Ο ΥΠΝΟΣ
(Δεύτερο σχεδίασμα)
Καταραμένα εσείς σκοτεινά δηλητήρια,
ύπνε λευκέ!
Ο τόσο παράξενος αυτός κήπος
από δέντρα που σκορπούν λυκόφως,
γεμίζει φίδια, νυχτοπεταλούδες,
αράχνες και νυχτερίδες.
Ξένε! Ο χαμένος ίσκιος σου
μέσα στο κόκκινο του βραδινού,
ένας κουρσάρος ζοφερός
στην αλμυρή θάλασσα της θλίψης.
Λευκά πουλιά φτερουγίζουν στην άκρη της νύχτας
πάνω από πόλεις ατσάλινες
που καταρρέουν.
ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Με νεκρές μορφές ηρώων
γεμίζεις φεγγάρι,
εσύ φεγγαροδρέπανο,
τα σιωπηλά δάση·
με το απαλό αγκάλιασμα
των ερωτευμένων
και με τους ίσκιους ένδοξων καιρών,
τους μουχλιασμένους βράχους γύρω.
Τόσο γαλαζωπά φέγγει
προς την πόλη,
εκεί που κρύο και κακό
ένα Γένος σαπίζει
και των λευκών εγγονών ετοιμάζει
το σκοτεινό μέλλον.
Ίσκιοι εσείς καταβροχθισμένοι απ’ το φεγγάρι
στενάζοντας μες στ’ άδειο κρύσταλλο
της λίμνης στο βουνό.
Βαθύ, τρισκότεινο στόμα εσύ,
μορφή από φθινοπωρινά
σύννεφα σχηματισμένη,
της βραδινής χρυσής γαλήνης·
χείμαρρος πρασινωπός
στον ίσκιο τσακισμένων πεύκων σκοτεινιάζει·
ένα χωριό νεκρώνεται
μ’ ευλάβεια σε σκούρες εικόνες.
Τα μαύρα άλογα καλπάζουν
σε ομιχλώδες βοσκοτόπι.
Ω εσείς στρατιώτες!
Απ’ τον λόφο, εκεί που ο ήλιος ξεψυχώντας κυλάει,
χύνεται το γελαστό αίμα –
βουβό κάτω από βελανιδιές! Ω βροντερή δυσθυμία
του στρατεύματος· κράνος ακτινοβόλο
έπεσε με κρότο από μέτωπο πορφυρό.
Έρχεται κρύα νύχτα φθινοπωρινή·
φωτισμένη από τ’ άστρα
πάνω απ’ τα σπασμένα κόκαλα των ανδρών:
η γαλήνια μοναχή.
ΘΡΗΝΟΣ
Ύπνος και θάνατος, οι σκοτεινοί αετοί
βουίζουν όλη νύχτα σε τούτο το κεφάλι:
το παγωμένο κύμα της αιωνιότητας
να καταπίνει του ανθρώπου το χρυσό
ομοίωμα προσώπου. Το πορφυρό κορμί
συντρίβεται σε φοβερούς υφάλους
κι η σκοτεινή φωνή
θρηνεί πάνω απ’ τη θάλασσα.
Μέσα στην άγρια μελαγχολία σου, αδελφή,
δες: βάρκα έντρομη
βυθίζεται κάτω απ’ τ’ άστρα,
στη σιωπηλή όψη της νύχτας.
ΓΚΡΟΝΤΕΚ[2]
(Δεύτερο σχεδίασμα)
Το βράδυ αντηχούν τα φθινοπωρινά δάση
από όπλα φονικά, οι χρυσές πεδιάδες
και οι γαλάζιες λίμνες, που πάνω τους ο ήλιος
σκοτεινότερος κυλάει· νύχτα αγκαλιάζει
πολεμιστές που ξεψυχούν, τον άγριο θρήνο
κομματιασμένων στομάτων.
Γαλήνια όμως μαζεύεται στη ρίζα της ιτιάς
κόκκινο σύννεφο, που μέσα του μαινόμενος Θεός
κατοικεί το χυμένο αίμα· ψύχος σεληνιακό·
όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε μαύρη σήψη.
Από το σιωπηλό άλσος πηγαίνει η σκιά της αδελφής
τρεκλίζοντας, κάτω από τ’ άστρα και της νύχτας το χρυσό
κλαδί,
να χαιρετήσει πνεύματα ηρώων κι αιμόφυρτα κεφάλια·
φλογέρες σκοτεινές του φθινοπώρου σιγά αντηχούν μες
στα καλάμια.
Ω πένθος πιο περήφανο! χάλκινοι εσείς βωμοί,
την καυτή φλόγα του πνεύματος σήμερα τρέφει ένας οξύς
πόνος:
οι αγέννητοι εγγονοί.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Der Brenner: Διμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό. Το πρώτο τεύχος του εμφανίζεται το 1910, στο Ίνσμπρουκ, Εκδότης του: ο Λούντβιχ φον Φίκερ [Ludwig von Ficker, 1880-1967]. Γρήγορα αναγνωρίζεται ως χώρος διακίνησης ιδεών της πολιτιστικής κριτικής και της avant-garde λογοτεχνικής σκηνής σε ολόκληρη τη γερμανόφωνη επικράτεια και ηγείται της προσπάθειας αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος για τις ιδέες του Δανού φιλοσόφου και πατέρα του υπαρξισμού, Σόρεν Κίρκεγκαρντ [Søren Kierkegaard, 1813-1855]. Δημοσιεύει συνεργασίες των Τέοντορ Ντόιμπλερ [Theodor Däubler, 1876-1934] Άλμπερτ Ερενστάιν [Albert Ehrenstein, 1886-1950], Χέρμαν Μπροχ [Hermann Broch, 1886-1951], Ράινερ Μαρία Ρίλκε [Rainer Maria Rilke, 1875-1926], Τέοντορ Χέκερ [Theodor Häcker, 1879-1945], Φέρντιναντ Έμπνερ [Ferdinand Ebner, 1869-1945], της Έλσε Λάσκερ-Σίλλερ [Else Lasker-Schüler, 1882-1931], καθώς και των σημαντικών συνεργατών του, Καρλ Νταλλάγκο [Karl Dallago, 1869-1949], Καρλ Ρεκ [Karl Röck, 1883-1954], Καρλ Μπορομέους Χάινριχ [Karl Borromäus Heinrich, 1884-1938], Μαξ φον Έστερλε [Max von Esterle, 1870-1947] κ.ά. Το 1912, στο Ίνσμπρουκ, το περιοδικό οργανώνει την πρώτη δημόσια ανάγνωση του Καρλ Κράους [Karl Kraus, 1874-1936], που κρατούσε τις στήλες της σάτιρας και των πολιτικών σχολίων στο Μπρένερ. Μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ο Φίκερ χάνει την υλική υποδομή της έκδοσης του περιοδικού κι έτσι το εντάσσει στην εκδοτική παραγωγή του πανεπιστημιακού εκδοτικού οίκου Βάγκνερ [1869-1949]. Το 1940, η λογοκρισία του ναζιστικού καθεστώτος, που είχε επιβληθεί στην Αυστρία, κατατάσσει το Μπρένερ στα «βλαβερά κι ανεπιθύμητα περιοδικά». Το 1946, μετά από παύση 12 ετών, εκδίδεται μια νέα σειρά τευχών του περιοδικού με ποιήματα του Τρακλ, του Κράους, της Γερτρούδης φον Λε Φορτ [Gertrude von Le Fort, 1876-1971] και της Πάουλα Σλίερ [Paula Schlier, 1899-1977]. H τελευταία σειρά τευχών του περιοδικού, το 1954, αφιερώνεται στη μνήμη των Έμπνερ, Νταλλάγκο, Τρακλ, Βιτγκενστάιν [Ludwig Wittgenstein, 1889-1951] και Ρίλκε.
2. Τοποθεσία στη Γαλικία, τη σημερινή ανατολική Πολωνία· πεδίο μάχης ανάμεσα στα αυστριακά και τα ρωσικά στρατεύματα στις αρχές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τον Οκτώβριο του 1914. Ο Τράκλ βρέθηκε εκεί ως τραυματιοφορέας.