
Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010
Μιχάλης Παπαντωνόπουλος: Συμεών Βάλας [Ένα σχεδίασμα], εκδ. Μελάνι, 2010

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010
Μαίρη Ελίζαμπεθ Μπράντον: Ο ίσκιος στη γωνία [απόσπασμα]

Φρικτά απογοητευμένη, η νεαρή υπηρέτρια επέστρεψε στη κουζίνα. Η ζωή της στο Ουάιλντχηθ Γκράντζ κυλούσε μονότονη – τουλάχιστον, την ημέρα· γιατί, τη νύχτα, φάνταζε μάλλον αποκρουστική. Το απροσδιόριστο βάρος και ο άμορφος ίσκιος –φαινόμενα τα οποία έδειξε να μην παίρνει στα σοβαρά ο ηλικιωμένος καθηγητής– κατέκλυζαν με απερίγραπτο τρόμο την ψυχή της. Κανένας δεν την είχε προειδοποιήσει πως το σπίτι ήταν στοιχειωμένο∙ κι όμως, εκείνη βημάτιζε τον διαπεραστικό αντίλαλο των διαδρόμων, τυλιγμένη σε ένα ακαθόριστο πέπλο φρίκης. Ούτε το ζεύγος Σκεγκ έδειξε οίκτο στην περίπτωσή της. Οι δύο ευσεβείς παρουσίες είχαν αποφασίσει να υπεραμυνθούν του αρχοντικού, ό,τι και αν συνέβαινε στη Μαρία. Για εκείνη –μια ξένη– το Γκραντζ έπρεπε να διατηρήσει την εικόνα της άσπιλης και άμωμης κατοικίας, μακριά από τις θειούχες ριπές του ανέμου που φύσαγαν από τον Κάτω Κόσμο. Ένα πρόθυμο, υπάκουο κορίτσι αποτελούσε ζωτικής σημασίας στήριγμα για το γέρικο και κουρασμένο σαρκίο της κυρίας Σκεγκ. Το κορίτσι είχε βρεθεί και έπρεπε να παραμείνει στο σπίτι. Φαντασιοπληξίες υπερφυσικού χαρακτήρα έπρεπε να κατασταλούν έστω και δια της επιβολής.
«Φαντάσματα!» αναφώνησε συνοφρυωμένη η κυρία Σκεγκ. «Διάβασε τη Βίβλο σου, Μαρία, και κόψε αυτές τις ανόητες ιστορίες».
«Μα και στη Βίβλο υπάρχουν φαντάσματα», απάντησε η Μαρία ανατριχιάζοντας στη σκέψη μερικών φρικτών εδαφίων από την Αγία Γραφή, την οποία γνώριζε απέξω και ανακατωτά.
«Φαντάσματα!» αναφώνησε συνοφρυωμένη η κυρία Σκεγκ. «Διάβασε τη Βίβλο σου, Μαρία, και κόψε αυτές τις ανόητες ιστορίες».
«Μα και στη Βίβλο υπάρχουν φαντάσματα», απάντησε η Μαρία ανατριχιάζοντας στη σκέψη μερικών φρικτών εδαφίων από την Αγία Γραφή, την οποία γνώριζε απέξω και ανακατωτά.
Mary Elizabeth Braddon [1837-1915]
Αγγλίδα συγγραφέας
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αγγλίδα συγγραφέας
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Το διήγημα «Ο ίσκιος στη γωνία» περιλαμβάνεται στον τόμο Γοτθικές Ιστορίες από Βικτωριανές Συγγραφείς, εκδ. ARS NOCTURNA, 2009.
Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010
ΓΟΤΘΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ [Εκδ. ARS NOCTURNA]

ΓΟΤΘΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ (ανθολογία), Εκδόσεις ARS NOCTURNA, Σελ. 447, 2009
18 γυναίκες συγγραφείς μυστηρίου κ' υπερφυσικού της βικτοριανής εποχής, σε μια καλαίσθητη έκδοση, κοσμημένη με πίνακες και γκραβούρες του 19ου αι. Ένα βιβλίο-φετίχ για τους λάτρεις του σκοτεινού βικτοριανού κόσμου και όχι μόνο...
ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ: Ελίζαμπεθ Γκάσκελ, Αμέλια Έντουαρντς, Ρόντα Μπράουτον, ΜαίρηΕλίζαμπεθ Μπράντον, Μαίρη Κολμόντλεϋ, Βέρνον Λη, Rosa Mulholland, Ίντιθ Νέσμπιτ, Σάρλοτ Πέρκινς Γκίλμαν, Λέτις Γκάλμπρεϊθ, Σάρλοτ Ρίντελ, Λουίζα Μπάλντουιν, Μάργκαρετ Όλιφαντ, Μαίρη Λουίζα Μόλσγουορθ, Γερτρούδη Άθερτον, Ήντιθ Γουόρτον, Μαίρη Ε. Ουίλκινς Φρήμαν, Σαρλότ Μπροντέ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Μαρία Γιακανίκη, Ράνια Ιωάννου, Ευαγγελία Κουλιζάκη, Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, Νίκος Σταμπάκης
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Γιακανίκη, Νίκος Σταμπάκης
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Μαρία Γιακανίκη, Ράνια Ιωάννου, Ευαγγελία Κουλιζάκη, Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, Νίκος Σταμπάκης
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Γιακανίκη, Νίκος Σταμπάκης
Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010
Μύθος και Ιστορία

Ο Καινός διαιρέτης επαναφέρει ένα θεμελιώδες αίτημα: ποίηση που οικοδομεί τη δική της ανθρωπολογία με δραματικά σύνεργα. Ας ξεκινήσω από την τελευταία συνθήκη: η σύνθεση του Γιάννη Ευθυμιάδη δεν διαβάζεται με το μάτι, αλλά με το στόμα. Καθόλου παράδοξο το νόημα της παραπάνω πρότασης, αν αναλογιστεί κανείς τα εν λόγω ποιήματα και σπαράγματα ως επιλεγόμενα αποσπάσματα ενός μεγαλόπνοου θεατρικού δράματος. Και δεν είναι δύσκολο να δοκιμάσει ο αναγνώστης αυτή την αίσθηση. Όχι γιατί η ενότητα που μας εισάγει, για παράδειγμα, στο έργο επιγράφεται Ισμηνός –το «αισχύλειο» ποτάμι– κι ούτε βέβαια λόγω των γνώριμων από την αρχαία τραγωδία σχημάτων και μύθων που αποτελούν –ως επί το πλείστον, αφού την αφήγηση του Καινού διαιρέτη συμπληρώνει η ερμηνευτική προσέγγιση επεισοδίων και από τη βιβλική παράδοση– το πρωτογενές υλικό, το οποίο τόλμησε να διαχειριστεί ο Ευθυμιάδης. Οι παραπάνω όροι συνιστούν τους απαραίτητους αρμούς στο Κενό∙ τα χάσματά τους υπάρχουν ζωτικά – μόνο και μόνο για να τραφούν με ακραιφνή ποιητικό λόγο. Εν προκειμένω, η δραματικότητα –ως αίσθηση και έκφραση– εντοπίζεται στην κατ’ εξοχήν πηγή της: στη φωνή. Μια φωνή με ένταση δραματική – όχι λυρική, σε καμία περίπτωση λυρική: ας μην ξεγελάσει εδώ η συμπαράθεση του μεμονωμένου ποιήματος με το αποφθεγματικού χαρακτήρα σπαράγματος που βρίσκεται στην ίδια σελίδα. Πρόκειται για έναν τρόπο, μόλις έναν από την πληθώρα των επιλογών, που παραδίδεται στον δημιουργό, που υιοθετείται ή ανακαλύπτεται από αυτόν, για να διαρθρώσει τη σύνθεσή του. Προφανώς, δεν είναι οπωσδήποτε λυρικό κάθε ολιγόστιχο ποίημα. Προφανώς, η πύκνωση της έκφρασης δεν συνιστά αποκλειστική αρετή της λυρικής ποίησης και ευτυχώς ο Ευθυμιάδης δεν διαχειρίζεται τον στίχο του κατά τη σύγχρονη, εν πολλοίς παρηκμασμένη, αντίληψη περί αυτής. Εδώ, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σχέδιο ολότητας∙ έστω κερματισμένο – κι ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ακούγεται μία στιβαρή φωνή – δεν κραυγάζει∙ φυσικά, ούτε θρηνεί∙ αισθάνεται απολύτως βέβαιη για τον Λόγο της, τον οποίο ελέγχει με εντυπωσιακή διαύγεια, ακόμη και εκείνες τις ελάχιστες φορές που ο στοχασμός προστρέχει σε περιττά λεκτικά παίγνια –εξίσου περιττές είναι και οι «μουσικές υποδείξεις» που συνοδεύουν την είσοδο του αναγνώστη σε κάθε μία από τις τέσσερις ενότητες του βιβλίου– αδικώντας ίσως τον εαυτό του. Κυρίως, όμως, αυτή η φωνή ανταποκρίνεται πλήρως στο καίριο ζητούμενο του δραματικού λόγου: να μεταδώσει στον αναγνώστη τις ισχυρές εντάσεις του ανθρώπινου πάθους και όχι να τον κρατήσει σε απόσταση πλήττοντάς τον καταιγιστικά με την πυκνή –και λειτουργικά «θορυβώδη»– εικονοποιία του.
Στον πυρήνα του ποιήματος περιδινείται η αδιάκοπη προσπάθεια του ανθρώπου να ετεροκαθορίσει την ταυτότητά του στον συγκερασμό Μύθου και Ιστορίας. Για την πραγμάτωση αυτού του εγχειρήματος, ο Ευθυμιάδης επικαλείται την σκοτεινή καταγωγή της κυρίαρχης αντίληψης περί «ελληνικότητας», που μαίνεται μέχρι τις μέρες μας, παρά τις στρεβλώσεις που έχει υποστεί και συνεχίζει να υφίσταται, είτε από τη δογματική ταύτιση χριστιανισμού-ελληνισμού, σε μια ακραία έκφανση όπου ο ένας όρος δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τον άλλον –πόσω μάλλον να διαχωριστεί–, είτε από την αντανακλαστική αντίδραση των πολέμιων της παραπάνω θέσης που αρνούνται(;) να δεχθούν πως ο εκχριστιανισμός της τότε ελληνικής επικράτειας, με όλα τα επακόλουθά του, εξακολουθεί ν’ αποτελεί βασική παράμετρο της καθημερινότητας σημαντικής μερίδας συμπολιτών τους και άρα –καλώς ή κακώς– ρυθμιστή της σύγχρονης σκέψης πάνω στην παράσταση του κόσμου και την εξέλιξη του πολιτισμού. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να παραβλέπεται· μπορεί ασφαλώς να επικρίνεται, ακόμη και να απορρίπτεται· ωστόσο φαντάζει αδιανόητο να αγνοείται. (Όσο αδιανόητο κρίνω, για παράδειγμα, να εθελοτυφλούμε μπροστά στις επιρροές μας από την Εγγύς Ανατολή, ή να υποτιμούμε το βαλκανικό μέρισμα στην ελληνική υπόσταση.) Η σύνθεση του Καινού διαιρέτη μοιάζει να δομείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που χτίστηκαν οι πρώτες χριστιανικές εκκλησίες στον ελλαδικό χώρο: τα συντρίμμια του αρχαίου ελληνικού ναού μετατράπηκαν στην πέτρα της βιβλικής κοσμοθεώρησης. Πολυθεϊσμός, παγανισμός, χριστιανισμός κάλλιστα διέπονται από την ίδια ιερότητα. Το πνευματικό άγχος του ανθρώπου ν’ αντεπεξέλθει στη μοίρα του, να δει και να αναγνωρίσει το πρόσωπο του Υπέρτατου Όντος, ακολουθεί απαρέγκλιτα την ροή του ποταμού Χρόνου· δεν γνωρίζει από «θεό δεσμώτη» και «θεό λυόμενο» – ίσως μόνο από θεό τοκογλύφο. «Είναι κι ο χρόνος ένας τόπος να εξοριστείς», γράφει ο Ευθυμιάδης και δεν μπορεί να μην ζωντανέψει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη η νεορομαντική εικόνα του έκπτωτου ανθρώπου: εκείνου του βίαια αποκομμένου πλάσματος από κάποια φαντασιακή, πιθανώς, ολότητα στην οποία υποθέτει πως ανήκε πριν – πώς άλλως; Του πλάσματος που περιφέρει την πληγή από τη συντριβή του σ’ αυτόν τον σκύβαλο κόσμο, αναζητώντας να τον οικειοποιηθεί· να νιώσει πως εδώ έστω μπορεί να στεγάσει την ψυχή του. Του πλάσματος που βρίσκεται σε αέναη πάλη με τη δαιμονική μορφή του χρόνου.
Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως στον Καινό διαιρέτη ο ετεροκαθορισμός του Εγώ επεκτείνεται από τη θεμελιώδη ιδέα του ποιήματος στην εκφορά αυτού: πως ο λόγος του Ευθυμιάδη ετεροκαθορίζεται από φωνές προπατόρων και φιλολογικά σχήματα, από τον δραματικό μονόλογο, το επεισόδιο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και τη βιβλική αφήγηση και πως τελικά το εν λόγω βιβλίο δεν είναι παρά «ρεβιζιονισμός» –ούτε καν «αναθεώρηση»– μιας τετριμμένης ποιητικής. Σε αυτή την περίπτωση, θα αντέτασσα πως η ερμηνευτική δύναμη του ποιητή εξουσιάζει απόλυτα την ιδιοφωνία του και πως πέρα από σχήμα διάνοιας είναι πάντα και υπόθεση στήθους: ψυχής, δηλαδή, και ανάσας. Κι αυτό θ’ αρκούσε.
ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ
Στον πυρήνα του ποιήματος περιδινείται η αδιάκοπη προσπάθεια του ανθρώπου να ετεροκαθορίσει την ταυτότητά του στον συγκερασμό Μύθου και Ιστορίας. Για την πραγμάτωση αυτού του εγχειρήματος, ο Ευθυμιάδης επικαλείται την σκοτεινή καταγωγή της κυρίαρχης αντίληψης περί «ελληνικότητας», που μαίνεται μέχρι τις μέρες μας, παρά τις στρεβλώσεις που έχει υποστεί και συνεχίζει να υφίσταται, είτε από τη δογματική ταύτιση χριστιανισμού-ελληνισμού, σε μια ακραία έκφανση όπου ο ένας όρος δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τον άλλον –πόσω μάλλον να διαχωριστεί–, είτε από την αντανακλαστική αντίδραση των πολέμιων της παραπάνω θέσης που αρνούνται(;) να δεχθούν πως ο εκχριστιανισμός της τότε ελληνικής επικράτειας, με όλα τα επακόλουθά του, εξακολουθεί ν’ αποτελεί βασική παράμετρο της καθημερινότητας σημαντικής μερίδας συμπολιτών τους και άρα –καλώς ή κακώς– ρυθμιστή της σύγχρονης σκέψης πάνω στην παράσταση του κόσμου και την εξέλιξη του πολιτισμού. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να παραβλέπεται· μπορεί ασφαλώς να επικρίνεται, ακόμη και να απορρίπτεται· ωστόσο φαντάζει αδιανόητο να αγνοείται. (Όσο αδιανόητο κρίνω, για παράδειγμα, να εθελοτυφλούμε μπροστά στις επιρροές μας από την Εγγύς Ανατολή, ή να υποτιμούμε το βαλκανικό μέρισμα στην ελληνική υπόσταση.) Η σύνθεση του Καινού διαιρέτη μοιάζει να δομείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που χτίστηκαν οι πρώτες χριστιανικές εκκλησίες στον ελλαδικό χώρο: τα συντρίμμια του αρχαίου ελληνικού ναού μετατράπηκαν στην πέτρα της βιβλικής κοσμοθεώρησης. Πολυθεϊσμός, παγανισμός, χριστιανισμός κάλλιστα διέπονται από την ίδια ιερότητα. Το πνευματικό άγχος του ανθρώπου ν’ αντεπεξέλθει στη μοίρα του, να δει και να αναγνωρίσει το πρόσωπο του Υπέρτατου Όντος, ακολουθεί απαρέγκλιτα την ροή του ποταμού Χρόνου· δεν γνωρίζει από «θεό δεσμώτη» και «θεό λυόμενο» – ίσως μόνο από θεό τοκογλύφο. «Είναι κι ο χρόνος ένας τόπος να εξοριστείς», γράφει ο Ευθυμιάδης και δεν μπορεί να μην ζωντανέψει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη η νεορομαντική εικόνα του έκπτωτου ανθρώπου: εκείνου του βίαια αποκομμένου πλάσματος από κάποια φαντασιακή, πιθανώς, ολότητα στην οποία υποθέτει πως ανήκε πριν – πώς άλλως; Του πλάσματος που περιφέρει την πληγή από τη συντριβή του σ’ αυτόν τον σκύβαλο κόσμο, αναζητώντας να τον οικειοποιηθεί· να νιώσει πως εδώ έστω μπορεί να στεγάσει την ψυχή του. Του πλάσματος που βρίσκεται σε αέναη πάλη με τη δαιμονική μορφή του χρόνου.
Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως στον Καινό διαιρέτη ο ετεροκαθορισμός του Εγώ επεκτείνεται από τη θεμελιώδη ιδέα του ποιήματος στην εκφορά αυτού: πως ο λόγος του Ευθυμιάδη ετεροκαθορίζεται από φωνές προπατόρων και φιλολογικά σχήματα, από τον δραματικό μονόλογο, το επεισόδιο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και τη βιβλική αφήγηση και πως τελικά το εν λόγω βιβλίο δεν είναι παρά «ρεβιζιονισμός» –ούτε καν «αναθεώρηση»– μιας τετριμμένης ποιητικής. Σε αυτή την περίπτωση, θα αντέτασσα πως η ερμηνευτική δύναμη του ποιητή εξουσιάζει απόλυτα την ιδιοφωνία του και πως πέρα από σχήμα διάνοιας είναι πάντα και υπόθεση στήθους: ψυχής, δηλαδή, και ανάσας. Κι αυτό θ’ αρκούσε.
ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ
Φλέβες οι ποταμοί
καρδιά η θάλασσα, ίδιος παλμός ενώνει τα νερά.
Ποιος Ισμηνός;
Ποιος Σκάμανδρος;
Ποιος Ιορδάνης;
Όπου καθρεφτιστείς, το πρόσωπό σου απαράλλαχτο.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009
Νοβάλις: Ύμνοι στη Νύχτα, VI [Νοσταλγώντας τον θάνατο]

Νοσταλγώντας τον θάνατο
Βαθιά στην αγκαλιά της γης, όπου το φως δεν έχει εξουσία, εκεί είναι το παράφορο πλήγμα και το μένος της οδύνης, ευνοϊκοί οιωνοί για το ταξίδι. Γρήγορα πλησιάζουμε την όχθη του ουρανού με τη στενή μας βάρκα.
Ευλογημένη η ακατάλυτη νύχτα που μας τάχθηκε, ο ύπνος ο γαλήνιος που διαρκεί το Αιώνιο. Όντως, μας ζέστανε η μέρα· μας μάραναν τα θλιβερά της έργα. Μας κούρασε η χαρά του ξένου· ας επιστρέψουμε στο σπίτι του Πατέρα!
Τι θέλουμε στον κόσμο αυτόν με την αγάπη και την πίστη μας; Ό,τι παλιό θα γκρεμιστεί· τότε, το Νέο τι θα μας υποσχεθεί; Αχ, έρημος στέκεται –βαθύς στεναγμός– όποιος με ευλάβεια και πάθος αγαπάει το Παρελθόν:
όπου εκτυφλωτικές οι αισθήσεις έκαιγαν σε φλόγες ψηλές· όπου οι άνθρωποι ακόμη αναγνώριζαν το χέρι και την όψη του Πατέρα. Κι απ’ τα μεγάλα πνεύματα, πολλοί ακόμη έμοιαζαν, με απλότητα, στην αρχέτυπη εικόνα τους.
Όπου ακόμη έλαμπαν πανάρχαιοι κορμοί πλήθος άνθη και τα παιδιά ζητούσαν την οδύνη και τον θάνατο για το Βασίλειο των Ουρανών. Όπου η χαρά μιλούσε κι η ζωή· κι ωστόσο, σπάραζε η καρδιά πολλών γι’ αγάπη.
Όπου ο Θεός φανέρωσε με πάθος νεανικό τον εαυτό του και τη γλυκιά ζωή, με αγάπη, αφιέρωσε στον πρόωρο θάνατό του. Ο τρόμος κι η οδύνη δεν πηγάζουν απ’ Αυτόν· το Τέλος Του ό,τι μας έμεινε: ακριβό.
Με έντρομη νοσταλγία βλέπουμε το Παρελθόν τυλιγμένο την ερεβνή νύχτα. Η δίψα μας δεν θα σβήσει ποτέ μέσα στο Εφήμερο των εποχών. Πρέπει να επιστρέψουμε στην πατρίδα για να δούμε τον κάποτε εκείνον άγιο Καιρό.
Τι αργεί ακόμη αυτόν τον γυρισμό; Οι αγαπημένοι μας αναπαύονται ήδη από καιρό. Έγκλειστη κρατάει ο τάφος τους τη ροή του βίου μας. Πλέον, δεν έχουμε να αναζητήσουμε κάτι. Η καρδιά χορτάτη – ο κόσμος είναι που πεινάει.
Αδιάκοπο, κρυφό ένα ρίγος γλυκό μάς διαπερνάει – μου φαίνεται πως απαντάει στον θρήνο μας αντίλαλος από τις έγκατες εκτάσεις. Οι αγαπημένοι νοσταλγούν καθώς εμείς κι έστειλαν μια ανάσα νοσταλγία σημάδι.
Κάτω, στη νύφη τη γλυκιά, στον Ιησού τον Αγαπημένο – κουράγιο σ’ εκείνους που αγαπούν, τους λυπημένους: φέγγει η αυγή του βραδινού. Όνειρο σπάζει τα δεσμά και μας βυθίζει στου Πατρός την αγκαλιά.
NOVALIS [1772-1801]
Γερμανός ποιητής
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009
Νοβάλις: Ύμνοι στη Νύχτα, V

V
Προ αμνημονεύτων χρόνων, σιδερένια Μοίρα εξουσίαζε τις διάσπαρτες φυλές των ανθρώπων με άλαλη βία. Βαριά, σκοτεινά δεσμά έσφιγγαν την έντρομη ψυχή τους. Απέραντη απλωνόταν η γη – κατοικία και πατρίδα των Θεών. Από αιώνες μυστήρια ορθωνόταν η Κτίση της. Πάνω από τα κόκκινα βουνά της αυγής, μέσα στην ιερή αγκαλιά της θάλασσας, κατοικούσε ο ήλιος: το ζωντανό, εκτυφλωτικό φως που έκαιγε τα πάντα.
Ένας αρχαίος γίγαντας βάσταζε στην πλάτη του τον μακάριο κόσμο. Δεσμώτες κάτω από βουνά ζούσαν οι πρωτότοκοι της Μητέρας-Γης: ανήμποροι μέσα στο ολέθριο μένος τους για το καινούριο, υπέρλαμπρο γένος των Θεών και το συγγενές του γένος των χαρούμενων ανθρώπων. Τα σκοτεινά πράσινα βάθη της θάλασσας ήταν η αγκαλιά μιας θεάς. Στις κρυστάλλινες σπηλιές ξεφάντωνε ένα ακόλαστο πλήθος. Ποτάμια και δέντρα και άνθη και ζώα είχαν ανθρώπινες αισθήσεις. Γλυκό κερνούσε το κρασί η αφθονία κι έπαιρνε νεανική μορφή: ένας θεός ανάμεσα στα αμπέλια· μία στοργική μητέρα θεά που δέσποζε μέσα στα ολόχρυσα δεμάτια – η ιερή μέθη της αγάπης: γλυκό προσκύνημα στην ομορφότερη θεά – μια ατέλειωτη, πολύχρωμη γιορτή των παιδιών του Ουρανού και των κατοίκων της Γης βούιζε η ζωή, όπως η άνοιξη μες τους αιώνες. Και όλες οι φυλές λάτρευαν με αφέλεια παιδική την αιθέρια φωτιά με τις πλήθος πτυχές, σαν ό,τι το Ύψιστο του κόσμου. Ένας και μόνο υπήρχε στοχασμός· μία και μόνο φρικτή οπτασία,
που χύμηξε φοβερή στα πρόσχαρα τραπέζια
και περιέβαλε το πνεύμα με άγρια ταραχή.
Κι ούτε οι θεοί δεν γνώριζαν ποια συμβουλή
θα γέμιζε παρηγοριά τα σκοτισμένα στήθη.
Άδυτος ο δρόμος του τέρατος
και καμιά ικεσία, καμία προσφορά δεν κατεύναζε την οργή·
Ο θάνατος ήταν που έπαψε με πόνο,
με αγωνία και δάκρυα την γιορτή.
Για πάντα, πλέον, απομονωμένο από το καθετί
ό,τι σαλεύει εδώ η καρδιά με ολόγλυκη λαγνεία,
που θάλλει απ’ τους αγαπημένους μακριά,
κι εγείρει την μακρά οιμωγή, την μάταιη νοσταλγία·
ένα όνειρο αμυδρό έμοιαζε στον νεκρό απλώς
και τού επέβαλε μια ανήμπορη μονομαχία:
στον βράχο της απύθμενης θλίψης έσπαζε
το κύμα της ευδαιμονίας.
Με τόλμη και την υψηλή φλόγα των αισθήσεων
ομόρφαινε ο άνθρωπος την αποτρόπαιη μάσκα·
ένας πράος νέος άντρας σβήνει το φως και αναπαύεται –
το τέλος θα ’ναι σίγουρα γλυκό, καθώς ο στεναγμός μιας
Προ αμνημονεύτων χρόνων, σιδερένια Μοίρα εξουσίαζε τις διάσπαρτες φυλές των ανθρώπων με άλαλη βία. Βαριά, σκοτεινά δεσμά έσφιγγαν την έντρομη ψυχή τους. Απέραντη απλωνόταν η γη – κατοικία και πατρίδα των Θεών. Από αιώνες μυστήρια ορθωνόταν η Κτίση της. Πάνω από τα κόκκινα βουνά της αυγής, μέσα στην ιερή αγκαλιά της θάλασσας, κατοικούσε ο ήλιος: το ζωντανό, εκτυφλωτικό φως που έκαιγε τα πάντα.
Ένας αρχαίος γίγαντας βάσταζε στην πλάτη του τον μακάριο κόσμο. Δεσμώτες κάτω από βουνά ζούσαν οι πρωτότοκοι της Μητέρας-Γης: ανήμποροι μέσα στο ολέθριο μένος τους για το καινούριο, υπέρλαμπρο γένος των Θεών και το συγγενές του γένος των χαρούμενων ανθρώπων. Τα σκοτεινά πράσινα βάθη της θάλασσας ήταν η αγκαλιά μιας θεάς. Στις κρυστάλλινες σπηλιές ξεφάντωνε ένα ακόλαστο πλήθος. Ποτάμια και δέντρα και άνθη και ζώα είχαν ανθρώπινες αισθήσεις. Γλυκό κερνούσε το κρασί η αφθονία κι έπαιρνε νεανική μορφή: ένας θεός ανάμεσα στα αμπέλια· μία στοργική μητέρα θεά που δέσποζε μέσα στα ολόχρυσα δεμάτια – η ιερή μέθη της αγάπης: γλυκό προσκύνημα στην ομορφότερη θεά – μια ατέλειωτη, πολύχρωμη γιορτή των παιδιών του Ουρανού και των κατοίκων της Γης βούιζε η ζωή, όπως η άνοιξη μες τους αιώνες. Και όλες οι φυλές λάτρευαν με αφέλεια παιδική την αιθέρια φωτιά με τις πλήθος πτυχές, σαν ό,τι το Ύψιστο του κόσμου. Ένας και μόνο υπήρχε στοχασμός· μία και μόνο φρικτή οπτασία,
που χύμηξε φοβερή στα πρόσχαρα τραπέζια
και περιέβαλε το πνεύμα με άγρια ταραχή.
Κι ούτε οι θεοί δεν γνώριζαν ποια συμβουλή
θα γέμιζε παρηγοριά τα σκοτισμένα στήθη.
Άδυτος ο δρόμος του τέρατος
και καμιά ικεσία, καμία προσφορά δεν κατεύναζε την οργή·
Ο θάνατος ήταν που έπαψε με πόνο,
με αγωνία και δάκρυα την γιορτή.
Για πάντα, πλέον, απομονωμένο από το καθετί
ό,τι σαλεύει εδώ η καρδιά με ολόγλυκη λαγνεία,
που θάλλει απ’ τους αγαπημένους μακριά,
κι εγείρει την μακρά οιμωγή, την μάταιη νοσταλγία·
ένα όνειρο αμυδρό έμοιαζε στον νεκρό απλώς
και τού επέβαλε μια ανήμπορη μονομαχία:
στον βράχο της απύθμενης θλίψης έσπαζε
το κύμα της ευδαιμονίας.
Με τόλμη και την υψηλή φλόγα των αισθήσεων
ομόρφαινε ο άνθρωπος την αποτρόπαιη μάσκα·
ένας πράος νέος άντρας σβήνει το φως και αναπαύεται –
το τέλος θα ’ναι σίγουρα γλυκό, καθώς ο στεναγμός μιας
άρπας.
Η μνήμη λιώνει στον ψυχρό κατακλυσμό των ίσκιων·
έτσι το τραγούδι έψαλε την θλιβερή ανάγκη.
Κι ωστόσο, αίνιγμα παρέμεινε η νύχτα η ακατάλυτη:
μιας εξουσίας μακρινής το αυστηρό σύμβολο και σημάδι.
Ο αρχαίος κόσμος πλησίαζε στο τέλος του. Ο χαρούμενος κήπος του νέου γένους είχε μαραθεί – ψηλά, στον έρημο, στον πιο ελεύθερο χώρο προσέτρεχαν οι άνθρωποι, καθώς μεγάλωναν και άφηναν την παιδική τους ηλικία. Οι θεοί χάνονταν με την ακολουθία τους. Η φύση: έρημη και άψυχη. Με σιδερένιες αλυσίδες την κρατούσαν ο στείρος αριθμός και το αυστηρό μέτρο δεμένη. Και της ζωής η απροσμέτρητη ανθοφορία σκόρπιζε, όπως οι άνεμοι κι η σκόνη, σε σκότος λέξεις. Η πίστη παράκληση κι η Φαντασία, η επουράνια σύντροφος που μεταβάλλει τα πάντα και τα συναδελφώνει, είχαν δραπετεύσει. Μίσος φυσούσε ένας ψυχρός βοριάς πάνω από κόκαλα λιβάδια, και παγωμένη η πατρίδα των θαυμάτων έφευγε, σκόρπιζε στον αιθέρα. Κατάφωτοι κόσμοι κατέκλυζαν τις ουράνιες εκτάσεις. Σε πιο βαθύ Ιερό, στον πιο υψηλό χώρο της αγάπης σερνόταν η Ψυχή με όσες της δυνάμεις – για να εξουσιάσει, εκεί, ως την αυγή της καθημερινής λαμπρότητας του κόσμου. Το φως δεν ήταν πια οικία των θεών και ουράνιο σημάδι – τώρα, τους έσκεπε η νύχτα με τα πέπλα της: η δύναμη αγκαλιά της Αποκάλυψης – κι εντός της οι θεοί επέστρεφαν και βυθίζονταν στον ύπνο τους, για να υπερβούν καινές μορφές πλήρεις φωτός την μεταμόρφωση του κόσμου. Σε έναν λαό, που ωρίμασε πρόωρα πολύ από όλους περιφρονημένος, κι απ’ την αγνή, μακάρια νεότητα πεισματικά έμεινε ξένος, πρόβαλε ο νέος κόσμος το ως τότε άγνωστο πρόσωπό του· στην φτώχεια ενός ποιητικού καταλύματος· Υιός της πρώτης παρθένου μητέρας – του μυστικού εναγκαλισμού αιώνιος καρπός. Πρώτη η σοφία της Ανατολής –διαίσθηση ανθισμένη– εννόησε την απαρχή της νέας Εποχής. Άστρο τούς έδειχνε την οδό για το ταπεινό λίκνο του Βασιλιά. Στο όνομα του απώτερου μέλλοντος τον προσκύνησαν λαμπρότητα και ευωδία: τα ύψιστα θαύματα της φύσης. Έρημη άνοιγε η ουράνια καρδιά: άνθος της παντοδύναμης αγάπης – στραμμένο στην απόμακρη όψη του πατέρα, γαλήνιο επάνω στο μακάριο στήθος οιωνό της στοργικά αυστηρής μητέρας. Με ένθεο πάθος κοιτούσε ο προφήτης οφθαλμός του νέου Βλαστού τον μέλλοντα καιρό και τους αγαπημένους: τους απόγονους του θεϊκού του γένους – αμέριμνος για ό,τι πεπρωμένο του επί γης. Γρήγορα γύρω του μαζεύτηκαν οι πλέον άδολες καρδιές, κυριευμένες από την βαθιά, θαυμάσια αγάπη. Κοντά του, φύτρωνε βλαστός μια νέα ζωή: όμως, για εκείνον ξένη. Αστείρευτες οι λέξεις, χαρμόσυνες ειδήσεις, σαν σπίθες ενός πνεύματος θεού έπεφταν από τα φιλικά του χείλη. Από ακτή ακτές μακριά, κάτω απ’ της Ελλάδας γεννημένος τον χαρούμενο ουρανό, ήλθε ένας Βάρδος στην Παλαιστίνη, και δόθηκε με όλη του την καρδιά στο βρέφος των θαυμάτων:
εσύ είσαι η μορφή του νέου ανδρός, που από καιρό
στέκει στους τάφους μας βαθιά στοχαστική·
ένα παρήγορο σημάδι μέσα στο έρεβο σκοτάδι–
του πιο υψηλού Ανθρώπου η χαρμόσυνη αυγή.
Ό,τι μας γκρέμισε στην άβυσσο θλίψη,
με νοσταλγία γλυκιά, τώρα μας ανασύρει.
Στην ώρα του θανάτου πρόβαλε η αιώνια ζωή·
εσύ είσαι θάνατος, και λύτρωση μαζί.
Και κίνησε όλο αγαλλίαση για το Ινδουστάν – μεθυσμένη η καρδιά του από αγάπη γλυκιά, ξεχείλιζε τραγούδια την παραφορά κάτω απ’ τον ήπιο ουρανό, ώστε ένα πλήθος καρδιές υποκλινόταν στο πέρασμά του και το χαρμόσυνο άγγελμα σήκωνε στον αέρα χίλιες χιλιάδες κλαδιά. Σύντομα, μετά τον αποχωρισμό του, η ακριβή ζωή μετρήθηκε: θυσία για την άβυσσο πτώση του ανθρώπου· κι Εκείνος πέθανε σε νεαρή ηλικία· ξένος πολύ από τον προσφιλή Του κόσμο: τον θρήνο της μητέρας και τους δειλούς συντρόφους. Το στόμα Του: μειλίχιο· άδειασε το σκοτεινό ποτήρι των φρικτών Παθών. Με δέος και αγωνία πλησίαζε η στιγμή της Γέννησης τον Νέο Κόσμο. Σκληρά αντιστάθηκε στους φόβους του παλιού θανάτου. Βαρύ επάνω Του έσπαζε το φορτίο του παλιού κόσμου. Το βλέμμα Του αποζήτησε την μητέρα ακόμη μία φορά – τότε Τον έπληξε λυτρωτικό το χέρι της αιώνιας ζωής – και κοιμήθηκε. Λίγες ημέρες μόνο, κρεμόταν το βαθύ πέπλο πάνω απ’ την γη που έτρεμε, πάνω απ’ την θάλασσα βουή –ξεσπούσαν οι αγαπημένοι Του σε δάκρυα ποτάμια. Και άνοιξε η σφραγίδα του Μυστηρίου – και πνεύματα ουράνια σήκωναν, έπαιρναν ψηλά την πανάρχαιη πέτρα από τον σκοτεινό τάφο. Άγγελοι παραστέκονταν στον προσκέφαλο ύπνο Του – απ’ ό,τι του ονείρου Του με αβρότητα πλασμένοι. Και ξύπνησε μέσα στην νέα λαμπρότητα των θεών και αναδύθηκε στα Ύψη του νεογέννητου κόσμου – κι έθαψε με το ίδιο Του το χέρι το Παλιό Πτώμα στην έρημη σπηλιά και κύλησε στην θέση της, με παντοδύναμο χέρι, την πέτρα που δε θα παραμέριζε καμία δύναμη, ποτέ πια!
Ακόμη δακρύζουν χαρά οι αγαπημένοι Σου: δάκρυα συγκίνησης και της απύθμενης ευγνωμοσύνης στον τάφο Σου· ακόμη Σε βλέπουν –έντρομη αγαλλίαση– να ανασταίνεσαι· και ανασταίνονται κι εκείνοι· ακόμη βλέπουν να θρηνείς πάθος γλυκό στο στήθος της μητέρας· ακόμη αυστηρός να περιφέρεσαι μαζί με τους συντρόφους Σου και να κηρύττεις λέξεις που έδρεψες από το Δέντρο της Ζωής τον Λόγο Σου· κι ακόμη: να σπεύδεις όλο νοσταλγία στα χέρια του Πατέρα· τον Νέο Άνθρωπο να φέρνεις και τα αστείρευτα ποτήρια του μέλλοντα χρυσού καιρού. Σύντομα η μητέρα έσπευσε να Σε ακολουθήσει – σ' έναν θριαμβικό ουρανό. Η πρώτη δίπλα Σου στη νέα πατρίδα. Έκτοτε, κύλησε πολύς καιρός και σάλευε όλο και πιο λαμπερή η νέα Σου Κτίση· χιλιάδες ήλθαν κοντά Σου, αφήνοντας τον πόνο και τις τύψεις, και Σε ακολούθησαν γεμάτοι αφοσίωση και νοσταλγία και πίστη – περπατώντας μαζί Σου, και με την ουράνια Παρθένο, στο Βασίλειο της αγάπης: Υπηρέτες στον Ναό του ουρανού θανάτου και δικοί Σου εις τους αιώνες.
Σηκώνεται η πέτρα
και ο Άνθρωπος ξυπνά·
σ’ εσένα μένουμε πιστοί
και δεν νιώθουμε δεσμά.
Ρέει πικρότατη η οδύνη
μπρος στο χρυσό ποτήρι,
όταν η Πλάση και η ζωή,
στον τελευταίο Δείπνο, υποκύπτει.
Σε γάμο ο θάνατος καλεί·
και εκτυφλωτικοί καίνε οι λύχνοι·
στη θέση τους οι παρθένες–
το λάδι να μην λείψει.
Κι όμως: οι εκτάσεις ηχούσαν
την πομπή από μακριά
και τα άστρα μάς καλούσαν
με ανθρώπινη λαλιά.
Χιλιάδες, Μαρία, υψώνονται
καρδιές προς την Ουσία σου.
Και μόνο εσένα αποζητούν
στον Ίσκιο της ζωής:
ελπίζουν να θεραπευθούν
με προφητική χαρά.
Κράτα τους, άγια ύπαρξη,
στο πιστό στήθος σου σφιχτά.
Έτσι αυτοί, που κατατρώγονται
από φλόγα βάσανα πικρά,
φεύγουν απ’ τον κόσμο αυτόν
και σ’ εσένα στρέφονται ξανά:
που μάς έδραμες βοηθός
στην ανάγκη και στον πόνο.
Τώρα, σπεύδουμε κι εμείς μαζί τους
για να υπάρξουμε στο Αιώνιο.
Όποιος την πίστη του αγάπη εκφέρει,
σε τάφο οδύνη δεν θρηνεί.
Το γλυκό αγαθό της αγάπης
κανένας δεν του το στερεί.
Η νύχτα: έκσταση τον κατακλύζει
και την νοσταλγία του καταπραΰνει·
πιστά τα παιδιά του Ουρανού
την επικράτεια της καρδιάς του φρουρούν.
Κουράγιο, οδεύει η καθ’ ημάς
ζωή προς στην Αιώνια·
η μέσα φωτιά διευρύνει
και μεταμορφώνει το Πνεύμα μας.
Λιώνει ο κόσμος των αστερισμών,
ρέει: χρυσός οίνος ζωής.
Ως τον πάτο θα τον ξεδιψάσουμε
και άστρα εκτυφλωτικά θα λάμψουμε.
Η αγάπη ελευθερώθηκε: έσπασαν τα δεσμά·
και χωρισμός: ποτέ πια.
Φουσκώνει, αγριεύει όλη η ζωή,
σαν θάλασσα απέραντη δίχως ακτή.
Μόνο μία νύχτα αγαλλίαση·
μόνο ένα ποίημα αιώνιο·
και ο γεμάτος ήλιος μας
είναι του Θεού το πρόσωπο.
έτσι το τραγούδι έψαλε την θλιβερή ανάγκη.
Κι ωστόσο, αίνιγμα παρέμεινε η νύχτα η ακατάλυτη:
μιας εξουσίας μακρινής το αυστηρό σύμβολο και σημάδι.
Ο αρχαίος κόσμος πλησίαζε στο τέλος του. Ο χαρούμενος κήπος του νέου γένους είχε μαραθεί – ψηλά, στον έρημο, στον πιο ελεύθερο χώρο προσέτρεχαν οι άνθρωποι, καθώς μεγάλωναν και άφηναν την παιδική τους ηλικία. Οι θεοί χάνονταν με την ακολουθία τους. Η φύση: έρημη και άψυχη. Με σιδερένιες αλυσίδες την κρατούσαν ο στείρος αριθμός και το αυστηρό μέτρο δεμένη. Και της ζωής η απροσμέτρητη ανθοφορία σκόρπιζε, όπως οι άνεμοι κι η σκόνη, σε σκότος λέξεις. Η πίστη παράκληση κι η Φαντασία, η επουράνια σύντροφος που μεταβάλλει τα πάντα και τα συναδελφώνει, είχαν δραπετεύσει. Μίσος φυσούσε ένας ψυχρός βοριάς πάνω από κόκαλα λιβάδια, και παγωμένη η πατρίδα των θαυμάτων έφευγε, σκόρπιζε στον αιθέρα. Κατάφωτοι κόσμοι κατέκλυζαν τις ουράνιες εκτάσεις. Σε πιο βαθύ Ιερό, στον πιο υψηλό χώρο της αγάπης σερνόταν η Ψυχή με όσες της δυνάμεις – για να εξουσιάσει, εκεί, ως την αυγή της καθημερινής λαμπρότητας του κόσμου. Το φως δεν ήταν πια οικία των θεών και ουράνιο σημάδι – τώρα, τους έσκεπε η νύχτα με τα πέπλα της: η δύναμη αγκαλιά της Αποκάλυψης – κι εντός της οι θεοί επέστρεφαν και βυθίζονταν στον ύπνο τους, για να υπερβούν καινές μορφές πλήρεις φωτός την μεταμόρφωση του κόσμου. Σε έναν λαό, που ωρίμασε πρόωρα πολύ από όλους περιφρονημένος, κι απ’ την αγνή, μακάρια νεότητα πεισματικά έμεινε ξένος, πρόβαλε ο νέος κόσμος το ως τότε άγνωστο πρόσωπό του· στην φτώχεια ενός ποιητικού καταλύματος· Υιός της πρώτης παρθένου μητέρας – του μυστικού εναγκαλισμού αιώνιος καρπός. Πρώτη η σοφία της Ανατολής –διαίσθηση ανθισμένη– εννόησε την απαρχή της νέας Εποχής. Άστρο τούς έδειχνε την οδό για το ταπεινό λίκνο του Βασιλιά. Στο όνομα του απώτερου μέλλοντος τον προσκύνησαν λαμπρότητα και ευωδία: τα ύψιστα θαύματα της φύσης. Έρημη άνοιγε η ουράνια καρδιά: άνθος της παντοδύναμης αγάπης – στραμμένο στην απόμακρη όψη του πατέρα, γαλήνιο επάνω στο μακάριο στήθος οιωνό της στοργικά αυστηρής μητέρας. Με ένθεο πάθος κοιτούσε ο προφήτης οφθαλμός του νέου Βλαστού τον μέλλοντα καιρό και τους αγαπημένους: τους απόγονους του θεϊκού του γένους – αμέριμνος για ό,τι πεπρωμένο του επί γης. Γρήγορα γύρω του μαζεύτηκαν οι πλέον άδολες καρδιές, κυριευμένες από την βαθιά, θαυμάσια αγάπη. Κοντά του, φύτρωνε βλαστός μια νέα ζωή: όμως, για εκείνον ξένη. Αστείρευτες οι λέξεις, χαρμόσυνες ειδήσεις, σαν σπίθες ενός πνεύματος θεού έπεφταν από τα φιλικά του χείλη. Από ακτή ακτές μακριά, κάτω απ’ της Ελλάδας γεννημένος τον χαρούμενο ουρανό, ήλθε ένας Βάρδος στην Παλαιστίνη, και δόθηκε με όλη του την καρδιά στο βρέφος των θαυμάτων:
εσύ είσαι η μορφή του νέου ανδρός, που από καιρό
στέκει στους τάφους μας βαθιά στοχαστική·
ένα παρήγορο σημάδι μέσα στο έρεβο σκοτάδι–
του πιο υψηλού Ανθρώπου η χαρμόσυνη αυγή.
Ό,τι μας γκρέμισε στην άβυσσο θλίψη,
με νοσταλγία γλυκιά, τώρα μας ανασύρει.
Στην ώρα του θανάτου πρόβαλε η αιώνια ζωή·
εσύ είσαι θάνατος, και λύτρωση μαζί.
Και κίνησε όλο αγαλλίαση για το Ινδουστάν – μεθυσμένη η καρδιά του από αγάπη γλυκιά, ξεχείλιζε τραγούδια την παραφορά κάτω απ’ τον ήπιο ουρανό, ώστε ένα πλήθος καρδιές υποκλινόταν στο πέρασμά του και το χαρμόσυνο άγγελμα σήκωνε στον αέρα χίλιες χιλιάδες κλαδιά. Σύντομα, μετά τον αποχωρισμό του, η ακριβή ζωή μετρήθηκε: θυσία για την άβυσσο πτώση του ανθρώπου· κι Εκείνος πέθανε σε νεαρή ηλικία· ξένος πολύ από τον προσφιλή Του κόσμο: τον θρήνο της μητέρας και τους δειλούς συντρόφους. Το στόμα Του: μειλίχιο· άδειασε το σκοτεινό ποτήρι των φρικτών Παθών. Με δέος και αγωνία πλησίαζε η στιγμή της Γέννησης τον Νέο Κόσμο. Σκληρά αντιστάθηκε στους φόβους του παλιού θανάτου. Βαρύ επάνω Του έσπαζε το φορτίο του παλιού κόσμου. Το βλέμμα Του αποζήτησε την μητέρα ακόμη μία φορά – τότε Τον έπληξε λυτρωτικό το χέρι της αιώνιας ζωής – και κοιμήθηκε. Λίγες ημέρες μόνο, κρεμόταν το βαθύ πέπλο πάνω απ’ την γη που έτρεμε, πάνω απ’ την θάλασσα βουή –ξεσπούσαν οι αγαπημένοι Του σε δάκρυα ποτάμια. Και άνοιξε η σφραγίδα του Μυστηρίου – και πνεύματα ουράνια σήκωναν, έπαιρναν ψηλά την πανάρχαιη πέτρα από τον σκοτεινό τάφο. Άγγελοι παραστέκονταν στον προσκέφαλο ύπνο Του – απ’ ό,τι του ονείρου Του με αβρότητα πλασμένοι. Και ξύπνησε μέσα στην νέα λαμπρότητα των θεών και αναδύθηκε στα Ύψη του νεογέννητου κόσμου – κι έθαψε με το ίδιο Του το χέρι το Παλιό Πτώμα στην έρημη σπηλιά και κύλησε στην θέση της, με παντοδύναμο χέρι, την πέτρα που δε θα παραμέριζε καμία δύναμη, ποτέ πια!
Ακόμη δακρύζουν χαρά οι αγαπημένοι Σου: δάκρυα συγκίνησης και της απύθμενης ευγνωμοσύνης στον τάφο Σου· ακόμη Σε βλέπουν –έντρομη αγαλλίαση– να ανασταίνεσαι· και ανασταίνονται κι εκείνοι· ακόμη βλέπουν να θρηνείς πάθος γλυκό στο στήθος της μητέρας· ακόμη αυστηρός να περιφέρεσαι μαζί με τους συντρόφους Σου και να κηρύττεις λέξεις που έδρεψες από το Δέντρο της Ζωής τον Λόγο Σου· κι ακόμη: να σπεύδεις όλο νοσταλγία στα χέρια του Πατέρα· τον Νέο Άνθρωπο να φέρνεις και τα αστείρευτα ποτήρια του μέλλοντα χρυσού καιρού. Σύντομα η μητέρα έσπευσε να Σε ακολουθήσει – σ' έναν θριαμβικό ουρανό. Η πρώτη δίπλα Σου στη νέα πατρίδα. Έκτοτε, κύλησε πολύς καιρός και σάλευε όλο και πιο λαμπερή η νέα Σου Κτίση· χιλιάδες ήλθαν κοντά Σου, αφήνοντας τον πόνο και τις τύψεις, και Σε ακολούθησαν γεμάτοι αφοσίωση και νοσταλγία και πίστη – περπατώντας μαζί Σου, και με την ουράνια Παρθένο, στο Βασίλειο της αγάπης: Υπηρέτες στον Ναό του ουρανού θανάτου και δικοί Σου εις τους αιώνες.
Σηκώνεται η πέτρα
και ο Άνθρωπος ξυπνά·
σ’ εσένα μένουμε πιστοί
και δεν νιώθουμε δεσμά.
Ρέει πικρότατη η οδύνη
μπρος στο χρυσό ποτήρι,
όταν η Πλάση και η ζωή,
στον τελευταίο Δείπνο, υποκύπτει.
Σε γάμο ο θάνατος καλεί·
και εκτυφλωτικοί καίνε οι λύχνοι·
στη θέση τους οι παρθένες–
το λάδι να μην λείψει.
Κι όμως: οι εκτάσεις ηχούσαν
την πομπή από μακριά
και τα άστρα μάς καλούσαν
με ανθρώπινη λαλιά.
Χιλιάδες, Μαρία, υψώνονται
καρδιές προς την Ουσία σου.
Και μόνο εσένα αποζητούν
στον Ίσκιο της ζωής:
ελπίζουν να θεραπευθούν
με προφητική χαρά.
Κράτα τους, άγια ύπαρξη,
στο πιστό στήθος σου σφιχτά.
Έτσι αυτοί, που κατατρώγονται
από φλόγα βάσανα πικρά,
φεύγουν απ’ τον κόσμο αυτόν
και σ’ εσένα στρέφονται ξανά:
που μάς έδραμες βοηθός
στην ανάγκη και στον πόνο.
Τώρα, σπεύδουμε κι εμείς μαζί τους
για να υπάρξουμε στο Αιώνιο.
Όποιος την πίστη του αγάπη εκφέρει,
σε τάφο οδύνη δεν θρηνεί.
Το γλυκό αγαθό της αγάπης
κανένας δεν του το στερεί.
Η νύχτα: έκσταση τον κατακλύζει
και την νοσταλγία του καταπραΰνει·
πιστά τα παιδιά του Ουρανού
την επικράτεια της καρδιάς του φρουρούν.
Κουράγιο, οδεύει η καθ’ ημάς
ζωή προς στην Αιώνια·
η μέσα φωτιά διευρύνει
και μεταμορφώνει το Πνεύμα μας.
Λιώνει ο κόσμος των αστερισμών,
ρέει: χρυσός οίνος ζωής.
Ως τον πάτο θα τον ξεδιψάσουμε
και άστρα εκτυφλωτικά θα λάμψουμε.
Η αγάπη ελευθερώθηκε: έσπασαν τα δεσμά·
και χωρισμός: ποτέ πια.
Φουσκώνει, αγριεύει όλη η ζωή,
σαν θάλασσα απέραντη δίχως ακτή.
Μόνο μία νύχτα αγαλλίαση·
μόνο ένα ποίημα αιώνιο·
και ο γεμάτος ήλιος μας
είναι του Θεού το πρόσωπο.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
NOVALIS [1772-1801]
Γερμανός ποιητής
Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009
Νοβάλις: Ύμνοι στη Νύχτα, IV

IV
Τώρα γνωρίζω πότε θα έρθει η τελευταία αυγή – όταν το φως πάψει να διώχνει την αγάπη και τη νύχτα· όταν ο ύπνος: αιώνιος, ένα όνειρο αστείρευτο και μόνο. Εντός μου εξαντλημένος ο ουρανός. Μακρύς κι επώδυνος ο δρόμος του προσκυνήματος στον άγιο Τάφο κι επαχθής ο σταυρός. Το κρυστάλλινο κύμα, το ασύλληπτο για τις κοινές αισθήσεις, ξεσπάζει την πηγή του βαθιά στη σκοτεινή αγκαλιά του υψώματος που συντρίβει στα πόδια του τον γήινο κατακλυσμό – αυτός που το δοκίμασε, αυτός που στάθηκε ψηλά στο σύνορο βουνό του κόσμου και κάρφωσε το βλέμμα του στη νέα γη, στο ενδιαίτημα της νύχτας, πράγματι, δεν γυρνά στην αναταραχή του κόσμου, στη γη όπου το φως κατοικεί σε διαρκή αταξία.
Εκεί χτίζει καλύβες, τα ειρηνικά του καταλύματα, εκεί ερωτεύεται και νοσταλγεί, και ατενίζει, ωσότου η πλέον ευπρόσδεκτη απ’ όλες τις ώρες να τον τραβήξει κάτω στη ρίζα της πηγής – της γης ό,τι αναδύεται και το σαρώνουν θύελλες, μα ό,τι αγίασε το άγγιγμα του έρωτα, ελεύθερο κυλάει μέσα από δρόμους μυστικούς στο Επέκεινα, όπου, σαν ευωδιά, αναμιγνύεται τον ύπνο των Αγαπημένων.
Ακόμη ξυπνάς, χαρούμενο φως, για τη δουλειά τον καταπονημένο· κι εντός μου κυλάς τον πρόσχαρο βίο – μα απ’ το βρυώδες άγαλμα της μνήμης δεν με αποτραβάς. Τότε, θα σάλευα πρόθυμα τα φίλεργα χέρια, τότε θα κοίταζα παντού, όπου με χρειαζόσουν – θα δόξαζα τη λάμψη σου που σφύζει από μεγαλοπρέπεια, κι ακούραστος θα επιδίωκα την έξοχη αρμονία που διέπει τα τεχνητά σου έργα· όλο χαρά θα μέτραγα τον συνετό διασκελισμό των λαμπερών, των δυναστών ωροδεικτών σου – θα εμβάθαινα στη συμμετρία των δυνάμεων, στους κανόνες του θαυμάσιου παιχνιδιού των αναρίθμητων κόσμων και των εποχών τους. Μα η κρυφή καρδιά μου μένει ακόμη πιστή στη νύχτα και στην κόρη της: τη δημιουργό αγάπη. Μπορείς να μου δείξεις μια καρδιά αιώνια πιστή; Έχει ο ήλιος σου φίλους οφθαλμούς που με γνωρίζουν; Τ’ άστρα σου αγγίζουν το χέρι μου που αποζητά; Μου ανταποδίδουν τρυφερό το σφίξιμο και χάδι την κουβέντα; Εσύ τα στόλισες χρώματα και το ανάλαφρο περίγραμμα που τρεμοσβήνει – ή μήπως εκείνη έδωσε στον διάκοσμό σου πιο υψηλή, πιο προσφιλή αξία; Ποια ηδονή, ποια απόλαυση προσφέρει ο βίος σου που ξεπερνάει τις χαρές του θανάτου; Δεν φοράει το χρώμα της νύχτας ό,τι μας συνεγείρει; Εκείνη σε κυοφορεί και σε γεννά· σ’ αυτήν χρωστάς όλη σου τη μεγαλοπρέπεια. Θα χανόσουν στον εαυτό σου – θα έλιωνες, θα διαλυόσουν στον απέραντο χώρο, αν δεν σε κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της, αν δεν σε φύλαγε στα σπάργανα ζεστό, να μεγαλώσεις και να γεννήσεις με τη φωτιά σου τον κόσμο. Αλήθεια, υπήρχα πριν να γεννηθείς· η μητέρα μ’ έστειλε με τ’ αδέλφια μου στον κόσμο σου για να τον κατοικήσουμε και να τον εξαγνίσουμε με αγάπη, ώστε να γίνει ένα άφθαρτο μνημείο – και να τον σπείρουμε αμάραντα άνθη. Ακόμη δεν ωρίμασαν οι θείοι στοχασμοί. Ακόμη λιγοστά τα ίχνη της Αποκάλυψής μας. Κάποτε θα δείξουν οι ωροδείκτες σου το τέλος του χρόνου· θα είσαι ένας από εμάς· θα σβήσεις όλο πάθος και νοσταλγία και θα πεθάνεις. Μέσα μου νιώθω το τέλος των έργων σου – ελευθερία ουράνια, μακάριος γυρισμός. Στους παράφορους πόνους γνωρίζω την εξορία σου από την πατρίδα μας, την εναντίωσή σου στον παλιό, στον εξαίσιο ουρανό. Μάταια η τρέλα και το μένος σου. Μέσα απ’ τις φλόγες άφθαρτος υψώνεται ο σταυρός: λάβαρο νίκης του Γένους μας.
Υψώνομαι εκεί,
όπου κάθε οδύνη
μια νύχτα κεντρί
της ηδονής θα γίνει.
Πλησιάζει ο καιρός
που θα λυτρωθώ
και μεθυσμένος στην αγκαλιά
του έρωτα θα βρεθώ.
Εντός μου σαν κύμα θεριεύει
η αιώνια ζωή·
το βλέμμα μου επάνω σου
γκρεμίζω από την κορυφή.
Η λάμψη σου σβήνει
στο ύψωμα εκείνο –
δροσερό στεφάνι
φοράει ένας ίσκιος.
Θήλασε, αγαπημένο,
ό,τι εντός μου χυμό:
να με πάρει ο ύπνος,
να μπορώ ν’ αγαπώ.
Την πλημμύρα του Τέλους
πάλι αισθάνομαι νέα·
δες: σε βάλσαμο, αιθέρα
πώς αλλάζει το αίμα.
Ζω τις ημέρες
όλο πίστη και θάρρος
και πεθαίνω τις νύχτες
μέσα στο άγιο Πάθος.
Τώρα γνωρίζω πότε θα έρθει η τελευταία αυγή – όταν το φως πάψει να διώχνει την αγάπη και τη νύχτα· όταν ο ύπνος: αιώνιος, ένα όνειρο αστείρευτο και μόνο. Εντός μου εξαντλημένος ο ουρανός. Μακρύς κι επώδυνος ο δρόμος του προσκυνήματος στον άγιο Τάφο κι επαχθής ο σταυρός. Το κρυστάλλινο κύμα, το ασύλληπτο για τις κοινές αισθήσεις, ξεσπάζει την πηγή του βαθιά στη σκοτεινή αγκαλιά του υψώματος που συντρίβει στα πόδια του τον γήινο κατακλυσμό – αυτός που το δοκίμασε, αυτός που στάθηκε ψηλά στο σύνορο βουνό του κόσμου και κάρφωσε το βλέμμα του στη νέα γη, στο ενδιαίτημα της νύχτας, πράγματι, δεν γυρνά στην αναταραχή του κόσμου, στη γη όπου το φως κατοικεί σε διαρκή αταξία.
Εκεί χτίζει καλύβες, τα ειρηνικά του καταλύματα, εκεί ερωτεύεται και νοσταλγεί, και ατενίζει, ωσότου η πλέον ευπρόσδεκτη απ’ όλες τις ώρες να τον τραβήξει κάτω στη ρίζα της πηγής – της γης ό,τι αναδύεται και το σαρώνουν θύελλες, μα ό,τι αγίασε το άγγιγμα του έρωτα, ελεύθερο κυλάει μέσα από δρόμους μυστικούς στο Επέκεινα, όπου, σαν ευωδιά, αναμιγνύεται τον ύπνο των Αγαπημένων.
Ακόμη ξυπνάς, χαρούμενο φως, για τη δουλειά τον καταπονημένο· κι εντός μου κυλάς τον πρόσχαρο βίο – μα απ’ το βρυώδες άγαλμα της μνήμης δεν με αποτραβάς. Τότε, θα σάλευα πρόθυμα τα φίλεργα χέρια, τότε θα κοίταζα παντού, όπου με χρειαζόσουν – θα δόξαζα τη λάμψη σου που σφύζει από μεγαλοπρέπεια, κι ακούραστος θα επιδίωκα την έξοχη αρμονία που διέπει τα τεχνητά σου έργα· όλο χαρά θα μέτραγα τον συνετό διασκελισμό των λαμπερών, των δυναστών ωροδεικτών σου – θα εμβάθαινα στη συμμετρία των δυνάμεων, στους κανόνες του θαυμάσιου παιχνιδιού των αναρίθμητων κόσμων και των εποχών τους. Μα η κρυφή καρδιά μου μένει ακόμη πιστή στη νύχτα και στην κόρη της: τη δημιουργό αγάπη. Μπορείς να μου δείξεις μια καρδιά αιώνια πιστή; Έχει ο ήλιος σου φίλους οφθαλμούς που με γνωρίζουν; Τ’ άστρα σου αγγίζουν το χέρι μου που αποζητά; Μου ανταποδίδουν τρυφερό το σφίξιμο και χάδι την κουβέντα; Εσύ τα στόλισες χρώματα και το ανάλαφρο περίγραμμα που τρεμοσβήνει – ή μήπως εκείνη έδωσε στον διάκοσμό σου πιο υψηλή, πιο προσφιλή αξία; Ποια ηδονή, ποια απόλαυση προσφέρει ο βίος σου που ξεπερνάει τις χαρές του θανάτου; Δεν φοράει το χρώμα της νύχτας ό,τι μας συνεγείρει; Εκείνη σε κυοφορεί και σε γεννά· σ’ αυτήν χρωστάς όλη σου τη μεγαλοπρέπεια. Θα χανόσουν στον εαυτό σου – θα έλιωνες, θα διαλυόσουν στον απέραντο χώρο, αν δεν σε κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της, αν δεν σε φύλαγε στα σπάργανα ζεστό, να μεγαλώσεις και να γεννήσεις με τη φωτιά σου τον κόσμο. Αλήθεια, υπήρχα πριν να γεννηθείς· η μητέρα μ’ έστειλε με τ’ αδέλφια μου στον κόσμο σου για να τον κατοικήσουμε και να τον εξαγνίσουμε με αγάπη, ώστε να γίνει ένα άφθαρτο μνημείο – και να τον σπείρουμε αμάραντα άνθη. Ακόμη δεν ωρίμασαν οι θείοι στοχασμοί. Ακόμη λιγοστά τα ίχνη της Αποκάλυψής μας. Κάποτε θα δείξουν οι ωροδείκτες σου το τέλος του χρόνου· θα είσαι ένας από εμάς· θα σβήσεις όλο πάθος και νοσταλγία και θα πεθάνεις. Μέσα μου νιώθω το τέλος των έργων σου – ελευθερία ουράνια, μακάριος γυρισμός. Στους παράφορους πόνους γνωρίζω την εξορία σου από την πατρίδα μας, την εναντίωσή σου στον παλιό, στον εξαίσιο ουρανό. Μάταια η τρέλα και το μένος σου. Μέσα απ’ τις φλόγες άφθαρτος υψώνεται ο σταυρός: λάβαρο νίκης του Γένους μας.
Υψώνομαι εκεί,
όπου κάθε οδύνη
μια νύχτα κεντρί
της ηδονής θα γίνει.
Πλησιάζει ο καιρός
που θα λυτρωθώ
και μεθυσμένος στην αγκαλιά
του έρωτα θα βρεθώ.
Εντός μου σαν κύμα θεριεύει
η αιώνια ζωή·
το βλέμμα μου επάνω σου
γκρεμίζω από την κορυφή.
Η λάμψη σου σβήνει
στο ύψωμα εκείνο –
δροσερό στεφάνι
φοράει ένας ίσκιος.
Θήλασε, αγαπημένο,
ό,τι εντός μου χυμό:
να με πάρει ο ύπνος,
να μπορώ ν’ αγαπώ.
Την πλημμύρα του Τέλους
πάλι αισθάνομαι νέα·
δες: σε βάλσαμο, αιθέρα
πώς αλλάζει το αίμα.
Ζω τις ημέρες
όλο πίστη και θάρρος
και πεθαίνω τις νύχτες
μέσα στο άγιο Πάθος.
NOVALIS [1772-1801]
Γερμανός ποιητής
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠAΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009
Σρέτσκο Κοσοβέλ: Κονς 4

ΚΟΝΣ: 4
Δικάζει η Βοστώνη τον Αϊνστάιν.
Απαγορεύεται ο Αϊνστάιν.
Είναι η θεωρία της Σχετικότητας επικίνδυνη;
Στο Βερολίνο συλλαμβάνουν
Κινέζους φοιτητές.
Είναι οι Κινέζοι φοιτητές επικίνδυνοι;
Οι Κοινωνικές κι Ανθρωπιστικές Επιστήμες αλλάζουν
το σύστημα διακυβέρνησης.
Ήδη τις χρησιμοποιούν τα καθεστώτα.
Γαλλία. Ισπανία. Μαρόκο.
Ένας υποδεκανέας σπέρνει τον τρόμο.
Ένας χωροφύλακας σπέρνει τον τρόμο.
Οι πλούσιοι χαίρονται τη ζωή
κατά το γράμμα του Νόμου.
Οι φτωχοί κατά τις παραγράφους.
§ Χ: 14 μέρες στην «στενή».
§ Υ: στην κρεμάλα.
§ Ζ: εξορία.
21 χρόνια έζησα στη φυλακή.
10 φορές μου πέρασαν κρεμάλα.
Όμως εξορίστηκα για πάντα.
Συγγνώμη, αγαπητέ μου, κλαίτε;
Δικάζει η Βοστώνη τον Αϊνστάιν.
Απαγορεύεται ο Αϊνστάιν.
Είναι η θεωρία της Σχετικότητας επικίνδυνη;
Στο Βερολίνο συλλαμβάνουν
Κινέζους φοιτητές.
Είναι οι Κινέζοι φοιτητές επικίνδυνοι;
Οι Κοινωνικές κι Ανθρωπιστικές Επιστήμες αλλάζουν
το σύστημα διακυβέρνησης.
Ήδη τις χρησιμοποιούν τα καθεστώτα.
Γαλλία. Ισπανία. Μαρόκο.
Ένας υποδεκανέας σπέρνει τον τρόμο.
Ένας χωροφύλακας σπέρνει τον τρόμο.
Οι πλούσιοι χαίρονται τη ζωή
κατά το γράμμα του Νόμου.
Οι φτωχοί κατά τις παραγράφους.
§ Χ: 14 μέρες στην «στενή».
§ Υ: στην κρεμάλα.
§ Ζ: εξορία.
21 χρόνια έζησα στη φυλακή.
10 φορές μου πέρασαν κρεμάλα.
Όμως εξορίστηκα για πάντα.
Συγγνώμη, αγαπητέ μου, κλαίτε;
Εγώ αδυνατώ να κλάψω το μέρισμα μου στη δυστυχία.
Είμαι σκληρός: αιχμή ατσάλι, που πρέπει
να λογχίσει τις καρδιές σας.
Είμαι σκληρός: αιχμή ατσάλι, που πρέπει
να λογχίσει τις καρδιές σας.
SRECKO KOSOVEL [1904-1926]
Σλοβένος ποιητής
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σλοβένος ποιητής
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009
Νοβάλις: Ύμνοι στη Νύχτα ΙΙ, ΙΙΙ

II
Μα πρέπει πάντα η αυγή να επιστρέφει; Δεν θα τελειώσει ποτέ αυτή η γήινη δυναστεία; Βέβηλη η μέριμνα για τα καθημερινά κατασπαράζει την ουράνια έλευση της νύχτας. Δεν θα αφεθεί ποτέ η μυστική θυσία της αγάπης στην αιώνια φλόγα; Το φως μετρήθηκε στον Χρόνο του∙ όμως η νύχτα άχωρη και άχρονη εξουσιάζει. Κι ο ύπνος διαρκεί το Αιώνιο. Ω ύπνε ιερέ, μην στέργεις τόσο σπάνια τον αφοσιωμένο Υπηρέτη της νύχτας, μέσα σε αυτό το επίγειο έργο των ημερών. Μόνο οι τρελοί σε παρανοούν και δεν γνωρίζουν τίποτε από σένα, παρά τον ίσκιο, που επάνω μας σπλαχνίζεσαι, σε εκείνο το λυκόφως της αληθινής νύχτας: δεν σε αισθάνονται στον χρυσό κατακλυσμό των σταφυλιών, στο λάδι το θαυμάσιο της αμυγδαλιάς και στον σκούρο χυμό της παπαρούνας∙ δεν ξέρουν ότι εσύ ανασαίνεις στα τρυφερά στήθη του κοριτσιού και φτιάχνεις από την αγκαλιά του έναν ουρανό – δεν υποπτεύονται καν ότι εσύ αντιβαίνεις, από ιστορίες παλιές, ο άπλετος ουρανός, και φέρεις το κλειδί για τις οικίες των Μακαρίων, άλαλος Αγγελιαφόρος των πιο μεγάλων μυστικών.
III
Κάποτε, όταν ξέσπαγα σε δάκρυα πικρά, και τέλειωνα στον πόνο κι η ελπίδα μου χανόταν μακριά κι έρημος στεκόμουν στο γυμνό ύψωμα που φύλαγε το Σχήμα της Ζωής μου απλωμένο στη στενή, τη σκοτεινή του επικράτεια, έρημος όσο κανείς Έρημος υπήρξε, από έναν τρόμο ανείπωτο σπρωγμένος – αδύναμος, ένας αξιολύπητος συλλογισμός και μόνο. Κι όπως τριγύρω κοίταζα γυρεύοντας βοήθεια, ανήμπορος να κινηθώ μπροστά ή να στραφώ και πάλι πίσω, κι απ’ τη φευγάτη, εφήμερη ζωή με μιαν απύθμενη λαχτάρα γαντζωμένος: τότε ήλθε απ’ τη γαλάζια έκταση –απ’ τα ψηλά της παλαιάς ευδαιμονίας μου– ένα λυκόφως ρίγος∙ μεμιάς έσπασαν τα δεσμά της Γέννησης: οι αλυσίδες από φως. Η γήινη λαμπρότητα φτερούγισε μακριά κι ο θρήνος μου μαζί της – κι η θλίψη κύλησε ευθύς στο βάραθρο ενός καινούργιου κόσμου. Ω έκσταση της νύχτας, ήλθες από πάνω μου: γαλήνιος ύπνος του ουρανού – κι ο τόπος σηκώθηκε αργά∙ ψηλά, κρεμόταν ελεύθερο το νεογέννητο πνεύμα μου. Το ύψωμα έγινε ένα σύννεφο σκόνη – κι εντός του είδα καθαρή την όψη της Αγαπημένης. Στα μάτια της ησύχαζε το Αιώνιο – και κράτησα τα χέρια της σφιχτά μες στα δικά μου∙ τα δάκρυα σπίθισαν άρρηκτα δεσμά. Χιλιάδες χρόνια καταιγίδα σάρωναν χαμηλά, σε απόσταση. Και στον λαιμό της δάκρυζα χαρά τη νέα ζωή. Ήταν το πρώτο και το μοναδικό όνειρο – κι έκτοτε τρέφω ακλόνητη, αιώνια την πίστη μου στον ουρανό της νύχτας και στο φως του: την Αγαπημένη.
Μα πρέπει πάντα η αυγή να επιστρέφει; Δεν θα τελειώσει ποτέ αυτή η γήινη δυναστεία; Βέβηλη η μέριμνα για τα καθημερινά κατασπαράζει την ουράνια έλευση της νύχτας. Δεν θα αφεθεί ποτέ η μυστική θυσία της αγάπης στην αιώνια φλόγα; Το φως μετρήθηκε στον Χρόνο του∙ όμως η νύχτα άχωρη και άχρονη εξουσιάζει. Κι ο ύπνος διαρκεί το Αιώνιο. Ω ύπνε ιερέ, μην στέργεις τόσο σπάνια τον αφοσιωμένο Υπηρέτη της νύχτας, μέσα σε αυτό το επίγειο έργο των ημερών. Μόνο οι τρελοί σε παρανοούν και δεν γνωρίζουν τίποτε από σένα, παρά τον ίσκιο, που επάνω μας σπλαχνίζεσαι, σε εκείνο το λυκόφως της αληθινής νύχτας: δεν σε αισθάνονται στον χρυσό κατακλυσμό των σταφυλιών, στο λάδι το θαυμάσιο της αμυγδαλιάς και στον σκούρο χυμό της παπαρούνας∙ δεν ξέρουν ότι εσύ ανασαίνεις στα τρυφερά στήθη του κοριτσιού και φτιάχνεις από την αγκαλιά του έναν ουρανό – δεν υποπτεύονται καν ότι εσύ αντιβαίνεις, από ιστορίες παλιές, ο άπλετος ουρανός, και φέρεις το κλειδί για τις οικίες των Μακαρίων, άλαλος Αγγελιαφόρος των πιο μεγάλων μυστικών.
III
Κάποτε, όταν ξέσπαγα σε δάκρυα πικρά, και τέλειωνα στον πόνο κι η ελπίδα μου χανόταν μακριά κι έρημος στεκόμουν στο γυμνό ύψωμα που φύλαγε το Σχήμα της Ζωής μου απλωμένο στη στενή, τη σκοτεινή του επικράτεια, έρημος όσο κανείς Έρημος υπήρξε, από έναν τρόμο ανείπωτο σπρωγμένος – αδύναμος, ένας αξιολύπητος συλλογισμός και μόνο. Κι όπως τριγύρω κοίταζα γυρεύοντας βοήθεια, ανήμπορος να κινηθώ μπροστά ή να στραφώ και πάλι πίσω, κι απ’ τη φευγάτη, εφήμερη ζωή με μιαν απύθμενη λαχτάρα γαντζωμένος: τότε ήλθε απ’ τη γαλάζια έκταση –απ’ τα ψηλά της παλαιάς ευδαιμονίας μου– ένα λυκόφως ρίγος∙ μεμιάς έσπασαν τα δεσμά της Γέννησης: οι αλυσίδες από φως. Η γήινη λαμπρότητα φτερούγισε μακριά κι ο θρήνος μου μαζί της – κι η θλίψη κύλησε ευθύς στο βάραθρο ενός καινούργιου κόσμου. Ω έκσταση της νύχτας, ήλθες από πάνω μου: γαλήνιος ύπνος του ουρανού – κι ο τόπος σηκώθηκε αργά∙ ψηλά, κρεμόταν ελεύθερο το νεογέννητο πνεύμα μου. Το ύψωμα έγινε ένα σύννεφο σκόνη – κι εντός του είδα καθαρή την όψη της Αγαπημένης. Στα μάτια της ησύχαζε το Αιώνιο – και κράτησα τα χέρια της σφιχτά μες στα δικά μου∙ τα δάκρυα σπίθισαν άρρηκτα δεσμά. Χιλιάδες χρόνια καταιγίδα σάρωναν χαμηλά, σε απόσταση. Και στον λαιμό της δάκρυζα χαρά τη νέα ζωή. Ήταν το πρώτο και το μοναδικό όνειρο – κι έκτοτε τρέφω ακλόνητη, αιώνια την πίστη μου στον ουρανό της νύχτας και στο φως του: την Αγαπημένη.
NOVALIS [1772-1801]
Γερμανός ποιητής
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009
Νοβάλις: Ύμνοι στη νύχτα I

Ι
Ποιο ζωντανό πλάσμα, προικισμένο με αισθήσεις, δεν αγαπάει περισσότερο απ’ όλες τις θαυμάσιες λάμψεις του χώρου που απλώνεται τριγύρω του, εκείνο το πασίχαρο φως – με τα χρώματα, με τις ανταύγειες και τις αχτίδες του∙ την αβρή του παρουσία παντού, καθώς η μέρα που ξυπνάει; Ο κόσμος τέρας των ακατάβλητων αστερισμών, σαν κάτι απ’ την εσώτατη ψυχή της ύπαρξης το ανασαίνει και επιπλέει χορεύοντας μες στον γαλάζιο του κατακλυσμό∙ κι ακόμη: αιώνες σιωπηλή η ακτινοβόλος πέτρα, το τρυφερό φυτό που θρέφεται ρουφώντας ό,τι χυμός στη γη, και το παράφορο θηρίο με πλήθος όψεις το ανασαίνει∙ μα πιο πολύ ο εξαίσιος ξένος: με το στοχαστικό το βλέμμα, το ανάερο περπάτημα και τα μελωδικά του χείλη απαλά κλεισμένα. Εκείνο, ως βασιλιάς της επίγειας φύσης, καλεί όλες τις δυνάμεις του σε αναρίθμητες μεταμορφώσεις: συνάπτει και διαλύει ακατάπαυστα συμμαχίες και η ουράνια εικόνα του περιβάλλει κάθε γήινη ουσία. Η παρουσία του και μόνο δείχνει το μέγα θαύμα των βασιλείων του κόσμου.
Κάτω εδώ, εγώ προσφεύγω στη σεπτή, ανείπωτη, μυστήρια νύχτα. Πιο πέρα, ο κόσμος γκρεμισμένος σ’ έναν τάφο βαθύ∙ ο τόπος του: άγονος και έρημος. Έγκατη θλίψη φυσάει σ’ ένα έγχορδο στήθος. Θα γκρεμιστώ: δροσάτο φως ντυμένο στάχτη. Επιθυμίες νεανικές, όνειρα παιδικά, πρόσκαιρες χαρές ενός μακρότατου βίου και μάταιες ελπίδες έρχονται τις αποστάσεις της μνήμης ντυμένες στα γκρίζα, καθώς η βραδινή ομίχλη μετά την δύση του ηλίου. Το φως αλλού, σε άλλους τόπους, ρίχνει χαρούμενο σκοινιά και τους πασσάλους του. Δεν πρέπει κάποτε να επιστρέψει στα παιδιά του, που προσμένουν με αθώα πίστη να επιστρέψει;
Τι αναβλύζει ξάφνου απ’ την καρδιά τόσο εκδικητικό και κατατρώγει τον απαλό άνεμο της θλίψης; Βρίσκεις κι εσύ χαρά εντός μας, ερεβνή νύχτα; Τι είναι αυτό που σκέπει ο μανδύας σου και πλήττει αθέατο με λύσσα την ψυχή μου; Βάλσαμο εξαίσιο κυλάει μέσα απ’ το χέρι σου μια δέσμη παπαρούνες – κι υψώνεις βαριές τις φτερούγες του πνεύματος. Σκοτεινούς κι ανέκφραστους μάς κυριαρχεί το ρίγος – έντρομος από χαρά βλέπω μιαν όψη αυστηρή∙ γαλήνια, ευλαβική γέρνει προς το μέρος μου και μέσα από ατέλειωτες απόκρημνες μπούκλες προβάλλει στοργική η νεότητα της μητέρας. Πόσο φτωχό και παιδιάστικο μού φαίνεται τώρα το φως! Πόσο χαρμόσυνος κι ευλογημένος ο αποχωρισμός της μέρας! Γι’ αυτό μόνο λοιπόν, γιατί η νύχτα σού στερεί τους υπηρέτες σου, σπέρνεις εκτυφλωτικές τις σφαίρες σου στα χάσματα του χώρου, για να διαλαλήσεις την παντοδυναμία σου –την επιστροφή– στις ώρες της απουσίας σου. Και τα αμέτρητα μάτια που ανοίγει η νύχτα εντός μας φαίνονται πιο του ουρανού κι απ’ τα περίλαμπρα άστρα∙ καθώς βλέπουν μακρύτερα από τα κάτωχρα εκείνα πλήθη και δεν χρειάζονται το φως για να περάσουν τα έγκατα ενός στοργικού πνεύματος: ό,τι κατακλύζει με απερίγραπτη λαχτάρα έναν τόπο αγέρωχο. Δόξα στη βασίλισσα της Οικουμένης, στην μεγαλοπρεπή επαγγελία των ιερών κόσμων, στην τροφό της μακάριας αγάπης. Εκείνη σε στέλνει σ’ εμένα, τρυφερή αγαπημένη, ήλιο εξαίσιο της νύχτας· τώρα αγρυπνώ – καθώς ανήκω και στους δυο μας. Εσύ μού έταξες τη νύχτα για να ζήσω κι έπλασες έναν άνθρωπο απ’ την ύλη μου – κατασπάραξε, λοιπόν, το σώμα μου με όλη την παραφορά του πνεύματος, ώστε να ενωθώ στον άνεμο μαζί σου∙ κι ύστερα η γαμήλια νύχτα θα διαρκεί το Αιώνιο.
Ποιο ζωντανό πλάσμα, προικισμένο με αισθήσεις, δεν αγαπάει περισσότερο απ’ όλες τις θαυμάσιες λάμψεις του χώρου που απλώνεται τριγύρω του, εκείνο το πασίχαρο φως – με τα χρώματα, με τις ανταύγειες και τις αχτίδες του∙ την αβρή του παρουσία παντού, καθώς η μέρα που ξυπνάει; Ο κόσμος τέρας των ακατάβλητων αστερισμών, σαν κάτι απ’ την εσώτατη ψυχή της ύπαρξης το ανασαίνει και επιπλέει χορεύοντας μες στον γαλάζιο του κατακλυσμό∙ κι ακόμη: αιώνες σιωπηλή η ακτινοβόλος πέτρα, το τρυφερό φυτό που θρέφεται ρουφώντας ό,τι χυμός στη γη, και το παράφορο θηρίο με πλήθος όψεις το ανασαίνει∙ μα πιο πολύ ο εξαίσιος ξένος: με το στοχαστικό το βλέμμα, το ανάερο περπάτημα και τα μελωδικά του χείλη απαλά κλεισμένα. Εκείνο, ως βασιλιάς της επίγειας φύσης, καλεί όλες τις δυνάμεις του σε αναρίθμητες μεταμορφώσεις: συνάπτει και διαλύει ακατάπαυστα συμμαχίες και η ουράνια εικόνα του περιβάλλει κάθε γήινη ουσία. Η παρουσία του και μόνο δείχνει το μέγα θαύμα των βασιλείων του κόσμου.
Κάτω εδώ, εγώ προσφεύγω στη σεπτή, ανείπωτη, μυστήρια νύχτα. Πιο πέρα, ο κόσμος γκρεμισμένος σ’ έναν τάφο βαθύ∙ ο τόπος του: άγονος και έρημος. Έγκατη θλίψη φυσάει σ’ ένα έγχορδο στήθος. Θα γκρεμιστώ: δροσάτο φως ντυμένο στάχτη. Επιθυμίες νεανικές, όνειρα παιδικά, πρόσκαιρες χαρές ενός μακρότατου βίου και μάταιες ελπίδες έρχονται τις αποστάσεις της μνήμης ντυμένες στα γκρίζα, καθώς η βραδινή ομίχλη μετά την δύση του ηλίου. Το φως αλλού, σε άλλους τόπους, ρίχνει χαρούμενο σκοινιά και τους πασσάλους του. Δεν πρέπει κάποτε να επιστρέψει στα παιδιά του, που προσμένουν με αθώα πίστη να επιστρέψει;
Τι αναβλύζει ξάφνου απ’ την καρδιά τόσο εκδικητικό και κατατρώγει τον απαλό άνεμο της θλίψης; Βρίσκεις κι εσύ χαρά εντός μας, ερεβνή νύχτα; Τι είναι αυτό που σκέπει ο μανδύας σου και πλήττει αθέατο με λύσσα την ψυχή μου; Βάλσαμο εξαίσιο κυλάει μέσα απ’ το χέρι σου μια δέσμη παπαρούνες – κι υψώνεις βαριές τις φτερούγες του πνεύματος. Σκοτεινούς κι ανέκφραστους μάς κυριαρχεί το ρίγος – έντρομος από χαρά βλέπω μιαν όψη αυστηρή∙ γαλήνια, ευλαβική γέρνει προς το μέρος μου και μέσα από ατέλειωτες απόκρημνες μπούκλες προβάλλει στοργική η νεότητα της μητέρας. Πόσο φτωχό και παιδιάστικο μού φαίνεται τώρα το φως! Πόσο χαρμόσυνος κι ευλογημένος ο αποχωρισμός της μέρας! Γι’ αυτό μόνο λοιπόν, γιατί η νύχτα σού στερεί τους υπηρέτες σου, σπέρνεις εκτυφλωτικές τις σφαίρες σου στα χάσματα του χώρου, για να διαλαλήσεις την παντοδυναμία σου –την επιστροφή– στις ώρες της απουσίας σου. Και τα αμέτρητα μάτια που ανοίγει η νύχτα εντός μας φαίνονται πιο του ουρανού κι απ’ τα περίλαμπρα άστρα∙ καθώς βλέπουν μακρύτερα από τα κάτωχρα εκείνα πλήθη και δεν χρειάζονται το φως για να περάσουν τα έγκατα ενός στοργικού πνεύματος: ό,τι κατακλύζει με απερίγραπτη λαχτάρα έναν τόπο αγέρωχο. Δόξα στη βασίλισσα της Οικουμένης, στην μεγαλοπρεπή επαγγελία των ιερών κόσμων, στην τροφό της μακάριας αγάπης. Εκείνη σε στέλνει σ’ εμένα, τρυφερή αγαπημένη, ήλιο εξαίσιο της νύχτας· τώρα αγρυπνώ – καθώς ανήκω και στους δυο μας. Εσύ μού έταξες τη νύχτα για να ζήσω κι έπλασες έναν άνθρωπο απ’ την ύλη μου – κατασπάραξε, λοιπόν, το σώμα μου με όλη την παραφορά του πνεύματος, ώστε να ενωθώ στον άνεμο μαζί σου∙ κι ύστερα η γαμήλια νύχτα θα διαρκεί το Αιώνιο.
NOVALIS [1772-1801]
Γερμανός ποιητής
Γερμανός ποιητής
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)