Οικογένεια – αυτό το σκυλολόι γνωστών
και γκρινιάρηδων,
αυτό το ανυπόφορο καρναβάλι ηλιθίων.
Δουλειά, φίλοι, διεφθαρμένοι πολιτικοί
επιτίθενται ακατάπαυστα στο πνεύμα μου.
Πάρ’ τα βιβλία – λέρα και σκουπιδαριό:
μια γάτα τα ξεσκίζει,
μιαν άλλη τα γλείφει, γεννάει βρωμιά
και μασουλάει με ηδυπάθεια. . .
Μεγάλε Πέτρο, Μεγάλε Πέτρο –
ένοχε των ενόχων!
Τι σ’ έφερε στον άγριο βορρά
να πράξεις μια τέτοιαν αμαρτία;
Οκτώ μήνες χειμώνας – κι ούτε χαμόμουρα ούτε συνοδοί.
Κρύο, μύξα, σκοτάδι, βροχή – Το παλαβό σου κεφάλι σε
αυτό το ανυπόφορο καρναβάλι ηλιθίων.
Δουλειά, φίλοι, διεφθαρμένοι πολιτικοί
επιτίθενται ακατάπαυστα στο πνεύμα μου.
Πάρ’ τα βιβλία – λέρα και σκουπιδαριό:
μια γάτα τα ξεσκίζει,
μιαν άλλη τα γλείφει, γεννάει βρωμιά
και μασουλάει με ηδυπάθεια. . .
Μεγάλε Πέτρο, Μεγάλε Πέτρο –
ένοχε των ενόχων!
Τι σ’ έφερε στον άγριο βορρά
να πράξεις μια τέτοιαν αμαρτία;
Οκτώ μήνες χειμώνας – κι ούτε χαμόμουρα ούτε συνοδοί.
Κρύο, μύξα, σκοτάδι, βροχή – Το παλαβό σου κεφάλι σε
τραβάει απ’ το παράθυρο να πα’ να
σωριαστείς στη γέφυρα. . .
Είμαι αγανακτισμένος, αγανακτισμένος! Θεέ μου, ποιος είναι
Είμαι αγανακτισμένος, αγανακτισμένος! Θεέ μου, ποιος είναι
ο επόμενος;
Καθημερινώς πίνουμε το φαρμάκι μας: μία θολή γουλιά
Καθημερινώς πίνουμε το φαρμάκι μας: μία θολή γουλιά
από ’να κουτάλι κηροζίνης –
και υπό τη λαγνεία των παράλογων ομιλιών,
ο άνθρωπος μεγαλώνει αδιάφορα σαν βόδι…
Υπάρχει κοινοβούλιο – όχι; Ένας Θεός ξέρει,
εγώ πάντως όχι. Ο διάολος ξέρει.
Εδώ –κι αυτό το ξέρω– υπάρχει θλίψη
κι ανάπηρος θυμός...
Ο λαός μουγκρίζει, τρελαίνεται, ξεφεύγει,
μα αυτές «δεν είναι οι μέρες του μίσους», λέει.
Πού είμαστε, αγαπητέ μου – αγαπητέ μου ομοαίματε;
Πού είμαστε, απέθαντη αγάπη;
Γκουτσκόβ, Δούμα, λασπόχιονο, χαμόμουρα, σκοτάδι…
Αγαπητέ μου! Δεν σε τραβάει το παλαβό σου κεφάλι απ’ το
και υπό τη λαγνεία των παράλογων ομιλιών,
ο άνθρωπος μεγαλώνει αδιάφορα σαν βόδι…
Υπάρχει κοινοβούλιο – όχι; Ένας Θεός ξέρει,
εγώ πάντως όχι. Ο διάολος ξέρει.
Εδώ –κι αυτό το ξέρω– υπάρχει θλίψη
κι ανάπηρος θυμός...
Ο λαός μουγκρίζει, τρελαίνεται, ξεφεύγει,
μα αυτές «δεν είναι οι μέρες του μίσους», λέει.
Πού είμαστε, αγαπητέ μου – αγαπητέ μου ομοαίματε;
Πού είμαστε, απέθαντη αγάπη;
Γκουτσκόβ, Δούμα, λασπόχιονο, χαμόμουρα, σκοτάδι…
Αγαπητέ μου! Δεν σε τραβάει το παλαβό σου κεφάλι απ’ το
παράθυρο να πα’ να σωριαστείς στη
γέφυρα;
Την αλήθεια! Σε τραβάει, έτσι;
Την αλήθεια! Σε τραβάει, έτσι;
ΑΠΟΔΟΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
* Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Αυγή», φ. 13/10.2013