Ο Δεκέμβρης 2008 και η «ποιητική» οικειοποίησή του
Η γενιά πίσω από τον Δεκέμβρη, έχει τη δική της φωνή, τη δική της τέχνη, το θέατρο, τον κινηματογράφο και την ποίησή της. Μια τέχνη λιγότερο φωτογενή από τον ψευδή τηλεοπτικό θρήνο, λιγότερο εντυπωσιακή από έναν καμένο κάδο, λιγότερο φλύαρη από έναν εξοργισμένο ρεπόρτερ.
(Θωμάς Τσαλαπάτης: Η λογοτεχνία μιας γενιάς και το "εμείς" του Δεκέμβρη, Εφ. Εποχή, 12/12/2010)
Εδώ και κάτι περισσότερο από δύο χρόνια, το αισθητικό σημαινόμενο της έννοιας «εξέγερση» εξακολουθεί αφενός μεν να «τρέχει» τη φθορά του στη γλώσσα του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου που το επικαλείται ως βία, αφετέρου δε να διεκδικεί τη δημόσια ύπαρξή του -σε τοπικές κινήσεις πολιτών, ανοιχτές συνελεύσεις και αυτοδιαχειριζόμενους χώρους, αλλά και απλές χειρονομίες αλληλεγγύης, π.χ. όταν αφήνεται ένα εισιτήριο σε ισχύ πάνω στο ακυρωτικό μηχάνημα του μετρό για τον επόμενο επιβάτη- ως μία πλήρης πράξη που παρεμβαίνει προς την επανάκτηση της λαϊκότητας του καθημερινού μας πολιτισμού∙ μιας λαϊκότητας, που «ενοχοποιήθηκε», με ασφυκτικές συνέπειες, από τα μέσα χρόνια της μεταπολιτευτικής περιόδου και ύστερα.
Το πρώτο μέρος αυτής της θέσης επιβάλλεται με την εξουσία τής βαθιά συντηρητικής διαλεκτικής του τρόμου που ασκεί ο κυρίαρχος Λόγος στην επιδίωξή του να καταστείλει την εξεγερτική διάθεση των πολιτών, αποδίδοντάς της χαρακτηριστικά απειλής έναντι στη φαντασιακή συναίνεση και συνοχή της κοινότητας για τη διασφάλιση των «εθνικών» συμφερόντων, τα οποία -παραδόξως!- δεν εγγυώνται καν την αξιοπρέπεια της ατομικότητας που καλείται να ταυτίσει τη θυσία της με την έπαρση της άρχουσας πολιτικής και οικονομικής κάστας. Η κοινωνική ανυπακοή προς αυτόν που εγκαλεί τους πολίτες για έλλειμμα νομιμοφροσύνης, μολονότι ο εγκαλών διατηρεί το μέρισμά του στη διαιώνιση τού εν λόγω προβλήματος και όχι στη λύση του, προβάλλεται ως μια κατάσταση «ανοιχτής» -όσον αφορά την αβεβαιότητα των συνεπειών που δύναται να προκαλέσει στην κοινωνία- εξέγερσης, πάνω στο παραμορφωτικό τζάμι που σηκώνουν τα μέσα ενημέρωσης και οι φορείς του δημόσιου βίου (σε επίπεδο οργάνων και θεσμών ή μεμονωμένων προσώπων), προκειμένου να αναγνωρίσουν την ενστικτώδη αντίδραση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων ως τι «ξένο». Παροξυσμοί συνθηματολογικής κοπής, όπως η αναγγελία περί «επανάστασης του αυτονόητου», δεν είναι τίποτε άλλο από ακραίες αντικοινωνικές συμπεριφορές, οι οποίες στοχεύουν στην ένταση του αισθήματος αποξένωσης μεταξύ των πολιτών, μετερχόμενοι σημειολογικά είτε την ψυχική ροπή των τελευταίων να εξεγερθούν είτε τη συμπάθεια σημαντικής μερίδας του κόσμου προς ανάλογες κινητοποιήσεις και εκδηλώσεις, που εκφράστηκε συχνά μέσα στη τελευταία διετία έστω και στα όρια της ανοχής, ώστε συγχρόνως να τις ακυρώσουν.
Μέσα σε αυτή την εξουσιαστική συνθήκη του Λόγου, αναπτύσσεται όμως και ο δεύτερος όρος της θέσης που σημείωσα στην αρχική παράγραφο: μια «ανοιχτή» -σε επίπεδο συμμετοχής και χωροχρονικού πεδίου- εξέγερση πολιτών που συμβαίνει ως πραγματικότητα, αν και χωρίς πραγματιστικό τέλος. Δεν θα επεκταθώ στην αναφορά συγκεκριμένων κινήσεων και πρωτοβουλιών της εν λόγω δράσης∙ εν τούτοις, πρέπει να επισημανθεί πως αυτή η «ανοιχτή» κατάσταση υπάρχει περισσότερο ως αναγκαιότητα που αυτό-οργανώνεται ενστικτωδώς κόντρα στην αισθητική ενός φθαρμένου πολιτικού, πολιτιστικού και οικονομικού μοντέλου, παρά ως εκτίμηση των δυνατοτήτων της με την ανάλογη αξιοποίηση αυτών, αναδεικνύοντας την αυτοδιάθεση της ίδιας της ζωής, καθώς η σχέση κράτους-πολίτη μοιάζει να στηρίζεται πλέον στην αρχή του «τίποτε δεν είναι συμφωνημένο»∙ αναδεικνύοντας την αγάπη για τη ζωή, καθώς η εξέγερση φύσει μοιράζεται και ενώνει υπερβαίνοντας άτομα και συλλογικότητες, δίχως να συμφέρεται ποτέ σε ένα κοινό άθροισμα.
Η προβολή της παραπάνω κατάστασης στο καλλιτεχνικό πεδίο, και δη και στην ποιητική τέχνη, με επαναφέρει στο κείμενο του Θ. Τσαλαπάτη, απ' όπου το δάνειο εισαγωγικό παράθεμα. Θεωρώντας καταχρηστικό τον όρο «γενιά» -μέρισμα ενός ούτως ή άλλως φθαρμένου Λόγου που ασκεί την εξουσία του φιλολογικά- και νοώντας τον σε επίπεδο καλλιτεχνικών ατομικοτήτων που νέμονται τον ίδιο βιωμένο κόσμο -σε χρονική εγγύτητα και μόνο-, διατείνομαι πως η νεοελληνική κοινωνία (και η πολιτισμική της διάνοια) βρίσκεται πλέον μπροστά σε ένα «ανοιχτό» ποίημα. Η παράμετρος που θέλει ορισμένους από τους φορείς αυτής της σύνθεσης να έχουν εμφανιστεί στο δημόσιο χώρο της λογοτεχνίας πριν τον Δεκέμβρη του 2008, προβαίνει ως παραδοξότητα μέσα στην μικροαστική αντίληψη που καλλιέργησε -με φρικιαστική επιμέλεια- ο καπιταλιστικός φιλελευθερισμός των τελευταίων δεκαετιών∙ καθώς, η σύγχρονη κοινωνία έμαθε να αγνοεί το βάραθρο της αλήθειας της, εκτός κι αν αυτό παρουσιαστεί ως βία και γεγονός - και συνήθως για όσο το επιτρέπει ο διαφημιστικός χρόνος. Ως εκ τούτου, η πρόσφατη και νεότερη ομάδα ποιητών (προφανώς δεν αναφέρομαι μόνο σε όσους δημοσίευσαν εργασίες τους πριν τον Δεκέμβρη του 2008, αλλά και στη «σπορά» αυτής της εξέγερσης) καλείται να διαχειριστεί το ιστορικό επεισόδιο ως πολιτισμική και καλλιτεχνική προοπτική∙ καλείται να προσδιορίσει τη φαινομενολογία της «ανοιχτής» εξέγερσης κι όχι να στήσει τη λογοτεχνική παρουσία της επινοώντας -ενδεχομένως- την καταβολή και την ταυτότητά της. Αφοριστικά μιλώντας, είναι η εξέγερση του Δεκέμβρη που έχει ανάγκη τους ποιητές της∙ και όχι αντιστρόφως. Και σε αυτόν ακριβώς τον πυρήνα αναγνωρίζεται η έννοια του «ανοιχτού» ποιήματος.
«Βέβαια», σημειώνει ο Αντονέν Αρτώ σε ένα από τα Επαναστατικά Μηνύματά του, «όλοι οι καλλιτέχνες δεν είναι ικανοί να κατακτήσουν εκείνο το είδος της μαγικής ταυτοποίησης των δικών τους συναισθημάτων με τις συλλογικές μανίες και αγωνίες του ανθρώπου». Το «ανοιχτό» ποίημα μπορεί να προσμένει συμπληρωματικά κι άλλες φωνές, αναζητώντας το σύμβολό του στο κάτεργο του ενός ποιήματος, ωστόσο δεν πρόκειται για μια αφομοιωτική διαδικασία που θα ανακαλύψει εκλεκτικές συγγένειες και συγκλίνουσες ιδεολογικές και κοινωνικές ενατενίσεις εκεί που δεν υπάρχουν - πόσω μάλλον να επινοήσει την ποιητική διάνοια κατ' όπου αυτή εκλείπει. Είναι προφανές πως οι δημιουργοί του «ανοιχτού» ποιήματος ενώνονται σε κείμενα με «ξένες» ρίζες, ένταση και προοπτική στον μεταξύ τους συσχετισμό, με την καλλιτεχνική ανισότητα να προβάλλει ως εγγενές χαρακτηριστικό του εγχειρήματος.
«Βέβαια», σημειώνει ο Αντονέν Αρτώ σε ένα από τα Επαναστατικά Μηνύματά του, «όλοι οι καλλιτέχνες δεν είναι ικανοί να κατακτήσουν εκείνο το είδος της μαγικής ταυτοποίησης των δικών τους συναισθημάτων με τις συλλογικές μανίες και αγωνίες του ανθρώπου». Το «ανοιχτό» ποίημα μπορεί να προσμένει συμπληρωματικά κι άλλες φωνές, αναζητώντας το σύμβολό του στο κάτεργο του ενός ποιήματος, ωστόσο δεν πρόκειται για μια αφομοιωτική διαδικασία που θα ανακαλύψει εκλεκτικές συγγένειες και συγκλίνουσες ιδεολογικές και κοινωνικές ενατενίσεις εκεί που δεν υπάρχουν - πόσω μάλλον να επινοήσει την ποιητική διάνοια κατ' όπου αυτή εκλείπει. Είναι προφανές πως οι δημιουργοί του «ανοιχτού» ποιήματος ενώνονται σε κείμενα με «ξένες» ρίζες, ένταση και προοπτική στον μεταξύ τους συσχετισμό, με την καλλιτεχνική ανισότητα να προβάλλει ως εγγενές χαρακτηριστικό του εγχειρήματος.
Εξίσου εγγενής είναι ο κίνδυνος της παρανόησης, που ισχυρίζεται μετά βεβαιότητας πως ό,τι ομοιάζει τη μορφή του ποιήματος, συντηρώντας τον «ανοιχτό» του χαρακτήρα στην άρνηση της αισθητικής αναζήτησης -σε επίπεδο γλώσσας, σύλληψης, ποιητικής ανθρωπολογίας κ.ο.κ.-, νέμεται αυτόχρημα και την αντιεξουσιαστική συνθήκη της ποιητικής ηθικής ή ανάγεται σε εξεγερσιακή πράξη, δίκην ενός άκρατου λεκτικού υπερθεματισμού. Εφόσον η αίσθηση και η αισθητική της εξέγερσης και του «ανοιχτού» ποιήματος γίνονται αντιληπτές με τέτοιους περιορισμούς, σε μια περίοδο παραφοράς και απόγνωσης, όπου διακυβεύεται η ισορροπία της νεοελληνικής κοινωνίας, οι νεότεροι ποιητές, εάν ξεσπάσουν εαυτούς σε ένα ποίημα απλώς αντιδραστικό, ενδεχομένως να «εξαφανιστούν», δίχως αυτή η εξέλιξη να σημάνει κάποια ουσιαστική απώλεια για την ίδια την ποίηση ή την εποχή τους.
Εν τούτοις, είναι ευρέως αποδεκτό πως η νεότερη ηλικιακά ομάδα ποιητών [σημ.: η «ονοματολογία» δεν αποφεύγεται από διάθεση υποχώρησης μπροστά στη διαλεκτική σύγκρουση∙ ενδεικτικά παραπέμπω τον αναγνώστη στο άρθρο της «Εποχής», απόλυτα βέβαιος πως η αναγνωστική συνείδηση του καθενός -όπως και του υποφαινόμενου- θα αφαιρέσει ή/και προσθέσει ονόματα στη σχετική «λίστα»], η νεότερη ηλικιακά, λοιπόν, ομάδα ποιητών διαθέτει εκείνα τα καλλιτεχνικά και πνευματικά σύνεργα που της επιτρέπουν να μην εκπέσει από τις αισθητικές αξιώσεις της ποιητικής τέχνης στην προχειρότητα και τη συνθηματολογία, δίνοντας φωνή και υπόσταση στην ίδια την αισθητική της εξέγερσης∙ κοινωνώντας την έννοια της αυτοδιάθεσης στο έργο της ακόμα και σε επίπεδο μηχανισμών έκδοσης, προώθησης και διαμεσολάβησης της λογοτεχνικής αγοράς. Διότι η αισθητική της «ανοιχτής» εξέγερσης στρέφεται πρωτίστως ενάντια στην ατομικότητά μας, και συνεπακόλουθα σε κάθε είδους εξουσία που ασφυκτικά επιχειρεί να την ορίσει. Διότι, σήμερα, η αισθητική της «ανοιχτής» εξέγερσης είναι αδιανόητο να ταυτίζεται με την εικονική πραγματικότητα της αστικής παρατήρησης. Διότι το «ανοιχτό ποίημα» γράφεται στο αισθητικό χάσμα που αναπτύσσεται ανάμεσα στην εξεγερμένη ποιητική διάνοια και τον φθαρμένο Λόγο, προσβλέποντας μάλλον στην ανάδειξη του ρήγματος παρά σε έναν απλό επαναπροσδιορισμό του περιθωρίου. Η εξέγερση ως μία εκ των καλών τεχνών προβάλλει ως το μόνο πρόταγμα της ποίησης, αν θέλουμε πλέον να πάψουμε να μιλάμε για παράλληλες ατομικότητες και ίσκιους που βαδίζουν μελαγχολικά τη Μεσολογγίου.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Αυγή", φ. 30/1/2011