο αποκτά συλλογικότητα, σκιαγραφόντας –με την ένταση ενός θρησκευτικού τραγουδιού– τη φρικτή εμπειρία της απόστασης από τον Θεό, μιας απόστασης που διαθέτει τη χροιά της νοσταλγίας για τον θάνατο, για εκείνη τη λυτρωτική απαρχή της αιώνιας ζωής. Έτσι επιτυγχάνεται ο οικουμενικός χαρακτήρας που επιθυμεί να προσδώσει ο Νοβάλις στο έργο του. Η συλλογικότητα δεν αφήνει περιθώρια για μελοδραματικές αναγνώσεις του έργου, δείχνοντας προς την κατεύθυνση του φιλοσοφικού αναστοχασμού. Εδώ, η εμπειρική συνείδηση μπορεί να συλλάβει το αιώνιο, μόνο μέσω της θέασης του απείρου σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, σ’ ένα παρόν που νοσταλγεί το παρελθόν και ποθεί το μέλλον. Πρόκειται για τη μετάβαση από τον φυσικό και πεπερασμένο χρόνο στον μεταφυσικό, για την ανάπτυξη του απόλυτου στη συνείδηση του υποκειμένου, για την ανα-παράσταση της ουσίας στο χρονικά προσδιορισμένο έδαφος του ποιήματος, το οποίο καρπούται –μέσω της τέχνης– το μέρισμά του στην αιωνιότητα.

ΤΟ ΥΠΕΡΤΑΤΟ ΑΥΤΟ δράμα της πραγμάτωσης του αιωνίου εντός του πεπερασμένου –και αντιστρόφως– αναπτύσσεται προς τις τρεις εκείνες κατευθύνσεις της συνείδησης του χρόνου, που τόσο λάτρεψαν οι ρομαντικοί: προς το παρελθόν ως νοσταλγία ενός χρυσού εντεύθεν, προς το μέλλον ως θέαση ενός σκοτεινού επέκεινα, προς το παρόν ως επιστροφή στο ένδοξο ενταύθα του κειμένου. Χαρακτηριστικά, οι Ύμνοι συνιστούν ανά δύο μία ξεχωριστή ενότητα, όπου ο μεν πρώτος περιγράφει κάθε φορά την εξέλιξη του βίου στην οδυνηρή συνθήκη αποξένωσης που δοκιμάζει μέσα στο επίγειο βασίλειο του φωτός και τη λύτρωση που βρίσκει στην εξουσία της αιώνιας νύχτας, ενώ ο δεύτερος το ξύπνημα του Εγώ από το όραμα και την εναγώνια λαχτάρα του να βυθιστεί ξανά σε αυτό. Αυτή η φιλοσοφική σύλληψη της έννοιας του χρόνου αναθέτει στο όνειρο, στην πολυσήμαντη, προφητική ενέργεια της ψυχής που αναιρεί κάθε χωροχρονική σύμβαση, τον ρόλο του διεκπεραιωτή της καλλιτεχνικής ιδέας. Η ρηξικέλευθη, αλλά κάθε άλλο παρά άναρχη, συνειρμικότητα του ονείρου τίθεται ως ο κατ’ εξοχήν χρόνος και τόπος του πνεύματος· εκεί όπου συνενώνονται διαλεκτικά ποίηση και πρόζα, λογοτεχνική θεωρία, φιλοσοφικός και θρησκευτικός αναστοχασμός· εκεί όπου καθετί βρίσκεται σε μιαν αέναη διαδικασία εξέλιξης, πασχίζοντας να επιστρέψει στην αυθεντικότητα, να ενωθεί μυστικά με τη φύση. Ο βάρδος-ποιητής αναλαμβάνει τον ρόλο του ιερέα-προφήτη, κρατώντας το κλειδί των μεγάλων μυστηρίων της κτίσης. Το οικουμενικό θρησκευτικό όραμα του Νοβάλις φοράει το ορφικό προσωπείο του και προχωράει στην ιεροτελεστία της μέθεξης των ιστορικών σταδίων ανάπτυξης του πνεύματος. Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος των ανθρωπόμορφων θεοτήτων, που νοούσε τον θάνατο μόνο ως εκείνο το κυρίαρχο Έξω του βίου, εισρέει στους ύστερους αρχαίους χρόνους, που τον ενσωμάτωσαν ανεπαρκώς στη ροή του βίου, καταλύοντας απλώς τη μέχρι τότε θεώρησή του ως αδελφού του ύπνου, για να αρθεί στο πνευματικό ύψος του χριστιανικού κόσμου, που συμφιλίωσε τον άνθρωπο με την ιδέα του θανάτου, καθώς η γέννηση, τα πάθη, η σταύρωση και η ανάσταση του Χριστού έπαψαν να ενθαρρύνουν, σε αντίθεση με άλλες θρησκείες, τον φρικτό τρόμο για το τέλος. Εκεί όπου μια νέα θρησκεία θεμελιώνεται στην αρχή της αγάπης, ο τάφος της νεκρής αγαπημένης μετατρέπεται σε ιερό τόπο λατρείας. Η εξιδανικευμένη μορφή της αντικαθιστά την υπέρτατη μορφή του Χριστού. Το ποίημα είναι ήδη μια λειτουργία μετοχής στο ιερό, ένας ναός στον οποίο το ανθρώπινο υποκείμενο έχει την ευκαιρία να ανατρέψει τη «λογική», καθεστηκυία τάξη των έργων και των ημερών ενός κόσμου δομημένου πάνω σε στείρα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά μοντέλα, ώστε να δεξιωθεί την παντοδύναμη εξουσία του ιερού στοιχείου της νύχτας, με τον δικό του ήλιο: την αγαπημένη.

ΕΤΣΙ Η ΝΥΧΤΑ και το ποίημα ταυτίζονται, γίνονται η αισθητή έκφραση της ύψιστης ιδέας, της μόνης αυθεντικής πραγματικότητας. Η νύχτα βρίσκει πάντοτε τον άνθρωπο έρημο, γυμνό, να τριγυρίζει στην τρομερή ερημιά της συνείδησης πως τα έργα της ημέρας δεν μπορούν να καλύψουν τους πόθους του. Η νύχτα βρίσκει πάντoτε τον άνθρωπο κατακερματισμένο, να ψελλίζει: Η καρδιά χορτάτη· ο κόσμος είναι που πεινάει. Όσο οξύμωρος κι αν φαντάζει αυτός ο ψίθυρος, συμπυκνώνει με τον ακριβέστερο τρόπο το υπαρξιακό άγχος που δοκιμάζει το υποκείμενο σε μιαν εποχή απουσίας του ιδανικού. Η πλησμονή των αγαθών, των απολαύσεων και των πνευματικών προϊόντων που του προσφέρεται δεν πρόκειται παρά για αισθητική και πνευματική απάτη. Εδώ έγκειται η καίρια επίκαιρη και άκρως επαναστατική πνευματικότητα των Ύμνων στη Νύχτα του Νοβάλις, ιδιαίτερα όταν αναλογίζεται κανείς το κεφαλαιοκρατικό μοντέλο οργάνωσης της σύγχρονης κοινωνίας, που εξουσιάζει τον καθ’ ημάς βίο. Γιατί ο άνθρωπος, παρά την τάση του προς την εσωτερική αταξία, δεν μπορεί να δεχθεί έναν χαοτικό κόσμο. Απαιτεί πάντα ένα κέντρο ως αποχρώντα λόγο κάθε σκέψης και πράξης. Και το κέντρο αυτό χρειάζεται μύθους. Η επιστροφή του Ξένου στην ερεβνή Πατρίδα Του προβάλλει ως η μόνη πιθανή δυνατότητα να κατορθώσει το αγωνιώδες αρχετυπικό αίτημα του: να κάνει αυτόν τον κόσμο κόσμο του, να επιστρέψει στο απόλυτο, στην πλήρη ένωσή του με τη φυσική παράσταση του κόσμου. Μέσα στη νύχτα, το Εγώ θα ορίσει και πάλι την υπερβατική και κοσμική πραγματικότητά του, αναστοχαζόμενο το παρελθόν. Κρίνοντας την παροντική συνθήκη της παρουσίας του, θα πασχίσει να προβλέψει το μέλλον του –ανάγκη καίρια και διαχρονική που κάποτε η μαγεία, κάποτε η θρησκεία, κάποτε η φιλοσοφία, κάποτε τα συστήματα κοινωνικής οργάνωσης, κάποτε η επιστήμη πάσχουν να καλύψουν– ώστε να ανταπεξέλθει το τυχαίο της ύπαρξης στο σκότος του ακατανόητου μυστηρίου της ζωής.

Η ΑΓΡΙΑ, ΚΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ λυρική έξαρση των Ύμνων στη Νύχτα άνοιξε νέους δρόμους στη φιλοσοφική σκέψη και στην ποιητική πράξη, δρόμους που από αρκετές πλευρές δεν έχουν ακόμα αξιοποιηθεί, στην πορεία μας μέσα στο αχανές βασίλειο των ιδεών.

Πλάτη Έβρου, Οκτώβριος 2006

Μιχάλης Παπαντωνόπουλος

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς: 4 ποιήματα


Nα χαραχθεί σε πέτρα στον Πύργο του Μπαλάιλυ

Eγώ, ο ποιητής Oυίλλιαμ Γέητς,
με παλιές σανίδες μύλων και πράσινες πλάκες,
με αμόνι και σφυρί από το σιδεράδικο του Γκορτ,
αναστυλωσα αυτόν τον πύργο για τη γυναίκα μου Tζωρτζ·
κι όταν τα πάντα συντριβούν και γίνουν πάλι ερείπια,
είθε τα λόγια αυτά να μην σβηστούν.



Ο λαός

«Και τι κέρδισα απ’ όλο αυτό το έργο;» αναλογίστηκα,
«τι κέρδισα απ’ όσα θυσίασα με πλήρη επίγνωση κι απόλυτα
δική μου ευθύνη;
Την καθημερινή εμπάθεια και το μίσος μιας πόλης βάρβαρης,
όπου κατασυκοφαντείται αυτός που πρόσφερε τα περισσότερα
και χάνει κάθε ίχνος της υπόληψής του…»
Κι ο φοίνικάς μου απάντησε αυστηρά:
«Οι μέθυσοι και οι άρπαγες του δημοσίου χρήματος
–κείνο τ’ αχρείο, ποταπό πλήθος που είχα απομακρύνει–
δοκίμασαν, μόλις η τύχη μου άλλαξε, να με κοιτάξουν καταπρόσωπο∙
και τότε εκείνοι που υπηρέτησα και κάποιοι που τους έθρεψα
σύρθηκαν μέσα απ’ το σκοτάδι και μου επιτέθηκαν.
Ωστόσο, δεν παραπονέθηκα –και ούτε θα παραπονεθώ– ποτέ
για τον λαό».



Μην αγαπάς για πολύ καιρό

Μην αγαπάς, γλυκιά μου, για πολύ καιρό:
εγώ γέρασα –χρόνια και χρόνια– αγαπώντας
και κατάντησα εκτός μόδας,
σαν τραγούδι παλιό.

Τα χρόνια της νιότης, κανένας μας
δεν ξεχώριζε τη σκέψη του
από του άλλου τη σκέψη∙
κοινή και αδιαίρετη η ύπαρξή μας κρινόταν.

Μα κάτι σ’ εκείνη άλλαξε ξαφνικά –
μην αγαπάς για πολύ καιρό,
ειδάλλως καταντάς –γερνώντας–
εκτός μόδας, σαν τραγούδι παλιό.


Tο κλεμμένο παιδί

Kατ’ όπου σκάζει κύμα το φεγγάρι
και με φως τη σκοτεινη άμμο σκεπάζει,
–ακτή ακτές μακριά από το Pόουζες–
σέρνουμε γόνατα, σέρνουμε πέλματα,
και πανάρχαιους χορούς υφαίνουμε
πλέκοντας δάχτυλα, πλεκοντας βλέμματα,
μέχρι να δύσει η μέρα το φεγγάρι· χορεύουμε, χορεύουμε
και κυνηγάμε τ’ αφρισμένα κύματα,
ενώ στον ύπνο του ο κόσμος
κοιμάται άγχος και διλήμματα.
Σήκω, παιδί, ακολούθησέ με!
Aκολούθησέ με στ’ άγρια νερά,
τα νεραϊδένια· πιάσε με απ’ το χέρι:
καν δεν φαντάζεσαι τι θρήνος είναι ο κόσμος.


WILLIAM BUTLER YEATS [1865-1939]
Ιρλανδός ποιητής

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009

Όσκαρ Ουάιλντ: Η ψυχή του ανθρώπου στον Σοσιαλισμό [Αποφθέγματα και αφορισμοί]


Υπάρχουν τρεις τύποι δυνάστη. Αυτός που τυραννάει το σώμα, αυτός που τυραννάει την ψυχή και αυτός που τυραννάει και τα δύο. Ο πρώτος λέγεται Πρίγκιπας. Ο δεύτερος: Πάπας. Ο τρίτος: λαός.
Δεν υπάρχει ούτε ένας αληθινός ποιητής ή πεζογράφος αυτού του αιώνα στον οποίον να μην έχουν απονεμηθεί επισήμως από το βρετανικό κοινό τίτλοι ανηθικότητας. Πρακτικά, αυτοί οι τίτλοι μάς συνοδεύουν πάντα -στη Γαλλία, αντιστοιχούν με την επίσημη αναγνώριση από την Ακαδημία των Γραμμάτων- και ευτυχώς καθιστούν την ίδρυση ενός τέτοιου ιδρύματος στην Αγγλία, εντελώς περιττή.
Είναι ανήθικο να ξοδεύεις την ιδιωτική περιουσία σου για να απαλύνεις τα φρικτά δεινά που απορρέουν από αυτόν τον θεσμό.
Εγωισμός δεν είναι να ζεις όπως εσύ επιθυμείς, αλλά να ζητάς από τους άλλους να ζουν σύμφωνα με τη δική σου βούληση.
Στην Αμερική, ο Πρόεδρος κυβερνάει για τέσσερα χρόνια και η Δημοσιογραφία, για πάντα. Ευτυχώς, η δεύτερη έχει εξωθήσει την άσκηση της εξουσίας της στα πιο αποκρουστικά και κτηνώδη άκρα και δεν αντιμετωπίζεται πλέον με σοβαρότητα.
Ένας αυτοκράτορας ή βασιλιάς μπορεί να σκύψει για να σηκώσει το πινέλο ενός ζωγράφου - η δημοκρατία σκύβει μόνο για να λασπολογήσει.
Ο υπερβολικός και ανθυγιεινός αλτρουισμός καταστρέφει τις ζωές των περισσότερων ανθρώπων.
Μία Κοινωνία αποκτηνώνεται πολύ περισσότερο από τη συνήθη πρακτική της ποινής παρά από το περιστασιακό φαινόμενο του εγκλήματος.
Η ανυπακοή στο βλέμμα κάποιου που έχει διαβάσει ιστορία συνιστά πρωταρχική αρετή. Η πρόοδος επιτυγχάνεται μέσα από την ανυπακοή και την επανάσταση.
Όμοιο βίο με του Χριστού διάγει αυτός που είναι απολύτως πιστός στον εαυτό του. Μπορεί να πρόκειται για έναν μεγάλο ποιητή, ή έναν σπουδαίο επιστήμονα, ή έναν νέο φοιτητή, ή κάποιον που παρατηρεί τα πρόβατα στην άγονη τυρφώδη γη, ή έναν δραματουργό σαν τον Σαίξπηρ, ή έναν θρησκευτικό στοχαστή σαν τον Σπινόζα, ή ένα παιδί που παίζει στον κήπο, ή έναν ψαρά που ρίχνει τα δίχτυα του στη θάλασσα. Δεν έχει σημασία, εφόσον έχει συνειδητοποιήσει την τελειότητα της ψυχής που κρύβει εντός του.
Μόνο μία κοινωνική τάξη σκέφτεται τα χρήματα περισσότερο απ' όσο οι πλούσιοι: οι φτωχοί. Δεν μπορούν να σκεφτούν τίποτε άλλο. Αυτή είναι η δυστυχία τους.
Ο Ατομικισμός σε κυριεύει δίχως απαιτήσεις. Ξεσπάει ξαφνικά και αναπόφευκτα. Είναι το σημείο προς το οποίο ρέπει κάθε ανάπτυξη. Είναι η διαφοροποίηση βάση της οποίας αναπτύσσονται όλοι οι οργανισμοί. Είναι η εγγενής τελειότητα κάθε τρόπου ζωής, προς την οποίαν σπεύδει κάθε τρόπος ζωής. Ο Ατομικισμός δεν εξαναγκάζει τον άνθρωπο. Αντιθέτως, του λέει πως δεν πρέπει να ανέχεται την επιβολή κανενός καταναγκασμού. Δεν προσπαθεί να επιβάλλει στους ανθρώπους το Καλό. Γνωρίζει πως οι άνθρωποι είναι καλοί όταν απομονώνονται. Να ρωτάς αν ο Ατομικισμός είναι πρακτικός είναι σαν να ρωτάς αν η Εξέλιξη είναι πρακτική. Η Εξέλιξη είναι ο νόμος της ζωής και μόνο προς τον Ατομικισμό μπορεί να κατευθυνθεί.
Να αποκαλείς νοσηρό έναν καλλιτέχνη επειδή στο έργο του πραγματεύεται το θέμα της νοσηρότητας είναι τόσο ηλίθιο όσο να αποκαλείς τρελό τον Σαίξπηρ επειδή έγραψε τον Βασιλιά Ληρ.
Για αρχή, είναι ασφαλέστερο να επαιτείς παρά να αρπάζεις - το αντίστροφο, ωστόσο, είναι πιο απολαυστικό.
Ένας παγκόσμιος χάρτης που δεν περιλαμβάνει την Ουτοπία δεν αξίζει ούτε ματιά, καθώς παραλείπει τη μόνη χώρα όπου η Ανθρωπότητα αποβιβάζεται πάντα. Και τότε ατενίζει και, διακρίνοντας μία καλύτερη χώρα, ανοίγει πανιά. Πρόοδος είναι η πραγμάτωση των Ουτοπιών.
Τίποτε δεν είναι ικανό να σε βλάψει εκτός από τον ίδιο τον εαυτό σου. Τίποτε δεν μπορεί να σε ληστέψει. Ό,τι σου ανήκει πραγματικά βρίσκεται εντός σου. Ό,τι είναι εκτός είναι ασήματο.
Το κοινό πάντα γαλουχείται άσχημα, σε κάθε εποχή. Ζητάει διαρκώς από την τέχνη να ικανοποιεί τις αισθητικές απαιτήσεις του, να κολακεύει την παράλογη ματαιοδοξία του, να του δείχνει από τι πρέπει να είναι δυσαρεστημένο και να το αποσπάει από τις σκέψεις του όταν έχει κουραστεί από την ίδια την ηλιθιότητά του. Η τέχνη πλέον δεν οφείλει να γίνει προσιτή. Το κοινό πρέπει να καταστεί φιλότεχνο.
Το κοινό διαθέτει μιαν αχόρταγη περιέργεια να μάθει τα πάντα, εκτός απ' ό,τι πραγματικά αξίζει να μάθει.
Ο άνθρωπος δεν αναζητάει ούτε τον πόνο ούτε την ηδονή, αναζητάει απλώς τη Ζωή - την έντονη, την τέλεια, τη γεμάτη. Όταν πετυχαίνει τον σκοπό του χωρίς να περιορίζει τους άλλους ή να τους κάνει να υποφέρουν και οι πράξεις του, συγχρόνως, του προκαλούν ευχαρίστηση, θα γίνει πιο λογικός και υγιής, πιο πολιτισμένος, πιο πολύ ο εαυτός του. Η ηδονή είναι δοκιμασία της φύσης, σημάδι αποδοχής της. Όταν είσαι ευτυχισμένος βρίσκεσαι σε αρμονία τόσο με τον εαυτό σου όσο και με το περιβάλλον.
Έργο τέχνης είναι το μοναδικό αποτέλεσμα μίας απαράμιλλης καλλιτεχνικής φύσης. Η ομορφιά του πηγάζει από αυτόν καθαυτόν τον συγγραφέα του. Δεν έχει να κάνει με την επιθυμία των άλλων. Τη στιγμή που ο καλλιτέχνης λαμβάνει υπόψη του τι επιθυμούν οι άλλοι και προσπαθεί να ικανοποιήσεις τις απαιτήσεις τους, παύει να είναι καλλιτέχνης και μετατρέπεται σε έναν πληκτικό ή διασκεδαστικό δεξιοτέχνη, έναν έντιμο ή ανέντιμο λιανέμπορο. Η Τέχνη είναι ο πιο ισχυρός τύπος ατομικισμού που γνώρισε ποτέ ο κόσμος.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2009

Όσκαρ Ουάιλντ: Οσκαριάνα [Απόφθέγματα και αφορισμοί]

Τα βραδινά φορέματα σε ένα εμπορικό του Λονδίνου θυμίζουν δερμάτινο κάλυμμα βιβλίου μαγειρικής ή σχάρα σόμπας.

Πίστωση είναι το κεφάλαιο του μικρογιού που του επιτρέπει να ζει διασκεδάζοντας.

Για να επιστρέψεις στα νιάτα σου πρέπει απλώς να επαναλάβεις τις τρέλες σου.

Στις μέρες μας, οι περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν από ένα είδος υφέρπουσας κοινής λογικής και ανακαλύπτουν, όταν πια είναι πολύ αργά, πως μόνο για τα λάθη του δεν μετανιώνει ποτέ κάποιος.

Κανένας πολιτισμένος άνθρωπος δεν νιώθει τύψεις για μια ηδονή που απόλαυσε - ο απολίτιστος δεν γνωρίζει καν τι είναι απόλαυση.

Αν αντιμετωπίζεις τη ζωή καλλιτεχνικά, το μυαλό σου βρίσκεται μέσα στην καρδιά σου.

Η ηδονή είναι δοκιμασία της φύσης, σημάδι αποδοχής της. Όταν είμαστε ευτυχισμένοι, είμαστε πάντα καλοί - το αντίστροφο, όμως, δεν ισχύει πάντα.

Πολλοί χρεωκόπησαν έχοντας επενδύσει τα πάντα στην πρόζα της ζωής. Να σε φαλιρίσει όμως η ποίηση είναι τιμή σου.

Τι βάσανο να είσαι αντικείμενο λατρείας! Οι γυναίκες μάς φέρονται όπως η Ανθρωπότητα στους θεούς της. Μας λατρεύουν και μας παιδεύουν πάντα να κάνουμε κάτι γι' αυτές.

Το μόνο απαίσιο πράγμα στον κόσμο είναι l' ennui[1] - η μόνη αμαρτία που δεν συγχωρείται.

Δεν υπάρχουν οιωνοί. Η μοίρα δεν μας στέλνει αγγελιοφόρους. Είναι υπερβολικά σοφή ή άσπλαχνη για να προβεί σε μία τέτοια πράξη.

Πόσο τρελαίνει τις γυναίκες η αίσθηση του κινδύνου! Είναι μια αρετή τους που ζηλεύω. Μια γυναίκα θα φλερτάρει με τον οποιονδήποτε όσο οι άλλοι την παρακολουθούν.

Ριζοσπάστης είναι αυτός που δεν καλείται ποτέ σε δείπνο. Συντηρητικός: ένα "κύριος" που δεν σκέπτεται ποτέ.

Ο κόσμος φτιάχτηκε από ηλίθιους για να τον κατοικήσουν σοφοί.

1. η πλήξη (γαλλικά)

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

Μιχάλης Παπαντωνόπουλος: Δ, εκδ. Ερατώ, 2006


Δ


Άνοιγε κόκκινο στη μνήμη:
μία ρωγμή στο τρυφερό
κουφάρι ενός κορυδαλλού.


α'

Δεν ήθελα να ξέρω τ' όνομά της-
χαμογελούσε κ' έπεφταν
στο πάτωμα τα δόντια
μιλούσε και το στόμα της μάτωνε λάθη.

Ένα κορίτσι στην κόλαση,
κάποτε μού συστήθηκε. Φορούσε
κάτασπρη τη γλώσσα και κρατούσε
το χέρι μου στο χέρι.

Έψαχνα στα τυφλά
τον δρόμο για την επομένη.


β'

Λίγο τα πριν μεσάνυχτα
και πίσω απ' την κουρτίνα
ντυνότανε χοντρό κόκκινο δέρμα,
χτένιζε τα μαλλιά
κι άνοιγε το παράθυρο στο μέσα σπίτι
κ' έτρεχε νύχτα.
"Τίποτα δεν είναι τυχαίο", μονολογούσα,
"τίποτα", και σηκωνόμουν το πρωί
με πόνους στο σαγόνι.


γ'

Τραβιόταν η Δ. στη γωνία
-τα πόδια της ως τον μηρό στην πίσσα-
γονάτιζε και σήκωνε τα μαλλιά
και τίναζε τ' άστρα απ' τον αυχένα.

Σαν να 'νιωθα τι είχε συμβεί-
ξερίζωνα τ' άσπρα κυκλάμινα
που είχαν προλάβει να φανούν
κάτω απ' τη γλώσσα μου.


δ'

Φυσούσε μια πίσω φωνή και ζωντάνευε,
μούδιαζε το χέρι μου. Δεν άκουγα
νέα την απορία και αν αίμα
δικό σου ήταν και μάλιστα
σε φως ημέρας;
Δεν ήταν και ησύχαζα
μια ανάσα ελλείμματα. (Σκεφτόμουν ένα πρόσωπο
μαρτυρικά στο πρόσωπό μου: βιαστικά
βαλμένα αυτιά, κακοραμμένο στόμα
δανεικό μου) και δεν υπήρχαν εγκλήματα: πληγές
υποψία, πάτωμα στρωμένο τη βαριά, την απέριττη
νύχτα.
Και μάζευαν, μάζευαν τα χείλη της: διάβαζα "ρίζα"
και φυσούσε μια πίσω φωνή και διάβολε
Δεν ήταν και το χέρι στο χέρι της
επέμενε την άρνησή μου.


ε'

Κ' έπρεπε τα χέρια μου ν' απλώνω διαρκώς
διστακτικός εξίσου να πηγαίνω
στο πλήρες του φωτός ή και στο πλέον φυσικό
σκοτάδι γιατί δεν ξέρεις πότε θα χαθεί
το μέσα της απόστασης από μπροστά σου
και πώς η τύφλωση ανάγει
το θύμα της σε άγιο- βραχνός
εκείνος, όρθιος κοντά στο ξύλο
με το πρόσωπο, την ίδια κίνηση τη μία
μιλούσε πεπρωμένο
και μόλις άνοιγε σταυρό
το σώμα του, μαύρες, υπέθετα,
άναβαν οι φλέβες του βαθιά.
Και μάτωνα στον ιδρώτα,
πάγωνα, "φάσμα" ξεσπούσα
"φ ά σ μ α" τη φωνή μου
κι όπως το μέρος του παράφορος ερχόμουν:
ο τοίχος, ο κρυφός διάδρομός του-
βήματα κι άλλα βήματα ανέβαιναν,
έπαιρναν το κεφάλι.
[Το κρεμασμένο στόμα του,
που τύφλωση επανέλαβε
και χαμογέλασε τα δόντια μια σειρά,
κρατούσε τώρα έναν ρυθμό μεταλλικό
κ' έγραφε σχήματα πουλιά
στον πυρετό ουρανό: το λιγοστό ταβάνι.]


στ'

Φαινόταν
η γυναίκα στον ξενώνα κ' έλεγες μοιραζόταν
δύσκολη μεταμέλεια: καθώς
σε όνειρο τα χέρια της κινούσε-
γύριζε τους δείχτες,
έριχνε κόκκινα σκοινιά στις τέσσερις γωνίες
και μου περνούσε το παλτό
στους ώμους, άσπρα δάχτυλα, μαλλιά-
(πάντα απορούσα εκείνο
ένα άδειο κάθισμα με δύο
πράσινα, στον ίσκιο του κεφάλια)
- κ' έδειχνε πάνω τη μισοφαγωμένη λάμπα.


ζ'

Κ' έβγαινε πέτρινος ο λαιμός κ' έβγαινε
κόκκινα σκοτεινό το στήθος-

ά ν ο ι γ ε κίτρινη βροχή
να πλύνει από το χέρι μου
το αίμα κ' ένας άρρωστος
τόπος έκαιγε με τους σπασμούς
και τα σημάδια του

πώς εκείνο το φθινόπωρο: ξυπνώντας
σ' ένα πυκνά τετράγωνα ύφασμα
και δίπλα στη γυναίκα-
τα δάχτυλά μου είχαν απότομα γεράσει
κ' έπεφταν βαθιά στα μαλλιά της,
κ' έτρεμαν και πήγαιναν ψηλαφητά ωσότου
μία τεντωμένη φλέβα

κι όλο σκεφτόμουν πέτρα
και δύσκολο ν' αντιμάχεσαι την επιθυμία-
γιατί αυτό που θέλει με ψυχή το εξαγοράζει.
Κ' έλειπε ξάφνου το άλλο σώμα.
Και πλέον ό,τι πάλευα στα μάτια μου να κλείσω:
μαύρα καρφιά και δέρμα
κ' ένα βαθύ νερό στ' αυλάκια της παλάμης.


η'

Και άσπριζε φοβερά
το χέρι της στο πρόσωπό μου
(στο μάτι ανάμεσα και την παλιά σπασμένη
ρυτίδα: ό,τι του δέρματος βρίσκοντας πέτρα)
- κ' έτσι κρεμόταν κ' έτριζε
και κάθε που έκανε απ' το μέτωπο να φύγει τα μαλλιά
μου
θυμόμουν τοίχους πίσω: καθόταν
ήσυχη η γυναίκα στην καρέκλα της
και μέτραγε στα δάχτυλα σταυρούς, όταν
ξύλο κοκκίνισε στο σκοτάδι της πόρτας-
αμέσως τίναξε το χώμα από τα γόνατα,
σηκώθηκε από μνήμης κι άρχισε
να σέρνει δύο πόδια στίγματα
ρίζα βαθιά, ρίζα επιμένοντας, επαλη-
θεύοντας κατά την έξοδο εξόδους.


θ'

Κ' έβγαινε πέτρινος ο λαιμός κ' έβγαινε
κόκκινα σκοτεινό το στήθος.

Εγώ τη σάρκα σώπαινα σε μόλις μορφασμούς-
έστρεφα βλέμμα στην εικόνα:
κορυδαλλοί μαύρα λευκά φτερά
έπεφταν ένα γύρο και λογιζόμουν
νέφος το σώμα ηδονών- πυγμαίο φως
- θα με συντρίψει.


ι'

"Βάφτισε δέντρο το κορμί μου", ψιθύριζε, "και δίχως
ενοχή
σκαρφάλωσε και κόψε
με δόντια τα κλαδιά ζωσμένα μίσχους,
λουλούδια και καρπούς.
Κι αν βρεις αγκάθια στα κλαδιά μου,
φωλιές εντόμων, ή και φίδια, να ξέρεις:
αυτά στον έρωτα χαρίζουνε μιαν αίσθηση κινδύνου".

Ποτέ μου δεν την άκουσα κι ας την ποθούσα-

ήθελα νύχτα σαν την αποψινή
-το σώμα της μην έχοντας
πλάι στο δικό μου- να μπορώ
τον ίσκιο της να θυμηθώ.


ια'

Μες στον διπλο κύκλο γονάτιζες
και σήκωνες τα μαλλιά και κάλυπτες
ύφασμα μαύρο το κεφάλι-

ώσπου με βρήκες -νύχτα- παγωμένο:
να 'χω τραβήξει τον ορό από τη φλέβα
να 'χει φουσκώσει μες στα μάτια μου το αίμα.

[Αν προσευχήθηκες αργότερα για μένα
-από συμπόνοια ή έστω από συνήθεια-
δεν έμαθα ποτέ.]


ιβ'

Είχε πληθύνει το δωμάτιο ρωγμές και δείξει
κόκκινα στον τοίχο τα καρφιά-

σήκωνε -ελαφρά- τα βλέφαρά της: επιστροφή
(εκείνη μνήμη
δίχως αρχή) συνόψιζε σ' ελάχιστη πράξη-

φθινόπωρο- βροχερό πρωινό στα τέλη Νοέμβρη -
να 'χω τα μάτια της κτερίσματα

στη μέσα τσέπη του παλτού και άσπρα
τα χέρια μου για τον χειμώνα.


ιγ'

Στήθος μεσόκοπο και ζαρωμένο

το γάλα σου φτάνει γλυκό
στα χείλη μου και δίνει φως
στο μελανό μου σώμα

η μυρωδιά σου: εθισμός

ελεύθερα κυλά στις φλέβες μου
τριγμούς και ανάσες της θηλής σου

[Στόμα που μ ά ζ ε ψ ε κ' έδειχνε λίγα τα δόντια
μιλούσε στη γυναίκα σκληρή την προσευχή.]


κ' έσταζε
μαύρη λευκή φτερούγα του
στης πέτρας τις ραγάδες -



Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Η γέννηση του Χριστού

Η γέννηση του Χριστού

Αν δεν υπήρξες πάντα απλή, πώς από πάνω σου θα ερχόταν
ό,τι τη Νύχτα φωτίζει τώρα;
Δες: ο Θεός που πάνω από τα σύννεφα το μένος Του
βροντούσε,
μαλακώνει κι έρχεται επί γης εντός σου.

Ξαφνιάστηκες; Τον είχες φανταστεί πιο μεγαλειώδη;

Και τι νοείται μεγαλείο; Ό,τι υπερβαίνει κάθε μέτρο
το διατρέχει αυστηρά το πεπρωμένο του.
Άστρο δεν κατορθώνει τέτοια πορεία.
Βλέπεις; Αυτοί είναι οι Μεγάλοι Βασιλείς

και σέρνουν μπρος στα γόνατά σου

θησαυρούς, ό,τι λαμπρότερο απ' αυτούς,
κι ίσως κι εσύ να σάστισες με αυτή την προσφορά τους:
ωστόσο, δες μες στου μανδύα σου τις πτυχές
πως τώρα Αυτός τα πάντα υπερβαίνει:

το κεχριμπάρι, που με καράβια παίρνουν σε τόπους
μακρινούς,

το χρυσάφι, και το μύρο
που σκορπάει στον αγέρα και ζαλίζει τις αισθήσεις:
εκείνα όλα τα εφήμερα που φεύγουν στη στιγμή
κι όταν χαθούν λυπάσαι.

Ωστόσο (όπως θα δεις): Εκείνος νιώθει αγαλλίαση.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

Α-PARTY-Α

Γιορτάζοντας τα τρία χρόνια λειτουργίας του στο Dasein το Poetry Now σας προσκαλεί στην ΠΟΙΗΤΙΚΗ A-PARTY-A.
Ποιητές γλωσσοκεντρικοί, περφόρμερ, ρομαντικοί. Ποιήματα από στήθους, ηχογραφημένα, μελοποιημένα. Νέοι Έλληνες και Ελληνίδες δημιουργοί με το μικρόφωνο στο χέρι ή την επιλογήτους στα deck, ανεβασμένοι στο τραπέζι ή βυθισμένοι στον καναπέ ζωντανεύουν στίχους αγαπημένων τους ποιητών (του εαυτού τους, ομοίως) σε μία βραδιά που η ποίηση θα βγει... εκτός εαυτού.
Μεταξύ άλλων ποιητών και μη θα διαβάσουν, θα θεατρικοποιήσουν ή απλώς θα επιλέξουν ποιήματα στα deck, οι: Γιώργος Χαντζής, Μαρία Τοπάλη, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Δούκας Καπάνταης, Πατρίσια Κολαϊτη, Γιάννης Στίγκας, Δημήτρης Άλλος, Γιάννα Μπούκοβα, Βασίλης Κάρδαρης, Ιορδάνης Παπαδόπουλος, Αλέξανδρος Απέργης, Δήμητρα Κωτούλα, Σταμάτης Πολενάκης, Γιάννης Ευθυμιάδης, Μιχάλης Παπαντωνόπουλος...
Τα ποιήματα κυκλοφορούν ανάμεσά μας και οποιοσδήποτε μπορεί να κλέψει την παράσταση. Εσύ;
Κυριακή 21 Ιουνίου, 9 μ.μ. - Dasein, Σολωμού 12, Εξάρχεια.

Σάββατο 13 Ιουνίου 2009

Δυνατότητες χρήσης του προσωπείου

Aγγελική Σιγούρου: Αράς, Εκδόσεις Hλέκτρα, 2008.

Γυναικεία ποίηση; Σωματική γραφή; Όχι, όχι... Διαβάζοντας τους έξι δραματικούς μονολόγους που απαρτίζουν το ποιητικό βιβλίο Aράς της Aγγελικής Σιγούρου, (Xιονάτη, Iωσηφ-ίνα, Πασιφάη, Tειρεσία-ς, Tζούλια, Mαρία), το ερώτημα είναι εντελώς διαφορετικό από τα ήδη συνηθισμένα, σχεδόν ''θεσμοθετημένα", στην ελληνική ποίηση: Kαι τo προσωπείo, τι χρειάζεται σε ένα σύγχρονο ποίημα; Στη φαινομενικά εξορθολογισμένη συγκαιρινή μας κοινωνία -και μεταμοντέρνα τέχνη- όπου ο Mύθος ως συλλογικός τρόπος σύλληψης και παράστασης του κόσμου, με ρίζες ως την πέτρα ενός κοινού ασυνείδητου, αγνοείται, παρακάμπτεται ή δρέπει -τουλάχιστον- αμηχανία, καθιστώντας τον άνθρωπο δέσμιο της κακώς νοούμενης ατομικότητάς του και τον αναγνώστη δέσμιο της πληθώρας "αξιοπρεπών", συμβατικά φιλολογώντας, έργων, έρχεται το προσωπείο να αντλήσει τη φωνή του από έναν αρχέγονο λεκτικό πυρήνα επικοινωνίας και να εφεύρει εκ νέου μια μυθολογική γλώσσα - τίποτα περισσότερο, αλλά και τίποτα σημαντικότερο, από μια συμφωνημένη γλώσσα με κώδικες τους οποίους όλοι αναγνωρίζουμε, ακόμη και στην αντεστραμμένη μορφή τους. H χρήση του προσωπείου προβάλλει την κοινωνία της γλώσσας -και του έργου τέχνης, ευρύτερα- πριν και πάνω απ' όλα ως αισθητική επιλογή και αντίληψη, και δεν μπορεί παρά να βρει την καταγωγή της στη λαϊκή τέχνη. Eφόσον δεχόμαστε πως το ιστορικό πρόσωπο υπάρχει ως ένα πλέγμα ιστορικών προσδιορισμών, πως καθορίζει την Iστορία, αλλά και ετεροκαθορίζεται απ' αυτήν, κι εφόσον αναγνωρίζουμε πως η μυθολογία, η λαογραφία και η λογοτεχνία, μεταξύ άλλων, συνιστούν αναπόσπαστες πραγματικότητες της ανθρώπινης Iστορίας, η εμμονή του ποιητή που κρύβεται πίσω από το προσωπείο είναι αυτή που θα διαχειριστεί τους σημειολογικούς και ιστορικούς κώδικες, τόσο της εποχής του όσο και εκείνης στην οποία ανήκει το προσωπείο που επιλέγει να "φορέσει", και αυτή είναι που θα κατευθύνει το ιστορικό πρόσωπο κατά πού επιθυμεί -ακόμη και στην πλήρη αποδόμησή του.

Kαι οι ποιητικοί μονόλογοι της Σιγούρου, σ' αυτή τη διαρκή απόδραση απ' την κατάρα του Mύθου και το ορθολογικό βίωμα της Iστορίας, δομούνται. O ρεαλιστικός ζωτικός χώρος μέσα στον οποίο πάσχουν να υπάρξουν τα προσωπεία του Aράς, υιοθετείται μόνο και μόνο για να απορριφθεί τελικά -συνειδητά ή ασυνείδητα- από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές. H ανοίκεια αίσθηση που δημιουργεί στον αναγνώστη ο λόγος τον οποίον εκφέρει η Ιωσηφ-ίνα, για παράδειγμα, αποκτά συμβολική διάσταση σ' έναν καινό κόσμο, ο οποίος αναδημιουργείται ή επανεφευρίσκεται στον συγκερασμό ιστορικών ή φανταστικών γεγονότων, ετερόκλιτων αν και αλληλοσυμπληρωματικών γλωσσικών στοιχείων και τρόπων ποιητικής. Ωστόσο, στο Aράς, το ένα προσωπείο έχει απόλυτη ανάγκη το άλλο για να υπάρξει. H Μαρία αναγνωρίζεται στη Xιονάτη, η Πασιφάη στην Tζούλια και ούτω καθ' εξής, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό ενός δαιδαλώδους οικοδομήματος, μέσα στο οποίο τα προσωπεία ακολουθούν καθένα τον δικό του δρόμο, για να συνενωθούν τελικά σε ένα. Kαι τότε: επί σκηνής του κόσμου ο άνθρωπος να υποδύεται τον ρόλο Άνθρωπος. Bρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά στην πρωτογενή ανάγκη του ατόμου να παραστήσει τον εαυτό του - μπροστά στη λύση που προσφέρει το Προσωπείο στο Σώμα, όταν το τελευταίο δυσκολεύεται να κοινωνήσει τις επιθυμίες και τους τρόμους του, να μετατρέψει την ψυχική του αγωνία σε Mύθο. Συνέπεια, ίσως, της εν λόγω λειτουργίας είναι η φατική "καθυστέρηση" που διέπει το κείμενο και των έξι ηρωίδων του Aράς, εκφρασμένη ανέκκλητα στην ένταση του Προσωπείου και στο λόγο του Σώματος: ο άνθρωπος Iωσηφίνα δεν προλαβαίνει ποτέ να είναι ο ρόλος Ιωσηφ-ίνα. Kι εδώ ακριβώς έγκειται η τραγική ουσία του ατόμου, ως χωροχρονική συνθήκη της Iστορίας: στην προσπάθειά του όχι μόνο να διαμορφώσει την προσωπική ιστορική του συνείδηση και να ορίσει τον εαυτό του εντός του πλαισίου αυτής, αλλά να κατακτήσει το μέρισμά του στην ιστορική συνείδηση των άλλων.

Σημειώνοντας, το μυθικό πλάσμα Άνθρωπος που κατοικεί τους δραματικούς μονολόγους του Aράς βιώνει την κατάρα του προσωπείου: να υπάρχει και ύστερα από την ιστορική πραγματικότητα του προσώπου - να διατηρεί την υπόστασή του και μετά την ερμηνεία του ρόλου. Kαι πολύ πιθανώς την ίδια "κατάρα" να δοκιμάσουν και τα ποιήματα αυτά καθαυτά της Σιγούρου.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

[Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Αυγή, στις 20 Ιουλίου του 2008]

Σάββατο 6 Ιουνίου 2009

117, rue Didot/ Το Βορτιστικό Μανιφέστο [απόσπασμα]


4

ΕΠΙΔΟΚΙΜΑΣΤΕ ΤΗ ΓΑΛΛΙΑ

για τους ΜΕΔΙΜΝΟΥΣ της ΖΩΝΤΑΝΙΑΣ της
ανά τετραγωνική ίντσα.
ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΩΝ ΤΡΟΠΩΝ
[τα Καλύτερα, τα ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ
και ενδιαφέροντα μείγματα].

ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑ
[μέγας εχθρός της προόδου]
ΜΑΧΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΜΕΓΑΛΟΙ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΤΕΣ
ΒΑΘΙΑ ΚΟΜΨΟΤΗΤΑ
ΘΗΛΥΚΕΣ ΑΡΕΤΕΣ
ΘΗΛΥΚΑ

ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ του ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΥ της ΑΠΑΧΗ.
Αξεπέραστη σκληρότητα και θρασύτητα του
Voyou χαρακτήρα του, του έφηβου επαναστάτη.
Μετριοφροσύνη και ανθρώπινη φύση πολλών εκεί.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΛΗΜΜΥΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ που ξεχείλισε
από την πληγή του 1797.
Και πικρότερο ρυάκι από το 1870.
ΑΝΤΟΧΗ γάτας.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Σάββατο 30 Μαΐου 2009

Σρέτσκο Κοσοβέλ: Εκπορνευόμενη κουλτούρα


Εκπορνευόμενη κουλτούρα

Χούφταλα χορτασμένα, πώς ξεπουλήσατε μια ολόκληρη ζωή,
πώς υπήρξατε κάτι διαφορετικό απ' ό,τι είχατε ονειρευτεί;
Εγώ απελπίζομαι τρεις φορές τη μέρα:
βλαστημώ και καταριέμαι τους πάντες·
ακόμη κι εμένα.
Ο Ναπολέων εκστρατεύει κατά της Ρωσίας.
Δες πώς μαραίνονται
τα κόκκινα τριαντάφυλλα του φθινοπώρου.
Τι; Δεν πας όπου φυσάει ο άνεμος;
Μα είσαι ηλίθιος;
Αυτό είναι το αληθινό πρόσωπο του ανθρώπου:
καθαρό σαν ήλιο φθινοπώρου
που καθρεφτίζεται σε μάτια βουρκωμένα.
(Τα δάκρυα είναι σαν τα νομίσματα!)
Εκείνος –μαύρος βασιλιάς στην σκακιέρα–
αναζητάει τον σωσία του.
Πρωί πρωί ξεκινάει για το Παρίσι.

SRECKO KOSOVEL [1904-1926]
Σλοβένος ποιητής

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Υ.Γ.: Αντιδώρημα...

Κυριακή 24 Μαΐου 2009

Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Ο Ευαγγελισμός των Ποιμένων


Ο Ευαγγελισμός των Ποιμένων

Ω εσείς, κοντά στη φωτιά, που ξέρετε τον υπερφυσικό ουρανό
και τους οιωνούς διαβάζετε των άστρων -
σηκώστε το βλέμμα ψηλά και δείτε προς τα εδώ:
υπάρχω: άστρο καινό που ανατέλλει.
Η πλήρης ύπαρξή μου καίει
κι εκτυφλωτικά θεόρατη φέγγει
τέτοιο ένα φως που το βαθύ
Στερέωμα πλέον δεν μου αρκεί.
Αφήστε η λάμψη μου στον μύχιο εαυτό σας να εισέλθει:
ω, βλέμματα σκοτεινά και σκοτεινές καρδιές:
Μοίρες σάς κατακλύζουν νυχτερινές.
Ποιαν έρημο, Ποιμένες,
υπάρχω τώρα εντός σας! Μεμιάς κατέκτησα τον χώρο.
Μην απορείτε: το μέγα αρτόδεντρο
έριχνε έναν ίσκιο - κι αυτόν εγώ τον έστειλα.
Ω εσείς θαρραλέοι, αν ξέρατε πώς λάμπει τώρα
στα ατενή σας πρόσωπα το μέλλον.
Στο δυνατό αυτό φως θα συμβεί ό,τι Σπουδαίο.
Την εχεμύθειά σας εμπιστεύομαι - για εσάς, ψυχές γεμάτες
πίστη,
όλα εδώ έχουν φωνή: η φλόγα μιλάει κι η βροχή,
ο άνεμος και τ' αποδημητικά πουλιά - κι αυτό που είστε
τίποτε δεν ξεπερνά και δεν μεγαλώνει,
αν η έπαρση το τρέφει.
Και τα πράγματα δεν τα κρατάτε
στο Κενό του στήθους σας για να τα βασανίσετε.
Καθώς η ευφροσύνη μες στον Άγγελο ξεχύνεται,
έτσι σαλεύει εντός σας το Επίγειο.
Κι αν ξάφνου άρπαζε φωτιά μια βάτος,
θ' ακούγατε από μέσα της να σας καλεί ο Αιώνιος -
κι αν Χερουβείμ να περπατήσουν καταδέχονταν
κι εκεί που βόσκουν τα κοπάδια σας πλησίαζαν, δεν θα
σαστίζατε:
θα πέφτατε στο χώμα με το πρόσωπο, θα προσκυνούσατε
και γη τον τόπο αυτόν θ' αποκαλούσατε.

Κι έτσι θα ήταν. Πρέπει να είναι κάτι Νέο
για το οποίο η Οικουμένη πάσχει να διευρυνθεί.
Τι είναι μια βάτος για μας: ο Θεός συναισθάνεται τον
εαυτό Του
σε νεαρής γυναίκας μέσα την κοιλιά.
Είμαι ολοφάνερα εκείνο το ζεστό εντός, που σας οδηγεί.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Τετάρτη 13 Μαΐου 2009

Ποιήματα στην Πλατεία Εξαρχείων

Την Κυριακή 17 Μαϊου, στις 7.30 το απόγευμα, σε ανοιχτή
εκδήλωση στην Πλατεία Εξαρχείων διαβάζουν ποιήματα οι:

Μαριγώ Αλεξοπούλου
Γιάννης Ευθυμιάδης
Έλλη Παπαγεωργίου
Αριστέα Παπαλεξάνδρου
και Μιχάλης Παπαντωνόπουλος.

Την επιμέλεια της παρουσίασης έχει ο ηθοποιός Πέτρος Αλατζάς

Παρασκευή 1 Μαΐου 2009

Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Οι υποψίες του Ιωσήφ

Οι υποψίες του Ιωσήφ

Πάσχιζε ο Άγγελος να του εξηγήσει,
κι έσφιγγε ο άντρας τις γροθιές του: μα δεν βλέπεις
πως είναι ολόδροση σαν όρθρος
Θεού σε κάθε πτυχή της;

Τον κοίταξε εκείνος σκυθρωπός -
και μόνο ψιθύρισε: τι έπαθε λοιπόν, τι έτσι την άλλαξε;
Κι ο Άγγελος κραύγασε: ακόμη δεν κατάλαβες, ξυλουργέ;
Το έργο Του πραγματωσε μες στη γυναίκα αυτή ο Θεός.

Επειδή φτιάχνεις σανίδες -με τόσην έπαρση-
θέλεις, αλήθεια, να σου απολογηθεί Αυτός
που, ταπεινός, το ίδιο ξύλο κάνει
φύλλα να βγάζει κι άνθη;

Κι εννόησε ο άντρας τον Λόγο του Αγγέλου.
Κι έντρομο σήκωσε το βλέμμα -
μα είχε ο Άγγελος χαθεί. Κι έβγαλε τον χοντρό
σκούφο του ο Ιωσήφ και δόξασε τον Θεό.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Ο Ασπασμός της Μαρίας

Ο Ασπασμός της Μαρίας

Εύκολα ακόμη στην αρχή οδοιπορούσε -
και μόνο σε ανήφορο, καμιά φορά,
το Θαύμα ένιωθε που ήδη κυοφορούσε -,
στεκόταν τότε κι έπαιρνε ανάσες στα βουνά,

ψηλά, της Ιουδαίας. Γύρω της εκτεινόταν
η αφθονία η δική της -όχι της γης-
και γνώριζε προχωρώντας: το μεγαλείο που τώρα
αισθανόταν
ποτέ δεν βίωσε κανείς.

Κι αυτό την βίαζε ν' απλώσει
χέρια στην άλλη: την πιο μεγάλη, ετοιμόγεννη κοιλιά.
Διστακτικά είχε η μια την άλλη πλησιάσει
κι αμοιβαία ψηλαφούσαν ενδύματα, μαλλιά.

Πλήρης η κάθε μια από την ιερότητά της,
προστάτευε τη Συγγενή στην αγκαλιά της.
Αχ! ο Σωτήρας: άνθος ακόμη μες στο σώμα της Μαρίας,
ενώ ο Βαπτιστής μέσα στης θείας της την κοιλιά
σκιρτούσε ήδη το δικό του μέρισμα χαράς.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Πέμπτη 9 Απριλίου 2009

Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Ο Ευαγγελισμός της Μαρίας


Ο Ευαγγελισμός της Μαρίας

Δεν τρόμαξε γιατί ήλθε ο Άγγελος μέσα -
(το ήξερε πως θα συμβεί)
κι ελάχιστα -καθώς κανείς ξαφνιάζεται,
σαν ηλιαχτίδα ή το φεγγάρι, νύχτα, στο δώμα του φανεί -
το βλέμμα φρόντισε από τη μορφή του Αγγέλου
ν' αποστρέψει -
μόλις που διαισθανόταν τι επώδυνη είναι για τους Αγγέλους
αυτή η παραμονή. (Ω πόσο ήταν αγνή:
αν κατορθώναμε να εννοήσουμε αυτήν τη σκέψη.
Σάμπως και μια ελαφίνα κάποτε στο δάσος ξαπλωμένη
δεν σάστισε το ίδιο, όταν ένιωσε εντός της, αν και ποτέ
δεν είχε ζυγαρώσει,
σχήμα ο Μονόκερως να παίρνει,
το άσπιλο ζώο, που πλάστηκε από φως.)
Όχι γιατί ήλθε ο Άγγελος μέσα, αλλά γιατί
έγειρε όψη νεαρού τόσο στενά στο πρόσωπό της,
ώστε το βλέμμα του ενώθηκε
με το δικό της,
σαν να 'χε όλος ο τόπος ξάφνου γύρω τους αδειάσει
κι ό,τι εκατομμύρια κόσμου έβλεπαν κι έπρατταν κι
έπασχαν,
συστρεφόταν εντός τους: αυτή μόνο κι αυτός -
οφθαλμός και νομή του οφθαλμού, βλέμμα και οπτασία
του
πουθενά αλλού - στο ίδιο σημείο, το ένα και μόνο:
δες, κάτι τέτοιο τρομάζει. Κι οι δυο δοκίμασαν τον τρόμο.

Κι εβοήσε τότε οΆγγελος τη μελωδία του.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Τα Εισόδια της Μαρίας

Τα Εισόδια της Μαρίας

Για ν' αντιληφθείς πώς ήταν, τότε, εκείνη,
πρέπει πρώτα να καλέσεις τον εαυτό σου
σ' έναν τόπο όπου κολώνες συγκρατούν
την οροφή του Εντός σου -
όπου σκάλες νιώθεις κι επικίνδυνα αψίδες
γεφυρώνουν τα βάραθρα ενός χώρου,
χτισμένου με τέτοια προσοχή
που πλέον δεν μπορείς ούτε μια πέτρα του να φύγεις,
γιατί θα σωριαστείς.
Κι όταν τόσο ευρύχωρος καταστείς,
κι όλα εντός σου γίνουν πέτρα,
τοίχος κι ανήφορος και θόλος και προοπτική -,
δοκίμασε και με τα δύο χέρια
το μεγα παραπέτασμα, που κρέμεται μπρος στη μορφή σου,
να παραμερίσεις λίγο: εκεί η λάμψη υψηλών αντικειμένων,
εκεί εμποδίζεται η ανάσα κι η αφή.
Παλάτια ορθώνονται μέσα από άλλα παλάτια,
σκάλες ξεχύνονται ολοένα πιο πλατιές μέσα απ' τις κουπαστές
και πάνω ξεπροβάλλουν
σε κράσπεδα, που η θέα τους και μόνο σε ζαλίζει.
Κι ακόμη: σύννεφα καπνού απ' τα λιβανιστήρια
θολώνουν το σχήμα κάθε Κοντινού -
το Απώτατο, όμως, κάθετα με τις αχτίδες του εντός σου
σημαδεύει -
κι αν τώρα φλόγας όστρακο διάφανη λάμψη τρεμοπαίξει
πάνω σ' ενδύματα που αργά πλησιάζουν:
αυτό πώς θα το αντέξεις;
Εκείνη όμως έφτασε και σήκωσε
το βλέμμα σε όλα αυτά: να δει.
(Ένα μικρό κορίτσι ανάμεσα σε γυναίκες, ένα παιδί.)
Κι ήσυχη ανέβηκε, γεμάτη αυτοπεποίθηση,
προς μία πολυτέλεια που σάλευε αυτάρεσκα:
τόσο βαθιά είχε φυτευτεί ο έπαινος στην καρδιά της
και είχε πλέον υπερβεί τα έργα των ανθρώπων.
Κι ευφρόσυνα στα εσώτερα σημεία παραδιδόταν:
οι γονείς νόμιζαν πως την καθοδηγούσαν,
κι ο Αρχιερέας, απειλητικός με το κόσμημα στο στήθος,
φάνηκε να την υποδεχτεί: μα εκείνη τα χέρια άφησε
κι έτσι μικρή διάβηκε μέσ' απ' το πλήθος
για τη μοίρα, που την περίμενε έτοιμη ήδη,
ψηλότερη από τη Στοά, κι από τον Ναό ακόμη πιο βαριά.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Η γέννηση της Μαρίας

Η γέννηση της Μαρίας

Ω πόσο στους Αγγέλους στοίχισε, που σε ψαλμούς
δεν έσπευσαν καθώς κανείς ξεσπάζει σε λυγμούς,
παρ' ότι γνώριζαν: τη νύχτα αυτή θα γεννηθεί
Μητέρα για τον Γιο, τον Έναν, που σύντομα θα εμφανιστεί.

Σιωπηλοί ψηλά αιωρούνταν κι έδειχνε το χέρι τους εκεί
που, απόμερη, βρισκόταν η αγροικία του Ιωακείμ -
κι ένιωθαν εντός τους και στον χώρο να πυκνώνει κάτι αγνό,
μα δεν έπρεπε κανείς να κατέλθει σε Αυτόν.

Γιατί είχε ήδη το ζευγάρι ταραχθεί από το γεγονός.
Και μια γειτόνισσα ήλθε, κι έκανε πως ήξερε τα πάντα, και
δεν γνώριζε το πώς -
κι ο γέροντας, προσεκτικός, πήγε και έπαψε τον μυκηθμό
μιας σκούρας αγελάδας. Αφού ποτέ κάτι παρόμοιο δεν είχε
συμβεί στο παρελθόν.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

Όσκαρ Ουάιλντ: Η Αγγλική Αναγέννηση της Τέχνης


[Η Καταγωγή της Καλλιτεχνικής Επανάστασης]

Το 1847 στο Λονδίνο, μια ομάδα νεαρών θαυμαστών του Κητς συναντιόταν τακτικά και συζητούσε περί τέχνης. Ήταν αποφασισμένοι να επιφέρουν επανάσταση στην ποίηση και στην ζωγραφική. Κάτι τέτοιο σήμαινε πως θα έχαναν κάθε δικαίωμά τους ως πολίτες, στην Αγγλία. Διέθεταν όλες εκείνες τις αρετές που το Αγγλικό κοινό δεν συγχωρεί ποτέ: νιάτα, δύναμη και ενθουσιασμό. Η σάτιρα τούς απέτιε τον συνήθη φόρο τιμής, τον οποίο οι μετριότητες αποδίδουν στην μεγαλοφυΐα, τυφλώνοντας το Αγγλικό κοινό ως προς το ευγενές και το ωραίο, μην μπορώντας, ωστόσο, να βλάψει ούτε στο ελάχιστο τον καλλιτέχνη. Η πλήρης διαφωνία τους με τα τρία τέταρτα των Άγγλων συνιστούσε πρωταρχικό στοιχείο πνευματικής υγείας και βαθιά πηγή παρηγοριάς σε κάθε περίπτωση πνευματικής αμφιβολίας.
Αυτοί οι νέοι αυτοαποκλήθηκαν Προραφαηλίτες γιατί, εναντιωμένοι στις εύκολες αφαιρέσεις του Ραφαήλ,² πίστεψαν πως είχαν ανακαλύψει έναν ισχυρότερο ρεαλισμό φαντασίας, έναν πιο προσεγμένο ρεαλισμό τεχνικής, μια ατομικότητα πιο έντονη.


[Ο Ηλίανθος και ο Κρίνος]

Ακούσατε, φαντάζομαι, έστω λίγοι, για δύο λουλούδια που συνδέονται με το κίνημα του Αισθητισμού στην Αγγλία, τα οποία, όπως λέγεται, (εσφαλμένα, σας βεβαιώνω) συνιστούν την τροφή κάποιων αισθητικά καλλιεργημένων νέων. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να σας αποκαλύψω τον λόγο για τον οποίο αγαπάμε τον κρίνο και τον ηλίανθο: παρά τους ισχυρισμούς του κ. Γκίλμπερτ,³ δεν πρόκειται, σε καμία περίπτωση, για μόδα χορτοφαγίας· αυτά τα δύο υπέροχα λουλούδια συνιστούν στην Αγγλία τα τελειότερα πρότυπα σχεδίου, τα πλέον ενδεδειγμένα, κατά τρόπο φυσικό, για την διακοσμητική τέχνη – η φανταχτερή, λιονταρίσια ομορφιά του ενός και το πολύτιμο κάλλος του άλλου προσφέρουν στον καλλιτέχνη την πλήρη, την τέλεια απόλαυση. Όσο για εσάς: μην αφήνετε ούτε ένα άνθος στα λιβάδια σας που δεν τυλίγει με τους έλικες του τα μαξιλάρια σας, ούτε ένα φυλλαράκι στα τιτάνια δάση σας που δεν χαρίζει το σχήμα του στο διακοσμητικό σχέδιο, ούτε ένα κυρτό κλαδάκι αγριοτριανταφυλλιάς ή ρεικιού που δεν ζει για πάντα στην λαξεμένη αψίδα ή στο μαρμάρινο παράθυρο, ούτε ένα πουλί στον αέρα σας που δεν σκορπίζει το ιριδίζον θαύμα του χρώματός του, τις θεσπέσιες καμπύλες τροχιές των φτερούγων του κατά το πέταγμά του, για να καταστήσει ακόμη πιο πολύτιμη την πολυτιμότητα του λιτού διακόσμου.
Καθένας μας ξοδεύει τις ημέρες του αναζητώντας το μυστικό της ζωής. Λοιπόν, το μυστικό της ζωής βρίσκεται στην τέχνη.


[Το Μυθιστόρημα και το Δράμα]

Το μυθιστόρημα δεν σκότωσε το θέατρο, όπως πασχίζουν να μας πείσουν κάποιοι κριτικοί. Η ρομαντική περίοδος της Γαλλίας καταδεικνύει πως τα έργα των Μπαλζάκ⁴ και Ουγκό⁵ μεγάλωσαν μαζί, δίπλα δίπλα – ή, μάλλον, συμπληρωματικά το ένα με το άλλο, μολονότι κανένας από τους δύο δημιουργούς δεν το αντιλήφθηκε. Το δράμα είναι το σημείο συνάντησης τέχνης και ζωής· πραγματεύεται, όπως είπε ο Ματσίνι,⁶ όχι απλώς τον άνθρωπο, αλλά τον κοινωνικό άνθρωπο, τον άνθρωπο σε σχέση με τον Θεό και με την ανθρωπότητα. Συνιστά προϊόν μίας περιόδου σπουδαίας εθνικής, συμπαγούς ενέργειας. Είναι ανέφικτο χωρίς το εξευγενισμένο κοινό, και ανήκει σε εποχές όπως εκείνη της Ελισάβετ στο Λονδίνο και του Περικλή στην Αθήνα. Είναι κομμάτι ενός τόσο μεγαλοπρεπούς, ηθικού και πνευματικού πάθους, σαν αυτό που ανέκυψε στην Ελλάδα μετά την συντριβή του Περσικού στόλου και στους Άγγλους μετά το ναυάγιο της Ισπανικής αρμάδας.
Ο Σέλλεϋ⁷ αισθάνθηκε πόσο ελλιπές ήταν το κίνημά μας από αυτήν την άποψη, και έδειξε σε μία σπουδαία τραγωδία πώς θα καθήρε την εποχή μας «δι’ ελέους και φόβου»· καίτοι, σε πείσμα των «Τσέντσι»,⁸ το δράμα παραμένει μία από τις καλλιτεχνικές μορφές, μέσα από τις οποίες η διάνοια της Αγγλίας, μάταια, αναζητάει διέξοδο και έκφραση.


[Όπου δεν γίνεται Λόγος περί Ηθικής]

Στα έθνη, όπως και στα άτομα, αν το πάθος για δημιουργία δεν συνοδεύεται από την κριτική, την αισθητική ικανότητα, είναι βέβαιο πως θα αποδυναμωθεί. Η λογοτεχνία σας δεν χρειάζεται μιαν αυξημένη αίσθηση ή εποπτεία ηθικής. Δεν πρέπει να μιλάμε για ηθικό ή ανήθικο ποίημα. Τα ποιήματα είναι ή καλογραμμένα ή κακογραμμένα· αυτό είναι όλο. Κάθε στοιχείο ηθικής τάξης ή υπαινικτικής αναφοράς σε ένα πρότυπο Καλού ή Κακού στην τέχνη συχνά είναι σημάδι ενός ατελούς οράματος. Κάθε καλό έργο στοχεύει σε μία αμιγώς καλλιτεχνική επίδραση. Μα όπως στις πόλεις σας, έτσι και στην λογοτεχνία απουσιάζει η αυξημένη ευαισθησία προς το ωραίο. Κάθε υψηλό έργο δεν είναι απλώς εθνικό, μα παγκόσμιο. Η πνευματική ελευθερία θα σας δώσει απλόχερα ζωή κι αέρα να ανασάνετε. Από εμάς θα μάθετε τα κλασικά όρια της μορφής. Αγαπήστε την τέχνη για την τέχνη και τότε ό,τι χρειάζεστε θα σας δοθεί. Αυτή η αφοσίωση στην ομορφιά, στην δημιουργία του ωραίου, είναι η δοκιμασία όλων των σπουδαίων πολιτισμών· αυτή καθιστά την ζωή κάθε πολίτη Μυστήριο και όχι εικασία. Γιατί ο χρόνος μόνο το Ωραίο δεν μπορεί να φθείρει. Οι φιλοσοφικές θεωρίες χάνονται, σκορπάνε σαν την άμμο, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις διαδέχονται η μία την άλλη, όμως το ωραίο είναι χαρά σε κάθε εποχή και κτήμα της αιωνιότητας.


[Να συμπληρώσει η Αμερική το Κίνημα]

Πιθανώς θα απευθυνθούμε σε εσάς για να συμπληρώσουμε και να τελειοποιήσουμε το σπουδαίο κίνημα μας· γιατί υπάρχει κάτι το Ελληνικό στον αέρα και στον κόσμο σας, κάτι πιο μεγαλόπνοο στην Ελισαβετιανή χαρά και δύναμη του από αυτό που ο αρχαίος μας πολιτισμός μπορεί να μας προσφέρει. Γιατί εσείς, τουλάχιστον, είστε νέοι· δεν σας ποδοπατούν πεινασμένες γενεές και το παρελθόν δεν σας χλευάζει με τα ερείπια μιας ομορφιάς, της οποίας το μυστικό της δημιουργίας της έχετε απωλέσει. Αυτή η πλήρης απουσία παράδοσης, για την οποία ο Ράσκιν⁹ πίστευε πως θα λεηλατήσει απ’ τα ποτάμια σας το γέλιο και από τα λουλούδια σας το φως, μπορεί να συνιστά την πηγή της ελευθερίας και της δύναμής σας. Να μιλάς, στην λογοτεχνία, με το τέλειο ήθος των ζωικών κινήσεων και το άμεμπτο συναίσθημα των δέντρων και της χλόης δίπλα στον δρόμο, ορίστηκε από έναν δικό σας μεγάλο ποιητή¹⁰ ως ο απόλυτος θρίαμβος της τέχνης· θρίαμβο, τον οποίον μόνο εσείς είστε προορισμένοι ανάμεσα στα έθνη να πετύχετε. Γιατί οι φωνές που κατοικούν στην θάλασσα και στα βουνά δεν είναι μόνο η περιούσια μουσική της ελευθερίας. Άλλα μηνύματα κρύβονται στο θαύμα των ανεμόδαρτων κορυφών και στην επιβλητικότητα των βουβών βαράθρων – μηνύματα που, αν τα αφουγκραστείτε με προσοχή, μπορεί να σας αποδώσουν το μεγαλείο κάποιας καινούργιας φαντασίας, το θαύμα κάποιας καινούργιας ομορφιάς.

Σημειώσεις:
1. Τζον Κητς [John Keats, 1795-1821]: από τους σημαντικότερους ποιητές του Αγγλικού Ρομαντικού κινήματος.
2. Ραφαήλ ή Ραφαέλ Σάντσιο [Raffaello Sanzio, 1483-1520]: Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας της ύστερης Αναγέννησης.
3. Άλφρεντ Γκίλμπερτ [Sir Alfred Gilbert, 1854-1934]: Άγγλος καινοτόμος γλύπτης που συμμετείχε στο κίνημα της Νέας Γλυπτικής [The New Sculpture] στην Βρετανία, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα.
4. Ονορέ ντε Μπαλζάκ [Honorι de Balzac, 1799-1850]: Γάλλος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας.
5. Βίκτορ Ουγκό [Victor-Marie Hugo, 1802-1885]: Γάλλος δραματουργός, μυθιστοριογράφος και ποιητής. Η σημαντικότερη, ίσως, μορφή του Γαλλικού Ρομαντισμού.
6. Τζιούζεπε Ματσίνι [Giuseppe Mazzini, 1805-1872]: Ιταλός φιλόσοφος και πολιτικός.
7. Πέρσυ Μπης Σέλλεϋ [Percy Bysshe Shelley, 1792-1822]: από τους σημαντικότερους Άγγλους Ρομαντικούς ποιητές.
8. Οι Τσέντσι [The Cenci]: δράμα, γραμμένο σε στίχους, το καλοκαίρι του 1819, εμπνευσμένο από την ομώνυμη –υπαρκτή– ιταλική οικογένεια. Το έργο, ωστόσο, δεν ανέβηκε εξαιτίας του θέματος της αιμομιξίας που πραγματεύεται. Εν τέλει παρουσιάστηκε στο κοινό του Λονδίνου, το 1922.
9. Τζον Ράσκιν [John Ruskin, 1819-1900]: Άγγλος συγγραφέας, ζωγράφος και κριτικός τέχνης.
10. Αναφορά πιθανότατα στον Αμερικανό ποιητή Ουόλτ Ουίτμαν [Walt Whitman, 1819-1892].

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ