Εύκολα ακόμη στην αρχή οδοιπορούσε -
και μόνο σε ανήφορο, καμιά φορά,
το Θαύμα ένιωθε που ήδη κυοφορούσε -,
στεκόταν τότε κι έπαιρνε ανάσες στα βουνά,
ψηλά, της Ιουδαίας. Γύρω της εκτεινόταν
η αφθονία η δική της -όχι της γης-
και γνώριζε προχωρώντας: το μεγαλείο που τώρα
αισθανόταν
ποτέ δεν βίωσε κανείς.
Κι αυτό την βίαζε ν' απλώσει
χέρια στην άλλη: την πιο μεγάλη, ετοιμόγεννη κοιλιά.
Διστακτικά είχε η μια την άλλη πλησιάσει
κι αμοιβαία ψηλαφούσαν ενδύματα, μαλλιά.
Πλήρης η κάθε μια από την ιερότητά της,
προστάτευε τη Συγγενή στην αγκαλιά της.
Αχ! ο Σωτήρας: άνθος ακόμη μες στο σώμα της Μαρίας,
ενώ ο Βαπτιστής μέσα στης θείας της την κοιλιά
σκιρτούσε ήδη το δικό του μέρισμα χαράς.
Κι αυτό την βίαζε ν' απλώσει
χέρια στην άλλη: την πιο μεγάλη, ετοιμόγεννη κοιλιά.
Διστακτικά είχε η μια την άλλη πλησιάσει
κι αμοιβαία ψηλαφούσαν ενδύματα, μαλλιά.
Πλήρης η κάθε μια από την ιερότητά της,
προστάτευε τη Συγγενή στην αγκαλιά της.
Αχ! ο Σωτήρας: άνθος ακόμη μες στο σώμα της Μαρίας,
ενώ ο Βαπτιστής μέσα στης θείας της την κοιλιά
σκιρτούσε ήδη το δικό του μέρισμα χαράς.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ