Λεύκιος Ζαφερίου: Ποιήματα 1964-2010 (Γαβριηλίδης, 2011)
Τα επιλεγόμενα μιας ποιητικής διαδρομής περίπου 45 χρόνων συγκεντρώνει στον εν λόγω τόμο ο Λεύκιος Ζαφειρίου. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σώμα ποιημάτων από τις τέσσερις συλλογές που εξέδωσε ο Ζαφειρίου κατά την περίοδο 1975-1980 και τη μεταγενέστερη –27 χρόνια αργότερα– Θλίψη του απογεύματος. Η επιλογή συμπληρώνεται με ποιήματα που δημοσιεύθηκαν σε ελλαδικά λογοτεχνικά περιοδικά από το 2008 ώς το 2010, ενώ το ποίημα Ο Σολωμός Σολωμού στη μνήμη μιας γυναίκας δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά.
Η αυτο-ανθολόγηση δεν λανθάνει της εγγενούς «αδυναμίας» που ενέχουν τέτοιου είδους εγχειρήματα – πως πάντα κάτι λείπει. Στην κριτική ανάγνωση που επιχειρεί ο ίδιος ο Ζαφειρίου στο έργο του πιθανώς αδικείται –σε αριθμούς– Η θλίψη του απογεύματος, ενώ παραλείπονται και ποιήματα, όπως η Βυρηττός πολιορκημένη, που στέκονται στον πυρήνα του ευσύνοπτου ποιητικού σχεδίου που ανέπτυξε ο Ζαφειρίου εδώ και 5 δεκαετίες.
Παρά λοιπόν τις όποιες «ενστάσεις», που πηγάζουν από αισθητικές προτιμήσεις πάνω στην ποίηση του εν λόγω δημιουργού, οι επιλογές του τόμου παραμένουν άκρως αντιπροσωπευτικές τόσο για τον μυημένο αναγνώστη όσο και γι’ αυτόν που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του Λ. Ζαφειρίου. Κινούμενος στη μεθόριο ενός ρεαλισμού όπου παρεμβάλλονται φάσματα ανθρώπων και σκηνές από την πολιτική και ιστορική ζωή του ελλαδικού και κυπριακού χώρου, ιδωμένες συνήθως σε νέο τόπο και χρόνο κι όχι σε αυτούς που ο συμφωνημένος μύθος τούς έχει τοποθετήσει, ο Ζαφειρίου σχεδιάζει ένα χρονικό της –μετά την κρατική ανεξαρτησία– Κύπρου στο πλαίσιο του ευρύτερου Ελληνισμού, αλλά και της θέσης της νήσου στον παγκόσμιο χάρτη των πολιτικών εξελίξεων και στον πιο περιορισμένο της ανατολικής Μεσογείου.
Τα πρωτογενή υλικά αυτού του χρονικού ανιχνεύονται στο ιστορικό βίωμα, όμως δεν εξαντλούνται σε αυτό κατά την ποιητική μεταφορά τους. Αντιθέτως, η ιδιωτική εμπειρία ανάγεται σε συλλογική δοκιμασία κατορθώνοντας να σηκώσει στους ώμους της το βάρος της πληγής που κόβεται στο σώμα της κυπριακής κοινωνίας και να μην συντριβεί –λογοτεχνικά– από αυτήν. Η προφητικότητα των στίχων που έρχονται από τη δεκαετία του ’70 ενδεχομένως οφείλεται σε αυτήν ακριβώς τη διαχείριση του βιώματος. Διότι δεν είναι μόνο το γεγονός που παραμένει ανοιχτό στην κυπριακή ιστορία (αγνοούμενοι, συνεχιζόμενη κατοχή κ.ο.κ.), αλλά και το συναισθηματικό βίωμα που ακολούθησε τα συμβάντα και το οποίο βρίσκει διεξόδους στις παραλλαγές της μίας πάντα ιστορίας.
Η «κραυγή της πατρίδας περιτυλιγμένη το χρέος» πιθανώς να νοθεύεται με άλλους τρόπους σήμερα, ωστόσο το αίσθημα του εκφυλισμού καθίσταται διαχρονικό μέσα από την ποίηση του Ζαφειρίου – είτε παίζοντας με «κάλπικα νομίσματα στην πιο κρίσιμη συναλλαγή» είτε καταγγέλλοντας τη σκηνή με τους φωτορεπόρτερ και τη μητέρα ενός αγνοούμενου, με τους πρώτους να φωνάζουν «πέστε της να μη τσιρίζει/ μας χαλάει τη δουλειά» από τους Σχεδόν μηδίζοντες στίχους του 1977. Βέβαια ο τόνος της ποιητικής του Ζαφειρίου υποχώρησε κατά το μέρος της στοχαστικής διάθεσης διασχίζοντας τα χρόνια μετά την εισβολή και μέχρι την αυγή του 21ου αιώνα. Ο λόγος του ανέλαβε να εκφέρει ένα ουμανιστικό όραμα, το οποίο πλέον δεν περιορίζεται στην Κύπρο, μα εκτείνεται στις κοινωνίες κι άλλων χωρών που υφίστανται τις ολέθριες συνέπειες της παράνοιας που εξασκούν οι κατέχοντες την εξουσία.
Κοινή κι εμβληματική φιγούρα αυτής της πνευματικής πορείας αποτελεί η φασματική εικόνα της μητέρας που επιστρέφει συχνά στα ποιήματα του Ζαφειρίου. Η σχέση του ποιητή με αυτό το φάσμα κινείται σε ένα εύρος συναισθηματικών αποχρώσεων και συγχρόνως νοηματοδοτεί τη σχέση του ποιητικού υποκειμένου με την κοινωνική πραγματικότητα που το περιβάλλει. Ουσιαστικά, ο άνθρωπος στην ποίηση του Ζαφειρίου είναι αυτός που κόπηκε βιαίως από τη μήτρα της ιστορίας και μένει μόνος στην αναμέτρηση με τα φαντάσματα και τους εφιάλτες του, τα οποία συναντάει παντού: στον Μακρύδρομο και στην οδό Ρηγαίνης, στο Μετς και στον Άη Γιάννη.
Οι άγνωστοι ήρωες της κυπριακής καθημερινότητας ή οι περιώνυμοι άνθρωποι των τεχνών, των Γραμμάτων και των επαναστάσεων δεν αποτελούν προσωπεία του ποιητή, αλλά τέκνα της ίδιας ιστορικής μήτρας που γεννάει τη βία και τον έρωτα, την παράνοια και τον πόθο για ελευθερία. Κι εκεί αναγνωρίζεται η ουμανιστική ανθρωπολογία του Ζαφειρίου – μέσα από το ποίημα που δεν αφομοιώνει «τον άλλον» στο ένα και μόνο πρόσωπο, αλλά μιλάει τον άνθρωπο ως αδερφό του άλλου ανθρώπου.
* Δημοσιεύθηκε σε πρώτη μορφή στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, φ. 22/4/2012.Η αυτο-ανθολόγηση δεν λανθάνει της εγγενούς «αδυναμίας» που ενέχουν τέτοιου είδους εγχειρήματα – πως πάντα κάτι λείπει. Στην κριτική ανάγνωση που επιχειρεί ο ίδιος ο Ζαφειρίου στο έργο του πιθανώς αδικείται –σε αριθμούς– Η θλίψη του απογεύματος, ενώ παραλείπονται και ποιήματα, όπως η Βυρηττός πολιορκημένη, που στέκονται στον πυρήνα του ευσύνοπτου ποιητικού σχεδίου που ανέπτυξε ο Ζαφειρίου εδώ και 5 δεκαετίες.
Παρά λοιπόν τις όποιες «ενστάσεις», που πηγάζουν από αισθητικές προτιμήσεις πάνω στην ποίηση του εν λόγω δημιουργού, οι επιλογές του τόμου παραμένουν άκρως αντιπροσωπευτικές τόσο για τον μυημένο αναγνώστη όσο και γι’ αυτόν που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του Λ. Ζαφειρίου. Κινούμενος στη μεθόριο ενός ρεαλισμού όπου παρεμβάλλονται φάσματα ανθρώπων και σκηνές από την πολιτική και ιστορική ζωή του ελλαδικού και κυπριακού χώρου, ιδωμένες συνήθως σε νέο τόπο και χρόνο κι όχι σε αυτούς που ο συμφωνημένος μύθος τούς έχει τοποθετήσει, ο Ζαφειρίου σχεδιάζει ένα χρονικό της –μετά την κρατική ανεξαρτησία– Κύπρου στο πλαίσιο του ευρύτερου Ελληνισμού, αλλά και της θέσης της νήσου στον παγκόσμιο χάρτη των πολιτικών εξελίξεων και στον πιο περιορισμένο της ανατολικής Μεσογείου.
Τα πρωτογενή υλικά αυτού του χρονικού ανιχνεύονται στο ιστορικό βίωμα, όμως δεν εξαντλούνται σε αυτό κατά την ποιητική μεταφορά τους. Αντιθέτως, η ιδιωτική εμπειρία ανάγεται σε συλλογική δοκιμασία κατορθώνοντας να σηκώσει στους ώμους της το βάρος της πληγής που κόβεται στο σώμα της κυπριακής κοινωνίας και να μην συντριβεί –λογοτεχνικά– από αυτήν. Η προφητικότητα των στίχων που έρχονται από τη δεκαετία του ’70 ενδεχομένως οφείλεται σε αυτήν ακριβώς τη διαχείριση του βιώματος. Διότι δεν είναι μόνο το γεγονός που παραμένει ανοιχτό στην κυπριακή ιστορία (αγνοούμενοι, συνεχιζόμενη κατοχή κ.ο.κ.), αλλά και το συναισθηματικό βίωμα που ακολούθησε τα συμβάντα και το οποίο βρίσκει διεξόδους στις παραλλαγές της μίας πάντα ιστορίας.
Η «κραυγή της πατρίδας περιτυλιγμένη το χρέος» πιθανώς να νοθεύεται με άλλους τρόπους σήμερα, ωστόσο το αίσθημα του εκφυλισμού καθίσταται διαχρονικό μέσα από την ποίηση του Ζαφειρίου – είτε παίζοντας με «κάλπικα νομίσματα στην πιο κρίσιμη συναλλαγή» είτε καταγγέλλοντας τη σκηνή με τους φωτορεπόρτερ και τη μητέρα ενός αγνοούμενου, με τους πρώτους να φωνάζουν «πέστε της να μη τσιρίζει/ μας χαλάει τη δουλειά» από τους Σχεδόν μηδίζοντες στίχους του 1977. Βέβαια ο τόνος της ποιητικής του Ζαφειρίου υποχώρησε κατά το μέρος της στοχαστικής διάθεσης διασχίζοντας τα χρόνια μετά την εισβολή και μέχρι την αυγή του 21ου αιώνα. Ο λόγος του ανέλαβε να εκφέρει ένα ουμανιστικό όραμα, το οποίο πλέον δεν περιορίζεται στην Κύπρο, μα εκτείνεται στις κοινωνίες κι άλλων χωρών που υφίστανται τις ολέθριες συνέπειες της παράνοιας που εξασκούν οι κατέχοντες την εξουσία.
Κοινή κι εμβληματική φιγούρα αυτής της πνευματικής πορείας αποτελεί η φασματική εικόνα της μητέρας που επιστρέφει συχνά στα ποιήματα του Ζαφειρίου. Η σχέση του ποιητή με αυτό το φάσμα κινείται σε ένα εύρος συναισθηματικών αποχρώσεων και συγχρόνως νοηματοδοτεί τη σχέση του ποιητικού υποκειμένου με την κοινωνική πραγματικότητα που το περιβάλλει. Ουσιαστικά, ο άνθρωπος στην ποίηση του Ζαφειρίου είναι αυτός που κόπηκε βιαίως από τη μήτρα της ιστορίας και μένει μόνος στην αναμέτρηση με τα φαντάσματα και τους εφιάλτες του, τα οποία συναντάει παντού: στον Μακρύδρομο και στην οδό Ρηγαίνης, στο Μετς και στον Άη Γιάννη.
Οι άγνωστοι ήρωες της κυπριακής καθημερινότητας ή οι περιώνυμοι άνθρωποι των τεχνών, των Γραμμάτων και των επαναστάσεων δεν αποτελούν προσωπεία του ποιητή, αλλά τέκνα της ίδιας ιστορικής μήτρας που γεννάει τη βία και τον έρωτα, την παράνοια και τον πόθο για ελευθερία. Κι εκεί αναγνωρίζεται η ουμανιστική ανθρωπολογία του Ζαφειρίου – μέσα από το ποίημα που δεν αφομοιώνει «τον άλλον» στο ένα και μόνο πρόσωπο, αλλά μιλάει τον άνθρωπο ως αδερφό του άλλου ανθρώπου.