Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Τα Εισόδια της Μαρίας

Τα Εισόδια της Μαρίας

Για ν' αντιληφθείς πώς ήταν, τότε, εκείνη,
πρέπει πρώτα να καλέσεις τον εαυτό σου
σ' έναν τόπο όπου κολώνες συγκρατούν
την οροφή του Εντός σου -
όπου σκάλες νιώθεις κι επικίνδυνα αψίδες
γεφυρώνουν τα βάραθρα ενός χώρου,
χτισμένου με τέτοια προσοχή
που πλέον δεν μπορείς ούτε μια πέτρα του να φύγεις,
γιατί θα σωριαστείς.
Κι όταν τόσο ευρύχωρος καταστείς,
κι όλα εντός σου γίνουν πέτρα,
τοίχος κι ανήφορος και θόλος και προοπτική -,
δοκίμασε και με τα δύο χέρια
το μεγα παραπέτασμα, που κρέμεται μπρος στη μορφή σου,
να παραμερίσεις λίγο: εκεί η λάμψη υψηλών αντικειμένων,
εκεί εμποδίζεται η ανάσα κι η αφή.
Παλάτια ορθώνονται μέσα από άλλα παλάτια,
σκάλες ξεχύνονται ολοένα πιο πλατιές μέσα απ' τις κουπαστές
και πάνω ξεπροβάλλουν
σε κράσπεδα, που η θέα τους και μόνο σε ζαλίζει.
Κι ακόμη: σύννεφα καπνού απ' τα λιβανιστήρια
θολώνουν το σχήμα κάθε Κοντινού -
το Απώτατο, όμως, κάθετα με τις αχτίδες του εντός σου
σημαδεύει -
κι αν τώρα φλόγας όστρακο διάφανη λάμψη τρεμοπαίξει
πάνω σ' ενδύματα που αργά πλησιάζουν:
αυτό πώς θα το αντέξεις;
Εκείνη όμως έφτασε και σήκωσε
το βλέμμα σε όλα αυτά: να δει.
(Ένα μικρό κορίτσι ανάμεσα σε γυναίκες, ένα παιδί.)
Κι ήσυχη ανέβηκε, γεμάτη αυτοπεποίθηση,
προς μία πολυτέλεια που σάλευε αυτάρεσκα:
τόσο βαθιά είχε φυτευτεί ο έπαινος στην καρδιά της
και είχε πλέον υπερβεί τα έργα των ανθρώπων.
Κι ευφρόσυνα στα εσώτερα σημεία παραδιδόταν:
οι γονείς νόμιζαν πως την καθοδηγούσαν,
κι ο Αρχιερέας, απειλητικός με το κόσμημα στο στήθος,
φάνηκε να την υποδεχτεί: μα εκείνη τα χέρια άφησε
κι έτσι μικρή διάβηκε μέσ' απ' το πλήθος
για τη μοίρα, που την περίμενε έτοιμη ήδη,
ψηλότερη από τη Στοά, κι από τον Ναό ακόμη πιο βαριά.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ