Στην Ινσταμπούλ, στον Βόσπορο, είμαι ο φτωχός Ορχάν Βελή· ο γιος του Βελή με την ακατανόητη μελαγχολία. Κάθομαι στο Ρούμελι, στην ακτή, και μουρμουρίζω ένα τραγούδι:
«Οι μαρμαρένιοι λόφοι της Ινσταμπούλ, βαραίνουν το κεφάλι μου, αχ, οι γλάροι· δάκρυα, δάκρυα καυτά για την πατρίδα πλημμυρίζουν τα μάτια μου· Έντα, πεπρωμένο μου, γεμάτη-άδεια, είσαι πάντα η αλμυρή πηγή των δακρύων μου.
Στο κέντρο της Ινσταμπούλ άνοιξαν κινηματογράφοι· η μητέρα δεν θα μάθει ποτέ για την εξορία μου. Άλλοι φιλιούνται, συζητούν και κάνουν έρωτα· σημαίνει κάτι αυτό για μένα; Αγάπη μου, τρέλα μου, αχ, εσύ, βουβωνικέ ποταμέ μου».
Στην Ινσταμπούλ, στον Βόσπορο, είμαι ο φτωχός Ορχάν Βελή· ο γιος του Βελή με την ακατανόητη μελαγχολία.
Όμως η ανάγνωση του Τρακλ μιλάει με την πειστική δύναμη μιας ιδιόμορφης πνευματικής προσωπικότητας. Δυστυχώς ο ποιητής διάβαζε τόσο αδύναμα, σαν μέσα από τα βάθη του σκότους των περασμένων ή των μελλούμενων, ώστε ν’ αργεί κανείς ν’ αναγνωρίσει, στον μονότονο, σαν προσευχή, κερματισμένο λόγο της απολύτως ιδιόρρυθμης αυτής φυσιογνωμίας, λέξεις και φράσεις κι έπειτα ρυθμούς κι εικόνες που συνθέτουν τη φουτουριστική ποίηση του Τρακλ. Μέσα του όλα γίνονται εικόνα και αλληγορία, μεταλλάσσονται στην ψυχή του σε διάφορες εκφραστικές δυνατότητες, δύσκολες για τους ανθρώπους του σήμερα· όμως ο πειστικός τρόπος με τον οποίο εκφέρονται, σε αναγκάζει να πιστέψεις στη δυνατότητά τους. Πότε θα ’ρθει ο καιρός αυτού του ποιητή; Γιατί αυτός ο ήρεμος, σίγουρος άνθρωπος, που μεταλλάσσει τα πάντα μέσα του, είναι δίχως αμφιβολία ποιητής· κάθε του ποίημα πείθει γι’ αυτό και λειτουργεί σαν αποκάλυψη. Όμως το σημερινό και το αυριανό κοινό, δε θα τον καταλάβει για πολύ καιρό ακόμη, και ειδικά οι πληρωμένοι χειροκροτητές, που τόσο δυνατά τον χειροκρότησαν.
Ηεφημερίδα Allgemeiner Tiroler Anzeiger,
φ. 286, 13/ 12/ 1913.
Ο Γκέοργκ Τρακλ απέσπασε το θερμό χειροκρότημα του ακροατηρίου με τα πνευματώδη ποιήματά του (Η νεαρή υπηρέτρια, Ο Σεβαστιανός στο όνειρο, Βραδινή μούσα, Έλις, Σόνια, Άφρα, Το τραγούδι του Κάσπαρ Χάουζερ, Ελιάν) αν και ο τρόπος με τον οποίο διάβαζε ήταν καταλληλότερος για έναν ολιγάριθμο, οικείο κύκλο ανθρώπων παρά για το κοινό μιας τεράστιας αίθουσας· διάβαζε τόσο χαμηλόφωνα, ώστε η φωνή του μόλις που ακουγόταν. Η βραδιά αποτέλεσε λογοτεχνικό γεγονός για το Ίνσμπρουκ, και οι διοργανωτές θα λάβουν οπωσδήποτε τις πιο θερμές ευχαριστίες των ειδημόνων.
Κι όπως ζωγραφίζαμε «μαζί» τη Νύφη των ανέμων, διέκρινα για άλλη μια φορά το πορτραίτο του. Την εποχή που δούλευα τη Νύφη, ο Τρακλ βρισκόταν καθημερινά κοντά μου. Διατηρούσα ένα στοιχειώδες ατελιέ· καθόταν πίσω μου, σιωπηλός, πάνω σ’ ένα βαρέλι μπύρας. Καμιά φορά μιλούσε μεγαλόφωνα και ακατάπαυστα. Ύστερα πάλι έμενε για ώρες σιωπηλός. Τότε ήμασταν δυο αποστάτες του αστικού τρόπου ζωής. Εγώ είχα φύγει απ’ το πατρικό μου. Στη Βιέννη υπήρχαν αντιδράσεις για τις εκθέσεις και τα έργα μου. Παρεπιμπτόντως, σ’ ένα ποίημα του ανέφερε κυριολεκτικά τη Νύφη των ανέμων.
Όσκαρ Κοκόσκα [OskarKokoschka, 1886-1980]
Ζωγράφος
Τα εφταμηνίτικα παιδιά είναι τα μόνα που με το βλέμμα τους καθιστούν υπεύθυνους τους γονείς· τους αναγκάζουν να κάθονται σαν κλέφτες, που πιάστηκαν επ’ αυτοφώρω, δίπλα στα θύματά τους. Έχουν το βλέμμα, που ζητάει πίσω ό,τι πάρθηκε μακριά τους, κι όταν η σκέψη τους φανερώνεται, σαν να γυρεύουν ό,τι απέμεινε, στρέφουν το βλέμμα τους κατά την απώλεια. Υπάρχουν κάποιοι που αποδέχονται ένα τέτοιο βλέμμα, ένα βλέμμα που θα ήθελε να επιστρέψει στο χάος εκείνο το πολύ που αποκόμισαν. Αυτοί είναι οι τέλειοι· έφτασαν στο επίπεδο αυτό όταν ήταν πλέον πολύ αργά. Ήρθαν στον κόσμο κλαίγοντας από ντροπή· μία ντροπή που τους άφησε ένα, πρώτο και τελευταίο, συναίσθημα: πίσω στο σώμα σου, μητέρα, εκεί που ήταν καλά.
Καρλ Κράους [KarlKraus, 1874-1936]
Συγγραφέας, δημοσιογράφος
Μόλις χθες βράδυ βρήκα στο φάκελο […] και τον Ελιάν του Τρακλ και σας ευχαριστώ ιδιαίτερα για την αποστολή του. Κάθε αρχή και κάθε τέλος στο ωραίο αυτό ποίημα έχει μια απερίγραπτη γλυκύτητα· με συνεπήρε με τις εσωτερικές του αποστάσεις· αρθρώνεται στις παύσεις του. Σαν φράχτες στο αχανές ανείπωτο στέκονται οι στίχοι, σαν φράχτες σ’ επίπεδη γη, πάνω στην οποία το περιφραγμένο συντρίβεται διαρκώς σε μια τεράστια ανυπόταχτη πεδιάδα. […] Η μορφή του Τρακλ ανήκει σ’ εκείνες τις μυθικές: όπως του Λίνου· την αντιλαμβάνομαι ενστικτωδώς στα πέντε οράματα του Ελιάν. Πιο απτή δε θα μπορούσε να είναι, αφού δεν βγήκε πιο απτή από μέσα του…
[...]
Στο μεταξύ έλαβα τον Σεβαστιανό στο όνειρο και τον διάβασα πολλές φορές: με συγκίνηση και διαίσθηση, έκπληκτος, αμήχανος· γιατί αμέσως αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες υψώνεται και σβήνει ο τόνος της φωνής αυτής, είναι ανεπανόρθωτα μοναδικές· είναι οι συνθήκες που δημιουργούν το όνειρο. Σκέφτομαι πως ακόμη κι αυτός που στέκεται κοντά, με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι, βιώνει, σαν αποκλεισμένος, τις εικόνες αυτές και τις ενοράσεις: γιατί το βίωμα του Τρακλ γίνεται όπως στα είδωλα στον καθρέφτη και γεμίζει ολόκληρο τον χώρο του, που είναι άδυτος, όπως ο χώρος στον καθρέφτη. (Ποιος να ήταν άραγε;)
Ράινερ Μαρία Ρίλκε [RainerMariaRilke, 1875-1926]
Ποιητής
27 Ιουνίου 1912.Παρατήρηση του Τρακλ: κανείς δεν μπορεί να μεταδώσει τον εαυτό του (το ίδιο, λέει, συμβαίνει και με τα ποιήματα του). Φράση του Τρακλ από συζήτηση: … καλύτερα ν’ αντισταθείς στην απόλυτη ομορφιά, γιατί μπροστά της δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο απ’ το να την κοιτάς σαν ηλίθιος…
26 Οκτωβρίου 1913. {Ενώ ο Τρακλ έχει ήδη δανειστεί πολλές φορές χρήματα απ’ τον Ρεκ}. Χρειάζεται 200 κορόνες μηνιαίως· 2 κορόνες την ημέρα για κρασί και τσιγάρα. Πόσοι άνθρωποι επιβιώνουν με τόσα λίγα χρήματα!
Καρλ Ρεκ [KarlRöck, 1883-1954]
Ποιητής
Ο Γκέοργκ ήταν ένα παιδί σαν εμάς: χαρούμενο, ατίθασο και υγιές.
[...]
Ήμασταν αρκετά εύποροι· ζούσαμε σ’ ένα τεράστιο σπίτι, σε συνθήκες τέτοιας ευχάριστης κι αυτονόητης άνεσης που κανείς σήμερα δεν μπορεί να φανταστεί.
[...]
Προσκολληθήκαμε στην γαλλίδα γκουβερνάντα μας και τον πατέρα. Η μητέρα νοιαζόταν περισσότερο για τις συλλογές της από αντίκες παρά για εμάς. Ήταν ψυχρή γυναίκα, επιφυλακτική· μας φρόντιζε, αλλά από τη φροντίδα της έλειπε η ζεστασιά. Ένιωθε παρεξηγημένη απ’ όλους: από τον άντρας της, τα παιδιά της, απ’ όλο τον κόσμο. Χαιρόταν μόνο όταν έμενε μόνη στα δωμάτια με τις συλλογές της˙ κλεινόταν για μέρες στα δωμάτια αυτά. Εμείς τα παιδιά ήμασταν κάπως δυσαρεστημένα μ’ αυτή την κατάσταση, αφού όσο περισσότερο διαρκούσε το πάθος της, τόσα περισσότερα δωμάτια γίνονταν απαγορευμένα για μας.
Φρήντριχ Τρακλ [FriedrichTrakl, 1890-1957]
Αδελφός του Γκέοργκ
Δεν μπορώ να την καταλάβω {την ποίηση του Τρακλ}. Όμως ο τόνος της με μαγεύει. Είναι ο τόνος των πραγματικά ιδιοφυών ανθρώπων.
Το έργο του, έκφραση της πιο γνήσιας μορφής της λυρικής ποίησης, αξιοσημείωτα μικρό σε όγκο κι ιδιόρρυθμα μονότονο στο μεγαλύτερο μέρος της πεσιμιστικής του εκφοράς, είναι έργο μυθικής, μαγικής ομορφιάς.
[...]
Οι φαντασιώσεις του Τρακλ μες στον ερμητισμό του συμβολικού τους περιεχομένου μπορούν να παρομοιαστούν με μύθους ή παραμύθια· ωστόσο ενσωματώνουν το πνευματικό πεπρωμένο ενός μοναδικού ατόμου κι ως εκ τούτου αποκαλύπτουν την ευρύτητα μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας, προσφέροντας την τέλεια σχεδόν εικόνα ενός νευρωτικού συστήματος, το οποίο δομείται κυρίως στη βάση δύο δεδομένων: της μεγαλοφυΐας και κάποιου νεανικού σεξουαλικού παραπτώματος.
Όττο Μπάζιλ [OttoBasil, 1901-1983]
Συγγραφέας, δημοσιογράφος και συνεκδότης
του περιοδικού DasWort.
Οι αναμνήσεις μου απ’ τον Τρακλ φτάνουν πολύ πίσω στον χρόνο· στον καιρό που ήμασταν μαθητές του δημοτικού· τον βλέπω ακόμη μπροστά μου, όπως στεκόταν στην προκυμαία του ποταμού Ζάλτσαχ, μπροστά από το Προτεσταντικό σχολείο, στο οποίο φοιτούσα, να παρακολουθεί, μαζί με την αδερφή του, το μάθημα των θρησκευτικών... ένα μικρό περιποιημένο αγόρι, με μακριά ξανθά μαλλιά, που το συνόδευε μία γαλλίδα γκουβερνάντα. Για μας, τους κοινούς μαθητές, εκείνοι που έρχονταν μερικά μόνο απογεύματα για το μάθημα των θρησκευτικών, έμοιαζαν πάντοτε ιδιαίτερα «καθώς πρέπει»· όμως ο Τρακλέδειχνε μια δειλή ανάγκη για απομόνωση, κρατώντας τους άλλους σε απόσταση. Παρ’ όλα αυτά, κάπως έτυχε να συναντηθούμε τότε, να μιλήσουμε και να γνωριστούμε. Στο γυμνάσιο ήταν μια τάξη μεγαλύτερος από μένα.
Έρχαρντ Μπούσμπεκ [ErhardBuschbeck, 1889-1960]
Παιδικός φίλος του Τρακλ.
Η τελευταία μου εκδρομή με τον ποιητή της γλυκιάς θλίψης ήταν από το Ίνσμπρουκ, μέσα από τ’ ανοιξιάτικα χωριά, στο Χαλ· εκείνο τον καιρό μάθαινε ο ένας τον άλλον καλύτερα. Μιλούσε προσεκτικά, μ’ επιφύλαξη, πολύ συχνά σε παιδιά που συναντούσαμε· ειδάλλως μιλούσε ακατάπαυστα για τον θάνατο. Όταν το βράδυ έπρεπε να χωριστούμε, μου φαινόταν πως κρατούσα στα χέρια μου ένα πολύτιμο δώρο απ’ τον Τρακλ: ένιωθα τρυφερές συλλαβές ν’ ανθίζουν προσεκτικά η μία δίπλα στην άλλη, κατανοητές κυριολεκτικά μόνο μεταξύ μας. Μπροστά στην Στύγα συλλογίστηκα αυτήν ακριβώς την φράση: ο τρόπος του θανάτου δεν έχει καμία σημασία: ο θάνατος είναι τόσο φρικτός, εξ’ αιτίας της πτώσης, ώστε κάθε τι που μπορεί να προηγήθηκε ή να τον ακολουθεί μοιάζει ασήμαντο. Πέφτουμε σ’ ένα ακατανόητο σκοτάδι. Πώς μπορεί ο θάνατος, το δευτερόλεπτο εκείνο προς την αιωνιότητα, να είναι σύντομος; «Γι’ αυτό μας πιάνει ίλιγγος σε συζητήσεις-αβύσσους όπως σε απόκρημνα μέρη, στους ψηλούς τόπους της ζωής;» ρώτησα. Έγνεψε καταφατικά. Λίγους μήνες αργότερα ο Γκέοργκ Τρακλ δεν απέφυγε την αναγκαία πτώση. Τα λόγια και το άλμα του έγιναν άνοιξη και φθινόπωρο, αντίστοιχα, του μοιραίου έτους 1914. Ξάφνου τρόμαξα μακριά από την Στύγα: έτσι η βουτιά στο μαύρο νερό! Χωρίς να συντριβείς;
Τέοντορ Ντόιμπλερ [TheodorDäubler, 1876-1934]
Ποιητής.
Το μεσημεράκι πήγα πάλι από το Καφέ Maximilian να δω τους «φίλους του περιοδικού». Μόλις είχα καθίσει, όταν μου τράβηξε την προσοχή ένας άγνωστος άντρας, στο βάθος, στο βελούδινο καναπέ ανάμεσα στα δυο παράθυρα που έβλεπαν στην οδό Maria-Theresien· τα μαλλιά του κουρεμένα κοντά, με μιαν ελαφριά ασημένια απόχρωση· το πρόσωπό του ακαθόριστης ηλικίας. Καθόταν σκεπτικός, σε μια ενστικτωδώς γοητευτική στάση, που ωστόσο πρόδιδε επιφυλακτικότητα. Είχα προσέξει πως κοιτούσε προς το μέρος μας επίμονα, διερευνητικά· μα κι εκείνος αντιλήφθηκε πως τον παρατηρούσα, στρέφοντας το βλέμμα του αλλού, κάθε φορά που τον κοιτούσα ξαφνικά. Το «κρυφτό» μας δεν κράτησε πολύ· ο σερβιτόρος έφερε ένα σημείωμα απ’ τον άγνωστο: Γκέοργκ Τρακλ. Σηκώθηκα ενθουσιασμένος – μιας κι είχα πρόσφατα δημοσιεύσει, στο περιοδικό, το ποίημα του Νοτιάς στο προάστιο – τον χαιρέτησα και τον κάλεσα στο τραπέζι μας.
Λουντβιχ φον Φίκερ [LudwigvonFicker, 1880-1967]
Ο εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Brenner.
Επειδή η γλώσσα αυτής της ποίησης μιλάει καθ’ οδόν προς την απομόνωση, γι’ αυτό ακριβώς και μιλάει πάντοτε δι’ αυτού που μένει μετά την απομόνωση και συγχρόνως προς αυτό, στο οποίο οδηγεί η απομόνωση. Η γλώσσα της ποίησης του Τρακλ είναι ουσιαστικά πολυσήμαντη και με τον δικό της τρόπο. Δεν ακούμε τίποτε άλλο από τον λόγο του ποιήματος, όσο τον αντιμετωπίζουμε με κάποια έντονη αίσθηση ενός μονοσήμαντου νοήματος. [...] Ωστόσο, αυτή η πολυσημαντότητα του ποιητικού λόγου δεν χάνεται σε μιαν αόριστη πολυσημία. Ο πολυσήμαντος τόνος της ποίησης του Τρακλ πηγάζει από ένα συνανοίκειν, δηλαδή από μια ομοφωνία, η οποία ως προφανής, μένει πάντοτε ανείπωτη. Η πολυσημαντότητα αυτού του ποιητικού λόγου δεν είναι η ανακρίβεια της εν τω βίω αφέλειας, αλλά η αυστηρότητα του αποδεκτού, που αφήνεται στην φροντίδα του «δίκαιου βλέμματος» και υποτάσσεται σε αυτό. [...] Η μοναδική αυστηρότητα της ουσιαστικά πολυσήμαντης γλώσσας του Τρακλ είναι, κατά μία υψηλότερη έννοια, τόσο μονοσήμαντη, ώστε παραμένει απείρως ανώτερη απ’ όλη την τεχνική ακρίβεια των αμιγώς επιστημονικών μονοσήμαντων εννοιών.
τρεκλίζοντας, κάτω από τ’ άστρα και της νύχτας το χρυσό
κλαδί,
να χαιρετήσει πνεύματα ηρώων κι αιμόφυρτα κεφάλια·
φλογέρες σκοτεινές του φθινοπώρου σιγά αντηχούν μες
στα καλάμια.
Ω πένθος πιο περήφανο! χάλκινοι εσείς βωμοί,
την καυτή φλόγα του πνεύματος σήμερα τρέφει ένας οξύς
πόνος:
οι αγέννητοι εγγονοί.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. DerBrenner: Διμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό. Το πρώτο τεύχος του εμφανίζεται το 1910, στο Ίνσμπρουκ, Εκδότης του: ο Λούντβιχ φον Φίκερ [LudwigvonFicker, 1880-1967]. Γρήγορα αναγνωρίζεται ως χώρος διακίνησης ιδεών της πολιτιστικής κριτικής και της avant-garde λογοτεχνικής σκηνής σε ολόκληρη τη γερμανόφωνη επικράτεια και ηγείται της προσπάθειας αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος για τις ιδέες του Δανού φιλοσόφου και πατέρα του υπαρξισμού, Σόρεν Κίρκεγκαρντ [SørenKierkegaard, 1813-1855]. Δημοσιεύει συνεργασίες των Τέοντορ Ντόιμπλερ [TheodorDäubler, 1876-1934] Άλμπερτ Ερενστάιν [AlbertEhrenstein, 1886-1950], Χέρμαν Μπροχ [HermannBroch, 1886-1951], Ράινερ Μαρία Ρίλκε [RainerMariaRilke, 1875-1926], Τέοντορ Χέκερ [TheodorHäcker, 1879-1945], Φέρντιναντ Έμπνερ [FerdinandEbner, 1869-1945], της Έλσε Λάσκερ-Σίλλερ [ElseLasker-Schüler, 1882-1931], καθώς και των σημαντικών συνεργατών του, Καρλ Νταλλάγκο [KarlDallago, 1869-1949], Καρλ Ρεκ [KarlRöck, 1883-1954], Καρλ Μπορομέους Χάινριχ [KarlBorromäusHeinrich, 1884-1938], Μαξ φον Έστερλε [MaxvonEsterle, 1870-1947] κ.ά. Το 1912, στο Ίνσμπρουκ, το περιοδικό οργανώνει την πρώτη δημόσια ανάγνωση του Καρλ Κράους [KarlKraus, 1874-1936], που κρατούσε τις στήλες της σάτιρας και των πολιτικών σχολίων στο Μπρένερ. Μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ο Φίκερ χάνει την υλική υποδομή της έκδοσης του περιοδικού κι έτσι το εντάσσει στην εκδοτική παραγωγή του πανεπιστημιακού εκδοτικού οίκου Βάγκνερ [1869-1949]. Το 1940, η λογοκρισία του ναζιστικού καθεστώτος, που είχε επιβληθεί στην Αυστρία, κατατάσσει το Μπρένερ στα «βλαβερά κι ανεπιθύμητα περιοδικά». Το 1946, μετά από παύση 12 ετών, εκδίδεται μια νέα σειρά τευχών του περιοδικού με ποιήματα του Τρακλ, του Κράους, της Γερτρούδης φον Λε Φορτ [GertrudevonLeFort, 1876-1971] και της Πάουλα Σλίερ [PaulaSchlier, 1899-1977]. H τελευταία σειρά τευχών του περιοδικού, το 1954, αφιερώνεται στη μνήμη των Έμπνερ, Νταλλάγκο, Τρακλ, Βιτγκενστάιν [LudwigWittgenstein, 1889-1951] και Ρίλκε.
2. Τοποθεσία στη Γαλικία, τη σημερινή ανατολική Πολωνία· πεδίο μάχης ανάμεσα στα αυστριακά και τα ρωσικά στρατεύματα στις αρχές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τον Οκτώβριο του 1914. Ο Τράκλ βρέθηκε εκεί ως τραυματιοφορέας.