H ΣHMAIA
Σύντροφε, κείτεσαι άψυχος
στο πεδίο της μάχης.
Oι παλάμες σου γεμάτες με το αίμα μου·
το κεφάλι σου σφηνωμένο κάτω απ’ το σώμα μου·
το πόδι σου πάνω στο χέρι μου.
Δεν ξέρω τ’ όνομά σου
ή το κρίμα σου.
Ίσως ανήκουμε στον ίδιο στρατό.
Ίσως είμαστε αντίπαλοι.
Ίσως μ’ έχεις ακουστά:
είμαι αυτός που τραγουδάει στην Iστανμπούλ,
αυτός που πυροβόλησαν στο Aμβούργο,
αυτός που τραυματίστηκε θανάσιμα στη Γραμμή Mαζινό,
αυτός που πέθανε από λοιμό στην Aθήνα
και πιάστηκε αιχμάλωτος στη Σιγκαπούρη.
Δεν όρισα εγώ το πεπρωμένο μου.
Kι όμως, γνωρίζω εξίσου καλά
μ’ εσάς που το ορίσατε για μένα,
τη γεύση του παγωτού φράουλα,
την ευχαρίστηση που δίνει η τζαζ,
την αίγλη και το μεγαλείο της δόξας.
Ξέρω: λατρεύετε τα δώρα της ζωής –
όχι το τσάι και το ροκφόρ,
όχι το γούνινο ζεστό παλτό.
Tι θα λέγατε για αγκινάρες με σως βινεγκρέτ
και φτερούγες πέρδικας με κρέμα γάλακτος;
Για ένα ποτήρι Black&White
και τον βασιλικό μανδύα;
Bλέπετε, ο μόχθος είκοσι ετών
επιβραβεύεται με μία σφαίρα.
Aυτό σημαίνει μοίρα για εσάς:
να ξαναρχίσετε απ’ το Xάρκοβο.
Πάει καλά.
Eμείς φέραμε ως εδώ τη σημαία·
άλλοι θα την πάνε πιο πέρα.
Στο κάτω κάτω,
είμαστε δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι
και γνωριζόμαστε πολύ καλά μεταξύ μας.
ORHAN VELI KANIK (1914-1950)
Το τραγούδι –η λυρική εκφορά του λόγου που απηύθυνε ως προσευχή και επίκληση ο άνθρωπος προς τις ακατάληπτες για τη νόησή του δυνάμεις ενός ανώτερου Όντος, για να αξιώσει την εύνοια του περιβάλλοντος χώρου καθώς και τη θεραπεία του σώματος ή της ψυχής του (στο πέρασμα του χρόνου μάς έδωσε εκείνη την υποβλητική εικόνα της φωτιάς, γύρω από την οποία συναθροίζεται η μικρή κοινωνική ομάδα και τραγουδάει την συναισθηματική διάθεση που δοκιμάζει μέσα από τα συλλογικά βιώματα και τις ατομικές εμπειρίες κάθε μέλους της)– το τραγούδι και η αφήγηση του Μύθου συνιστούν τις αρχέγονες λειτουργίες της ποίησης και, πιθανώς, τις μόνες που παραμένουν αμετάκλητα δραστικές ως σήμερα. Μολονότι, «θεωρητικές» φωνές κραυγάζουν πως, σε μια γκρεμισμένη κοινωνική πραγματικότητα μέσα στον ίδιο της τον εαυτό, απ’ όπου απουσιάζει κάθε αίσθηση Ιδανικού και η σύλληψη υψηλών Ιδεών που θα ανακινήσουν την σκέψη εντός του πολιτιστικού, κοινωνικού και πολιτικού βίου, η κτίση μιας ποιητικής σύνθεσης φαντάζει –επιεικώς– ανεπίκαιρη, αφηγηματικές –ενίοτε και επικές, τουλάχιστον ως προς το σχέδιο και την στόχευσή τους– συνθέσεις συνεχίζουν να γράφονται∙ άλλωστε δεν έπαψαν ποτέ. Και συνιστούν συνήθως το στίγμα αναφοράς μας σε έναν ποιητή. [Πώς θα αντιλαμβανόμασταν την ποίηση του Εγγονόπουλου, λόγου χάρην, αν δεν είχε συνθέσει τον «Μπολιβάρ»; Πλήθος τα παραδείγματα.]
Όμως η ανάγνωση του Τρακλ μιλάει με την πειστική δύναμη μιας ιδιόμορφης πνευματικής προσωπικότητας. Δυστυχώς ο ποιητής διάβαζε τόσο αδύναμα, σαν μέσα από τα βάθη του σκότους των περασμένων ή των μελλούμενων, ώστε ν’ αργεί κανείς ν’ αναγνωρίσει, στον μονότονο, σαν προσευχή, κερματισμένο λόγο της απολύτως ιδιόρρυθμης αυτής φυσιογνωμίας, λέξεις και φράσεις κι έπειτα ρυθμούς κι εικόνες που συνθέτουν τη φουτουριστική ποίηση του Τρακλ. Μέσα του όλα γίνονται εικόνα και αλληγορία, μεταλλάσσονται στην ψυχή του σε διάφορες εκφραστικές δυνατότητες, δύσκολες για τους ανθρώπους του σήμερα· όμως ο πειστικός τρόπος με τον οποίο εκφέρονται, σε αναγκάζει να πιστέψεις στη δυνατότητά τους. Πότε θα ’ρθει ο καιρός αυτού του ποιητή; Γιατί αυτός ο ήρεμος, σίγουρος άνθρωπος, που μεταλλάσσει τα πάντα μέσα του, είναι δίχως αμφιβολία ποιητής· κάθε του ποίημα πείθει γι’ αυτό και λειτουργεί σαν αποκάλυψη. Όμως το σημερινό και το αυριανό κοινό, δε θα τον καταλάβει για πολύ καιρό ακόμη, και ειδικά οι πληρωμένοι χειροκροτητές, που τόσο δυνατά τον χειροκρότησαν.
Η εφημερίδα Allgemeiner Tiroler Anzeiger,
φ. 286, 13/ 12/ 1913.
Ο Γκέοργκ Τρακλ απέσπασε το θερμό χειροκρότημα του ακροατηρίου με τα πνευματώδη ποιήματά του (Η νεαρή υπηρέτρια, Ο Σεβαστιανός στο όνειρο, Βραδινή μούσα, Έλις, Σόνια, Άφρα, Το τραγούδι του Κάσπαρ Χάουζερ, Ελιάν) αν και ο τρόπος με τον οποίο διάβαζε ήταν καταλληλότερος για έναν ολιγάριθμο, οικείο κύκλο ανθρώπων παρά για το κοινό μιας τεράστιας αίθουσας· διάβαζε τόσο χαμηλόφωνα, ώστε η φωνή του μόλις που ακουγόταν. Η βραδιά αποτέλεσε λογοτεχνικό γεγονός για το Ίνσμπρουκ, και οι διοργανωτές θα λάβουν οπωσδήποτε τις πιο θερμές ευχαριστίες των ειδημόνων.
Η εφημερίδα Innsbrucker illustrierte Neueste Nachrichten,
φ. 12, 14/ 12/ 1913.
Κι όπως ζωγραφίζαμε «μαζί» τη Νύφη των ανέμων, διέκρινα για άλλη μια φορά το πορτραίτο του. Την εποχή που δούλευα τη Νύφη, ο Τρακλ βρισκόταν καθημερινά κοντά μου. Διατηρούσα ένα στοιχειώδες ατελιέ· καθόταν πίσω μου, σιωπηλός, πάνω σ’ ένα βαρέλι μπύρας. Καμιά φορά μιλούσε μεγαλόφωνα και ακατάπαυστα. Ύστερα πάλι έμενε για ώρες σιωπηλός. Τότε ήμασταν δυο αποστάτες του αστικού τρόπου ζωής. Εγώ είχα φύγει απ’ το πατρικό μου. Στη Βιέννη υπήρχαν αντιδράσεις για τις εκθέσεις και τα έργα μου. Παρεπιμπτόντως, σ’ ένα ποίημα του ανέφερε κυριολεκτικά τη Νύφη των ανέμων.
Όσκαρ Κοκόσκα [Oskar Kokoschka, 1886-1980]
Ζωγράφος
Τα εφταμηνίτικα παιδιά είναι τα μόνα που με το βλέμμα τους καθιστούν υπεύθυνους τους γονείς· τους αναγκάζουν να κάθονται σαν κλέφτες, που πιάστηκαν επ’ αυτοφώρω, δίπλα στα θύματά τους. Έχουν το βλέμμα, που ζητάει πίσω ό,τι πάρθηκε μακριά τους, κι όταν η σκέψη τους φανερώνεται, σαν να γυρεύουν ό,τι απέμεινε, στρέφουν το βλέμμα τους κατά την απώλεια. Υπάρχουν κάποιοι που αποδέχονται ένα τέτοιο βλέμμα, ένα βλέμμα που θα ήθελε να επιστρέψει στο χάος εκείνο το πολύ που αποκόμισαν. Αυτοί είναι οι τέλειοι· έφτασαν στο επίπεδο αυτό όταν ήταν πλέον πολύ αργά. Ήρθαν στον κόσμο κλαίγοντας από ντροπή· μία ντροπή που τους άφησε ένα, πρώτο και τελευταίο, συναίσθημα: πίσω στο σώμα σου, μητέρα, εκεί που ήταν καλά.
Καρλ Κράους [Karl Kraus, 1874-1936]
Συγγραφέας, δημοσιογράφος
Μόλις χθες βράδυ βρήκα στο φάκελο […] και τον Ελιάν του Τρακλ και σας ευχαριστώ ιδιαίτερα για την αποστολή του. Κάθε αρχή και κάθε τέλος στο ωραίο αυτό ποίημα έχει μια απερίγραπτη γλυκύτητα· με συνεπήρε με τις εσωτερικές του αποστάσεις· αρθρώνεται στις παύσεις του. Σαν φράχτες στο αχανές ανείπωτο στέκονται οι στίχοι, σαν φράχτες σ’ επίπεδη γη, πάνω στην οποία το περιφραγμένο συντρίβεται διαρκώς σε μια τεράστια ανυπόταχτη πεδιάδα. […] Η μορφή του Τρακλ ανήκει σ’ εκείνες τις μυθικές: όπως του Λίνου· την αντιλαμβάνομαι ενστικτωδώς στα πέντε οράματα του Ελιάν. Πιο απτή δε θα μπορούσε να είναι, αφού δεν βγήκε πιο απτή από μέσα του…
[...]
Στο μεταξύ έλαβα τον Σεβαστιανό στο όνειρο και τον διάβασα πολλές φορές: με συγκίνηση και διαίσθηση, έκπληκτος, αμήχανος· γιατί αμέσως αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες υψώνεται και σβήνει ο τόνος της φωνής αυτής, είναι ανεπανόρθωτα μοναδικές· είναι οι συνθήκες που δημιουργούν το όνειρο. Σκέφτομαι πως ακόμη κι αυτός που στέκεται κοντά, με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι, βιώνει, σαν αποκλεισμένος, τις εικόνες αυτές και τις ενοράσεις: γιατί το βίωμα του Τρακλ γίνεται όπως στα είδωλα στον καθρέφτη και γεμίζει ολόκληρο τον χώρο του, που είναι άδυτος, όπως ο χώρος στον καθρέφτη. (Ποιος να ήταν άραγε;)
Ράινερ Μαρία Ρίλκε [Rainer Maria Rilke, 1875-1926]
Ποιητής
27 Ιουνίου 1912. Παρατήρηση του Τρακλ: κανείς δεν μπορεί να μεταδώσει τον εαυτό του (το ίδιο, λέει, συμβαίνει και με τα ποιήματα του). Φράση του Τρακλ από συζήτηση: … καλύτερα ν’ αντισταθείς στην απόλυτη ομορφιά, γιατί μπροστά της δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο απ’ το να την κοιτάς σαν ηλίθιος…
26 Οκτωβρίου 1913. {Ενώ ο Τρακλ έχει ήδη δανειστεί πολλές φορές χρήματα απ’ τον Ρεκ}. Χρειάζεται 200 κορόνες μηνιαίως· 2 κορόνες την ημέρα για κρασί και τσιγάρα. Πόσοι άνθρωποι επιβιώνουν με τόσα λίγα χρήματα!
Καρλ Ρεκ [Karl Röck, 1883-1954]
Ποιητής
Ο Γκέοργκ ήταν ένα παιδί σαν εμάς: χαρούμενο, ατίθασο και υγιές.
[...]
Ήμασταν αρκετά εύποροι· ζούσαμε σ’ ένα τεράστιο σπίτι, σε συνθήκες τέτοιας ευχάριστης κι αυτονόητης άνεσης που κανείς σήμερα δεν μπορεί να φανταστεί.
[...]
Προσκολληθήκαμε στην γαλλίδα γκουβερνάντα μας και τον πατέρα. Η μητέρα νοιαζόταν περισσότερο για τις συλλογές της από αντίκες παρά για εμάς. Ήταν ψυχρή γυναίκα, επιφυλακτική· μας φρόντιζε, αλλά από τη φροντίδα της έλειπε η ζεστασιά. Ένιωθε παρεξηγημένη απ’ όλους: από τον άντρας της, τα παιδιά της, απ’ όλο τον κόσμο. Χαιρόταν μόνο όταν έμενε μόνη στα δωμάτια με τις συλλογές της˙ κλεινόταν για μέρες στα δωμάτια αυτά. Εμείς τα παιδιά ήμασταν κάπως δυσαρεστημένα μ’ αυτή την κατάσταση, αφού όσο περισσότερο διαρκούσε το πάθος της, τόσα περισσότερα δωμάτια γίνονταν απαγορευμένα για μας.
Φρήντριχ Τρακλ [Friedrich Trakl, 1890-1957]
Αδελφός του Γκέοργκ
Δεν μπορώ να την καταλάβω {την ποίηση του Τρακλ}. Όμως ο τόνος της με μαγεύει. Είναι ο τόνος των πραγματικά ιδιοφυών ανθρώπων.
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν [Ludwig Wittgenstein, 1889-1951]
Φιλόσοφος
Το έργο του, έκφραση της πιο γνήσιας μορφής της λυρικής ποίησης, αξιοσημείωτα μικρό σε όγκο κι ιδιόρρυθμα μονότονο στο μεγαλύτερο μέρος της πεσιμιστικής του εκφοράς, είναι έργο μυθικής, μαγικής ομορφιάς.
[...]
Οι φαντασιώσεις του Τρακλ μες στον ερμητισμό του συμβολικού τους περιεχομένου μπορούν να παρομοιαστούν με μύθους ή παραμύθια· ωστόσο ενσωματώνουν το πνευματικό πεπρωμένο ενός μοναδικού ατόμου κι ως εκ τούτου αποκαλύπτουν την ευρύτητα μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας, προσφέροντας την τέλεια σχεδόν εικόνα ενός νευρωτικού συστήματος, το οποίο δομείται κυρίως στη βάση δύο δεδομένων: της μεγαλοφυΐας και κάποιου νεανικού σεξουαλικού παραπτώματος.
Όττο Μπάζιλ [Otto Basil, 1901-1983]
Συγγραφέας, δημοσιογράφος και συνεκδότης
του περιοδικού Das Wort.
Οι αναμνήσεις μου απ’ τον Τρακλ φτάνουν πολύ πίσω στον χρόνο· στον καιρό που ήμασταν μαθητές του δημοτικού· τον βλέπω ακόμη μπροστά μου, όπως στεκόταν στην προκυμαία του ποταμού Ζάλτσαχ, μπροστά από το Προτεσταντικό σχολείο, στο οποίο φοιτούσα, να παρακολουθεί, μαζί με την αδερφή του, το μάθημα των θρησκευτικών... ένα μικρό περιποιημένο αγόρι, με μακριά ξανθά μαλλιά, που το συνόδευε μία γαλλίδα γκουβερνάντα. Για μας, τους κοινούς μαθητές, εκείνοι που έρχονταν μερικά μόνο απογεύματα για το μάθημα των θρησκευτικών, έμοιαζαν πάντοτε ιδιαίτερα «καθώς πρέπει»· όμως ο Τρακλ έδειχνε μια δειλή ανάγκη για απομόνωση, κρατώντας τους άλλους σε απόσταση. Παρ’ όλα αυτά, κάπως έτυχε να συναντηθούμε τότε, να μιλήσουμε και να γνωριστούμε. Στο γυμνάσιο ήταν μια τάξη μεγαλύτερος από μένα.
Έρχαρντ Μπούσμπεκ [Erhard Buschbeck, 1889-1960]
Παιδικός φίλος του Τρακλ.
Η τελευταία μου εκδρομή με τον ποιητή της γλυκιάς θλίψης ήταν από το Ίνσμπρουκ, μέσα από τ’ ανοιξιάτικα χωριά, στο Χαλ· εκείνο τον καιρό μάθαινε ο ένας τον άλλον καλύτερα. Μιλούσε προσεκτικά, μ’ επιφύλαξη, πολύ συχνά σε παιδιά που συναντούσαμε· ειδάλλως μιλούσε ακατάπαυστα για τον θάνατο. Όταν το βράδυ έπρεπε να χωριστούμε, μου φαινόταν πως κρατούσα στα χέρια μου ένα πολύτιμο δώρο απ’ τον Τρακλ: ένιωθα τρυφερές συλλαβές ν’ ανθίζουν προσεκτικά η μία δίπλα στην άλλη, κατανοητές κυριολεκτικά μόνο μεταξύ μας. Μπροστά στην Στύγα συλλογίστηκα αυτήν ακριβώς την φράση: ο τρόπος του θανάτου δεν έχει καμία σημασία: ο θάνατος είναι τόσο φρικτός, εξ’ αιτίας της πτώσης, ώστε κάθε τι που μπορεί να προηγήθηκε ή να τον ακολουθεί μοιάζει ασήμαντο. Πέφτουμε σ’ ένα ακατανόητο σκοτάδι. Πώς μπορεί ο θάνατος, το δευτερόλεπτο εκείνο προς την αιωνιότητα, να είναι σύντομος; «Γι’ αυτό μας πιάνει ίλιγγος σε συζητήσεις-αβύσσους όπως σε απόκρημνα μέρη, στους ψηλούς τόπους της ζωής;» ρώτησα. Έγνεψε καταφατικά. Λίγους μήνες αργότερα ο Γκέοργκ Τρακλ δεν απέφυγε την αναγκαία πτώση. Τα λόγια και το άλμα του έγιναν άνοιξη και φθινόπωρο, αντίστοιχα, του μοιραίου έτους 1914. Ξάφνου τρόμαξα μακριά από την Στύγα: έτσι η βουτιά στο μαύρο νερό! Χωρίς να συντριβείς;
Τέοντορ Ντόιμπλερ [Theodor Däubler, 1876-1934]
Ποιητής.
Το μεσημεράκι πήγα πάλι από το Καφέ Maximilian να δω τους «φίλους του περιοδικού». Μόλις είχα καθίσει, όταν μου τράβηξε την προσοχή ένας άγνωστος άντρας, στο βάθος, στο βελούδινο καναπέ ανάμεσα στα δυο παράθυρα που έβλεπαν στην οδό Maria-Theresien· τα μαλλιά του κουρεμένα κοντά, με μιαν ελαφριά ασημένια απόχρωση· το πρόσωπό του ακαθόριστης ηλικίας. Καθόταν σκεπτικός, σε μια ενστικτωδώς γοητευτική στάση, που ωστόσο πρόδιδε επιφυλακτικότητα. Είχα προσέξει πως κοιτούσε προς το μέρος μας επίμονα, διερευνητικά· μα κι εκείνος αντιλήφθηκε πως τον παρατηρούσα, στρέφοντας το βλέμμα του αλλού, κάθε φορά που τον κοιτούσα ξαφνικά. Το «κρυφτό» μας δεν κράτησε πολύ· ο σερβιτόρος έφερε ένα σημείωμα απ’ τον άγνωστο: Γκέοργκ Τρακλ. Σηκώθηκα ενθουσιασμένος – μιας κι είχα πρόσφατα δημοσιεύσει, στο περιοδικό, το ποίημα του Νοτιάς στο προάστιο – τον χαιρέτησα και τον κάλεσα στο τραπέζι μας.
Λουντβιχ φον Φίκερ [Ludwig von Ficker, 1880-1967]
Ο εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Brenner.
Επειδή η γλώσσα αυτής της ποίησης μιλάει καθ’ οδόν προς την απομόνωση, γι’ αυτό ακριβώς και μιλάει πάντοτε δι’ αυτού που μένει μετά την απομόνωση και συγχρόνως προς αυτό, στο οποίο οδηγεί η απομόνωση. Η γλώσσα της ποίησης του Τρακλ είναι ουσιαστικά πολυσήμαντη και με τον δικό της τρόπο. Δεν ακούμε τίποτε άλλο από τον λόγο του ποιήματος, όσο τον αντιμετωπίζουμε με κάποια έντονη αίσθηση ενός μονοσήμαντου νοήματος.
Μάρτιν Χάιντεγκερ [Martin Heidegger, 1889-1976]
Γερμανός φιλόσοφος.
Ο ΥΠΝΟΣ
(Δεύτερο σχεδίασμα)
Καταραμένα εσείς σκοτεινά δηλητήρια,
ύπνε λευκέ!
Ο τόσο παράξενος αυτός κήπος
από δέντρα που σκορπούν λυκόφως,
γεμίζει φίδια, νυχτοπεταλούδες,
αράχνες και νυχτερίδες.
Ξένε! Ο χαμένος ίσκιος σου
μέσα στο κόκκινο του βραδινού,
ένας κουρσάρος ζοφερός
στην αλμυρή θάλασσα της θλίψης.
Λευκά πουλιά φτερουγίζουν στην άκρη της νύχτας
πάνω από πόλεις ατσάλινες
που καταρρέουν.
ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Με νεκρές μορφές ηρώων
γεμίζεις φεγγάρι,
εσύ φεγγαροδρέπανο,
τα σιωπηλά δάση·
με το απαλό αγκάλιασμα
των ερωτευμένων
και με τους ίσκιους ένδοξων καιρών,
τους μουχλιασμένους βράχους γύρω.
Τόσο γαλαζωπά φέγγει
προς την πόλη,
εκεί που κρύο και κακό
ένα Γένος σαπίζει
και των λευκών εγγονών ετοιμάζει
το σκοτεινό μέλλον.
Ίσκιοι εσείς καταβροχθισμένοι απ’ το φεγγάρι
στενάζοντας μες στ’ άδειο κρύσταλλο
της λίμνης στο βουνό.
Βαθύ, τρισκότεινο στόμα εσύ,
μορφή από φθινοπωρινά
σύννεφα σχηματισμένη,
της βραδινής χρυσής γαλήνης·
χείμαρρος πρασινωπός
στον ίσκιο τσακισμένων πεύκων σκοτεινιάζει·
ένα χωριό νεκρώνεται
μ’ ευλάβεια σε σκούρες εικόνες.
Τα μαύρα άλογα καλπάζουν
σε ομιχλώδες βοσκοτόπι.
Ω εσείς στρατιώτες!
Απ’ τον λόφο, εκεί που ο ήλιος ξεψυχώντας κυλάει,
χύνεται το γελαστό αίμα –
βουβό κάτω από βελανιδιές! Ω βροντερή δυσθυμία
του στρατεύματος· κράνος ακτινοβόλο
έπεσε με κρότο από μέτωπο πορφυρό.
Έρχεται κρύα νύχτα φθινοπωρινή·
φωτισμένη από τ’ άστρα
πάνω απ’ τα σπασμένα κόκαλα των ανδρών:
η γαλήνια μοναχή.
ΘΡΗΝΟΣ
Ύπνος και θάνατος, οι σκοτεινοί αετοί
βουίζουν όλη νύχτα σε τούτο το κεφάλι:
το παγωμένο κύμα της αιωνιότητας
να καταπίνει του ανθρώπου το χρυσό
ομοίωμα προσώπου. Το πορφυρό κορμί
συντρίβεται σε φοβερούς υφάλους
κι η σκοτεινή φωνή
θρηνεί πάνω απ’ τη θάλασσα.
Μέσα στην άγρια μελαγχολία σου, αδελφή,
δες: βάρκα έντρομη
βυθίζεται κάτω απ’ τ’ άστρα,
στη σιωπηλή όψη της νύχτας.
ΓΚΡΟΝΤΕΚ[2]
(Δεύτερο σχεδίασμα)
Το βράδυ αντηχούν τα φθινοπωρινά δάση
από όπλα φονικά, οι χρυσές πεδιάδες
και οι γαλάζιες λίμνες, που πάνω τους ο ήλιος
σκοτεινότερος κυλάει· νύχτα αγκαλιάζει
πολεμιστές που ξεψυχούν, τον άγριο θρήνο
κομματιασμένων στομάτων.
Γαλήνια όμως μαζεύεται στη ρίζα της ιτιάς
κόκκινο σύννεφο, που μέσα του μαινόμενος Θεός
κατοικεί το χυμένο αίμα· ψύχος σεληνιακό·
όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε μαύρη σήψη.
Από το σιωπηλό άλσος πηγαίνει η σκιά της αδελφής
τρεκλίζοντας, κάτω από τ’ άστρα και της νύχτας το χρυσό
κλαδί,
να χαιρετήσει πνεύματα ηρώων κι αιμόφυρτα κεφάλια·
φλογέρες σκοτεινές του φθινοπώρου σιγά αντηχούν μες
στα καλάμια.
Ω πένθος πιο περήφανο! χάλκινοι εσείς βωμοί,
την καυτή φλόγα του πνεύματος σήμερα τρέφει ένας οξύς
πόνος:
οι αγέννητοι εγγονοί.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Der Brenner: Διμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό. Το πρώτο τεύχος του εμφανίζεται το 1910, στο Ίνσμπρουκ, Εκδότης του: ο Λούντβιχ φον Φίκερ [Ludwig von Ficker, 1880-1967]. Γρήγορα αναγνωρίζεται ως χώρος διακίνησης ιδεών της πολιτιστικής κριτικής και της avant-garde λογοτεχνικής σκηνής σε ολόκληρη τη γερμανόφωνη επικράτεια και ηγείται της προσπάθειας αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος για τις ιδέες του Δανού φιλοσόφου και πατέρα του υπαρξισμού, Σόρεν Κίρκεγκαρντ [Søren Kierkegaard, 1813-1855]. Δημοσιεύει συνεργασίες των Τέοντορ Ντόιμπλερ [Theodor Däubler, 1876-1934] Άλμπερτ Ερενστάιν [Albert Ehrenstein, 1886-1950], Χέρμαν Μπροχ [Hermann Broch, 1886-1951], Ράινερ Μαρία Ρίλκε [Rainer Maria Rilke, 1875-1926], Τέοντορ Χέκερ [Theodor Häcker, 1879-1945], Φέρντιναντ Έμπνερ [Ferdinand Ebner, 1869-1945], της Έλσε Λάσκερ-Σίλλερ [Else Lasker-Schüler, 1882-1931], καθώς και των σημαντικών συνεργατών του, Καρλ Νταλλάγκο [Karl Dallago, 1869-1949], Καρλ Ρεκ [Karl Röck, 1883-1954], Καρλ Μπορομέους Χάινριχ [Karl Borromäus Heinrich, 1884-1938], Μαξ φον Έστερλε [Max von Esterle, 1870-1947] κ.ά. Το 1912, στο Ίνσμπρουκ, το περιοδικό οργανώνει την πρώτη δημόσια ανάγνωση του Καρλ Κράους [Karl Kraus, 1874-1936], που κρατούσε τις στήλες της σάτιρας και των πολιτικών σχολίων στο Μπρένερ. Μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ο Φίκερ χάνει την υλική υποδομή της έκδοσης του περιοδικού κι έτσι το εντάσσει στην εκδοτική παραγωγή του πανεπιστημιακού εκδοτικού οίκου Βάγκνερ [1869-1949]. Το 1940, η λογοκρισία του ναζιστικού καθεστώτος, που είχε επιβληθεί στην Αυστρία, κατατάσσει το Μπρένερ στα «βλαβερά κι ανεπιθύμητα περιοδικά». Το 1946, μετά από παύση 12 ετών, εκδίδεται μια νέα σειρά τευχών του περιοδικού με ποιήματα του Τρακλ, του Κράους, της Γερτρούδης φον Λε Φορτ [Gertrude von Le Fort, 1876-1971] και της Πάουλα Σλίερ [Paula Schlier, 1899-1977]. H τελευταία σειρά τευχών του περιοδικού, το 1954, αφιερώνεται στη μνήμη των Έμπνερ, Νταλλάγκο, Τρακλ, Βιτγκενστάιν [Ludwig Wittgenstein, 1889-1951] και Ρίλκε.
2. Τοποθεσία στη Γαλικία, τη σημερινή ανατολική Πολωνία· πεδίο μάχης ανάμεσα στα αυστριακά και τα ρωσικά στρατεύματα στις αρχές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τον Οκτώβριο του 1914. Ο Τράκλ βρέθηκε εκεί ως τραυματιοφορέας.