Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Ίστβαν Έρκενυ: Βιογραφία του λεπτού



Μόλις γεννήθηκα, ήμουν τόσο όμορφο μωρό που ο μαιευτήρας με πήρε στην αγκαλιά του κι άρχισε να με περιφέρει από θάλαμο σε θάλαμο σε όλο το νοσοκομείο. Φημολογείται μάλιστα πως χαμογελούσα, γεγονός που έκανε τις μητέρες των υπόλοιπων μωρών ν’ αναστενάζουν με κάποια ζήλια.

Αυτό συνέβη το 1912, λίγο πριν ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος• νομίζω πως αυτή ήταν και η μόνη αναμφισβήτητη επιτυχία που σημείωσα στον βίο μου μέχρι σήμερα. Έκτοτε, πήρα την κατιούσα. Όχι μόνο έχασα την εξαιρετική ομορφιά μου, άλλα έπεσαν και κάμποσα από τα μαλλιά και τα δόντια μου. Επιπλέον, δεν κατάφερα να εκπληρώσω τις προσδοκίες των οικείων μου. Αδυνατούσα είτε να θέσω σε εφαρμογή τα σχέδιά μου είτε να αξιοποιήσω πλήρως τις ιδιαίτερες κλίσεις και τα ταλέντα μου.

Παρόλο που ανέκαθεν ήθελα να γίνω συγγραφέας, ο πατέρας μου –φαρμακοποιός στο επάγγελμα– επέμενε να ακολουθήσω τα δικά του βήματα. Κι όμως, ούτε αυτό τον ικανοποίησε. Του σφηνώθηκε η ιδέα πως έπρεπε να έχω μια καλύτερη ζωή απ’ τη δική του. Έτσι, αφού ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στη Φαρμακευτική, με έστειλε στο κολέγιο να γίνω χημικός μηχανικός. Αυτό, βέβαια, σήμανε μια περαιτέρω καθυστέρηση τεσσάρων χρόνων ώσπου να παραδοθώ στο πάθος μου για τη συγγραφή.

Δεν είχα προλάβει καλά καλά να ρίξω την πένα μου στο χαρτί, όταν ξέσπασαν συγκρούσεις. Η Ουγγαρία κήρυξε πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση κι εγώ βρέθηκα στο μέτωπο. Εδώ, ο στρατός μας σημείωσε απώλειες• έπεσα αιχμάλωτος στα χέρια των Ρώσων. Έτσι, έχασα άλλα τεσσεράμισι χρόνια από τη ζωή μου. Κι επιστρέφοντας στην πατρίδα, έπρεπε να αντεπεξέλθω σε μια νέα σειρά δοκιμασιών που καθιστούσε ακόμη πιο απίθανο το ενδεχόμενο ν’ ακολουθήσω καριέρα συγγραφέα.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, κατάφερα να γράψω μερικά μυθιστορήματα –κάποια ογκώδη, κάποια με λιγότερες σελίδες–, πέντε έξι συλλογές διηγημάτων και δύο θεατρικά έργα. Λίγο πολύ έγραφα στα κρυφά, εκείνες τις πολύτιμες ώρες που μπορούσα να αποσπαστώ από την αμετάκλητη ροή της ιστορίας. Ίσως γι’ αυτό έσπευδα πάντοτε ν’ αγωνιστώ υπέρ της λιτότητας και της λεπτομέρειας, αναζητώντας την ουσία. Και ξαφνιαζόμουν κάθε που χτύπαγε το κουδούνι της εξώπορτας, εφόσον δεν είχα λόγο να περιμένω κάτι καλό είτε απ’ τον ταχυδρόμο είτε απ’ οποιονδήποτε άλλον επισκέπτη.

Έτσι, βέβαια, εξηγείται γιατί –αν και ως βρέφος άγγιξα την τελειότητα– γιατί από την ίδια κιόλας στιγμή άρχισα να χάνω τη λάμψη μου• γιατί άρχισα να παραπαίω και γιατί, μολονότι γινόμουν όλο και πιο ικανός στις εμπορικές συναλλαγές και ανέπτυσσα διαρκώς το αίσθημα αυτογνωσίας, συνειδητοποιούσα οδυνηρά την αδυναμία μου να ζήσω αξιοποιώντας πλήρως τις δυνατότητές μου.


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

(δέ)κατα, τχ. 27