Βράδυ Σεπτέμβρη· θλιμμένες ηχούν οι σκοτεινές φωνές των
βοσκών
στο μισοσκότεινο χωριό· φωτιά στο σιδεράδικο σπιθίζει.
Άλογο μαύρο σηκώνεται δυνατό· οι υακίνθινες μπούκλες
της υπηρέτριας
κυνηγούν την πνοή των πορφυρών του ρουθουνιών.
Ήσυχα κοκαλώνει η κραυγή της ελαφίνας στην άκρη του
δάσους
και τα κίτρινα λουλούδια του φθινοπώρου
γέρνουν βουβά πάνω απ’ τη γαλάζια όψη της λιμνούλας.
Μες στην κόκκινη φλόγα κάηκε ένα δέντρο· με πρόσωπα
σκοτεινά πετούν οι νυχτερίδες.
ΣΤΟ ΑΓΟΡΙ ΕΛΙΣ[1]
Όταν ο κότσυφας φωνάζει στο μαύρο δάσος, Έλις·
αυτός είναι ο χαμός σου.
Τα χείλη σου πίνουν το ψύχος της γαλάζιας πηγής στον βράχο.
Άφησε, όταν το μέτωπο ήσυχα ματώνει,
θρύλους πανάρχαιους
και σκοτεινούς οιωνούς πουλιών.
Μα εσύ πηγαίνεις με βήματα απαλά κατά τη νύχτα
που κρέμεται σταφύλια πορφυρά γεμάτη,
και τα χέρια σαλεύεις ομορφότερος μες στο γαλάζιο.
Εκεί που βρίσκονται οι σελήνες των ματιών σου,
μια βάτος ηχεί.
Ω Έλις, πόσον καιρό είσαι πεθαμένος!
Ένας υάκινθος το σώμα σου·
μέσα του ένας μοναχός βυθίζει τα κέρινά του δάχτυλα.
Μαύρη σπηλιά η σιωπή μας,
απ’ όπου κάποτε ένα ήρεμο ζώο προβάλλει
και χαμηλώνει αργά τα βαριά βλέφαρά του.
Μαύρη δροσιά στους κροτάφους σου στάζει,
ο τελευταίος χρυσός έκπτωτων άστρων.
ΕΛΙΣ
(Τρίτο σχεδίασμα)
1
Απόλυτη η γαλήνη της χρυσής αυτής ημέρας.
Κάτω από γέρικες βελανιδιές
προβάλεις εσύ, Έλις, ήρεμος με στρογγυλά μάτια.
Στο γαλάζιο τους καθρεφτίζεται ο ύπνος των ερωτευμένων.
Στο στόμα σου
βουβάθηκαν οι ρόδινοι στεναγμοί τους.
Το βράδυ ο ψαράς μάζεψε βαριά τα δίχτυα.
Ένας καλός βοσκός
οδηγεί το κοπάδι του στην άκρη του δάσους.
Ω Έλις, πόσο δίκαιες είναι όλες σου οι μέρες!
Σε γυμνά τείχη
βυθίζεται σιγανά η γαλάζια γαλήνη της ελιάς,
το σκοτεινό άσμα ενός γέροντα σβήνει.
Βάρκα χρυσή
λικνίζεται, Έλις, η καρδιά σου μες στον έρημο ουρανό.
2
Ένα απαλό χτύπημα καμπάνας ηχεί στο στήθος του Έλις
το βράδυ,
όταν το κεφάλι του βυθίζεται στο μαύρο μαξιλάρι.
Ένα γαλάζιο αγρίμι
ήσυχα ματώνει στα βάτα.
Ένα σκούρο δέντρο στέκεται μονάχο·
έπεσαν οι γαλάζιοι καρποί του.
Σημεία κι άστρα
βυθίζονται σιγά στη βραδινή λιμνούλα.
Χειμώνιασε πίσω απ’ τον λόφο.
Γαλάζια περιστέρια
πίνουν, τη νύχτα, τον παγερό ιδρώτα που κυλά
απ’ το κρυστάλλινο μέτωπο του Έλις.
Διαρκώς ηχεί
σε μαύρα τείχη ο έρημος άνεμος του Θεού.
Ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ[2] ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Του Άντολφ Λόος
1
Η μητέρα πήγαινε το βρέφος μες στο λευκό φεγγάρι,
και τον αφιονισμένο θρήνο της τσίχλας
στης καρυδιάς και της πανάρχαιας κουφοξυλιάς τον ίσκιο·
γαλήνια
έγερνε πάνω τους, με συμπόνια, στο σκοτεινό παράθυρο
μια όψη γενειοφόρα· και τα παλιά οικιακά σκεύη
των πατέρων
κείτονταν ρημαγμένα· αγάπη κι ονειροπόλημα φθινοπωρινό.
Λοιπόν η μέρα σκοτεινή, θλιβερή η παιδική ηλικία,
όταν αγόρι σιγανά κατέβηκε στα παγωμένα νερά και τ’ ασημένια
ψάρια,
όψη κι ησυχία·
όταν πέτρινος ρίχτηκε μπρος στ’ άγρια μαύρα άλογα,
σε γκρίζα νύχτα ήρθε τ’ άστρο από πάνω του·
ή όταν πιασμένος από το παγωμένο χέρι της μητέρας
διάβηκε, βράδυ, το φθινοπωρινό κοιμητήρι του Άγιου Πέτρου[3],
γαλήνια στο σκοτεινό δωμάτιο κείτονταν πτώμα τρυφερό
κι εκείνος καταπάνω του σήκωσε τα κρύα βλέφαρα.
Μα αυτός ήταν πουλάκι σε γυμνό κλαδί,
μακρόσυρτο, τον βραδινό Νοέμβρη, το χτύπημα καμπάνας
κι ο πατέρας γαλήνιος, όταν αυτός στον ύπνο του κατέβηκε
την κυκλική μισοσκότεινη σκάλα.
2
Ειρήνη της ψυχής. Έρημο βράδυ του χειμώνα
και των βοσκών οι σκοτεινές μορφές στη γέρικη λιμνούλα·
βρέφος στην αχυρένια καλύβα· τι σιγανά
βυθίστηκε στον μαύρο πυρετό η όψη.
Άγια νύχτα.
Ή όταν πιασμένος από το σκληρό χέρι του πατέρα
ανέβηκε γαλήνια ο άνθρωπος τον σκοτεινό Γολγοθά
και μέσα από τον θρύλο του, σε κόχες βράχων μισοσκότεινες,
πήγαινε η γαλάζια μορφή του,
κάτω απ’ την καρδιά η πληγή έτρεξε πορφυρό το αίμα.
Τι σιγανά υψώθηκε στη σκοτεινή ψυχή ο σταυρός!
Αγάπη· όταν σε μαύρες γωνίες έλιωσε το χιόνι,
χαρούμενο στη γέρικη κουφοξυλιά και στη θολωτή σκιά της
καρυδιάς
μπλέχτηκε γαλάζιο αεράκι·
και φανερώθηκε στο αγόρι σιγανά ο ρόδινος άγγελός του.
Χαρά· όταν σε παγωμένα δωμάτια αντήχησε μια βραδινή
σονάτα,
στο σκούρο δοκάρι
μία γαλάζια πεταλούδα γδύθηκε τ’ ασημένιο κουκούλι.
Ω, η εγγύτητα του θανάτου! Σε τοίχο πέτρινο
έγερνε ένα κίτρινο κεφάλι, και το παιδί σιωπηλό,
όταν εκείνο τον Μάρτη ρήμαξε το φεγγάρι.
3
Πασχαλινές καμπάνες ρόδινες στον θολωτό τάφο της νύχτας
κι οι ασημοφωνές των άστρων,
ώστε βυθίστηκε σε ρίγη η σκοτεινή παραφροσύνη από το
μέτωπο του αποκοιμισμένου.
Τι γαλήνια κατάβαση βήμα βήμα πλάι στο γαλάζιο ποτάμι
με τον νου στα ξεχασμένα, όταν στο πράσινο κλαδί
κάλεσε η τσίχλα κάτι ξένο στον χαμό.
Ή όταν πιασμένος απ’ του γέροντα το σκελετωμένο χέρι
βάδιζε, βράδυ, μπρος στα πεσμένα τείχη της πόλης
κι εκείνος πήγαινε σε μαύρο παλτό ένα ρόδινο βρέφος,
στης καρυδιάς τον ίσκιο πρόβαλε το Πνεύμα του Κακού.
Ψηλάφημα στα πράσινα σκαλοπάτια του καλοκαιριού. Τι ήσυχα
ρήμαξε ο κήπος μέσα στη σκούρα γαλήνη του φθινοπώρου·
ευωδιά και μελαγχολία της γέρικης κουφοξυλιάς,
όταν στον ίσκιο του Σεβαστιανού έσβησε η ασημοφωνή του
αγγέλου.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΑΣΠΑΡ ΧΑΟΥΖΕΡ[4]
Της Μπέσι Λόος
Αυτός αλήθεια αγαπούσε τον ήλιο που πορφυρός κατέβαινε
τον λόφο,
τους δρόμους του δάσους, το μαύρο πουλί που τραγουδούσε
και την αγαλλίαση του πράσινου.
Αυστηρή η διαμονή του στον ίσκιο του δέντρου
κι η όψη του καθαρή.
Ο Θεός μίλησε μιαν ήρεμη φλόγα στην καρδιά του:
ω άνθρωπε!
Γαλήνιο το βήμα του βρήκε την πόλη το βράδυ·
το στόμα του μίλησε το σκοτεινό παράπονο:
θέλω να γίνω ιππέας.
Ωστόσο θάμνος και ζώο τον ακολουθούσε,
σπίτι και μισοσκότεινος κήπος λευκών ανθρώπων·
κι ο φονιάς του τον αναζητούσε.
Άνοιξη, καλοκαίρι κι όμορφο το φθινόπωρο
του δίκαιου ανθρώπου, σιγανός ο βηματισμός του
στα σκοτεινά δωμάτια εκείνων που ονειρεύονται.
Τη νύχτα έμεινε μόνος με το άστρο του.
Χιόνι είδε να πέφτει σε γυμνό κλαδί
και τον ίσκιο του φονιά στον μισοσκότεινο διάδρομο.
Ασημένιο έπεσε του αγέννητου ανθρώπου το κεφάλι.
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
(Δεύτερο σχεδίασμα)
Φθινόπωρο· μαύρος βηματισμός στην άκρη του δάσους· στιγμή βουβής καταστροφής· το μέτωπο του λεπρού κρυφακούει κάτω απ’ το γυμνό δέντρο. Βράδυ τώρα, περασμένο προ πολλού, πέφτει πάνω απ’ τα βρυώδη σκαλοπάτια· Νοέμβρης. Καμπάνα ηχεί και ο βοσκός ένα κοπάδι μαύρα, κόκκινα άλογα στο χωριό οδηγεί. Κάτω απ’ τις αγριοφουντουκιές ο πράσινος κυνηγός ξεκοιλιάζει ένα αγρίμι. Τα χέρια του αίμα αχνίζουν κι ο ίσκιος του ζώου, σκούρος και σιωπηλός, μες στο φύλλωμα στενάζει, πάνω απ’ τα μάτια του ανδρός· το δάσος. Κάργιες σκορπίζουν· τρεις. Το πέταγμά τους μοιάζει με σονάτα, γεμάτη ακόρντα που σβήνουν κι ανδρική μελαγχολία· σιγά διαλύεται σύννεφο χρυσό. Κοντά στον μύλο αγόρια ανάβουνε φωτιά. Φλόγα: ο αδελφός του κάτωχρου ανθρώπου κι εκείνος γελάει κρυμμένος στα πορφυρά μαλλιά του· ή είναι ο τόπος του εγκλήματος· μέσα του ένας πέτρινος δρόμος περνάει. Οι βερβερίτσες χάθηκαν, εδώ και χρόνια υπάρχει κάτι που ονειρεύεται στο μολυβένιο αέρα κάτω απ’ τα πεύκα· αγωνία, πράσινο σκοτάδι, γουργουρητό ενός που πνίγεται: από την έναστρη λιμνούλα μεγάλο μαύρο ψάρι τραβάει ο ψαράς· όψη γεμάτη ωμότητα και παραφροσύνη. Οι φωνές των καλαμιών· στα νώτα ανδρών που φιλονικούν, πηγαίνει αυτός με κόκκινη βάρκα, στα παγωμένα νερά του φθινοπώρου, ζώντας σε σκοτεινά παραμύθια της γενιάς του· και πέτρινα τα μάτια ανοίγουν πάνω από νύχτες και παρθενικούς τρόμους. Κακό.
Τι σ’ αναγκάζει να σταθείς αμίλητος στη ρημαγμένη σκάλα του πατρικού σου; Μολυβένιο μαύρο. Τι σηκώνεις προς τα μάτια με χέρι ασημένιο και σαν αφιονισμένα τα βλέφαρα χαμηλώνουν; Αλλά μέσα από το πέτρινο τείχος, βλέπεις τον έναστρο ουρανό, τον γαλαξία, τον Κρόνο· κόκκινο. Με λύσσα χτυπάει το γυμνό δέντρο στο πέτρινο τείχος. Εσύ στα ρημαγμένα σκαλοπάτια: δέντρο, αστέρι, πέτρα! Εσύ: ζώο γαλάζιο, που ήσυχα τρέμει· εσύ: ο χλωμός ιερέας, που το σφάζει στον μαύρο βωμό. Ω το χαμόγελό σου στο σκοτάδι, θλιμμένο και κακό, ώστε ένα παιδί στον ύπνο του χλομιάζει. Μια κόκκινη φλόγα σηκώθηκε απ’ το χέρι σου· μέσα της κάηκε μια νυχτοπεταλούδα. Ω η φλογέρα του φωτός· ω η φλογέρα του θανάτου. Τι σε ανάγκασε να σταθείς αμίλητος στη ρημαγμένη σκάλα του πατρικού σου; Κάτω ένας άγγελος με δάχτυλο κρυστάλλινο χτυπάει την πύλη.
Ω η κόλαση του ύπνου· δρομάκι σκοτεινό, σκούρος μικρός κήπος. Η μορφή της νεκρής σιγά ηχεί μες στο γαλάζιο βράδυ. Πράσινα λουλουδάκια την ξεγελούν κι η όψη της την έχει εγκαταλείψει. Ή γέρνει χλωμή στο σκοτάδι του διαδρόμου πάνω απ’ το κρύο μέτωπο του δολοφόνου· λατρεία, φλόγα πορφυρή της ηδονής· ξεψυχώντας έπεσε ο αποκοιμισμένος πάνω από μαύρα σκαλοπάτια στο σκοτάδι.
Κάποιος σ’ εγκατέλειψε στο σταυροδρόμι κι ώρα πολλή κοιτάζεις πίσω. Ασημένιο το βήμα στον ίσκιο από μικρές ανάπηρες μηλιές. Πορφυρός λάμπει ο καρπός στο μαύρο κλαδί και στο χορτάρι το φίδι αλλάζει το δέρμα του. Ω, το σκοτάδι· ο ιδρώτας που κυλά από το παγερό μέτωπο και τα θλιβερά όνειρα του κρασιού, στο καπηλειό του χωριού, κάτω από μαυροκαπνισμένα δοκάρια. Εσύ: ακόμη αγριότοπος, που μαγεύει ρόδινα νησιά από σκούρα σύννεφα καπνού κι από μέσα του βγάζει την άγρια κραυγή του γύπα, όταν, πάνω από μαύρους σκοπέλους, κυνηγά στη θάλασσα, στη θύελλα και στον πάγο. Εσύ: μέταλλο πράσινο κι από μέσα πρόσωπο πυρωμένο, που θέλει να φύγει και να τραγουδήσει απ’ τον κοκάλινο λόφο τους ζοφερούς καιρούς και τη φλεγόμενη πτώση του αγγέλου. Ω η απόγνωση, που πέφτει στα γόνατα βγάζοντας άλαλη κραυγή.
Ένας νεκρός σ’ επισκέπτεται. Το από μόνο του χυμένο αίμα τρέχει από την καρδιά κι ανείπωτη στιγμή φωλιάζει σε μαύρο φρύδι· συνάντηση σκοτεινή. Εσύ: ένα φεγγάρι πορφυρό, όταν εκείνος φαίνεται στον πράσινο ίσκιο της ελιάς. Αιώνια νύχτα τον ακολουθεί.
ΕΝΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟ ΒΡΑΔΥ
(Δεύτερο σχεδίασμα)
Όταν το χιόνι στο παράθυρο πέφτει
μακρόσυρτα η βραδινή καμπάνα σημαίνει·
το σπίτι πλούσια εφοδιασμένο
και το τραπέζι στρωμένο· κόσμο περιμένει.
Περιπλανήθηκε, χάθηκε στους δρόμους·
φτάνει στην πύλη από μονοπάτι σκοτεινό.
Χρυσό το δέντρο της Χάρης ανθίζει
απ’ της γης τον παγωμένο χυμό.
Γαλήνιος μπαίνει μέσα ο οδοιπόρος·
πόνος το κατώφλι έχει πετρώσει.
Λάμπουν σε διάφανο φως:
ψωμί και κρασί· το τραπέζι έχουν στρώσει.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΨΥΧΗ
(Δεύτερο σχεδίασμα)
Φωνή του κυνηγού και γάβγισμα αιμοβόρο·
πίσω από σκούρο λόφο και σταυρό
αργά τυφλώνεται ο καθρέφτης της λιμνούλας
και κράζει το γεράκι: σκληρό και φωτεινό.
Πάνω από μονοπάτι και θερισμένο αγρό
ήδη μία μαύρη σιωπή τρομάζει·
καθαρός στα κλαδιά ουρανός·
και μόνο το ρυάκι ανάλαφρα, μονότονα παφλάζει.
Σε λίγο ξεγλιστρούν ψάρι κι αγρίμι·
ψυχή γαλάζια, σκοτεινή στους δρόμους βόλτα.
Γρήγορα από άλλους, αγαπημένους, μας χωρίζει.
Το βράδυ αλλάζει νόημα κι εικόνα.
Άρτος και Οίνος δίκαιης ζωής·
στα γαλήνια χέρια σου και μόνο
αφήνει ο άνθρωπος, Θεέ, το σκοτεινό τέλος,
όλο το χρέος και τον κόκκινο πόνο.
ΓΕΝΝΗΣΗ
Βουνά: μαύρο, σιωπή και χιόνι.
Κόκκινο κατεβαίνει το θήραμα απ’ το δάσος·
Ω, τα βρυώδη μάτια του θηρίου.
Η γαλήνη της μητέρας· όταν προβάλλει έκπτωτη
η παγωμένη σελήνη κι ανοίγουν τ’ αποκοιμισμένα χέρια
κάτω απ’ τα μαύρα έλατα.
Ω, η γέννηση του ανθρώπου· σκοτεινά παφλάζουν
τα γαλάζια νερά στον βραχώδη βυθό.
Στενάζοντας κοιτάζει την εικόνα του ο έκπτωτος άγγελος,
στο πνιγηρό δωμάτιο ξυπνάει κάτι χλωμό.
Δύο φεγγάρια λάμπουνε
τα μάτια της πέτρινης γριάς.
Αλίμονο, η κραυγή της γέννας· με μαύρη φτερούγα
η νύχτα αγγίζει τον κρόταφο του αγοριού,
χιόνι, που πέφτει σιγανά από πορφυρό σύννεφο.
Ο ΧΑΜΟΣ
Στον Καρλ Μπορομέους Χάινριχ
(Τρίτο σχεδίασμα)
Χάθηκαν τ’ άγρια πουλιά
πάνω απ’ την άσπρη λίμνη.
Το βράδυ φυσά από τ’ άστρα μας ένας παγερός αέρας.
Πάνω απ’ τους τάφους μας
γέρνει το κομματιασμένο μέτωπο της νύχτας.
Κάτω από βελανιδιές πηγαίνουμε με ασημένια βάρκα.
Διαρκώς ηχούν τ’ άσπρα τείχη της πόλης.
Κάτω από αψίδα αγκάθινη,
αδερφέ μου, αναρριχόμαστε δείκτες τυφλοί προς τα μεσάνυχτα.
Σ’ ΕΝΑΝ ΠΡΩΙΜΑ ΝΕΚΡΟ
Ω ο μαύρος άγγελος, που φάνηκε σιγά μέσα απ’ το δέντρο,
πράοι όταν μαζί, το βράδυ, παίζαμε
στο χείλος του γαλάζιου πηγαδιού.
Ήσυχο ήταν το βήμα μας και τα στρογγυλά μάτια μες
στη σκούρα παγωνιά του φθινοπώρου,
κι αχ η πορφυρή γλυκύτητα των άστρων.
Αυτός όμως κατέβηκε τα πέτρινα σκαλιά του Μένχσμπεργκ[5]·
γαλάζιο χαμόγελο στην όψη και παράξενα κουκουλωμένος
στα πιο ήσυχα παιδικά του χρόνια· και πέθανε·
κι απέμεινε η ασημένια όψη του φίλου στον κήπο
να κρυφακούει στη φυλλωσιά ή στο παλιό πέτρωμα.
Η ψυχή τραγούδησε τον θάνατο, την πράσινη σήψη
της σάρκας,
κι ήταν το θρόισμα του δάσους,
κι ο φλογερός ο θρήνος του αγριμιού.
Διαρκώς ηχούσαν από μισοσκότεινους πύργους οι γαλάζιες
καμπάνες του βραδινού.
Κι ήρθε η ώρα, όταν εκείνος είδε στον πορφυρό ήλιο τους
ίσκιους,
τους ίσκιους της σαπίλας στο γυμνό κλαδί·
βράδυ, όταν σε μισοσκότεινα τείχη τραγούδησε ο κότσυφας,
γαλήνια στο δωμάτιο φάνηκε το πνεύμα του πρώιμα νεκρού.
Ω το αίμα, που τρέχει απ’ το λαρύγγι εκείνου που ακούστηκε,
γαλάζιο λουλούδι· ω το πύρινο
δάκρυ μες στη νύχτα.
Σύννεφο χρυσό και χρόνος. Συχνά στο έρημο δωμάτιο
προσκαλείς τον νεκρό,
βαδίζεις κάτω από φτελιές κι εμπιστευτικά συνομιλείς
κατεβαίνοντας τον πράσινο ποταμό.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ
Ω της ψυχής νυχτερινό φτεροκόπημα:
κάποτε πηγαίναμε βοσκοί σε μισοσκότεινα δάση
κι ακολουθούσε το κόκκινο αγρίμι, το πράσινο λουλούδι
και η πηγή ψελλίζοντας
όλο ταπεινοσύνη. Ω, ο πανάρχαιος τόνος του γρύλου,
αίμα ανθίζοντας στον πέτρινο βωμό
κι η κραυγή του έρημου πουλιού πάνω απ’ την πράσινη
γαλήνη της λιμνούλας.
Ω, εσείς σταυροφορίες και φλογερά μαρτύρια
της σάρκας, πτώσεις πορφυρών καρπών,
το βράδυ, στον κήπο που βάδιζαν, καιρό πριν, ευσεβείς
μαθητές·
τώρα πολεμιστές, ξυπνώντας από πληγές κι αστρόνειρα.
Ω, η απαλή δέσμη των κυανών ανθών της νύχτας.
Ω, καιροί εσείς της γαλήνης και των χρυσών φθινοπώρων,
όταν φιλήσυχοι μοναχοί πατούσαμε τα πορφυρά σταφύλια·
κι έλαμπαν λόφοι και δάση γύρω.
Ω, εσείς θηράματα και πύργοι· ησυχία του βραδινού·
όταν ο άνθρωπος στοχαζόταν το δίκαιο μες στο δωμάτιο του
πάλευε σε άλαλη προσευχή για του Θεού τη ζώσα Κεφαλή.
Ω, η πικρή ώρα του χαμού,
σαν αντικρίζουμε στα μαύρα νερά μια πέτρινη όψη.
Όμως ακτινοβολώντας σηκώνουν –ένα φύλο– τ’ ασημένια
βλέφαρα
οι ερωτευμένοι. Λιβάνι ξεχύνεται από ρόδινα προσκέφαλα
και το γλυκό άσμα αυτών που αναστήθηκαν.
Σ’ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΒΟΥΒΑΘΕΙ
Ω, η παραφροσύνη της μεγάλης πόλης, όταν το βράδυ
κοκαλώνουν δέντρα ανάπηρα στο μαύρο τείχος,
από ασημένια μάσκα το Πνεύμα του Κακού κοιτάζει·
φως με μάστιγα μαγνητική απωθεί την πέτρινη νύχτα.
Ω, ο βυθισμένος ήχος, το βράδυ, της καμπάνας.
Πόρνη, που μες σε ρίγη παγερά γεννάει ένα νεκρό παιδί.
Με λύσσα μαστιγώνει ο θυμός του Θεού το μέτωπο του
δαιμονισμένου,
πορφυρός λοιμός, πείνα, που πράσινα μάτια κομματιάζει.
Ω, το φριχτό γέλιο του χρυσού.
Γαλήνια όμως σε σκοτεινή σπηλιά μια ακόμα πιο βουβή
ανθρωπότητα ματώνει
και συναρμολογεί από μέταλλα σκληρά την λυτρωτική Κεφαλή.
Ο ΗΛΙΟΣ
Κάθε μέρα έρχεται ο κίτρινος ήλιος πάνω απ’ τον λόφο.
Ωραίο είναι το δάσος, το ζώο σκοτεινό,
ο άνθρωπος: κυνηγός ή βοσκός.
Κοκκινωπό ανεβαίνει το ψάρι στην πράσινη λίμνη.
Κάτω απ’ τον στρογγυλό ουρανό
περνάει σιγά σε γαλάζια βάρκα ο ψαράς.
Αργά ωριμάζει το σταφύλι, το στάρι.
Όταν η μέρα γαλήνια γέρνει
κάτι καλό και κακό έτοιμο περιμένει.
Όταν νυχτώνει,
σιγανά ο οδοιπόρος σηκώνει τα βαριά βλέφαρα του·
ήλιος ξεσπάζει από φαράγγι ζοφερό.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Το βράδυ σωπαίνει ο θρήνος
του κούκου στο δάσος.
Βαθύτερα γέρνει το στάχυ
κι η κόκκινη παπαρούνα.
Πάνω απ’ τον λόφο απειλεί
μαύρη καταιγίδα.
Το παλιό τραγούδι του γρύλου
ξεψυχά στον αγρό.
Το φύλλωμα της καστανιάς
πια δεν σαλεύει.
Το φόρεμά σου θροΐζει
στο γύρισμα της σκάλας.
Γαλήνια φέγγει το κερί
στο σκοτεινό δωμάτιο·
ένα ασημένιο χέρι
το ’σβησε·
άπνοια, νύχτα δίχως άστρα.
ΑΝΟΙΞΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Κραυγή μέσα στον ύπνο· σε μαύρα σοκάκια ο άνεμος ξεσπά,
το γαλανό της άνοιξης πίσω από κλαδιά που σπάζουν γνέφει,
πορφυρή δροσιά νυχτερινή και σβήνουν τ’ άστρα γύρω.
Πρασινωπό ξημερώνει το ποτάμι, ασημένιες οι γέρικες
δεντροστοιχίες
κι οι πύργοι της πόλης. Ω μέθη απαλή
σε βάρκα που γλιστρά κι οι σκοτεινές φωνές του κότσυφα
σε παιδικούς κήπους. Ήδη η ρόδινη άνθιση αραιώνει.
Γιορτινά παφλάζουν τα νερά. Ω οι νοτισμένοι ίσκιοι του
λιβαδιού,
το ζώο που βαδίζει· κλαδί ανθισμένο που πρασινίζει
αγγίζει το κρυστάλλινο μέτωπο· βάρκα λαμπερή λικνίζεται.
Σιγά στον λόφο ηχεί μέσα σε ρόδινα σύννεφα ο ήλιος.
Μεγάλη η γαλήνη στο ελατόδασος, αυστηροί οι ίσκιοι στο
ποτάμι.
Αγνότητα! Αγνότητα! Πού είναι τα φρικτά μονοπάτια
του θανάτου,
της γκρίζας πέτρινης σιωπής, οι βράχοι της νύχτας
κι οι ανήσυχοι ίσκιοι; Ακτινοβόλα η άβυσσος του ήλιου.
Όταν σε βρήκα στο έρημο ξέφωτο, αδελφή,
ήταν μεσημέρι κι η σιωπή του ζώου μεγάλη·
λευκή κάτω από άγριες βελανιδιές εσύ, κι ασημένιο άνθιζε
τ’ αγκάθι.
Σφοδρός ο θάνατος· κι η φλόγα μες στην καρδιά που
τραγουδάει.
Σκοτεινότερα κυκλώνουν τα νερά των ψαριών τα όμορφα
παιχνίδια.
Ώρα του πένθους, θέα του ήλιου σιωπηλή·
Κάτι ξένο είναι η ψυχή επί γης. Δαιμονικά σκοτεινιάζει
το γαλάζιο πάνω απ’ το ξυλοκόπημα του δάσους και στο χωριό
χτυπά μακρόσυρτα μια σκοτεινή καμπάνα· ειρηνική συνοδεία.
Γαλήνια ανθίζει η μυρτιά πάνω απ’ τα λευκά βλέφαρα του
νεκρού.
Σιγά ηχούν τα νερά μέσα στο απόγευμα που πέφτει
και πρασινίζει σκοτεινότερος στην όχθη ο αγριότοπος, χαρά
στον ρόδινο άνεμο·
το απαλό άσμα του αδελφού, το βράδυ, στον λόφο.
ΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΜΟΝΩΜΕΝΟΥ
Στον Καρλ Μπορομέους Χάινριχ
Γεμάτο αρμονίες το πέταγμα των πουλιών. Το βράδυ
μαζεύτηκαν σε πιο ήσυχες καλύβες τα πράσινα δάση·
τα κρυστάλλινα βοσκοτόπια του ζαρκαδιού.
Κάτι σκοτεινό ησυχάζει το μουρμουρητό του ρυακιού,
τους νοτισμένους ίσκιους
και τ’ άνθη του καλοκαιριού, που όμορφα στον άνεμο ηχούν.
Ήδη το μέτωπο του σκεπτικού ανθρώπου σκοτεινιάζει.
Κι ένα καντήλι, το Καλό, φωτίζει μέσα στην καρδιά του
και του δείπνου η ειρήνη· γιατί αγιασμένος ο Άρτος και ο Οίνος
απ’ τα χέρια του Θεού,
κι ο αδελφός, που ξεκουράζεται από αγκάθινη πορεία, με μάτια
νυχτερινά, ήσυχα, σε κοιτάζει.
Ω η διαμονή στης νύχτας το έμψυχο γαλάζιο.
Και μ’ αγάπη αγκαλιάζει στο δωμάτιο η σιωπή τους ίσκιους των
γέρων,
τα πορφυρά μαρτύρια· θρήνος μιας μεγάλης γενιάς,
που μ’ ευλάβεια περνά στον έρημο εγγονό.
Γιατί πάντα αυτός που υποφέρει ξυπνά πιο λαμπερός
από μαύρες στιγμές παραφροσύνης σε πετρωμένο κατώφλι
και δριμύ τον αγκαλιάζει το ψυχρό γαλάζιο και το φωτεινό
γέρμα του φθινοπώρου·
το ήσυχο σπίτι κι οι μύθοι του δάσους,
μέτρο και νόμος και τα σεληνιακά μονοπάτια των Απομονωμένων.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Συμβολική μορφή αγοριού στην ποίηση του Τρακλ.
2. Χριστιανός μάρτυρας· αξιωματικός στη Ρώμη του 3ου ή 4ου αιώνα μ.Χ.
3. Νεκροταφείο στο Σάλτσμπουργκ, κάτω από βράχους απόκρημνους.
4. Μορφή αινιγματική ως και σήμερα· πλην όμως ιστορική. Εμφανίστηκε στη Νυρεμβέργη το 1828· ένας έφηβος, δεκαέξι περίπου ετών, ντυμένος σαν αγρότης. Οι πρώτοι άνθρωποι που τον συνάντησαν και του μίλησαν, νόμισαν πως ήταν μουγκός ή μεθυσμένος. Είχε ένα γράμμα για τον λοχαγό της 4ης ίλης ιππικού του 6ου συντάγματος. Ένας παπουτσής τον οδήγησε στο σπίτι του λοχαγού· το αγόρι επαναλάμβανε διαρκώς: «Θέλω να γίνω ιππέας, σαν τον πατέρα μου». Σε καμία από τις ερωτήσεις που του έκαναν δεν μπόρεσε ν’ απαντήσει με σαφήνεια. Το πνευματικό του επίπεδο ήταν παιδιού τριών-τεσσάρων ετών. Όταν του έδωσαν χαρτί και μολύβι, έγραψε το όνομα «Κάσπαρ Χάουζερ». Το γράμμα, αγνώστου αποστολέα, ζητούσε από τον λοχαγό να πάρει υπό την προστασία του το αγόρι, παράκληση στην οποία ανταποκρίθηκε ο λοχαγός και κράτησε σπίτι του τον Κάσπαρ. Το αγόρι ήταν υγιές· ένα αθώο χαμόγελο ήταν η μοναδική έκφραση του προσώπου του, αλλά δεν ήξερε να χρησιμοποιεί τα χέρια του και βάδιζε με τρομερή αστάθεια, σαν παιδί που μόλις είχε αρχίσει να περπατάει. Τραύλιζε σαν μικρό παιδί· τρεφόταν μόνο με ψωμί και νερό (ο οργανισμός του δε δεχόταν άλλη τροφή) κι έμοιαζε να μην έχει επίγνωση της διαφοράς των δύο φύλων. Με τη βοήθεια κάποιου γιατρού Ντάουμερ, που ανέλαβε την εκπαίδευσή του, ο ίδιος ο Κάσπαρ κατόρθωσε να ρίξει λίγο φως στο μυστηριώδες παρελθόν του. Πριν έρθει στη Νυρεμβέργη, είχε δει μονάχα έναν άνθρωπο. Ζούσε σ’ ένα πολύ μικρό σκοτεινό παράπηγμα. Κοιμόταν σε αχυρένιο κρεβάτι. Φορούσε πουκάμισο και δερμάτινο παντελόνι. Κάθε πρωί έβρισκε ψωμί και νερό δίπλα στο κρεβάτι. Καμιά φορά το νερό είχε πικρή γεύση. Αποκοιμιόταν κι όταν ξυπνούσε κάποιος του είχε αλλάξει ρούχα και του είχε κόψει τα νύχια. Ποτέ δεν υπήρχε φως στην αποθηκούλα. Κάποια μέρα ήρθε ένας άντρας. Του έμαθε να γράφει «Κάσπαρ Χάουζερ» και να λέει «Θέλω να γίνω ιππέας, σαν τον πατέρα μου». Ύστερα τον έβγαλε έξω απ’ τη μικρή αποθήκη. Το αγόρι λιποθύμησε απ’ το φως και τον αέρα. Το επόμενο που θυμόταν ήταν να περπατάει προς την Νυρεμβέργη.
Κόσμος απ’ όλη την Ευρώπη ενδιαφέρθηκε για τον Κάσπαρ. Εξαιτίας της εκπληκτικής του ομοιότητας με μέλη της οικογένειας του Μεγάλου Δούκα του Μπάντεν, συνδέθηκε μαζί τους. Περίπου τον ίδιο καιρό που γεννήθηκε ο Κάσπαρ, είχαν πεθάνει δυο νήπια, διάδοχοι του θρόνου του Μεγάλου Δούκα. Αμέσως μετά το θάνατο του Μεγάλου Δούκα, το Μάρτιο του 1830, ο Βρετανός Λόρδος Στάνχοπ, προσποιούμενος τον φίλο του διαδόχου, Μεγάλου Δούκα Λεοπόλδου, ανέλαβε την κηδεμονία του Κάσπαρ. Μάλιστα, δήλωσε δημόσια πως ο Κάσπαρ ήταν ουγγρικής καταγωγής και δεν είχε καμιά συγγένεια με την οικογένεια του Μεγάλου Δούκα· τον κατηγόρησε για απάτη. Ο Γερμανός νομικός, Άνσελμ Ρίττερ φον Φόυερμπαχ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Κάσπαρ ήταν νόμιμος γιος του Μεγάλου Δούκα κι ότι κάποιος άλλος διάδοχος-διεκδικητής του θρόνου προσπάθησε να τον απομακρύνει από την οικογένεια. Ο Φόυερμπαχ πέθανε το 1833· φήμες έλεγαν πως τον δηλητηρίασαν, γιατί είχε βρει αποδείξεις για την πραγματική καταγωγή του Κάσπαρ. Κάτι τέτοιο όμως δεν αποδείχθηκε ποτέ. Το 1833, κάποιο απόγευμα του Δεκεμβρίου, ο Κάσπαρ οδηγήθηκε στο πάρκο Ανσμπάχερ Χοφγκάρτεν να συναντήσει κάποιον άντρα, που θα του έδινε, όπως του είχε υποσχεθεί, πληροφορίες για την μυστηριώδη γέννηση και καταγωγή του. Ο άντρας τον μαχαίρωσε στο στήθος. Ο Κάσπαρ κατόρθωσε, αν και τραυματισμένος, να φτάσει σπίτι του, όμως τρεις μέρες αργότερα πέθανε. Διαδόθηκε πως η Μεγάλη Δούκισσα Στεφανία του Μπάντεν, η υποτιθέμενη μητέρα του Κάσπαρ, θρήνησε πικρά για τον χαμό του. Ο σύζυγος της, Καρλ Φρήντριχ, ήταν ο τελευταίος διάδοχος, όμως δεν είχε παιδιά κι ο θρόνος περνούσε στην κοντέσα φον Χόχμπεργκ, τη δεύτερη σύζυγο του Φρήντριχ. Φήμες λένε πως η κοντέσα είχε αλλάξει το πρώτο παιδί της Στεφανίας με το νεκρό παιδί ενός αγρότη· ο Κάσπαρ Χάουζερ δόθηκε σε κάποιον λοχαγό ονόματι Χεννενχόφερ κι αυτός με τη σειρά του το έδωσε σ’ έναν πρώην στρατιώτη. Λέγεται πως ο λοχαγός Χεννενχόφερ, τα παραδέχτηκε όλα αυτά όταν ρωτήθηκε απ’ τον Μεγάλο Δούκα Λεοπόλδο.
5. Ονομασία απόκρημνης βουνοπλαγιάς, που περιβάλλεται σχεδόν κυκλικά από το Σάλτσμπουργκ, αφού η πόλη χτίστηκε τον 7ο αιώνα με κέντρο το μοναστήρι του Μένχσμπεργκ.
Για μένα το βουνό
Είν’ έρημο.
Εγώ πάλι είμαι άυπνος
Σύμφωνα με το βουνό.
Για
Το βουνό
Είμαι
Παράφρονας.
Για
Μένα
Το βουνό
Πεινάει απλώς.
Σύμφωνα με το βουνό
Δεν φτάνω να τ’ αγγίξω με το χέρι μου.
Κατά τη γνώμη μου
Δεν φτάνει ούτε το βουνό.
ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΣΧΕΤΙΚΑ
Γιαμένατοβουνό
Είν’ έρημο.
Εγώ πάλι είμαι άυπνος
Σύμφωναμετοβουνό.
Για
Τοβουνό
Είμαι
Παράφρονας.
Για
Μένα
Το βουνό
Πεινάει απλώς.
Σύμφωναμετοβουνό
Δεν φτάνω να τ’ αγγίξω με το χέρι μου.
Κατά τη γνώμη μου
Δεν φτάνει ούτε το βουνό.
1955 [Από την ποιητική συλλογή Ασού]
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Μικρό ανάθημα εις μνήμην του σημαντικού Τούρκου ποιητή Fazıl Hüsnü Dağlarca [26 Αυγούστου 1914-15 Οκτωβρίου 2008]. Πέθανε τα ξημερώματα της περασμένης Τετάρτης σε νοσοκομείο της Κωνσταντινούπολης όπου νοσηλευόταν, από τις 28 Σεπτεμβρίου, λόγω της νεφρικής ανεπάρκειας που τον ταλαιπωρούσε.
Συχνά στο πηγάδι, όταν χαράζει, την βλέπεις να στέκεται μαγεμένη και να τραβάει νερό, όταν χαράζει. Ανεβαίνει ο κουβάς· και κατεβαίνει.
Στις οξιές οι κάργιες πετούν κι εκείνη μοιάζει με ίσκιο. Ξανθά τα μαλλιά της πετούν κι οι ποντικοί στριγκλίζουν στον κήπο.
Και ξαναμαγεμένη από την παρακμή τα φλογισμένα βλέφαρα χαμηλώνει. Χορτάρι ξερό η παρακμή κάτω, στα πόδια της, κυρτώνει.
2
Ήσυχη δουλεύει στο δωμάτιο κι ο κήπος, χρόνια, ερημικός. Στην κουφοξυλιά μπρος στο δωμάτιο κότσυφας κελαηδεί παραπονετικός.
Ασημένια η μορφή της στον καθρέφτη ξένη στου λυκόφωτος την λάμψη την κοιτάζει και σκοτεινιάζει ωχρή μες στον καθρέφτη κι απ’ την αγνότητά της τρομάζει.
Σαν όνειρο υπηρέτης τραγουδάει στο σκοτάδι κι εκείνη κοκαλώνει απ’ τον πόνο. Στάζει κόκκινο μέσα στο σκοτάδι. Νοτιάς απότομος την πύλη τραντάζει.
3
Κάθε βράδυ στο γυμνό λιβάδι σε όνειρα τρεκλίζει εκείνη πυρετού. Δύστροπος ο άνεμος κλαίει στο λιβάδι κι από τα δέντρα κρυφακούει η μορφή του φεγγαριού.
Σε λίγο ένα γύρο τ’ αστέρια χλομιάζουν. Από τα βάσανα έχει πια εξαντληθεί˙ τα κέρινά της μάγουλα χλομιάζουν. Κάτι σάπιο ανεβαίνει απ’ τη γη.
Θλιμμένα καλάμια θροΐζουν στον βάλτο. Κρυώνει εκείνη· γονατιστή. Μακριά ένας πετεινός λαλεί. Πάνω απ’ τον βάλτο γκρίζο, σκληρό το χάραμα ριγεί.
4
Κρότος μεταλλικός στο σιδεράδικο: σφυρί· κι εκείνη περνάει την πύλη βιαστική. Κατακόκκινο δουλεύει ο υπηρέτης το σφυρί κι εκείνη, όπως νεκρή, κοιτάζει κατά κει.
Σαν σε όνειρο συναντάει ένα γέλιο· ταράζεται στο σιδεράδικο· έντρομη χαμηλώνει μπρος σ’ εκείνου το γέλιο, όπως σφυρί σκληρό και άγριο.
Ακτινοβολούν στον χώρο σπινθήρες· και καθώς με άτσαλες κινήσεις κυνηγάει τους άγριους σπινθήρες, ζαλισμένη, πέφτει κάτω η μορφή της.
5
Αδύνατη τεντώνεται στο κρεβάτι, ξυπνάει μ’ έναν φόβο γλυκό και κοιτάζει το λερωμένο κρεβάτι καλυμμένο ολόκληρο από φως χρυσό·
οι ρεζεντά[1] στο παράθυρο κι ο φωτεινός γαλάζιος ουρανός. Καμιά φορά άνεμος φτάνει στο παράθυρο κι ήχος καμπάνας διστακτικός.
Ίσκιοι γλιστρούν πάνω απ’ το μαξιλάρι· αργά η καμπάνα δώδεκα ηχεί κι εκείνη ανασαίνει βαριά στο μαξιλάρι και μοιάζει το στόμα της πληγή.
6
Το βράδυ αιωρούνται ματωμένα λινά· σύννεφα πάνω από σιωπηλά δάση τυλιγμένα σε μαύρα λινά. Σπουργίτια θορυβούν στο χωράφι.
Κι εκείνη: κάτασπρη στο σκοτάδι. Γουργούρισμα κάτω απ’ τη στέγη ανασαίνει. Όπως ψοφίμι σε θάμνο και σκοτάδι· σμήνος πετά γύρω απ’ το στόμα της και δίνες υφαίνει.
Σαν όνειρο ηχεί στο σκούρο χωριό γλέντι: χοροί και βιολιά· αιωρείται η όψη της στο χωριό, φυσούν τα μαλλιά της σε γυμνά κλαδιά.
ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
(Πρώτο σχεδίασμα)
Μια σκούρα χρυσή καμπάνα αντηχεί – ένας εραστής σε σκοτεινό δωμάτιο ξυπνάει· το μάγουλο στις φλόγες· φως, τρεμοπαίζοντας, στο τζάμι
χτυπάει.
Λάμπουν στο ποτάμι: κατάρτι, σκοινιά, πανί.
Ένας μοναχός, μια έγκυος γυναίκα μες στον συνωστισμό. Κιθάρες παίζουν και αστράφτουν κόκκινες ποδιές. Ατμόσφαιρα αποπνικτική· μες σε λάμψη χρυσή ξεραίνονται
οι καστανιές.
Μαύρη υψώνεται η εκκλησία προκαλώντας θαυμασμό.
Από μάσκα χλωμή το Πνεύμα του Κακού κοιτάζει. Μία πλατεία σκοτεινιάζει μακάβρια και φρικτή· Ψίθυροι, το βράδυ, στα νησιά κινούνται.
Ασαφή οιωνό το πέταγμα των πουλιών διαβάζει ο λεπρός, που ίσως πεθάνει και σαπίσει ως την αυγή. Στο πάρκο τ’ αδέλφια, τρέμοντας, κοιτιούνται.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Σύμβολα, σπάνια κεντήματα, ζωγραφίζει η κυματιστή πρασιά. Η γαλάζια ανάσα του Θεού φυσά στου κήπου τη σάλα· χαρωπή ανάσα. Σταυρός υψώνεται στ’ αγριοκλήματα.
Άκου στο χωριό: γιορτή· στον τοίχο ο κηπουρός θερίζει, σιγά το Όργανο[2] βουίζει, ήχο αναμιγνύοντας και λάμψη, ήχο, χρυσή λάμψη. Η αγάπη Άρτον και Οίνον ευλογεί.
Και κορίτσια μπαίνουν μέσα· και λαλεί ο πετεινός στο τελευταίο. Αργά ένα σάπιο κάγκελο περνά· και σε ρόδινο στεφάνι, σε γραμμές, και σε ρόδινες γραμμές, αναπαύεται η Μαρία εξαίσια, λευκή.
Στην πέτρα ο ζητιάνος την παλιά φαίνεται στην προσευχή νεκρός, ήρεμος απ’ τον λόφο κατεβαίνει ο βοσκός κι ένας άγγελος στο άλσος, άγγελος κοντά στο άλσος, τραγουδάει να κοιμίσει τα παιδιά.
ΠΡΟΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ
Το βράδυ ακούγεται η κραυγή των νυχτερίδων, δυο μαύρα άλογα καλπάζουν στο λιβάδι, θροΐζει κόκκινο σφεντάμι. Ο οδοιπόρος· το μικρό καπηλειό στον δρόμο του προβάλλει. Θαυμάσια η γεύση τους: φρέσκο κρασί και καρύδια. Θαυμάσια: μεθυσμένος να τρεκλίζεις στο μισοσκότεινο δάσος. Μέσα απ’ τα μαύρα κλαδιά θλιβερές αντηχούν οι καμπάνες. Και στο πρόσωπο στάζει δροσιά.
ΣΕ ΠΑΛΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΑΛΜΠΟΥΜ
Διαρκώς, μελαγχολία, επιστρέφεις· γλυκύτητα εσύ της έρημης ψυχής. Ως στο τέλος καίει μια μέρα χρυσή.
Ταπεινά ο υπομονετικός καταβάλλεται απ’ τον πόνο στενάζοντας αρμονία και τρυφερή παραφροσύνη. Δες: ήδη σκοτεινιάζει.
Νύχτα έρχεται πάλι κι ένας θνητός θρηνεί και με κάποιον άλλο συμπάσχει.
Τρέμοντας, κάτω από άστρα φθινοπωρινά, γέρνει βαθύτερα, κάθε χρόνο, το κεφάλι.
ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ
Είναι ένας αγρός θερισμένος, που πάνω του πέφτει μια μαύρη
βροχή.
Είναι ένα σκούρο δέντρο, που στέκει ερημικό. Είναι ένας άνεμος που σφυρίζει γύρω από άδειες καλύβες. Πόσο θλιμμένο το βράδυ αυτό!
Στο κτήμα μπροστά η ήρεμη ορφανή μαζεύει ακόμη αραιά στάχυα. Στρογγυλά και χρυσά τα μάτια της πλανιούνται στο λυκόφως κι η αγκαλιά της προσμένει τον ουράνιο μνηστήρα.
Στον γυρισμό βρήκαν οι βοσκοί σαπισμένο το γλυκό σώμα στην βάτο.
Είμαι ένας ίσκιος μακριά από σκοτεινά χωριά. Τη σιωπή του Θεού την ήπια από την πηγή του δάσους.
Στο μέτωπό μου κρύο μέταλλο κυλά. Αράχνες ψάχνουν για την καρδιά μου. Είναι ένα φως που σβήνει στο στόμα μου.
Τη νύχτα βρέθηκα σε μια πεδιάδα, παγιδευμένος απ’ τα συντρίμμια και τη σκόνη των άστρων. Στις αγριοφουντουκιές κρυστάλλινοι άγγελοι ήχησαν πάλι.
ΤΡΟΜΠΕΤΕΣ
Κάτω από ιτιές κλαδεμένες, εκεί που σκούρα παιδάκια παίζουν και φύλλα σαλεύουν, τρομπέτες ηχούν. Ρίγος νεκροταφείου. Μέσα απ’ την θλίψη του σφενταμιού άλικες
πέφτουν
σημαίες· ιππείς μέσα απ’ αγρούς με σίκαλη κι άδειους μύλους
περνούν.
Ή, τη νύχτα, βοσκοί τραγουδούν και μες τον κύκλο της φωτιάς
τους
μπαίνουν ελάφια, θλίψη πανάρχαια του άλσους· χορεύοντας σηκώνονται από έναν τοίχο μαύρο· άλικες σημαίες, γέλια, παράνοια, τρομπέτες.
ΟΙ ΠΟΝΤΙΚΟΙ
Στο κτήμα λάμπει λευκή η φθινοπωρινή σελήνη. Από της στέγης την άκρη πέφτουν ίσκιοι φανταστικοί. Μία σιωπή κατοικεί σε παράθυρα άδεια· σαν κατά πάνω, ήσυχα, βουτούν οι ποντικοί.
Και γρήγορα, σφυρίζοντας, εδώ κι εκεί γλιστρούν κι άχνα υπονόμου ζέχνει γκριζωπή, που τους ακολουθεί· φάσμα το σεληνόφως τρέμει.
Και σαν τρελοί στριγκλίζουν από λαιμαργία: άνεμοι παγεροί που κλαίνε στο σκοτάδι· σπίτια στοιχειώνουν κι αχυρώνες όλο καρπούς και στάχυ.
ΨΑΛΜΟΣ
(Δεύτερο σχεδίασμα)
αφιερωμένο στον Καρλ Κράους
Είναι ένα φως που το ’σβησε ο άνεμος. Είναι μία κανάτα που αφήνει τ’ απόγευμα ένας μεθυσμένος. Είναι ένα αμπέλι καμένο και μαύρο με τρύπες γεμάτες αράχνες. Είναι ένα χώρος που τον ασβέστωσαν με γάλα. Ο παράφρονας πέθανε. Είναι ένα νησί στις θάλασσες του Νότου που υποδέχεται τον Ήλιο. Τύμπανα χτυπούν. Οι άντρες εκτελούν πολεμικούς χορούς. Οι γυναίκες κουνούν τους γοφούς μέσα στις κληματσίδες και
τ’ άνθη της φωτιάς,
όταν η θάλασσα τραγουδά. Ω, ο χαμένος Παράδεισός μας!
Οι Νύμφες εγκατέλειψαν τα χρυσά δάση. Κάποιος θάβει τον ξένο. Αρχίζει τότε μια εκτυφλωτική βροχή. Προβάλλει ο γιος του Πάνα με τη μορφή σκαφτιά που, μεσημέρι, σε άσφαλτο πυρωμένη, κοιμάται ακόμη. Είναι κοριτσάκια σε μιαν αυλή με ρουχαλάκια όλο φτώχεια
σπαρακτική!
Είναι δωμάτια που γεμίζουν ακόρντα και σονάτες. Είναι σκιές που αγκαλιάζονται μπροστά σε τυφλωμένο
καθρέφτη.
Στα παράθυρα του νοσοκομείου ζεσταίνονται αυτοί που
αναρρώνουν.
Ένα λευκό ατμόπλοιο στο κανάλι ανεβάζει αιματηρές επιδημίες.
Η άγνωστη αδελφή εμφανίζεται πάλι στ’ άσχημα όνειρα κάποιου. Ξαπλωμένη στις αγριοφουντουκιές παίζει με τ’ άστρα του. Ο φοιτητής, ίσως ένας σωσίας, ώρα πολλή απ’ το παράθυρο την
κοιτάζει.
Πίσω του ο νεκρός του αδελφός στέκεται ή κατεβαίνει την παλιά
κυκλική σκάλα.
Στο σκοτάδι της σκούρας καστανιάς η μορφή του νεαρού
δόκιμου μοναχού χλωμιάζει.
Ο κήπος μες στο βράδυ. Οι νυχτερίδες πετούν στο περιστύλιο. Τα παιδιά του θυρωρού σταματούν το παιχνίδι και ψάχνουν για
το χρυσάφι τ’ ουρανού.
Τελευταία ακόρντα κουαρτέτου. Τρέμοντας η μικρή τυφλή
τρέχει μέσα απ’ τις δεντροστοιχίες,
κι ύστερα η σκιά της, τριγυρισμένη από θρύλους ιερούς και
παραμύθια,
τα παγωμένα τείχη ψηλαφίζει.
Είναι μια άδεια βάρκα, το βράδυ, που κατεβαίνει το μαύρο
κανάλι.
Στη σκοτεινιά του παλαιού ασύλου άνθρωποι-ερείπια
μαραζώνουν.
Τα νεκρά ορφανά κείτονται στον τοίχο του κήπου. Άγγελοι ξεπροβάλλουν, από γκρίζα δωμάτια, με λασπωμένες τις
φτερούγες.
Σκουλήκια στάζουν απ’ τα κιτρινισμένα βλέφαρά τους. Σκοτεινή και σιωπηλή η πλατεία μπρος στην εκκλησία όπως τις
ημέρες της παιδικής ηλικίας.
Περασμένες ζωές γλιστρούν με πέλματα ασημένια και των καταραμένων οι σκιές βυθίζονται σε νερά που
στενάζουν.
Στον τάφο του μέσα ο λευκός μάγος παίζει με τα φίδια του.
Σιωπηλά πάνω απ’ τον τόπο του κρανίου ανοίγουν τα χρυσά
μάτια του Θεού.
ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΙΣ[3]
Στην αδελφή
Εκεί που πας είναι φθινόπωρο και βράδυ· γαλάζιο αγρίμι που κάτω από δέντρα ηχεί, λιμνούλα έρημη το βράδυ.
Ήσυχο πέταγμα πουλιών, μελαγχολία πάνω απ’ τα τόξα των ματιών σου. Το στενό ηχεί χαμόγελό σου.
Λύγισε ο Θεός τα βλέφαρά σου. Άστρα τη νύχτα ψάχνουν, παιδάκι επιτάφιο, για του μετώπου σου το τόξο.
Η εγγύτητα του θανάτου
(Δεύτερο σχεδίασμα)
Ω το βράδυ που φτάνει ως στα σκοτεινά χωριά των παιδικών
μας χρόνων.
Η λιμνούλα κάτω απ’ τις βελανιδιές γεμάτη μολυσμένους στεναγμούς μελαγχολίας.
Ω το δάσος, που γέρνει αργά τα σκούρα μάτια του, όταν των εκστατικών ημερών του η πορφύρα πέφτει απ’ τα σκελετωμένα χέρια του έρημου άντρα.
Ω, η εγγύτητα του θανάτου! Ας προσευχηθούμε. Τη νύχτα αυτή λύνονται σε ζεστά, κιτρινισμένα απ’ το λιβάνι, μαξιλάρια, των ερωτευμένων τ’ αδύναμα άκρα.
Αμήν
Σαπισμένο γλιστρά μες στο σάπιο δωμάτιο· ίσκιοι σε κίτρινες ταπετσαρίες· σε σκοτεινούς καθρέφτες
κυρτώνει
η φιλντισένια θλίψη των χεριών μας.
Χάντρες σκουρόχρωμες κυλούν μέσα από δάχτυλα νεκρά. Μες στη σιωπή ανοίγουν οι γαλάζιες παπαρούνες των ματιών ενός αγγέλου.
Το βράδυ: γαλάζιο επίσης. Η ώρα του θανάτου μας· ο ίσκιος του Αζραήλ,[4] που έναν σκούρο κήπο σκοτεινιάζει.
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Ανάσα του ακίνητου. Πρόσωπο ζώου κοκαλωμένο μπρος στην ιερότητα του γαλάζιου. Μεγάλη η σιωπή στην πέτρα·
η μάσκα ενός νυχτερινού πουλιού. Τρεις ήχοι απαλοί σβήνουν σ’ έναν. Ηλί![5] Αμίλητη γέρνει η όψη σου πάνω από γαλάζια νερά.
Ω ήσυχοι εσείς καθρέφτες της αλήθειας. Στους φιλντισένιους κροτάφους του έρημου άντρα προβάλλει έκπτωτων αγγέλων η ανταύγεια.
ΕΛΙΑΝ[6]
Στις έρημες ώρες του πνεύματος είναι ωραία να πηγαίνεις μες στον ήλιο πλάι στα κίτρινα τείχη του καλοκαιριού. Σιγά ηχούν τα βήματα στο γρασίδι· ωστόσο πάντα ο γιος του Πάνα στο γκρίζο μάρμαρο κοιμάται.
Με μαύρο κρασί μεθύσαμε το βράδυ στην ταράτσα. Κοκκινωπό καίει το ροδάκινο στη φυλλωσιά· Σονάτα απαλή, χαρούμενο γέλιο.
Όμορφη η γαλήνη της νύχτας. Σε σκοτεινή πεδιάδα συναντιόμαστε με βοσκούς και λευκά άστρα.
Όταν είναι φθινόπωρο νηφάλια διαύγεια απλώνεται στο άλσος. Ήσυχοι βαδίζουμε πλάι σε κόκκινα τείχη και τα στρογγυλά μάτια ακολουθούν το πέταγμα των πουλιών. Το βράδυ, πέφτει το λευκό νερό στις υδρίες του τάφου.
Σε γυμνά κλαδιά γιορτάζει ο ουρανός. Με καθαρά χέρια φέρνει ο γεωργός ψωμί και κρασί κι ειρηνικά ωριμάζουν οι καρποί στο ηλιόλουστο δωμάτιο.
Ω, τι αυστηρή η όψη των αγαπημένων νεκρών! Όμως το δίκαιο βλέμμα ευφραίνει την ψυχή.
Μεγάλη η σιωπή του ρημαγμένου κήπου, όταν ο νεαρός δόκιμος μοναχός με φύλλα σκούρα το μέτωπο στεφανώνει, η ανάσα του πίνει παγερό χρυσάφι.
Τα χέρια αγγίζουν τα γεράματα γαλαζωπών νερών ή τα λευκά μάγουλα των αδελφών στην κρύα νύχτα.
Ήρεμος κι αρμονικός βηματισμός σε φιλικά δωμάτια, εκεί που είναι μοναξιά και θρόισμα του σφενταμιού, εκεί που ίσως ακόμα η τσίχλα τραγουδάει.
Όμορφος ο άνθρωπος και φαίνεται μες στο σκοτάδι, όταν τα πόδια και τα χέρια του κινεί με απορία και ήσυχα σε πορφυρές σπηλιές τα μάτια του κυλούν.
Χάνεται ο ξένος, τον Εσπερινό, στον μαύρο χαλασμό του
Νοεμβρίου,
κάτω από σάπιο πνεύμα, πλάι σε τείχη όλο λέπρα, εκεί που πήγαινε άλλοτε ο άγιος αδελφός, βυθισμένος στην απαλή συγχορδία της παραφροσύνης του·
τι έρημος τελειώνει ο άνεμος ο βραδινός! Ξεψυχώντας το κεφάλι γέρνει στο σκοτάδι της ελιάς.
Ολέθριος ο χαμός του Γένους. Την ώρα αυτή γεμίζουνε τα μάτια εκείνου που κοιτάζει με τον χρυσό των άστρων του.
Το βράδυ βυθίζεται ένα χτύπημα καμπάνας, που πλέον δεν ηχεί, πέφτουν τα μαύρα τείχη στην πλατεία, ο νεκρός στρατιώτης καλεί σε προσευχή.
Άγγελος χλωμός μπαίνει ο γιος στο άδειο πατρικό του.
Οι αδελφές έφυγαν μακριά σε γέροντες λευκούς. Νύχτα, στον διάδρομο, κάτω από τις κολώνες, τις βρήκε
ο αποκοιμισμένος
να επιστρέφουν από προσκυνήματα θλιβερά.
Κοκαλωμένα τα μαλλιά τους από σκουλήκια και λάσπη, όταν εκείνος στέκεται με ασημένια πόδια κι από γυμνά δωμάτια νεκρές εκείνες ξεπροβάλλουν.
Ω οι ψαλμοί τους, τα μεσάνυχτα, σε πύρινες βροχές, όταν υπηρέτες με τσουκνίδες τ’ απαλά μάτια χτυπούσαν, οι παιδικοί καρποί της κουφοξυλιάς πάνω από τάφο αδειανό γέρνουν με απορία.
Κιτρινισμένα φεγγάρια ήσυχα κυλούν πάνω απ’ τα λινά, που καίει πυρετός, του νεαρού, προτού ακολουθήσει η σιωπή του χειμώνα.
Μοίρα υψηλή στοχάζεται, κατεβαίνοντας, τον Κίδρονα[7] εκεί που πλάσμα τρυφερό, υψώνεται ο κέδρος κάτω απ’ τα γαλάζια φρύδια του πατέρα· νύχτα ο βοσκός το κοπάδι του οδηγεί στο λιβάδι. Ή είναι στον ύπνο κραυγές, όταν στο άλσος χάλκινος άγγελος τον άνθρωπο πλησιάζει, σε πυρωμένο παραγώνι λιώνει του Άγιου η σάρκα.
Γύρω σε καλύβες από λάσπη πλέκεται αμπέλι πορφυρό, δεμάτια στάχυ κίτρινο που ηχούν, ο βόμβος των μελισσών, το πέταγμα του γερανού. Το βράδυ, συναντιούνται αυτοί που αναστήθηκαν σε βραχώδη
μονοπάτια.
Σε μαύρα νερά καθρεφτίζονται οι λεπροί· ή ανοίγουν τα λασπωμένα ρούχα τους κλαίγοντας στον πραϋντικό άνεμο, που φυσά από τον ρόδινο
λόφο.
Λιγνές υπηρέτριες ψηλαφούν στα δρομάκια της νύχτας μήπως βρουν τους ερωτευμένους βοσκούς. Τραγούδι απαλό ηχεί, Σάββατο βράδυ, στις καλύβες.
Θυμηθείτε και το αγόρι στο τραγούδι σας· την παραφροσύνη του, τα λευκά φρύδια και τον χαμό του, το σαπισμένο αγόρι, που ανοίγει τα γαλάζια μάτια του. Τι θλιβερό αντάμωμα!
Τα σκαλοπάτια της παραφροσύνης σε μαύρα δωμάτια, οι ίσκιοι των γέρων κάτω απ’ την ανοιχτή πόρτα, όταν η ψυχή του Ελιάν κοιτάζεται στον ρόδινο καθρέφτη και χιόνι, λέπρα πέφτει από το μέτωπό του.
Στους τοίχους έσβησαν τ’ άστρα κι οι λευκές μορφές του φωτός.
Κόκαλα τάφων βγαίνουν απ’ το χαλί, η σιωπή ρημαγμένων σταυρών στον λόφο, του λιβανιού η γλύκα στον πορφυρό άνεμο της νύχτας.
Ω μάτια εσείς κομματιασμένα σε στόματα μαύρα, όταν στην ήσυχη τρέλα του ο εγγονός έρημος συλλογίζεται το σκοτεινότερο τέλος, πάνω του ο σιωπηλός Θεός τα γαλάζια του βλέφαρα χαμηλώνει.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 1. Ποώδες φυτό με υπόλευκα ή υποκίτρινα άνθη. 2. Το εκκλησιαστικό όργανο που χρησιμοποιεί η Δυτική Εκκλησία. 3. Αναφορά στην προσευχή των Καθολικών που γίνεται με τη χρήση του ροζαρίου: κάθε χάντρα του ροζαρίου αντιστοιχεί και σε μία παράκληση. 4. Άγγελος του θανάτου στην Παλαιά Διαθήκη. 5. «Θεέ μου!» Προσφώνηση του Ιησού πάνω στον σταυρό. 6. Συμβολική μορφή στην ποίηση του Τρακλ. 7. Ονομασία κοιλάδας και ρυακιού ανάμεσα στην Ιερουσαλήμ και το Όρος των Ελαιών.
Ο ΤΟΠΟΣ ΤΗΣ ποίησης του Τρακλ αποτελείται από ένα ενιαίο και σύνθετο ποίημα. Αυτός ο καθορισμένος κι αλλόκοτα ακριβής τόπος, που επιβάλλεται ενστικτωδώς στον αναγνώστη χάρη στη φυσικά υποβλητική δύναμη του μοτίβου της επανάληψης, και ειδικά οι συνεχείς μεταβολές του, συνιστούν ουσιαστικά το μοναδικό θέμα των επιμέρους ποιημάτων. Τα τελευταία λειτουργούν ως λεκτικά τοπία-παραλλαγές του ίδιου τόπου, σε συνθήκες αρμονικής ακολουθίας μεταξύ τους, μέσα από τη συνοχή του ενός ποιήματος.
ΕΙΝΑΙ Ο ΤΟΠΟΣ της εσωτερικής πραγματικότητας του Τρακλ· η αυτοψία ενός κόσμου, που ξεδιπλώνεται ως προβολή ψυχικού τρόμου στο οπτικό πεδίο του Αυστριακού ποιητή. Οι παραστάσεις από το σκηνικό του εξωτερικού κόσμου εσωτερικεύτηκαν και αναπλάστηκαν δημιουργικά. Υπήρξαν μόνο ως υλικό. Έμειναν τα επιμέρους ποιήματα και τα σχεδιάσματά τους: συνθέσεις αυτόνομων μεταφορών, με τη συναισθηματική τους τονικότητα να ποικίλλει ως προς τη διαύγειά της, σε μιαν ασυνάρτητη, φαινομενικά, αλληλουχία εικόνων που εξελίσσεται παρατακτικά με αρμό τη σιωπή. (Κάθε επιμέρους ποίημα υπάγεται, ουσιαστικά, σε κανόνες εσωτερικής συνοχής, συνοχής που νοείται όχι με τους όρους της λογικής σκέψης, αλλά μάλλον της μουσικής σύνθεσης.) Πρόκειται για την προσπάθεια του ποιητή ν’ αντεπεξέλθει στην εξωτερική πραγματικότητα, όταν συνειδητοποιεί την πολυπλοκότητα της, βάζοντας σε τάξη ό,τι «πυρηνικά» τοπία λέξεων απέμειναν απ’ τον κατακερματισμό αυτής και της γλώσσας. Και αν φαίνεται πως ο Τρακλ ενεργοποιεί αμυντικούς μηχανισμούς απέναντι στη ζωή, επικαλούμενος την προ πολλού χαμένη παιδική του αγνότητα, για παράδειγμα, μέσα από το προσωπείο του Έλις, εντούτοις γνωρίζει πως μπορεί να μνημονεύει και να νοσταλγεί τη συγκεκριμένη εικόνα του αγοριού μόνο και μόνο γιατί ο Έλις πέθανε νωρίς. Σε διαφορετική περίπτωση θα υπόκειτο και εκείνος στον φυσικό νόμο της φθοράς.
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ στον άνθρωπο ως πεπρωμένο, με τον τελευταίο να μην μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από το να υπάρξει μέσα στα όρια που εκείνο τού θέτει. Ο τόπος του Τρακλ δεν είναι τόπος αγωνίας του θανάτου, μα αγωνίας της ίδιας της ύπαρξης και απαντάει αντιπαραβάλλοντας το πολύπλοκο στο πολύπλοκο και το κατακερματισμένο στο κατακερματισμένο, μ’ έναν ωστόσο αυστηρά προσωπικό τρόπο. Η εσωτερική πραγματικότητα του Τρακλ και η εξωτερική πραγματικότητα συντίθενται από τα ίδια υλικά, διέπονται από κοινούς φυσικούς νόμους και εξελίσσονται ως μεμονωμένα γεγονότα με ισχυρούς, αν και συχνά μυστηριώδεις, νομοτελειακούς δεσμούς.
ΗΔΗ ΣΗΜΕΙΩΘΗΚΕ Ο λειτουργικός χαρακτήρας της επανάληψης στην ποίηση του Τρακλ ως κύριος τρόπος υποβολής του αναγνώστη σε αυτή. Μπορεί λοιπόν η επανάληψη να ανάγεται σε πολύ προφανές και εμφατικό ιδιαίτερο γνώρισμα του συγκεκριμένου τόπου, ωστόσο δεν υπάρχει απλά ως συντελεστικό στοιχείο δημιουργίας του ανοίκειου εφιαλτικού κλίματος ή της μαγικά τελετουργικής αίσθησης που τον χαρακτηρίζουν, δίκην μηχανικής τεχνοτροπίας, και στον «φλοιό» του ενός ποιήματος, αλλά ως πυρήνας.
Η ΕΜΜΟΝΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ των ίδιων σημάτων προσδίδει σε αυτά αρχετυπική διάσταση, που παραπέμπει στην αρχή της δημιουργίας, στην επαναλαμβανόμενη μεταβατική στιγμή γέννησης-θανάτου-γέννησης. Κάθε σήμα (λέξεις που δηλώνουν χρώμα ή προκαλούν έντονους χρωματικούς συνειρμούς, πλάσματα από το ζωικό βασίλειο, δέντρα και λουλούδια, νεκρές ή ζωντανές ανθρώπινες φιγούρες, μέλη και σημεία του σώματος, εικόνες και στοιχεία της φύσης, καταστάσεις, αντικείμενα, θρησκευτικά σύμβολα και λεκτικά σχήματα –ένα επίθετο, για παράδειγμα, στον συγκριτικό βαθμό χωρίς όμως σαφές αναφορικό σημείο σύγκρισης· πιθανώς μοτίβο όξυνσης των ιδιοτήτων της προσδιοριζόμενης απ’ το επίθετο οντότητας, μες στην ποίηση: δείγμα ότι τα πράγματα χάνουν την αρχική τους υπόσταση κι εντάσσονται σε μια νέα ποιητική πραγματικότητα – μεμονωμένες λέξεις ή και ολόκληρες φράσεις), κάθε σήμα παρατηρείται στις παραλλαγές του και στενά εξαρτημένο από το νοηματικό περιβάλλον μέσα στο οποίο φανερώνεται και τις εκάστοτε συνθήκες ρυθμού που προκύπτουν από την πλοκή των στίχων, παύει να είναι μονοσήμαντο· παρουσιάζεται στα πολλαπλά επίπεδα λειτουργίας του μέσα στο σχετικά περιορισμένο ποιητικό γλωσσικό σύστημα του Τρακλ και καθώς προσδιορίζεται από μια σειρά διαφορετικών ερμηνευτικών προσεγγίσεων (από την πλέον κοινή του χρήση στην καθημερινή γλώσσα έως την ενδεχόμενη βιβλική του σημασία), αποκτά μεγαλύτερη συναισθηματική, ψυχολογική και γλωσσική ακρίβεια, εκπληρώνοντας έτσι τον πνευματικό του προορισμό. Η ποίηση του Τρακλ καθίσταται τόπος αξιοσημείωτης πληρότητας, δύναμης και βάθους.
Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΠΟΥ δημιουργείται από την ποίησή του είναι εκείνη της διαρκούς κίνησης των ίδιων πλασμάτων και αντικειμένων στον ίδιο πάντα αδιέξοδο τόπο. Κίνηση που αδυνατεί να προβληθεί ως χρονική πρόοδος. Παρελθόν και μέλλον μετουσιώνονται σε ένα αιώνιο, άχρονο ουσιαστικά, παρόν, στο οποίο έχει εκπέσει ο κόσμος. Δίνεται η αντιφατική εντύπωση της στασιμότητας των πάντων μέσα από την αέναη δράση τους: τον περιοδικό χαμό και την ανάπλασή τους. Κάθε ύπαρξη υπάγεται στην ανηλεή παρουσία του χρόνου.
ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΤΟΠΟ του Τρακλ κατοικεί μια πλειάδα συμβολικών, συχνά φασματικών στη θέασή τους, ανθρώπινων μορφών. Είναι ο Έλις, τα βρέφη, τα παιδάκια, τα φτωχά εγκαταλειμμένα ορφανά: ενθύμια του χαμένου Παράδεισου της παιδικής ηλικίας. Είναι ο Ελιάν: μορφή παρακμής και αυτογνωσίας στην ομώνυμη μακροσκελή ελεγεία μέσα από την καταιγιστική διαδοχή εικόνων αφθονίας και σήψης μιας σκοτεινής φύσης· είναι ο έφηβος Κάσπαρ Χάουζερ: ο άνθρωπος χωρίς ταυτότητα που δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τους άλλους· είναι η υπηρέτρια, ο βοσκός, ο ψαράς, ο κυνηγός, ο γεωργός και άλλες ταπεινές μορφές ανθρώπων· είναι η οικογένεια: η παρουσία του πατέρα, της μητέρας, του αδελφού και συχνότερα της αδελφής· είναι ο οδοιπόρος (χαμένος στα σκοτεινά μονοπάτια των τοπίων του Τρακλ), ο ξένος, ο νεκρός και οι αθώες μορφές των αγέννητων ανθρώπων· είναι οι στρατιώτες: έντρομοι ήρωες-θύματα της παραφροσύνης του πολέμου· είναι η Μαρία, ο Ιησούς, οι μοναχοί, ο Σεβαστιανός: φιγούρες που συνδέονται με τη Χριστιανική Εκκλησία και οξύνουν το αίσθημα πνευματικής αποξένωσης· είναι οι προσωποποιήσεις του Πνεύματος του Κακού: οι λεπροί, ο δαιμονισμένος, ο φονιάς, το ανθρώπινο Γένος που κατοικεί στις πόλεις· και είναι ακόμα οι ερωτευμένοι, ο μεθυσμένος, ο σκεπτικός, ο έρημος άντρας, κ.ά. Όλες αυτές οι μορφές, μέσα από τις οποίες ο Τρακλ αφηγείται την εσωτερική του πραγματικότητα, δεν αποτελούν παρά συντρίμμια ενός κατακερματισμένου εγώ. Στην ένωσή τους συνθέτουν τον Απομονωμένο άνθρωπο, όπως αυτός αποκαλύπτεται στο ποίημα Άσμα του Απομονωμένου.
ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ που διαχωρίζει τον εαυτό του από τις ποικίλες όψεις του μοντέρνου τρόπου ζωής. Βιώνει την πόλη ως χώρο απανθρωπιάς, αρρώστιας, ηθικής παρακμής, απελπισίας και θανάτου. Ένα άψυχο, ψυχρό και απειλητικό περιβάλλον είναι ο σύγχρονος κόσμος για τον άνθρωπο αυτόν, με την αίσθηση της αποξένωσης απ’ τον συνάνθρωπο, την κοινωνία και τους θεσμούς της, το στενό οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον, ακόμα και από το άλλοτε ασφαλές και προστατευτικό καταφύγιο του φυσικού κόσμου, ν’ αυξάνεται ολοένα. (Τα όρια του εκφυλισμένου μοντέρνου κόσμου έχουν επεκταθεί· το εφιαλτικά δαιμονικό σκηνικό της φύσης, μέσα από την εξπρεσιονιστική εικονοποιία του Τρακλ, εξυπηρετεί ως εξωτερίκευση της ψυχικής κατάστασης του Απομονωμένου ανθρώπου.) Λογική συνέπεια: η αποξένωση του ατόμου από τον ίδιο του τον εαυτό και καθώς αυτή η αίσθηση αφορά τον πυρήνα της ύπαρξης του, εν τέλει, το άτομο βιώνει το αίσθημα της εγκατάλειψης κι απόρριψης από τον Θεό και την κοσμική Του τάξη.
ΕΙΝΑΙ, ΛΟΙΠΟΝ, ΤΟ θρησκευτικό αίσθημα του ανθρώπου αυτού, κι όχι η θρησκευτική του πίστη, που αναζητά και βρίσκει ζωτικό χώρο στον τόπο της ποίησης του Τρακλ. Ένα αίσθημα που διαρκώς αναδιπλώνεται εσωτερικά μέσα από μια σειρά οραμάτων και εσχατολογικών εικόνων που προκαλείται αφενός από την αποξένωση που το άτομο δοκιμάζει στη σχέση του με τη Χριστιανική Εκκλησία, καθώς, εξαιτίας των απαγορεύσεων και των θεμελιωδών της δογμάτων περί αμαρτίας και εξαγοράς, ο έκπτωτος άνθρωπος του προπατορικού αμαρτήματος, ο άνθρωπος που λαχτάρα να λυτρωθεί από τα μαρτύρια της αμαρτωλής του ύπαρξης, δεν βρίσκει καμία λυτρωτική δύναμη ή τρόπο επανένωσης με το Θείο μέσα από την παραδοσιακή χριστιανική θεολογία (βαθμιαία χάνει την ελπίδα του σε αυτή) και αφετέρου από την παραφροσύνη του ραγδαία τεχνολογικά αναπτυγμένου μοντέρνου πολιτισμού των αστικών κέντρων και την παράνοια του πολέμου, που φέρνουν τον Απομονωμένο άνθρωπο μπροστά στο σκοτεινό και ακατανόητο πλέον πρόσωπο του Θεού.
Ο ΑΧΡΟΝΟΣ ΤΟΠΟΣ της ποίησης του Τρακλ δεν μπορεί να προσφέρει κανενός είδους λύτρωση, ακόμη και όταν προστρέχει σε μάλλον ενστικτώδεις παγανιστικούς τρόπους, αφού η φύση πλέον λειτουργεί ως αντικατοπτρισμός εικόνων της απαίσιας, παρακμιακής ατμόσφαιρας της πόλης. Μέσω ενός ποιητικού λόγου, που χρησιμοποιεί στο έπακρο τη δύναμη της συμβολικής γλώσσας του εξπρεσιονισμού, καθ’ όλα ελεγχόμενου, παρά την παραληρηματική του εκφορά, και υποταγμένου στις δυνάμεις του ποιητή, βιώνεται το αρχέγονο πνευματικό άγχος του ανθρώπου ν’ αντεπεξέλθει στη μοίρα του και τις φυσικές δυνάμεις ενός Υπέρτατου Όντος. Κι εκεί ακριβώς αναγνωρίζεται ως τραγικά διαχρονικός αυτός ο Λόγος.
ΚΑΘΩΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ σε επαφή με την ποίηση του Τρακλ, εισέρχεται σε έναν τόπο όπου η σιωπή, είτε ως μουσική παύση, είτε ως συνθήκη του συγκεκριμένου περιβάλλοντος, δεσπόζει. Δεν παύει όμως κάθε πλάσμα κι αντικείμενο μέσα σ’ αυτόν να διέπεται από τη δυνατότητα του Λόγου· να περιέχει έναν ολόκληρο κόσμο ήχων που δεν έχουν ακουστεί ξανά. Απαιτείται υπομονή κι αμοιβαία σιωπή από τον αναγνώστη –καταστάσεις ενός ρόλου που πρώτα ο ίδιος ο Τρακλ επωμίστηκε– προκειμένου και σε εκείνον να αποκαλυφθεί, σε όλο το φάσμα των τονικών της αποχρώσεων, η μέσα φωνή κάθε οντότητας του κλειστού αυτού κόσμου.