Τώρα είχαν απομείνει τέσσερις Ούγγροι (στην Ουγγαρία· γιατί σημαντικός αριθμός Μαγυάρων είναι διασκορπισμένος σε ολόκληρο τον κόσμο) και ζούσαν όλοι κάτω από μια κερασιά. Μια πανέμορφη κερασιά, που τους έδινε κεράσια και τον ίσκιο της – τα πρώτα, όταν ήταν η εποχή. Από τους τέσσερις Ούγγρους, ο ένας έπασχε από βαρηκοΐα, ενώ οι άλλοι δύο βρίσκονταν υπό αστυνομική παρακολούθηση. Γιατί; Κανείς δεν θυμόταν· όμως, πού και πού αναστέναζαν: «Αχ, γιατί μας παρακολουθεί η αστυνομία;»
Μόνο ένας απ’ τους τέσσερις είχε όνομα – για την ακρίβεια, μόνο ένας απ’ τους τέσσερις θυμόταν τ’ όνομά του. (Ο Σίπος.) Οι υπόλοιποι είχαν ξεχάσει τα ονόματά τους μαζί μ’ ένα σωρό άλλα πράγματα. Έξαλλου, όταν τέσσερις άνθρωποι είναι κάπου μαζί, δεν χρειάζεται να έχουν και οι τέσσερις όνομα.
Έτσι, μια μέρα, ο Σίπος είπε: «Πρέπει να αφήσουμε κάτι πίσω μας να μας θυμούνται».
«Γιατί;» αναρωτήθηκε ένας από τους δύο άντρες που βρίσκονταν υπό αστυνομική παρακολούθηση.
«Πριν “φύγουμε” από τον μάταιο τούτο τον κόσμο, πρέπει να αφήσουμε κάτι στις επόμενες γενιές».
«Και ποιος θα νοιαστεί για μας όταν πεθάνουμε;» ρώτησε ο τέταρτος Ούγγρος, που δεν ήταν ούτε ο Σίπος ούτε ένας από τους δύο άντρες που βρίσκονταν υπό αστυνομική παρακολούθηση.
Μα ο Σίπος επέμεινε στη θέση του· κι όχι μόνο: κατάφερε να πάρει με το μέρος του και τους άλλους δύο. Μόνον ο τέταρτος συνέχισε να υποστηρίζει πως δεν είχε ακούσει πιο ηλίθια ιδέα. Οι υπόλοιποι προσβλήθηκαν. «Τι εννοείς;» του απηύθυναν αυστηρά. «Πώς μπορείς να λες τέτοια πράγματα; Δεν είσαι αληθινός Μαγυάρος!»
«Ε και;» τους γύρισε· «νομίζετε είναι τύχη να είσαι Ούγγρος σήμερα;»
Εδώ, είχε κάποιο δίκιο. Οι τέσσερις Ούγγροι σταμάτησαν να διαπληκτίζονται κι άρχισαν να βασανίζουν το μυαλό τους: Τι μπορούσαν να κληροδοτήσουν στις επόμενες γενιές ώστε να εξασφαλίσουν την υστεροφημία τους; Να πελεκήσουν την πέτρα; Χρειάζονταν μια σμίλη. Και δεν είχαν ούτε καρφίτσα! Με την καρφίτσα, τουλάχιστον, θα μπορούσαν να χαράξουν ένα μήνυμα στον φλοιό κάποιου δέντρου κι αυτό το μήνυμα να μείνει για πάντα, όπως το τατουάζ στο ανθρώπινο δέρμα – αυτό υποστήριζε ο Σίπος.
«Γιατί δεν πετάμε μια μεγάλη πέτρα ψηλά στον ουρανό», πρότεινε ένας από τους δύο άντρες που βρίσκονταν υπό αστυνομική παρακολούθηση.
«Μην είσαι ανόητος, θα πέσει πάλι κάτω», του απάντησαν οι άλλοι. Διαφώνησε. Ο καημένος… δεν «του ’κοβε» και πολύ.
«Καλώς», απάντησε ύστερα από λίγο. «Εσείς γιατί δεν βρίσκετε κάτι καλύτερο; Τι κρατάει στον χρόνο;»
Τότε βάλθηκαν όλοι μαζί να σκέπτονται. Καμιά φορά συμφώνησαν να κρύψουν ένα κουκούτσι κερασιού ανάμεσα σε δυο πέτρες (έτσι που να μην το πάρει μακριά η βροχή). Σίγουρα δεν ήταν και η πιο μνημειώδης πράξη, άλλα δεν είχαν βρει και τίποτα καλύτερο, και κάτι έπρεπε να κάνουν.
Ωστόσο, αντιμετώπιζαν ένα πρόβλημα. Τον καιρό που γίνονταν τα κεράσια, και οι τέσσερις Ούγγροι τρέφονταν αποκλειστικά με αυτά – έτσι, τους έλειψαν. Σαν να μην έφτανε αυτό, κάποια στιγμή μάζεψαν όλα τα κουκούτσια, τα έλιωσαν κι έφτιαξαν μια ωραία σκόνη την οποία και έφαγαν. Συνεπώς, κουκούτσι δεν υπήρχε ούτε για δείγμα.
Τότε, ένας από τους Ούγγρους, ούτε ο Σίπος ούτε ένας από τους δύο άντρες που βρίσκονταν υπό αστυνομική παρακολούθηση, θυμήθηκε ΤΟ ΚΕΡΑΣΙ. (Πλέον δεν πήγαινε κόντρα στους άλλους· ίσα ίσα ήταν μαζί τους ψυχή τε και σώματι κι αδημονούσε να τους βοηθήσει.) Όμως, το συγκεκριμένο κεράσι κρεμόταν από το ψηλότερο κλαδί του δέντρου και οι τέσσερις Ούγγροι δεν μπορούσαν να το μαζέψουν. Έτσι, το κεράσι θα έμενε στη θέση του, μέχρι να ζάρωνε ως το κουκούτσι.
Τέλος, έφτασαν στο συμπέρασμα πως αν ανέβαινε ο ένας πάνω στους ώμους του άλλου θα κατάφερναν να κόψουν το μοναδικό κεράσι του δέντρου. Σχεδίασαν τα πάντα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Κάτω κάτω στάθηκε ένας από τους δύο άντρες που βρίσκονταν υπό αστυνομική παρακολούθηση και πάνω του αυτός που δεν «του ’κοβε» και πολύ, μα είχε σπουδαία μυϊκή δύναμη. Στους ώμους του στάθηκε αυτός που δεν ήταν ούτε ο Σίπος ούτε ένας από τους δύο άντρες που βρίσκονταν υπό αστυνομική παρακολούθηση, και τελευταίος ο Σίπος ο κοκαλιάρης.
Ο Σίπος κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να σκαρφαλώσει στην κορυφή της στήλης που είχαν σχηματίσει οι τρεις σύντροφοί του και μόλις τα κατάφερε, τεντώθηκε όσο πιο πολύ μπορούσε. Μα μέχρι να ανέβει στην κορυφή, ξέχασε γιατί είχε αρχίσει να σκαρφαλώνει. Το ξέχασε τελείως. Οι υπόλοιποι τού φώναζαν να κατεβάσει το ζαρωμένο κεράσι… Μάταια, γιατί ο Σίπος έπασχε από βαρηκοΐα.
Κάπως έτσι, τα πράγματα οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο. Πού και πού, κραύγαζαν κι οι τέσσερις με μια φωνή, όμως το πρόβλημα δεν διορθωνόταν, κι έμειναν όπως ήταν: ο ένας Ούγγρος πάνω στον άλλον.
Από τα (δε)κατα, τχ. 27