Του Μιχάλη Παπαντωνόπουλου
Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου: Ο Νώε στην πόλη (Πλανόδιον, 2012)
Ο
μύθος του Κατακλυσμού απαντάται από το Έπος
του Γκιλγκαμές και την αρχαία ελληνική μυθολογία, μέχρι το Κοράνι, τις Βέδες και τη σκανδιναβική μυθολογία, καθώς βέβαια και στην πλέον
γνωστή του εκδοχή στο Βιβλίο της Γένεσης.
Κοινός τόπος, σε κάθε περίπτωση, η τιμωρία που επιβάλλει μία ή περισσότερες
θεότητες στον ανθρώπινο πολιτισμό, στέλνοντας πλημμύρα για να τον καταστρέψει.
Η ποιητική σύνθεση της Λαζάρου θα
καταλήξει στον Κατακλυσμό, μια συνθήκη ωστόσο που διέπει τη δομή και των 7
επιμέρους κεφαλαίων που απαρτίζουν το βιβλίο. Καθότι εξαρχής η ποιήτρια
προϋποθέτει ότι τελέστηκε ένας άλλος Κατακλυσμός («Στους δρόμους ρέει γάλα. Ο
ουρανός μυρίζει ύπνο μωρού και ανάπαυση λεχώνας. Οι άνθρωποι βγαίνουν από
κατώγια βήχοντας. Νικημένοι. Σταυρωμένοι σε δύο στήθη, που με τη θέρμη τους
εκδικούνται τους χειμώνες.»), μια συντριπτική ήττα του ανθρώπινου Γένους, και
στην περίοδο που μεσολαβεί της νέας καταστροφής –γιατί εν τέλει αυτή είναι η
αμετάκλητη μοίρα του κόσμου– αποτυπώνεται εκ νέου η παρακμή των ανθρωπίνων, στο
πλαίσιο του αστικού περιβάλλοντος που άλλοτε υπονοείται εμφαντικά ως η Λευκωσία
κι άλλοτε λαμβάνει καλειδοσκοπικές διαστάσεις μέσω συμμετρικών εικόνων που θα
μπορούσαν να αντικατοπτρίζουν οποιαδήποτε σύγχρονη πόλη.
Η καλειδοσκοπική αξιοποίηση του μύθου αποτελεί
και το ιδιαίτερο στοιχείο της ποιητικής της Λαζάρου. Το κείμενο λειτουργεί ως ο
σωλήνας που από τη μιαν άκρη του εφαρμόζει η ποιητική διάνοια και στην άλλη
αποκαλύπτεται ο ανθρώπινος πολιτισμός με τη φθορά του. Τα κάτοπτρα του κειμένου
αντανακλούν σκηνές από έναν παρηκμασμένο αστικό πολιτισμό που οδηγεί τον εαυτό
του στην τιμωρία. Η δομή του
ποιήματος ακολουθεί τη περιστροφική κίνηση του καλειδοσκοπίου εμφανίζοντας
μικρά είδωλα που μετατίθενται στον χώρο και στον χρόνο, που συμπλέκονται και
προσδίδουν καταιγιστικό τόνο στην εικονοποιία του ποιήματος, η οποία αν και
μετέρχεται σχήματα του υπερρεαλισμού και εξπρεσιονισμού, εντούτοις εκφέρεται με
την ορμή ενός απόλυτα συντεταγμένου Λόγου, δίχως γλωσσικούς ακροβατισμούς και
χάσματα.
Η καταστροφή στην οποία οδηγείται ο
άνθρωπος, όμως, δεν νοείται ως επιβολή από κάποιο ανώτερο Ον. Στο ποίημα της
Λαζάρου δεν υπάρχει ο τιμωρός-Θεός που νουθετεί τον άνθρωπο διά της βίας. Η
συντριβή του ανθρώπινου Γένους παρουσιάζεται σχεδόν ως φυσικό φαινόμενο που
επαναλαμβάνεται. Αυτή η προοπτική εξηγεί πιθανώς και τη διάθεση συμπάθειας του
ποιητικού υποκειμένου απέναντι στους ανθρώπους, που εγγενώς διαδραματίζουν τον
διττό ρόλο του θύτη και του θύματος από τον ίδιο τον εαυτό τους στις πλέον
καθημερινές τους πράξεις και συνήθειες.
Εδώ, η παρακμή κι η φθορά, η
παραβατικότητα κι η περιθωριοποίηση δεν αποκαλύπτονται ως κάτι ξένο που
ανάγεται σε αμαρτία κι υφίσταται τις τιμωρητικές συνέπειες των πιο πάνω καταστάσεων
ή συμπεριφορών. Εδώ, ο μύθος του Κατακλυσμού επιβεβαιώνει τη φύση των
ανθρωπίνων. Εδώ, ο Κατακλυσμός σηματοδοτεί το τέλος του μετα-Βιομηχανικού
ανθρώπου, όπως ο Ωγύγιος Κατακλυσμός ολοκλήρωσε την «Αργυρή Εποχή» και ο
Κατακλυσμός του Δευκαλίωνα την πρώτη «Χάλκινη».
* Πρωτοδημοσιεύθηκε
στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, φ.
10/3/2013 και κατόπιν στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό (.poema..), τχ. 19.