Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Νικολάι Γκόγκολ: Το ημερολόγιο ενός τρελού [11, 12 Νοεμβρίου]


11 Νοεμβρίου

Σήμερα κάθισα στο γραφείο του διευθυντή∙ διόρθωσα είκοσι τρεις πένες γι’ αυτόν και τέσσερις για κείνη, για την Εξοχότητά της, για την κόρη του δηλαδή. Του αρέσει να βλέπει μολύβια διάσπαρτα απλωμένα στην επιφάνεια του τραπεζιού. Τι κρύβεται μες στο κεφάλι του; Είναι απορροφημένος διαρκώς στη σιωπή του, μα δεν νομίζω πως του ξεφεύγει η παραμικρή κίνηση. Θα ήθελα να ξέρω τι συλλογίζεται, τι συμβαίνει πραγματικά μες στο κεφάλι του. Θα ήθελα να εξοικειωθώ με τον τρόπο ζωής όλων αυτών των κυρίων – να ζήσω από κοντά τους ακκισμούς, την αυλική συμπεριφορά και τις δραστηριότητες αυτών των κύκλων.

Σκέφτηκα επανειλημμένως ν’ ανοίξω συζήτηση με την Εξοχότητά του γι’ αυτά τα θέματα, μα ποιος διάβολος ξέρει γιατί κάθε φορά η γλωσσά μου με προδίδει και αρκείται να δώσει τη συνήθη μετεωρολογική αναφορά. Πόσο θα ήθελα να ρίξω μια ματιά στην αίθουσα υποδοχής∙ συχνά βλέπω την πόρτα της ανοιχτή. Αλλά και ένα δεύτερο πιο μικρό δωμάτιο από πίσω εξάπτει την περιέργειά μου. Τι εξαίσια διακοσμημένο που είναι! Γεμάτο καθρέφτες και πορσελάνινα αντικείμενα. Πόσο θα ήθελα να ρίξω μια ματιά στα διαμερίσματα της κόρης του∙ εκεί όπου η Αυτή Εξοχότητά της περιφέρεται κρατώντας το σκήπτρο. Να δω πώς είναι τακτοποιημένα τα μπουκαλάκια με τα αρώματα στο μπουντουάρ της και τα βαζάκια με τα λουλούδια που αναδύουν μια τόσο ευχάριστη, μεθυστική μυρωδιά, ώστε φοβάσαι κυριολεκτικά ν’ ανασάνεις τον αέρα του δωματίου. Να δω πώς είναι πεταμένο το φόρεμά της στο κρεβάτι – και είναι τόσο αιθέριο που συνιστά ύβρη και μόνο ο χαρακτηρισμός «φόρεμα»∙ μα, ας σταματήσω εδώ!

Σήμερα μου ήρθε στον νου μια σκηνή – κάτι σαν θεία επιφοίτηση. Θυμήθηκα τη συζήτηση μεταξύ δύο σκύλων που κρυφάκουσα στη λεωφόρο Νέφσκι. «Πάει καλά», σκέφτηκα∙ «τώρα θα τα μάθω όλα. Πρέπει να καταλάβω τι λένε αυτά τα δύο κοπρόσκυλα. Πιθανώς η επικοινωνία τους να ξεδιαλύνει ορισμένα ζητήματα που βασανίζουν τελευταία τη σκέψη μου». Κάποτε φώναξα κοντά μου τη Μέτζη και της είπα: «Άκου, Μέτζη! Τώρα είμαστε οι δυο μας. Αν θέλεις, κλείνω και την πόρτα για να μην μας δει κανείς. Πες μου τα πάντα –ό,τι γνωρίζεις– για την κυρία σου και σου το ορκίζομαι πως δεν θα τα μεταφέρω σε κανέναν». Μα η πανούργα σκύλα έβαλε την ουρά στα σκέλια, ρίγος διαπέρασε το τετράποδο κορμί της και βγήκε ήσυχα ήσυχα έξω απ’ το δωμάτιο, λες και δεν είχε ακούσει λέξη απ’ τα λεγόμενά μου. Εδώ και πολύ καιρό, έκρινα πως οι σκύλοι ήταν πιο έξυπνοι απ’ τους ανθρώπους. Πίστευα επίσης πως μπορούσαν να μιλήσουν και πως κάποια ασυγχώρητη ισχυρογνωμοσύνη τούς απέτρεπε απ’ το να ντύσουν τη σκέψη τους με λόγο. Πρόκειται για άκρως παρατηρητικά ζώα και τίποτα δεν ξεφεύγει απ’ την αντίληψή τους. Λοιπόν∙ αύριο θα πάω στο σπίτι του Σβερκόφ, κι ας γίνει ό,τι θέλει. Θ’ ανακρίνω τη Φιντέλ, και αν φανώ τυχερός, θα της αρπάξω όλες τις επιστολές που της έχει γράψει η Μέτζη.


12 Νοεμβρίου

Σήμερα, κατά τις δύο το μεσημέρι, ξεκίνησα να πάω να δω τη Φιντέλ και να την ανακρίνω. Δεν υποφέρω εκείνη τη μυρωδιά από λάχανο τουρσί που αναδύεται απ’ όλα τα καταστήματα της οδού Μικροαστών και επιτίθεται με λυσσαλέα σφοδρότητα κατά των οσφρητικών νεύρων κάθε περαστικού. Υπάρχει επίσης μια χαρακτηριστική δυσοσμία που βγαίνει απ’ την εξώπορτα κάθε σπιτιού, η οποία σε αναγκάζει να κλείσεις τη μύτη σου και να προσπεράσεις γρήγορα το συγκεκριμένο μέρος. Κι ένα πυκνό σύννεφο καπνιάς μαζεύεται μπροστά στα εργαστήρια των τεχνιτών, το οποίο καθιστά σχεδόν αδύνατη την πρόσβαση στο εν λόγω σημείο του δρόμου. Μόλις είχα ανέβει στον έκτο όροφο και είχα χτυπήσει το κουδούνι, όταν εμφανίστηκε ένα όμορφο κορίτσι με φακίδες στο πρόσωπο. Την αναγνώρισα ως τη συνοδό της ηλικιωμένης γυναίκας. Κοκκίνισε ελαφρώς και με ρώτησε: «Τι θέλετε;» «Θα ήθελα να μιλήσω για λίγο στο σκυλί σας». Επρόκειτο για ένα αφελές, ανόητο σχεδόν, κορίτσι, όπως είχα αντιληφθεί εξαρχής. Το σκυλί με πλησίασε τρέχοντας και γαβγίζοντας δαιμονισμένα. Ήθελα να το αρπάξω, όμως το φρικτό, απαίσιο κτήνος λίγο έλειψε να μου κόψει τη μύτη με τα δόντια. Σε μια γωνιά του δωματίου είδα το καλαθάκι του. Ε, λοιπόν, αυτό ακριβώς χρειαζόμουν! Πήγα κοντά του, σκάλισα με το χέρι μου το άχυρο και, προς μεγάλη μου ικανοποίηση, ανέσυρα αποκεί μέσα ένα μικρό πακέτο χαρτιά. Στη θέα της παραπάνω σκηνής, το αποκρουστικό σκυλί με δάγκωσε αμέσως στη γάμπα, κι υστέρα, μόλις αντιλήφθηκε την κλοπή που είχα διαπράξει, βάλθηκε να κλαψουρίζει και να χαϊδολογιέται πάνω μου. Όμως εγώ απάντησα: «Όχι, μικρή μου∙ αντίο!» Πιστεύω πως το κορίτσι με πέρασε για τρελό. Σε κάθε περίπτωση, την είχε καταλάβει πανικός. Μόλις έφτασα στο δωμάτιο μου, ευχήθηκα να ξημέρωνε την ίδια κιόλας στιγμή και να πήγαινα στη δουλειά μου για να διαβάσω πολύ προσεκτικά τις επιστολές στο φως της ημέρας, εφόσον το αμυδρό φως των κεριών δυσχέραινε την όρασή μου. Μα η δύσμοιρη Μαύρα είχε τη φαεινή ιδέα να σφουγγαρίσει το πάτωμα. Αυτές οι χοντροκέφαλες Φινλανδές αποδεικνύονται πάντα τόσο παστρικές, όταν δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος για να συμπεριφερθουν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Υστέρα βγήκα για έναν περίπατο και άρχισα να συλλογίζομαι τι είχε συμβεί. Επιτέλους! Τώρα μπορούσα να φτάσω στην ουσία των γεγονότων, των σκέψεων και των κινήτρων. Αυτές οι επιστολές θα μου τα εξηγούσαν όλα. Τα σκυλιά συνιστούν πανέξυπνες υπάρξεις. Γνωρίζουν τα πάντα για την πολιτική κι εγώ θα βρω σίγουρα στα εν λόγω γράμματα ό,τι αναζητώ – συγκεκριμένα: στοιχεία για τον χαρακτήρα του διευθυντή και για κάθε είδους σχέση, συναλλαγή ή κοινωνική επαφή που διατηρεί.

Μεσ’ απ’ αυτές τις επιστολές θα αποκτήσω πληροφορίες για εκείνη, μα… ας σταματήσω εδώ! Κατά το βράδυ, επέστρεψα στο σπίτι μου και ξάπλωσα. Πέρασα σχεδόν όλη την υπόλοιπη νύχτα στο κρεβάτι.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ