Γιώργος Καλοζώης, Το μάθημα της περίληψης, Εκδόσεις Φαρφουλάς, 2011
Στην έκτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Καλοζώη, κάθε ποίημα ανοίγεται ως χάσμα -κάθετο και βαθύ- στην ανθρώπινη συνείδηση. Η οντολογία του ποιητή -με τα αλλόκοτα πλάσματά της που υφίστανται αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις και κινούνται ως μηχανικά «αυτόματα»- δεν αποκαλύπτεται συγχρονικά με τη ροή της οικείας πραγματικότητας, ούτε και έξω απ' αυτήν: σχεδόν φασματικά. Η ανθρώπινη συνείδηση στήνει τους δικούς της διανοητικούς θύλακες για να αντεπεξέλθει στην παραφροσύνη της καθημερινότητας, τέμνοντας τον ατελή και ακατανόητο κόσμο όπως μας δόθηκε μέσω οποιασδήποτε «διδασκαλίας» - κοινωνικής, πολιτικής, ακόμη και γλωσσολογικής. Για τον Καλοζώη αυτός ο κόσμος είναι μια διαρκής μεταφορά. Γράφεται ως ένα σχήμα που μετατοπίζει την ουσία των πραγμάτων από τη συμφωνημένη -σε επίπεδο κοινότητας- λειτουργία τους σε μια πιο αυθαίρετη ερμηνεία, η οποία δηλώνει εγγενώς πως δεν κατέχει την αλήθεια. Ετσι, ο Καλοζώης συνθέτει κατά παράταξη σπαράγματα της ανθρώπινης διανοίας, που καλούνται να προσδιοριστούν μέσα στην απορία για την υπόσταση της κοινωνίας ή και της ίδιας της ποίησης. Οι «ερωτήσεις» του Καλοζώη γίνονται υπό καθεστώς κριτικής αφέλειας, μιας στάσης που φέρνει τον άνθρωπο εγγύτερα στο αρχέτυπο της ύπαρξής του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο κόσμος γίνεται λιγότερο ξένος. Ο κόσμος -στην περίληψή του που είναι το βλέμμα- δεν καταλήγει πουθενά: η οδυνηρή αυτή συνειδητοποίηση αποφορτίζεται στην «παιδικότητα» με την οποία εκφέρονται οι ερωτήσεις του ποιητικού υποκειμένου. Ουσιαστικά, με αυτό το τέχνασμα ο άνθρωπος συνεχίζει να διερωτάται και ν' αναζητά: για να μην πεθάνει πριν πεθάνει. Σε αυτόν τον χαμένο παράδεισο της «παιδικής μωρίας» δοκιμάζει να επιστρέψει ο δημιουργός ως αυτός που αγνοεί κι όχι ως Ξένος που πρέπει να θανατωθεί για να συνεχιστεί απαράλλακτη η φθορά των πραγμάτων. Κι εκεί ανασαίνει η ποίηση του Καλοζώη, ισορροπώντας μεταξύ ονείρου και ρεαλισμού, στον πνευματικό καθρέφτη που ορθώνει κάθε ποίημα απέναντι στο υποκείμενό του για να αντικρίσει την τρομώδη ομορφιά ενός κόσμου που πάσχει να επιβιώσει.
Πάμπος Κουζάλης, Eνα, Εκδόσεις Παράκεντρο, 2011
Από την αδυναμία -ή αδυνατότητα- της κυπριακής διαλέκτου να εκφράσει το εύρος της καλλιτεχνικής διανοίας και των συναισθηματικών τόνων που δοκιμάζει το ποιητικό υποκείμενο, μέχρι τη σχεδόν προγραμματική και επιβαλλόμενη -έξωθεν του κειμένου- χρήση του ιδιώματος, κάποιος επιλέγει -με αποφατικό τρόπο- να πει ότι η γλώσσα του ποιήματος ακυρώνει, αναιρεί, σαρώνει˙ ότι η γλώσσα του ποιήματος ακυρώνεται, αναιρείται, σαρώνεται˙ ότι η γλώσσα του ποιήματος ομοιάζει με το πένθος: είναι καθαρά ιδιωτική υπόθεση. Ετσι, το Ενα του Κουζάλη εκφέρει τη δική του προοπτική για τη γλώσσα του ποιήματος συνδέοντας αρμονικά τύπους της κυπριακής καθημερινής συναλλαγής με την «επίσημη» νεοελληνική, με διάσπαρτες λέξεις της διαλέκτου ενσωματωμένες στη «μητροπολιτική» γλώσσα ή με δύο εκ των καταληκτικών ποιημάτων της συλλογής γραμμένα εξ ολοκλήρου στο κυπριακό ιδίωμα. Αποκεί και πέρα, ο Κουζάλης αρθρώνει λυρικά έναν έκπτωτο τόπο όπου οι πρωταγωνιστές των ποιημάτων, στην πλειονότητά τους εγκάτοικοι ή κληρονόμοι κάποιου παλαιού αστικού οίκου ή της ζωής στην κυπριακή ύπαιθρο, κινούνται φασματικά. Το πεπερασμένο συμπυκνώνεται σε ένα ανεπαίσθητο κίνημα του χεριού ή του σώματος, στη θέαση ενός προσφιλούς ή «αγνώστου» αντικειμένου που θυμίζει την κάποτε αίγλη και ευμάρεια. Ωστόσο, η μνήμη της γλώσσας δεν θρηνεί την πτώση˙ αλλού τραγουδάει την απολεσθείσα αρχοντιά του αστικού βίου κι αλλού τον ιδιότυπο ηρωισμό των πρωταγωνιστών της είτε στους μικρούς θανάτους που αφορούν την ερωτική τους επιθυμία, είτε στην τραγωδία των αγνοουμένων με την τουρκική εισβολή του '74 είτε στην καθημερινότητα ενός μετανάστη στην Κύπρο του σήμερα. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η μνήμη προφέρεται γυμνή -μες στην ειρωνεία και τον σαρκασμό της, ναι- μα γυμνή όσον αφορά την καθαρότητα με την οποία μεταδίδεται στον αναγνώστη, δίχως ρητορικές εκπτώσεις. Κι αυτή η μνήμη κλιμακώνεται από ποίημα σε ποίημα, με τον Κουζάλη να έχει «χτίσει» μια ποιητική συλλογή με ισχυρούς συναισθηματικούς αρμούς, σαν να πρόκειται το Ενα για μια ενιαία καλλιτεχνική σύνθεση που προεκτείνει σε ετερόκλιτες νοηματικά ενότητες τα μέλη της.
Για περισσότερα: http://www.poema.gr/dokimio.php?id=326