Αν ήμουν ερωτευμένος
δεν θα περίμενα μισόν αιώνα ψέματα
δεν θα περίμενα μισόν αιώνα ψέματα
[…]
γυμνός στο δρόμο θα ’βγαινα να διαδηλώσω την καρδιά μου
Ζ. Δ. Αϊναλής
Αλεξάνδρας – η λεωφόρος. Μπαλκόνι: επέκταση πορείας. Πιο πέρα, τ’ όρος: όπου σπηλιά γέρνει βαθύτερα κεφάλι – ζαρωμένο τη γαλήνη στο ύψος μάτια. Κάποιος σκεπάζει βλέφαρα το πλήθος. Ανδρέας:
Εδώ η τρέλα επινοεί μια κόγχη έρημο:
σκοτάδι μαύρο τρωκτικό – και γύρω,
πείνα κόκαλο ως το βαθύ ψοφίμι.
– Αυτή την έξοδο φαντάστηκες Λαό;
Δες: έρχονται από πού το κτήνος μαίνεται
ένδεια και κραυγή την υπερούσια χώρα
– χιλιάδες νύκτες βήματα κατά το χέρι
που υπολείπεται θεό στην προσφορά του.
Κι’ ένας γυρίζει μάτια στη σκιά Και ξεχωρίζει
σπλάχνα θηλαστικό να τρίζουν άσπρη άσπιλη φωτιά
τα δόντια στην καρδιά του Κι’ άλλος
υψώνει δώδεκα δάχτυλα φωνή στον πυρετό ουρανό
– και κάτι ξένο ματώνει ο λόγος ακατάληπτα.
Πώς επιμένεις βράχους; Ότι πληθαίνουν άνθρωποι
στα χάσματά τους Ότι προφέρουν –Κύριος– τ’ άθροισμά σου
και γονατίζουν και συμφέρονται ένα μέρισμα κοινό;
Κι’ αν χρεωθείς την ύστερη απαντοχή του πνεύματος:
δεν θα σημαίνεις του θανάτου; Ιδού: ασάλευτος
βουβός μετέωρος στην έκσταση του ζώου ανάμεσα
και τον φρικτό σπασμό – εσύ: πέτρα και σάρκα και σπαθί•
εσύ: ο χαλκός απ’ τις πληγές και η απότομη στροφή
του αγέρα και η παραφορά
που κομματιάζει ρίγη σκοτεινό το μέτωπο – δεν βλέπεις;
Πέντε άζυμα ψωμί και δυο αγκίστρια λέπι Τώρα
δεν σέρνει δαίμονα βοή τα πέλματα στην άμμο;
– καν δεν γνωρίζεις τι σφαγή είν’ ένας λάκκος άνδρες.