Πάσχιζε ο Άγγελος να του εξηγήσει,
κι έσφιγγε ο άντρας τις γροθιές του: μα δεν βλέπεις
πως είναι ολόδροση σαν όρθρος
Θεού σε κάθε πτυχή της;
Τον κοίταξε εκείνος σκυθρωπός -
και μόνο ψιθύρισε: τι έπαθε λοιπόν, τι έτσι την άλλαξε;
Κι ο Άγγελος κραύγασε: ακόμη δεν κατάλαβες, ξυλουργέ;
Το έργο Του πραγματωσε μες στη γυναίκα αυτή ο Θεός.
Επειδή φτιάχνεις σανίδες -με τόσην έπαρση-
θέλεις, αλήθεια, να σου απολογηθεί Αυτός
που, ταπεινός, το ίδιο ξύλο κάνει
φύλλα να βγάζει κι άνθη;
Κι εννόησε ο άντρας τον Λόγο του Αγγέλου.
Κι έντρομο σήκωσε το βλέμμα -
μα είχε ο Άγγελος χαθεί. Κι έβγαλε τον χοντρό
σκούφο του ο Ιωσήφ και δόξασε τον Θεό.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ