Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008

Γκέοργκ Τρακλ: Ποιήματα [Gedichte, 1913]. Επιλεγόμενα.


Η ΝΕΑΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ

αφιερωμένο στον Λούντβιχ φον Φίκερ

1

Συχνά στο πηγάδι, όταν χαράζει,
την βλέπεις να στέκεται μαγεμένη
και να τραβάει νερό, όταν χαράζει.
Ανεβαίνει ο κουβάς· και κατεβαίνει.

Στις οξιές οι κάργιες πετούν
κι εκείνη μοιάζει με ίσκιο.
Ξανθά τα μαλλιά της πετούν
κι οι ποντικοί στριγκλίζουν στον κήπο.

Και ξαναμαγεμένη από την παρακμή
τα φλογισμένα βλέφαρα χαμηλώνει.
Χορτάρι ξερό η παρακμή
κάτω, στα πόδια της, κυρτώνει.


2

Ήσυχη δουλεύει στο δωμάτιο
κι ο κήπος, χρόνια, ερημικός.
Στην κουφοξυλιά μπρος στο δωμάτιο
κότσυφας κελαηδεί παραπονετικός.

Ασημένια η μορφή της στον καθρέφτη
ξένη στου λυκόφωτος την λάμψη την κοιτάζει
και σκοτεινιάζει ωχρή μες στον καθρέφτη
κι απ’ την αγνότητά της τρομάζει.

Σαν όνειρο υπηρέτης τραγουδάει στο σκοτάδι
κι εκείνη κοκαλώνει απ’ τον πόνο. Στάζει
κόκκινο μέσα στο σκοτάδι.
Νοτιάς απότομος την πύλη τραντάζει.


3

Κάθε βράδυ στο γυμνό λιβάδι
σε όνειρα τρεκλίζει εκείνη πυρετού.
Δύστροπος ο άνεμος κλαίει στο λιβάδι
κι από τα δέντρα κρυφακούει η μορφή του φεγγαριού.

Σε λίγο ένα γύρο τ’ αστέρια χλομιάζουν.
Από τα βάσανα έχει πια εξαντληθεί˙
τα κέρινά της μάγουλα χλομιάζουν.
Κάτι σάπιο ανεβαίνει απ’ τη γη.

Θλιμμένα καλάμια θροΐζουν στον βάλτο.
Κρυώνει εκείνη· γονατιστή.
Μακριά ένας πετεινός λαλεί. Πάνω απ’ τον βάλτο
γκρίζο, σκληρό το χάραμα ριγεί.


4

Κρότος μεταλλικός στο σιδεράδικο: σφυρί·
κι εκείνη περνάει την πύλη βιαστική.
Κατακόκκινο δουλεύει ο υπηρέτης το σφυρί
κι εκείνη, όπως νεκρή, κοιτάζει κατά κει.

Σαν σε όνειρο συναντάει ένα γέλιο·
ταράζεται στο σιδεράδικο·
έντρομη χαμηλώνει μπρος σ’ εκείνου το γέλιο,
όπως σφυρί σκληρό και άγριο.

Ακτινοβολούν στον χώρο σπινθήρες·
και καθώς με άτσαλες κινήσεις
κυνηγάει τους άγριους σπινθήρες,
ζαλισμένη, πέφτει κάτω η μορφή της.


5

Αδύνατη τεντώνεται στο κρεβάτι,
ξυπνάει μ’ έναν φόβο γλυκό
και κοιτάζει το λερωμένο κρεβάτι
καλυμμένο ολόκληρο από φως χρυσό·

οι ρεζεντά[1] στο παράθυρο
κι ο φωτεινός γαλάζιος ουρανός.
Καμιά φορά άνεμος φτάνει στο παράθυρο
κι ήχος καμπάνας διστακτικός.

Ίσκιοι γλιστρούν πάνω απ’ το μαξιλάρι·
αργά η καμπάνα δώδεκα ηχεί
κι εκείνη ανασαίνει βαριά στο μαξιλάρι
και μοιάζει το στόμα της πληγή.


6

Το βράδυ αιωρούνται ματωμένα λινά·
σύννεφα πάνω από σιωπηλά δάση
τυλιγμένα σε μαύρα λινά.
Σπουργίτια θορυβούν στο χωράφι.

Κι εκείνη: κάτασπρη στο σκοτάδι.
Γουργούρισμα κάτω απ’ τη στέγη ανασαίνει.
Όπως ψοφίμι σε θάμνο και σκοτάδι·
σμήνος πετά γύρω απ’ το στόμα της και δίνες υφαίνει.

Σαν όνειρο ηχεί στο σκούρο χωριό
γλέντι: χοροί και βιολιά·
αιωρείται η όψη της στο χωριό,
φυσούν τα μαλλιά της σε γυμνά κλαδιά.


ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

(Πρώτο σχεδίασμα)

Μια σκούρα χρυσή καμπάνα αντηχεί –
ένας εραστής σε σκοτεινό δωμάτιο ξυπνάει·
το μάγουλο στις φλόγες· φως, τρεμοπαίζοντας, στο τζάμι
χτυπάει.
Λάμπουν στο ποτάμι: κατάρτι, σκοινιά, πανί.

Ένας μοναχός, μια έγκυος γυναίκα μες στον συνωστισμό.
Κιθάρες παίζουν και αστράφτουν κόκκινες ποδιές.
Ατμόσφαιρα αποπνικτική· μες σε λάμψη χρυσή ξεραίνονται
οι καστανιές.
Μαύρη υψώνεται η εκκλησία προκαλώντας θαυμασμό.

Από μάσκα χλωμή το Πνεύμα του Κακού κοιτάζει.
Μία πλατεία σκοτεινιάζει μακάβρια και φρικτή·
Ψίθυροι, το βράδυ, στα νησιά κινούνται.

Ασαφή οιωνό το πέταγμα των πουλιών διαβάζει
ο λεπρός, που ίσως πεθάνει και σαπίσει ως την αυγή.
Στο πάρκο τ’ αδέλφια, τρέμοντας, κοιτιούνται.


ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Σύμβολα, σπάνια κεντήματα,
ζωγραφίζει η κυματιστή πρασιά.
Η γαλάζια ανάσα του Θεού φυσά
στου κήπου τη σάλα·
χαρωπή ανάσα.
Σταυρός υψώνεται στ’ αγριοκλήματα.

Άκου στο χωριό: γιορτή·
στον τοίχο ο κηπουρός θερίζει,
σιγά το Όργανο[2] βουίζει,
ήχο αναμιγνύοντας και λάμψη,
ήχο, χρυσή λάμψη.
Η αγάπη Άρτον και Οίνον ευλογεί.

Και κορίτσια μπαίνουν μέσα· και λαλεί
ο πετεινός στο τελευταίο. Αργά
ένα σάπιο κάγκελο περνά·
και σε ρόδινο στεφάνι, σε γραμμές,
και σε ρόδινες γραμμές,
αναπαύεται η Μαρία εξαίσια, λευκή.

Στην πέτρα ο ζητιάνος την παλιά
φαίνεται στην προσευχή νεκρός,
ήρεμος απ’ τον λόφο κατεβαίνει ο βοσκός
κι ένας άγγελος στο άλσος,
άγγελος κοντά στο άλσος,
τραγουδάει να κοιμίσει τα παιδιά.


ΠΡΟΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ

Το βράδυ ακούγεται η κραυγή των νυχτερίδων,
δυο μαύρα άλογα καλπάζουν στο λιβάδι,
θροΐζει κόκκινο σφεντάμι.
Ο οδοιπόρος· το μικρό καπηλειό στον δρόμο του προβάλλει.
Θαυμάσια η γεύση τους: φρέσκο κρασί και καρύδια.
Θαυμάσια: μεθυσμένος να τρεκλίζεις στο μισοσκότεινο δάσος.
Μέσα απ’ τα μαύρα κλαδιά θλιβερές αντηχούν οι καμπάνες.
Και στο πρόσωπο στάζει δροσιά.


ΣΕ ΠΑΛΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΑΛΜΠΟΥΜ

Διαρκώς, μελαγχολία, επιστρέφεις·
γλυκύτητα εσύ της έρημης ψυχής.
Ως στο τέλος καίει μια μέρα χρυσή.

Ταπεινά ο υπομονετικός καταβάλλεται απ’ τον πόνο
στενάζοντας αρμονία και τρυφερή παραφροσύνη.
Δες: ήδη σκοτεινιάζει.

Νύχτα έρχεται πάλι κι ένας θνητός θρηνεί
και με κάποιον άλλο συμπάσχει.

Τρέμοντας, κάτω από άστρα φθινοπωρινά,
γέρνει βαθύτερα, κάθε χρόνο, το κεφάλι.


ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ


Είναι ένας αγρός θερισμένος, που πάνω του πέφτει μια μαύρη
βροχή.
Είναι ένα σκούρο δέντρο, που στέκει ερημικό.
Είναι ένας άνεμος που σφυρίζει γύρω από άδειες καλύβες.
Πόσο θλιμμένο το βράδυ αυτό!

Στο κτήμα μπροστά
η ήρεμη ορφανή μαζεύει ακόμη αραιά στάχυα.
Στρογγυλά και χρυσά τα μάτια της πλανιούνται στο λυκόφως
κι η αγκαλιά της προσμένει τον ουράνιο μνηστήρα.

Στον γυρισμό
βρήκαν οι βοσκοί σαπισμένο
το γλυκό σώμα στην βάτο.

Είμαι ένας ίσκιος μακριά από σκοτεινά χωριά.
Τη σιωπή του Θεού
την ήπια από την πηγή του δάσους.

Στο μέτωπό μου κρύο μέταλλο κυλά.
Αράχνες ψάχνουν για την καρδιά μου.
Είναι ένα φως που σβήνει στο στόμα μου.

Τη νύχτα βρέθηκα σε μια πεδιάδα,
παγιδευμένος απ’ τα συντρίμμια και τη σκόνη των άστρων.
Στις αγριοφουντουκιές
κρυστάλλινοι άγγελοι ήχησαν πάλι.


ΤΡΟΜΠΕΤΕΣ

Κάτω από ιτιές κλαδεμένες, εκεί που σκούρα παιδάκια παίζουν
και φύλλα σαλεύουν, τρομπέτες ηχούν.
Ρίγος νεκροταφείου. Μέσα απ’ την θλίψη του σφενταμιού άλικες
πέφτουν
σημαίες· ιππείς μέσα απ’ αγρούς με σίκαλη κι άδειους μύλους
περνούν.

Ή, τη νύχτα, βοσκοί τραγουδούν και μες τον κύκλο της φωτιάς
τους
μπαίνουν ελάφια, θλίψη πανάρχαια του άλσους·
χορεύοντας σηκώνονται από έναν τοίχο μαύρο· άλικες σημαίες,
γέλια, παράνοια, τρομπέτες.


ΟΙ ΠΟΝΤΙΚΟΙ

Στο κτήμα λάμπει λευκή η φθινοπωρινή σελήνη.
Από της στέγης την άκρη πέφτουν ίσκιοι φανταστικοί.
Μία σιωπή κατοικεί σε παράθυρα άδεια·
σαν κατά πάνω, ήσυχα, βουτούν οι ποντικοί.

Και γρήγορα, σφυρίζοντας, εδώ κι εκεί γλιστρούν
κι άχνα υπονόμου ζέχνει
γκριζωπή, που τους ακολουθεί·
φάσμα το σεληνόφως τρέμει.

Και σαν τρελοί στριγκλίζουν από λαιμαργία:
άνεμοι παγεροί που κλαίνε στο σκοτάδι·
σπίτια στοιχειώνουν κι αχυρώνες
όλο καρπούς και στάχυ.


ΨΑΛΜΟΣ

(Δεύτερο σχεδίασμα)

αφιερωμένο στον Καρλ Κράους

Είναι ένα φως που το ’σβησε ο άνεμος.
Είναι μία κανάτα που αφήνει τ’ απόγευμα ένας μεθυσμένος.
Είναι ένα αμπέλι καμένο και μαύρο με τρύπες γεμάτες αράχνες.
Είναι ένα χώρος που τον ασβέστωσαν με γάλα.
Ο παράφρονας πέθανε. Είναι ένα νησί στις θάλασσες του Νότου
που υποδέχεται τον Ήλιο. Τύμπανα χτυπούν.
Οι άντρες εκτελούν πολεμικούς χορούς.
Οι γυναίκες κουνούν τους γοφούς μέσα στις κληματσίδες και
τ’ άνθη της φωτιάς,
όταν η θάλασσα τραγουδά. Ω, ο χαμένος Παράδεισός μας!

Οι Νύμφες εγκατέλειψαν τα χρυσά δάση.
Κάποιος θάβει τον ξένο. Αρχίζει τότε μια εκτυφλωτική βροχή.
Προβάλλει ο γιος του Πάνα με τη μορφή σκαφτιά
που, μεσημέρι, σε άσφαλτο πυρωμένη, κοιμάται ακόμη.
Είναι κοριτσάκια σε μιαν αυλή με ρουχαλάκια όλο φτώχεια
σπαρακτική!
Είναι δωμάτια που γεμίζουν ακόρντα και σονάτες.
Είναι σκιές που αγκαλιάζονται μπροστά σε τυφλωμένο
καθρέφτη.
Στα παράθυρα του νοσοκομείου ζεσταίνονται αυτοί που
αναρρώνουν.
Ένα λευκό ατμόπλοιο στο κανάλι ανεβάζει αιματηρές επιδημίες.

Η άγνωστη αδελφή εμφανίζεται πάλι στ’ άσχημα όνειρα κάποιου.
Ξαπλωμένη στις αγριοφουντουκιές παίζει με τ’ άστρα του.
Ο φοιτητής, ίσως ένας σωσίας, ώρα πολλή απ’ το παράθυρο την
κοιτάζει.
Πίσω του ο νεκρός του αδελφός στέκεται ή κατεβαίνει την παλιά
κυκλική σκάλα.
Στο σκοτάδι της σκούρας καστανιάς η μορφή του νεαρού
δόκιμου μοναχού χλωμιάζει.
Ο κήπος μες στο βράδυ. Οι νυχτερίδες πετούν στο περιστύλιο.
Τα παιδιά του θυρωρού σταματούν το παιχνίδι και ψάχνουν για
το χρυσάφι τ’ ουρανού.
Τελευταία ακόρντα κουαρτέτου. Τρέμοντας η μικρή τυφλή
τρέχει μέσα απ’ τις δεντροστοιχίες,
κι ύστερα η σκιά της, τριγυρισμένη από θρύλους ιερούς και
παραμύθια,
τα παγωμένα τείχη ψηλαφίζει.

Είναι μια άδεια βάρκα, το βράδυ, που κατεβαίνει το μαύρο
κανάλι.
Στη σκοτεινιά του παλαιού ασύλου άνθρωποι-ερείπια
μαραζώνουν.
Τα νεκρά ορφανά κείτονται στον τοίχο του κήπου.
Άγγελοι ξεπροβάλλουν, από γκρίζα δωμάτια, με λασπωμένες τις
φτερούγες.
Σκουλήκια στάζουν απ’ τα κιτρινισμένα βλέφαρά τους.
Σκοτεινή και σιωπηλή η πλατεία μπρος στην εκκλησία όπως τις
ημέρες της παιδικής ηλικίας.
Περασμένες ζωές γλιστρούν με πέλματα ασημένια
και των καταραμένων οι σκιές βυθίζονται σε νερά που
στενάζουν.
Στον τάφο του μέσα ο λευκός μάγος παίζει με τα φίδια του.

Σιωπηλά πάνω απ’ τον τόπο του κρανίου ανοίγουν τα χρυσά
μάτια του Θεού.


ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΙΣ[3]

Στην αδελφή

Εκεί που πας είναι φθινόπωρο και βράδυ·
γαλάζιο αγρίμι που κάτω από δέντρα ηχεί,
λιμνούλα έρημη το βράδυ.

Ήσυχο πέταγμα πουλιών,
μελαγχολία πάνω απ’ τα τόξα των ματιών σου.
Το στενό ηχεί χαμόγελό σου.

Λύγισε ο Θεός τα βλέφαρά σου.
Άστρα τη νύχτα ψάχνουν, παιδάκι επιτάφιο,
για του μετώπου σου το τόξο.


Η εγγύτητα του θανάτου

(Δεύτερο σχεδίασμα)

Ω το βράδυ που φτάνει ως στα σκοτεινά χωριά των παιδικών
μας χρόνων.
Η λιμνούλα κάτω απ’ τις βελανιδιές
γεμάτη μολυσμένους στεναγμούς μελαγχολίας.

Ω το δάσος, που γέρνει αργά τα σκούρα μάτια του,
όταν των εκστατικών ημερών του η πορφύρα
πέφτει απ’ τα σκελετωμένα χέρια του έρημου άντρα.

Ω, η εγγύτητα του θανάτου! Ας προσευχηθούμε.
Τη νύχτα αυτή λύνονται σε ζεστά, κιτρινισμένα απ’ το λιβάνι,
μαξιλάρια, των ερωτευμένων τ’ αδύναμα άκρα.


Αμήν

Σαπισμένο γλιστρά μες στο σάπιο δωμάτιο·
ίσκιοι σε κίτρινες ταπετσαρίες· σε σκοτεινούς καθρέφτες
κυρτώνει
η φιλντισένια θλίψη των χεριών μας.

Χάντρες σκουρόχρωμες κυλούν μέσα από δάχτυλα νεκρά.
Μες στη σιωπή ανοίγουν
οι γαλάζιες παπαρούνες των ματιών ενός αγγέλου.

Το βράδυ: γαλάζιο επίσης.
Η ώρα του θανάτου μας· ο ίσκιος του Αζραήλ,[4]
που έναν σκούρο κήπο σκοτεινιάζει.


ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Ανάσα του ακίνητου. Πρόσωπο ζώου
κοκαλωμένο μπρος στην ιερότητα του γαλάζιου.
Μεγάλη η σιωπή στην πέτρα·

η μάσκα ενός νυχτερινού πουλιού. Τρεις ήχοι απαλοί
σβήνουν σ’ έναν. Ηλί![5] Αμίλητη γέρνει η όψη σου
πάνω από γαλάζια νερά.

Ω ήσυχοι εσείς καθρέφτες της αλήθειας.
Στους φιλντισένιους κροτάφους του έρημου άντρα
προβάλλει έκπτωτων αγγέλων η ανταύγεια.


ΕΛΙΑΝ[6]

Στις έρημες ώρες του πνεύματος
είναι ωραία να πηγαίνεις μες στον ήλιο
πλάι στα κίτρινα τείχη του καλοκαιριού.
Σιγά ηχούν τα βήματα στο γρασίδι· ωστόσο πάντα
ο γιος του Πάνα στο γκρίζο μάρμαρο κοιμάται.

Με μαύρο κρασί μεθύσαμε το βράδυ στην ταράτσα.
Κοκκινωπό καίει το ροδάκινο στη φυλλωσιά·
Σονάτα απαλή, χαρούμενο γέλιο.

Όμορφη η γαλήνη της νύχτας.
Σε σκοτεινή πεδιάδα
συναντιόμαστε με βοσκούς και λευκά άστρα.

Όταν είναι φθινόπωρο
νηφάλια διαύγεια απλώνεται στο άλσος.
Ήσυχοι βαδίζουμε πλάι σε κόκκινα τείχη
και τα στρογγυλά μάτια ακολουθούν το πέταγμα των πουλιών.
Το βράδυ, πέφτει το λευκό νερό στις υδρίες του τάφου.

Σε γυμνά κλαδιά γιορτάζει ο ουρανός.
Με καθαρά χέρια φέρνει ο γεωργός ψωμί και κρασί
κι ειρηνικά ωριμάζουν οι καρποί στο ηλιόλουστο δωμάτιο.

Ω, τι αυστηρή η όψη των αγαπημένων νεκρών!
Όμως το δίκαιο βλέμμα ευφραίνει την ψυχή.



Μεγάλη η σιωπή του ρημαγμένου κήπου,
όταν ο νεαρός δόκιμος μοναχός με φύλλα σκούρα το μέτωπο στεφανώνει,
η ανάσα του πίνει παγερό χρυσάφι.

Τα χέρια αγγίζουν τα γεράματα γαλαζωπών νερών
ή τα λευκά μάγουλα των αδελφών στην κρύα νύχτα.

Ήρεμος κι αρμονικός βηματισμός σε φιλικά δωμάτια,
εκεί που είναι μοναξιά και θρόισμα του σφενταμιού,
εκεί που ίσως ακόμα η τσίχλα τραγουδάει.

Όμορφος ο άνθρωπος και φαίνεται μες στο σκοτάδι,
όταν τα πόδια και τα χέρια του κινεί με απορία
και ήσυχα σε πορφυρές σπηλιές τα μάτια του κυλούν.

Χάνεται ο ξένος, τον Εσπερινό, στον μαύρο χαλασμό του
Νοεμβρίου,
κάτω από σάπιο πνεύμα, πλάι σε τείχη όλο λέπρα,
εκεί που πήγαινε άλλοτε ο άγιος αδελφός,
βυθισμένος στην απαλή συγχορδία της παραφροσύνης του·

τι έρημος τελειώνει ο άνεμος ο βραδινός!
Ξεψυχώντας το κεφάλι γέρνει στο σκοτάδι της ελιάς.



Ολέθριος ο χαμός του Γένους.
Την ώρα αυτή γεμίζουνε τα μάτια εκείνου που κοιτάζει
με τον χρυσό των άστρων του.

Το βράδυ βυθίζεται ένα χτύπημα καμπάνας, που πλέον δεν ηχεί,
πέφτουν τα μαύρα τείχη στην πλατεία,
ο νεκρός στρατιώτης καλεί σε προσευχή.

Άγγελος χλωμός
μπαίνει ο γιος στο άδειο πατρικό του.

Οι αδελφές έφυγαν μακριά σε γέροντες λευκούς.
Νύχτα, στον διάδρομο, κάτω από τις κολώνες, τις βρήκε
ο αποκοιμισμένος
να επιστρέφουν από προσκυνήματα θλιβερά.

Κοκαλωμένα τα μαλλιά τους από σκουλήκια και λάσπη,
όταν εκείνος στέκεται με ασημένια πόδια
κι από γυμνά δωμάτια νεκρές εκείνες ξεπροβάλλουν.

Ω οι ψαλμοί τους, τα μεσάνυχτα, σε πύρινες βροχές,
όταν υπηρέτες με τσουκνίδες τ’ απαλά μάτια χτυπούσαν,
οι παιδικοί καρποί της κουφοξυλιάς
πάνω από τάφο αδειανό γέρνουν με απορία.

Κιτρινισμένα φεγγάρια ήσυχα κυλούν
πάνω απ’ τα λινά, που καίει πυρετός, του νεαρού,
προτού ακολουθήσει η σιωπή του χειμώνα.



Μοίρα υψηλή στοχάζεται, κατεβαίνοντας, τον Κίδρονα[7]
εκεί που πλάσμα τρυφερό, υψώνεται ο κέδρος
κάτω απ’ τα γαλάζια φρύδια του πατέρα·
νύχτα ο βοσκός το κοπάδι του οδηγεί στο λιβάδι.
Ή είναι στον ύπνο κραυγές,
όταν στο άλσος χάλκινος άγγελος τον άνθρωπο πλησιάζει,
σε πυρωμένο παραγώνι λιώνει του Άγιου η σάρκα.

Γύρω σε καλύβες από λάσπη πλέκεται αμπέλι πορφυρό,
δεμάτια στάχυ κίτρινο που ηχούν,
ο βόμβος των μελισσών, το πέταγμα του γερανού.
Το βράδυ, συναντιούνται αυτοί που αναστήθηκαν σε βραχώδη
μονοπάτια.

Σε μαύρα νερά καθρεφτίζονται οι λεπροί·
ή ανοίγουν τα λασπωμένα ρούχα τους
κλαίγοντας στον πραϋντικό άνεμο, που φυσά από τον ρόδινο
λόφο.

Λιγνές υπηρέτριες ψηλαφούν στα δρομάκια της νύχτας
μήπως βρουν τους ερωτευμένους βοσκούς.
Τραγούδι απαλό ηχεί, Σάββατο βράδυ, στις καλύβες.

Θυμηθείτε και το αγόρι στο τραγούδι σας·
την παραφροσύνη του, τα λευκά φρύδια και τον χαμό του,
το σαπισμένο αγόρι, που ανοίγει τα γαλάζια μάτια του.
Τι θλιβερό αντάμωμα!



Τα σκαλοπάτια της παραφροσύνης σε μαύρα δωμάτια,
οι ίσκιοι των γέρων κάτω απ’ την ανοιχτή πόρτα,
όταν η ψυχή του Ελιάν κοιτάζεται στον ρόδινο καθρέφτη
και χιόνι, λέπρα πέφτει από το μέτωπό του.

Στους τοίχους έσβησαν τ’ άστρα
κι οι λευκές μορφές του φωτός.

Κόκαλα τάφων βγαίνουν απ’ το χαλί,
η σιωπή ρημαγμένων σταυρών στον λόφο,
του λιβανιού η γλύκα στον πορφυρό άνεμο της νύχτας.

Ω μάτια εσείς κομματιασμένα σε στόματα μαύρα,
όταν στην ήσυχη τρέλα του ο εγγονός
έρημος συλλογίζεται το σκοτεινότερο τέλος,
πάνω του ο σιωπηλός Θεός τα γαλάζια του βλέφαρα χαμηλώνει.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ποώδες φυτό με υπόλευκα ή υποκίτρινα άνθη.
2. Το εκκλησιαστικό όργανο που χρησιμοποιεί η Δυτική Εκκλησία.
3. Αναφορά στην προσευχή των Καθολικών που γίνεται με τη χρήση του ροζαρίου: κάθε χάντρα του ροζαρίου αντιστοιχεί και σε μία παράκληση.
4. Άγγελος του θανάτου στην Παλαιά Διαθήκη.
5. «Θεέ μου!» Προσφώνηση του Ιησού πάνω στον σταυρό.
6. Συμβολική μορφή στην ποίηση του Τρακλ.
7. Ονομασία κοιλάδας και ρυακιού ανάμεσα στην Ιερουσαλήμ και το Όρος των Ελαιών.



ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ