Χούφταλα χορτασμένα, πώς ξεπουλήσατε μια ολόκληρη ζωή, πώς υπήρξατε κάτι διαφορετικό απ' ό,τι είχατε ονειρευτεί; Εγώ απελπίζομαι τρεις φορές τη μέρα: βλαστημώ και καταριέμαι τους πάντες· ακόμη κι εμένα. Ο Ναπολέων εκστρατεύει κατά της Ρωσίας. Δες πώς μαραίνονται τα κόκκινα τριαντάφυλλα του φθινοπώρου. Τι; Δεν πας όπου φυσάει ο άνεμος; Μα είσαι ηλίθιος; Αυτό είναι το αληθινό πρόσωπο του ανθρώπου: καθαρό σαν ήλιο φθινοπώρου που καθρεφτίζεται σε μάτια βουρκωμένα. (Τα δάκρυα είναι σαν τα νομίσματα!) Εκείνος –μαύρος βασιλιάς στην σκακιέρα– αναζητάει τον σωσία του. Πρωί πρωί ξεκινάει για το Παρίσι.
Στο θέατρο ''Αγορά'', Καραϊσκάκη 149, Πάτρα. Έναρξη παραστάσεων: 24/25-1-09 Οι παραστάσεις θα συνεχιστούν: 29/30/31-1-09 και 1-2-09 5/6/7/8-2-09 12/13/14/15-2-09 και πάντα στις 21.30.
Ντουρς Γκρύνμπαϊν: Του χιονιού ή ο Ντεκάρτ στη Γερμανία [Μτφρ. Γιώργος Λίλλης, Θωμάς Πούτας, Εκδ. Κέδρος, 2007]
Το τραγούδι –η λυρική εκφορά του λόγου που απηύθυνε ως προσευχή και επίκληση ο άνθρωπος προς τις ακατάληπτες για τη νόησή του δυνάμεις ενός ανώτερου Όντος, για να αξιώσει την εύνοια του περιβάλλοντος χώρου καθώς και τη θεραπεία του σώματος ή της ψυχής του (στο πέρασμα του χρόνου μάς έδωσε εκείνη την υποβλητική εικόνα της φωτιάς, γύρω από την οποία συναθροίζεται η μικρή κοινωνική ομάδα και τραγουδάει την συναισθηματική διάθεση που δοκιμάζει μέσα από τα συλλογικά βιώματα και τις ατομικές εμπειρίες κάθε μέλους της)– το τραγούδι και η αφήγηση του Μύθου συνιστούν τις αρχέγονες λειτουργίες της ποίησης και, πιθανώς, τις μόνες που παραμένουν αμετάκλητα δραστικές ως σήμερα. Μολονότι, «θεωρητικές» φωνές κραυγάζουν πως, σε μια γκρεμισμένη κοινωνική πραγματικότητα μέσα στον ίδιο της τον εαυτό, απ’ όπου απουσιάζει κάθε αίσθηση Ιδανικού και η σύλληψη υψηλών Ιδεών που θα ανακινήσουν την σκέψη εντός του πολιτιστικού, κοινωνικού και πολιτικού βίου, η κτίση μιας ποιητικής σύνθεσης φαντάζει –επιεικώς– ανεπίκαιρη, αφηγηματικές –ενίοτε και επικές, τουλάχιστον ως προς το σχέδιο και την στόχευσή τους– συνθέσεις συνεχίζουν να γράφονται∙ άλλωστε δεν έπαψαν ποτέ. Και συνιστούν συνήθως το στίγμα αναφοράς μας σε έναν ποιητή. [Πώς θα αντιλαμβανόμασταν την ποίηση του Εγγονόπουλου, λόγου χάρην, αν δεν είχε συνθέσει τον «Μπολιβάρ»; Πλήθος τα παραδείγματα.]
Αλλάζει μόνο η μορφή τους: εκκινώντας από το σπάραγμα και καταλήγοντας στην μακροσκελή, πεζολογικού ή ακόμη και δοκιμιακού ύφους, αφήγηση. Στην παραδοχή της παραπάνω ήττας που σημείωσα, όμως, θεμελιώνεται ακαριαία, σαν φυσικό επακόλουθο, το αίτημα ανάπλασης των παλαιών Μύθων ή της δημιουργίας καινούργιων. Γιατί ο κόσμος χρειάζεται πάντοτε τους Μύθους του για να υπάρξει. Γιατί ακόμη και ένας χαοτικός κόσμος πρέπει να έχει το κέντρο του. Ας είναι και μια ευθεία γραμμή, σχεδιασμένη μέσα σε ένα πλήθος αναρίθμητων, άναρχα διεσπαρμένων, μαύρων κουκκίδων στο λευκό χαρτί. Οι Μύθοι πρέπει να καταβαραθρώνονται μόνο και μόνο για να δημιουργηθεί ο ζωτικός χώρος για τους επόμενους. Όπως ακριβώς αγωνιζόμαστε να σκοτώσουμε την εικόνα του πατέρα εντός μας για να μας κατατρύχει το φάσμα του με μεγαλύτερη ακόμη σφοδρότητα.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η ποιητική σύνθεση Του χιονιού ή ο Ντεκάρτ στη Γερμανία (2003) του Ανατολικογερμανού –πιθανώς ανήκει στους τελευταίους λογοτέχνες της γερμανόφωνης αυτής επικράτειας στον οποίο έχει νόημα να μην αποδώσουμε την εθνικότητά του απλώς ως γερμανική– ποιητή Ντουρς Γκρύνμπαϊν (γεν. 1962). Στο αφηγηματικό –μυθιστορηματικού χαρακτήρα– ποίημα του, δομημένο με όρους αυστηρούς μορφικά (42 Κεφάλαια –ή Άσματα κατά Πάουντ– αποτελούμενο το καθένα από επτά δεκάστιχες στροφές), ο Γκρύνμπαϊν ανασύροντας από το φιλοσοφικό πεδίο τη διαμεσολαβητική μορφή του Ντεκάρτ και από το ιστορικό την παραμονή του Γάλλου φιλοσόφου σε μια μικρή πόλη της Γερμανίας τον χειμώνα του 1619, ενώ οι συγκρούσεις του Τριαντακονταετούς Πολέμου έχουν ήδη ξεσπάσει από τον προηγούμενο χρόνο, δεν ξετυλίγει απλώς το νήμα ενός ελκυστικού Μύθου, ούτε προβαίνει στον κριτικό σχολιασμό του∙ ο Γκρύνμπαϊν συνθέτει εκ νέου ένα πρόσωπο ιστορικό αυστηρά και μόνο μέσα στο γλωσσικό πλαίσιο της ποίησής του. Χρησιμοποιώντας στον παραδειγματικό και συνταγματικό άξονα της σύνθεσης στοιχεία από τα πλέον τετριμμένα της καθομιλουμένης ως τα σαφώς ανοίκεια που θρέφουν τις ρίζες τους στην αρχαία γερμανική, ενσωματώνοντας στον λόγο του την ειρωνεία και την επιτήδευση –επιτήδευση προς χάρην της οποίας θυσιάζεται ενίοτε το κείμενο προκειμένου να ανταποκριθεί στους αυστηρούς νόμους «αρχιτεκτονικής» που επιβάλλει ο Γκρύμπαϊν–, αλλά και στηριζόμενος σε εκφραστικές δυνατότητες που του προσφέρουν η πεζογραφία, το δοκίμιο, ο δραματικός μονόλογος και διάλογος, ο Ανατολικογερμανός ποιητής ανοίγει τους δικούς του δρόμους στην ποιητική πράξη και την ανάπλαση του Μύθου∙ συνθήκες μέσα από τις οποίες δημιουργεί και, συγχρόνως, πασχίζει να τις ορίσει και πάλι. Ακόμα και οι γνωστές θέσεις του Ρενέ Ντεκάρτ του Γιοακίμ μοιάζουν να χάνουν την κεκτημένη υπόσταση τους στη σφαίρα του φιλοσοφικού στοχασμού και να αναδεικνύονται σε δημιουργική διαδικασία στοχασμού του Ρενέ Ντεκάρτ, γεννήματος της μυθοπλαστικής ικανότητας του Ντουρς Γκρύνμπαϊν. Το σημαντικότερο επίτευγμα, ωστόσο, του εν λόγω ποιήματος παραμένει η διαυγής εικόνα ενός ανθρώπου ο οποίος στοχάζεται, δρα και αναπτύσσει τη δική του ανθρωπολογία. Είναι απολύτως βέβαιο πως το ποίημα Του χιονιού συνιστά την προσωπική σπουδή του Γκρύνμπαϊν πάνω στο ανθρώπινο ον. Συνθήκη αναφαίρετη κάθε σπουδαίου έργου τέχνης ή –πέρα από ατομικές αισθητικές εκτιμήσεις– κάθε έργου που φιλοδοξεί να κομίσει μια καινούργια προοπτική στην τέχνη του.
Το εγχείρημα των μεταφραστών έθεσε ως προτεραιότητα την μεταφορά στα ελληνικά του μεγαλόπνοου δημιουργικού σχεδίου του Γκρύνμπαϊν και των μεθόδων που χρησιμοποίησε για να το επιτύχει. Κάπου εκεί θυσιάστηκε ο ιδιαίτερος ρυθμός του πρωτοτύπου ο οποίος θα αξίωνε πιθανώς την εκ μέρους τους στρέβλωση των πολλών και διαφορετικών στοιχείων που απαρτίζουν το συγκεκριμένο ποίημα. Πέραν αυτού: είναι σημαντικό πως προτείνουν στα καθ’ ημάς έναν σύγχρονο Ευρωπαίο ποιητή και μάλιστα σε μια μετάφραση, η οποία πληρεί τον ουσιαστικότερο στόχο αυτής της υποτιμημένης –συχνά– τέχνης: να αποτελέσει πηγή άντλησης υλικού για τους δημιουργούς που γράφουν στην γλώσσα όπου μεταγράφεται το πρωτότυπο. Εξάλλου, η εργασία τους τονίζει το αυτονόητο: κάθε νέα λογοτεχνική γενιά δοκιμάζεται –και ανδρώνεται– και μέσω της μετάφρασης.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
[Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στην Αυγή, στις 27 Ιανουαρίου του 2008]
Στην Ινσταμπούλ, στον Βόσπορο, είμαι ο φτωχός Ορχάν Βελή· ο γιος του Βελή με την ακατανόητη μελαγχολία. Κάθομαι στο Ρούμελι, στην ακτή, και μουρμουρίζω ένα τραγούδι:
«Οι μαρμαρένιοι λόφοι της Ινσταμπούλ, βαραίνουν το κεφάλι μου, αχ, οι γλάροι· δάκρυα, δάκρυα καυτά για την πατρίδα πλημμυρίζουν τα μάτια μου· Έντα, πεπρωμένο μου, γεμάτη-άδεια, είσαι πάντα η αλμυρή πηγή των δακρύων μου.
Στο κέντρο της Ινσταμπούλ άνοιξαν κινηματογράφοι· η μητέρα δεν θα μάθει ποτέ για την εξορία μου. Άλλοι φιλιούνται, συζητούν και κάνουν έρωτα· σημαίνει κάτι αυτό για μένα; Αγάπη μου, τρέλα μου, αχ, εσύ, βουβωνικέ ποταμέ μου».
Στην Ινσταμπούλ, στον Βόσπορο, είμαι ο φτωχός Ορχάν Βελή· ο γιος του Βελή με την ακατανόητη μελαγχολία.
Όμως η ανάγνωση του Τρακλ μιλάει με την πειστική δύναμη μιας ιδιόμορφης πνευματικής προσωπικότητας. Δυστυχώς ο ποιητής διάβαζε τόσο αδύναμα, σαν μέσα από τα βάθη του σκότους των περασμένων ή των μελλούμενων, ώστε ν’ αργεί κανείς ν’ αναγνωρίσει, στον μονότονο, σαν προσευχή, κερματισμένο λόγο της απολύτως ιδιόρρυθμης αυτής φυσιογνωμίας, λέξεις και φράσεις κι έπειτα ρυθμούς κι εικόνες που συνθέτουν τη φουτουριστική ποίηση του Τρακλ. Μέσα του όλα γίνονται εικόνα και αλληγορία, μεταλλάσσονται στην ψυχή του σε διάφορες εκφραστικές δυνατότητες, δύσκολες για τους ανθρώπους του σήμερα· όμως ο πειστικός τρόπος με τον οποίο εκφέρονται, σε αναγκάζει να πιστέψεις στη δυνατότητά τους. Πότε θα ’ρθει ο καιρός αυτού του ποιητή; Γιατί αυτός ο ήρεμος, σίγουρος άνθρωπος, που μεταλλάσσει τα πάντα μέσα του, είναι δίχως αμφιβολία ποιητής· κάθε του ποίημα πείθει γι’ αυτό και λειτουργεί σαν αποκάλυψη. Όμως το σημερινό και το αυριανό κοινό, δε θα τον καταλάβει για πολύ καιρό ακόμη, και ειδικά οι πληρωμένοι χειροκροτητές, που τόσο δυνατά τον χειροκρότησαν.
Ηεφημερίδα Allgemeiner Tiroler Anzeiger,
φ. 286, 13/ 12/ 1913.
Ο Γκέοργκ Τρακλ απέσπασε το θερμό χειροκρότημα του ακροατηρίου με τα πνευματώδη ποιήματά του (Η νεαρή υπηρέτρια, Ο Σεβαστιανός στο όνειρο, Βραδινή μούσα, Έλις, Σόνια, Άφρα, Το τραγούδι του Κάσπαρ Χάουζερ, Ελιάν) αν και ο τρόπος με τον οποίο διάβαζε ήταν καταλληλότερος για έναν ολιγάριθμο, οικείο κύκλο ανθρώπων παρά για το κοινό μιας τεράστιας αίθουσας· διάβαζε τόσο χαμηλόφωνα, ώστε η φωνή του μόλις που ακουγόταν. Η βραδιά αποτέλεσε λογοτεχνικό γεγονός για το Ίνσμπρουκ, και οι διοργανωτές θα λάβουν οπωσδήποτε τις πιο θερμές ευχαριστίες των ειδημόνων.
Κι όπως ζωγραφίζαμε «μαζί» τη Νύφη των ανέμων, διέκρινα για άλλη μια φορά το πορτραίτο του. Την εποχή που δούλευα τη Νύφη, ο Τρακλ βρισκόταν καθημερινά κοντά μου. Διατηρούσα ένα στοιχειώδες ατελιέ· καθόταν πίσω μου, σιωπηλός, πάνω σ’ ένα βαρέλι μπύρας. Καμιά φορά μιλούσε μεγαλόφωνα και ακατάπαυστα. Ύστερα πάλι έμενε για ώρες σιωπηλός. Τότε ήμασταν δυο αποστάτες του αστικού τρόπου ζωής. Εγώ είχα φύγει απ’ το πατρικό μου. Στη Βιέννη υπήρχαν αντιδράσεις για τις εκθέσεις και τα έργα μου. Παρεπιμπτόντως, σ’ ένα ποίημα του ανέφερε κυριολεκτικά τη Νύφη των ανέμων.
Όσκαρ Κοκόσκα [OskarKokoschka, 1886-1980]
Ζωγράφος
Τα εφταμηνίτικα παιδιά είναι τα μόνα που με το βλέμμα τους καθιστούν υπεύθυνους τους γονείς· τους αναγκάζουν να κάθονται σαν κλέφτες, που πιάστηκαν επ’ αυτοφώρω, δίπλα στα θύματά τους. Έχουν το βλέμμα, που ζητάει πίσω ό,τι πάρθηκε μακριά τους, κι όταν η σκέψη τους φανερώνεται, σαν να γυρεύουν ό,τι απέμεινε, στρέφουν το βλέμμα τους κατά την απώλεια. Υπάρχουν κάποιοι που αποδέχονται ένα τέτοιο βλέμμα, ένα βλέμμα που θα ήθελε να επιστρέψει στο χάος εκείνο το πολύ που αποκόμισαν. Αυτοί είναι οι τέλειοι· έφτασαν στο επίπεδο αυτό όταν ήταν πλέον πολύ αργά. Ήρθαν στον κόσμο κλαίγοντας από ντροπή· μία ντροπή που τους άφησε ένα, πρώτο και τελευταίο, συναίσθημα: πίσω στο σώμα σου, μητέρα, εκεί που ήταν καλά.
Καρλ Κράους [KarlKraus, 1874-1936]
Συγγραφέας, δημοσιογράφος
Μόλις χθες βράδυ βρήκα στο φάκελο […] και τον Ελιάν του Τρακλ και σας ευχαριστώ ιδιαίτερα για την αποστολή του. Κάθε αρχή και κάθε τέλος στο ωραίο αυτό ποίημα έχει μια απερίγραπτη γλυκύτητα· με συνεπήρε με τις εσωτερικές του αποστάσεις· αρθρώνεται στις παύσεις του. Σαν φράχτες στο αχανές ανείπωτο στέκονται οι στίχοι, σαν φράχτες σ’ επίπεδη γη, πάνω στην οποία το περιφραγμένο συντρίβεται διαρκώς σε μια τεράστια ανυπόταχτη πεδιάδα. […] Η μορφή του Τρακλ ανήκει σ’ εκείνες τις μυθικές: όπως του Λίνου· την αντιλαμβάνομαι ενστικτωδώς στα πέντε οράματα του Ελιάν. Πιο απτή δε θα μπορούσε να είναι, αφού δεν βγήκε πιο απτή από μέσα του…
[...]
Στο μεταξύ έλαβα τον Σεβαστιανό στο όνειρο και τον διάβασα πολλές φορές: με συγκίνηση και διαίσθηση, έκπληκτος, αμήχανος· γιατί αμέσως αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες υψώνεται και σβήνει ο τόνος της φωνής αυτής, είναι ανεπανόρθωτα μοναδικές· είναι οι συνθήκες που δημιουργούν το όνειρο. Σκέφτομαι πως ακόμη κι αυτός που στέκεται κοντά, με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι, βιώνει, σαν αποκλεισμένος, τις εικόνες αυτές και τις ενοράσεις: γιατί το βίωμα του Τρακλ γίνεται όπως στα είδωλα στον καθρέφτη και γεμίζει ολόκληρο τον χώρο του, που είναι άδυτος, όπως ο χώρος στον καθρέφτη. (Ποιος να ήταν άραγε;)
Ράινερ Μαρία Ρίλκε [RainerMariaRilke, 1875-1926]
Ποιητής
27 Ιουνίου 1912.Παρατήρηση του Τρακλ: κανείς δεν μπορεί να μεταδώσει τον εαυτό του (το ίδιο, λέει, συμβαίνει και με τα ποιήματα του). Φράση του Τρακλ από συζήτηση: … καλύτερα ν’ αντισταθείς στην απόλυτη ομορφιά, γιατί μπροστά της δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο απ’ το να την κοιτάς σαν ηλίθιος…
26 Οκτωβρίου 1913. {Ενώ ο Τρακλ έχει ήδη δανειστεί πολλές φορές χρήματα απ’ τον Ρεκ}. Χρειάζεται 200 κορόνες μηνιαίως· 2 κορόνες την ημέρα για κρασί και τσιγάρα. Πόσοι άνθρωποι επιβιώνουν με τόσα λίγα χρήματα!
Καρλ Ρεκ [KarlRöck, 1883-1954]
Ποιητής
Ο Γκέοργκ ήταν ένα παιδί σαν εμάς: χαρούμενο, ατίθασο και υγιές.
[...]
Ήμασταν αρκετά εύποροι· ζούσαμε σ’ ένα τεράστιο σπίτι, σε συνθήκες τέτοιας ευχάριστης κι αυτονόητης άνεσης που κανείς σήμερα δεν μπορεί να φανταστεί.
[...]
Προσκολληθήκαμε στην γαλλίδα γκουβερνάντα μας και τον πατέρα. Η μητέρα νοιαζόταν περισσότερο για τις συλλογές της από αντίκες παρά για εμάς. Ήταν ψυχρή γυναίκα, επιφυλακτική· μας φρόντιζε, αλλά από τη φροντίδα της έλειπε η ζεστασιά. Ένιωθε παρεξηγημένη απ’ όλους: από τον άντρας της, τα παιδιά της, απ’ όλο τον κόσμο. Χαιρόταν μόνο όταν έμενε μόνη στα δωμάτια με τις συλλογές της˙ κλεινόταν για μέρες στα δωμάτια αυτά. Εμείς τα παιδιά ήμασταν κάπως δυσαρεστημένα μ’ αυτή την κατάσταση, αφού όσο περισσότερο διαρκούσε το πάθος της, τόσα περισσότερα δωμάτια γίνονταν απαγορευμένα για μας.
Φρήντριχ Τρακλ [FriedrichTrakl, 1890-1957]
Αδελφός του Γκέοργκ
Δεν μπορώ να την καταλάβω {την ποίηση του Τρακλ}. Όμως ο τόνος της με μαγεύει. Είναι ο τόνος των πραγματικά ιδιοφυών ανθρώπων.