Je ne sais pas d'autre bombe, qu'un livre.
Stéphane Mallarmé
Αθήνα. Κέντρο βαθιά: κατ’ όπου αγέλη. Κι’ ήλιος φτερούγα δεν αρκεί – νυκτώνει δυο σκιές έξω απ’ τον άνεμο: στην πέτρα και τα πράσινα ερπετά του. Κι’ η πρώτη: δράμει χέρι δύσλυτο – κάτι λιγνό σαρκός και ρούχο τρίχινο• ως που και χάνεται αλάτι γη σε δάχτυλα άνθρωπο νεκρά. Κι’ η δεύτερη ταράσσει ανέγνωρη, βραχνή λαλιά στην κλήση: Ναθαναήλ
: Πότ’ έθρεψε κάτι αγαθό στα σπλάχνα της
αυτή η πόλη – πότ’ έδωσε κρίνο ανθό τη γέννηση
πάνω σε κόψη αγκάθια; Και τώρα
πώς γέρνει το σκούρο βυζί της σε στόμα προφήτη;
Χθες, μόλις:
έμποροι και αυλικοί κι’ ιερείς και πατριώτες μετρούσαν νόμισμα χαλκό τη ράτσα των παιδιών τους
στον πάγκο ενός θεού ενεχυροδανειστή.
Σ Κ Υ Λ Ι Α Φ Υ Λ Α Τ Ε Τ’ Α Φ Ε Ν Τ Ι Κ Α Σ Α Σ
: Η οφειλή του κτήνους σε άνθρωπο και τη ξεθάβουν
χώμα κόκαλο στο πτώμα Ελλάδα.
Ύστερα πληρώνεις πορφύρα αμέθυστο
για ένα γυαλί σκοτάδι: κανένας δεν εγείρει άρνηση
στον έμπορο παροξυσμό μίας τέτοιας πράξης.
Ας είναι Δεν διατίθεμαι
να σύρω το Κακό από το πνεύμα Του.
Μόνο ποιος χόρτασε βυθό τα πάθη ως την τρέλα
γνωρίζει –φάσμα– τον τυφλό θόρυβο της ψυχής:
γλώσσα κομμένη πυρετός σ’ ένα πηγάδι νύκτα
κι’ έρημος νύχια κοφτερά σπαρακτική.
Στάσου! Ακόμη διεκδικώ το μέρισμα
σε δύο σίδερα καρφί – το λιγότερο, σπορά•
θέλω να πω Κάποτε κι’ ο βωμός
σηκώνει τους νεκρούς στον ουρανό του.